ΠΟΙΗΜΑΤΑ

08/09/05

Κεντρική σελίδα
Προσωπικές πληροφορίες
Δημοσιεύματα
Αγαπημένα
Συλλογή φωτογραφιών
Άρθρα μου
ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

                         

 Ποιήματα απ' την Συλλογή:
"το φάλτσο της Ζωής"

 Αν είναι να μιλήσω 

 

  Στην Κατερίνα 

 

Αινιγματική παρουσία

 

 Το γκρίζο σπίτι

 

 

Αν είναι να μιλήσω

Στο Χρίστο Τσολάκη

Αν είναι να μιλήσω για σένα
πρέπει να σπάσω τον πυρήνα της Ιερής Σιωπής
από αγιασμένα αγριολούλουδα
της Σταυροπροσκύνησης.
Γιατί κι η Γνώση είναι σταυρωμένη
-Ανέκαθεν ήταν-

Αν είναι να μιλήσω για σένα
πρέπει να ντύσω το δέος
με λόγια νυφιάτικα, κατάλευκα
ενός μυστικού Γάμου
με νηρηίδες πρωτοξύπνητες παράνυφους.

Αν είναι να μιλήσω για σένα
ανασταίνονται γεύσεις κοριτσίστικων φιλιών,
αδέξια αγκαλιάσματα αγοριών
που ανταμώνουν πρωτόπλαστο τον Έρωτα.

Φοβάμαι να μιλήσω για σένα
μην ταράξω την αιώνια Γαλήνη της Αναζήτησης
στις βιβλιοθήκες τ' ουράνιου τόξου.

Φειδωλή ομορφιά!
Όσο την κυνηγάς τόσο λίγο σου δίνεται.
Σε πήρε στη δίνη της.
Φουσκώνοντας τα ρουμπινιά της πέπλα
που μόνο με τ' ακροδάχτυλά σου
αξιώθηκες ποτέ ν' αγγίξεις.
Είσαι μαζί της· όμως ξενιτεμένος
απ' όσους σ' αγάπησαν.

Καμιά φορά αμφιβάλλω
κι αν ακούς τους βουερούς ψιθύρους
ή και τις σιωπηλές κραυγές των καλεσμάτων τους.
Μα δε μπορεί· θα τους νιώθεις.
Αφού κι εσύ ξέρεις την πίκρα της απόρριψης.
Γι' αυτό είσαι λυπημένος
και τιμωρημένος
εξόριστος της Ζωής που πάλλει
κυνηγάς μια ναρκωμένη μορφή
να την αναστήσεις.

Την ώρα που οι άλλοι γιορτάζουν την Ανάσταση.

Πότε θα 'ρθει η δική σου Λαμπρή;
Πότε θα σταθείς να κοιτάξεις
τα ρινίσματα του φωτός
στα μάτια αυτών που σε λάτρεψαν;

Κλαίει η ικεσία στο μέτωπό τους
σαν τη μπόλια νεαρής αγαπημένης
που την τσαλάκωσε ο θάνατος.

Κι εσύ εκεί· μόνος, κατάμονος
σε δρόμους αδιέξοδους
σε λαγούμια σκοτεινά, τρίσβαθα
σε σπηλιές πνιγμένες απ΄ τον καπνό
της πολυπλοκότητας των εκδοχών.

Κι όταν ξαποσταίνεις σύντομα
στο κελί της ερημίας σου
πού το βρίσκεις τόσο Φως!
Κι ενώ ψηλαφάς τα σκότη,
η μορφή σου ήλιος από άλλους γαλαξίες.

Για μας.
Η μοναδική και ακριβή ανταπόκριση.

Σ' ομηρική μαλαματένια κούπα
μας κέρασες κρασί παλιό, αυθεντικό.

Οι παραστάσεις μισοσβησμένες
απ' τους αιώνες τους σκυμμένους
πάνω σε τραπέζια
μίζερων σπουδαστηρίων.

Ένας σάτυρος σε μέθυσε
που ζωντάνεψε απ' τη ζήλια
μιας άλλης μέθης αξεμέθυστης.
Έκσταση!

Καθώς ψάχνεις τα ίχνη
της συλλογικής Μνήμης.
Ακούς τα κουδουνάκια της αθωότητας
στις πλαγιές των Πιερίων;

Έρχονται να σου θυμίσουν
την ξενοιασιά της άγνοιας που μάτωσε.

Τον προγονικό εσπερινό:
"ο περιπατών επί πτερύγων ανέμων..

Ο ποιών την γην αυτού τρέμειν...

Ο απτόμενος των ορέων και καπνίζονται...".

Εκείνον τον εσπερινό
της νιογέννητης Λευτεριάς
που τον μαρμάρωσε η σφαίρα του Ιούδα το '43.

Κι από τότε έγινε χαρακιά στο μέτωπό σου.
Βαριά κληρονομιά!

Γυμνά κορίτσια
με νωπά ακόμα τα φιλήματα του Ενιππέα
να σταλάζουν μαργαριτάρια
θώπευσαν το σκληρό ξάφνιασμα
και το 'καναν τραγούδι
σε κυκλόσυρτους χορούς
στα χοροστάσια
που χόρεψαν οι θεριστάδες
κείνοι που νίκησαν το χάροντα
στεφανωμένοι με το χαμόγελο
μιας αιώνιας Ήβης.

Παράξενοι αστερισμοί,
παμπάλαιοι, που ήταν μια φορά,
σε ταξίδεψαν τη στιγμή του χαλασμού τους
τότε που άστραψαν το θάνατό τους.

Γι' αυτό δε φοβάσαι.
Πήρες ένα κομμάτι ουρανού
και μπαινοβγαίνεις στο άβατο της αθανασίας.

Πρόλαβες
κι ανάγνωσες κρυμμένα μυστικά
στην έκρηξη βιβλιοθηκών
την ώρα που λαμπάδιασαν για στερνή φορά.

Είσαι ευλογημένος της Μοίρας
και εμείς καλότυχοι, γιατί γευόμαστε
δι' εσόπτρου αντικατοπτρισμούς
του μυστικού χρίσματος.

 

ΑΡΧΗ ΣΕΛΙΔΑΣ

 

 

Στη Κατερίνα

Σε είχα δει στην εκκλησιά
των βράχων του Κραβασαρά
σκαλισμένη στην πέτρα
Μια μικρή Παναγιά
που της έγδαραν το πορφυρένιο ιμάτιο
κι έκλαιγαν οι πτυχές
απ' τα τυφλά τους μάτια.

Κι ακόμα ντυμένη με τσίτινο σύννεφο
να τριγυρνάς στις στάνες
τ' ουρανού
αρμέγοντας τους γαλαξίες
Χορεύοντας βουκολικούς
ρυθμούς που σμίλεψε
ξεμέθυστος ο Βάκχος
στο κάστρο του Αχιλλέα.

Πότε σου μίλησε η Θέτιδα;

"Ηματί κεν τριτάτω φθίην ερίβωλον ίκοιο".

Δεν είχε σε ποιον να ξομολογηθεί
το κρίμα της π' αγάπησε θνητό
και τώρα μοιρολογούσε το Γιο
που πάλλονταν από νιάτα λιγοήμερα
Κι εσύ το κράτησες το βαθύ μυστικό
και σήκωσες τη θεϊκή θλίψη
κι αλάφρωσες την εξόριστη του Ολύμπου.

Σε διάλεξε για νύφη,
αν και θεά, λάθεψε,
της ξέφυγε η Τροία.
Αρραβωνιαστικιά τ' αρχοντόπουλου
που μίσεψε
και σ' άφησε νυφούλα
στην πηγή του δράκου.

Μέχρι να 'ρθει ο Αι Γιώργης
να σε εμπιστευτεί στον Ιωσήφ.

Για λίγο.

 

ΑΡΧΗ ΣΕΛΙΔΑΣ

 

 

Αινιγματική παρουσία

 

Αινιγματική παρουσία
τόσο ξένος και τόσο οικείος.

Δεν κουράστηκες να περπατάς
στα σκοτάδια της αρχαίας Γνώσης
με το κλεφτοφάναρο του Διογένη;

Μυρουδιά παπύρων παμπάλαιων
που κλείνουν τα μάτια τους,
ευαίσθητα στο φως του σήμερα.

Σκληρό φως, ανελέητο
πληγώνει την ανίδεη παρθενικότητά τους.

Για σένα όμως που κουβαλάς
νεαρούς χειμώνες και κουρασμένες άνοιξες
με λιπόθυμες μελωδίες φρυγικές
οι πάπυροι αναδίνουν
την αθώα φρεσκάδα του ψωμιού,
στο φούρνο της πέτρινης ανάμνησης.

Πώς τα συνταιριάζεις;
"Νους ο διακοσμών και πάντων αίτιος".
Μόνο αυτό το δρόμο θέλεις.
Μόνο αυτόν ξέρεις.
Φοβάσαι το ξύπνημα
της υπνώττουσας καρδίας
κι αν ανοίξει κάνα καφάσι
στον άβατο χώρο, βιάζεσαι να το κλείσεις.

Μη φύγει το μύρο ενός πόνου
μυστικού κι άρρητου κι ωστόσο ιερού
Λιβάνι απ΄ αρχαία μυστήρια καις στο βωμό του.

Νομίζουμε πως κρυβόμαστε
Στα μάτια μας ο Ιούδας παραφυλάει
"Αυτός είναι!"

Κι εμείς ανυπεράσπιστοι
παραδινόμαστε.

Το πείσμα που κρατάμε
στις σφιχτές μας χούφτες
ματώνει
και στάζει κόκκινο
απ' την ʼλλη τριανταφυλλιά.

Η Αλήθεια είναι πάντα κυνηγημένη
περπατά σε κινούμενη άμμο
και παίζει και κλαίει
και γελά με τη σοβαρότητά μας

Είμαστε καταδικασμένοι
να την κυνηγάμε
κι εκείνη καταδέχεται
ένα βλέμμα η απρόσιτη βασίλισσα
του Σύμπαντος κόσμου

Στους άλλους
αφήνει το είδωλό της
σαν την Ελένη στην Τροία
για να νομίζουν πως την έχουν
-γελοία πληρωμή
στην αυταρέσκεια της αλαζονείας τους

ΑΡΧΗ ΣΕΛΙΔΑΣ

 

 

Το γκρίζο σπίτι

Το γκρίζο σπίτι στην άσημη πολιτεία
δε νανούρισε τα όνειρά σου.

Κι εκείνα ξενιτεύτηκαν
σαν περιστέρια που διώχτηκαν
με κρεμασμένο το μήνυμα
της Γαλήνης, ατελέσφορο.

Δίψασες για ένα κόμπο
μητρικής παραμυθίας

-Το αυτονόητο-

Ό,τι αγάπησες
νοσταλγικά συντρίμμια,
όστρακα πληγωμένα
απ' τη σκαπάνη της Μνήμης
σ' αρχαίους τάφους.

Τα πετάγματα του νου
έμειναν μετέωρα,
κομμένα στη μέση.

Και τώρα στροβιλίζεσαι
στο στρώμα της νυχτερινής
αμφιβολίας.

Παραπαίεις ανάμεσα
στο καντηλάκι
της δακρυσμένης Παναγιάς
όπου καίει η δυσδιάκριτη ελπίδα
και στις λαμπρές ρεκλάμες
των καταστημάτων
που υπόσχονται λησμονιά.

Ποιος ή τι θα γεμίσει
αυτό το ανάμεσο κενό;

Σ' έχει κερδίσει το Συμβατικό
κι όμως ένας γκιώνης
κλαίει μέσα σου
μια ακοίμητη άνοιξη
που ήταν να 'ρθει
στ' αχνάρια του ήλιου
που σβήστηκαν από σκληρά πατήματα.

Αυτός ο γκιώνης φταίει·
τι θέλει να σου θυμίζει
για πού ξεκίνησες;

Αφού έτσι κι αλλιώς
η ζωή μίκρυνε.

Και σε γέλασε πως την κατάχτησες.

Αλλά τι αξίζει ο ζορισμένος μόχθος;

Θυμάσαι τότε π' αναζητούσες
Το Απόλυτο σε μεσαιωνικά βιβλία
πάνω στα φτηνά ράφια
μιας δημόσιας βιβλιοθήκης;

Ήσουν ολόκληρη μια Αναζήτηση
κατείχες το Απόλυτο
κομματιασμένο σε ανείπωτα ερωτηματικά·
μα δεν το ήξερες.

Τώρα έμαθες πολλά
κι ωστόσο δε φτάνουν
για να πάψει
να τσιμπά τα σωθικά σου
το Ανικανοποίητο.

 

ΑΡΧΗ ΣΕΛΙΔΑΣ

 

 

 

 

Κεντρική σελίδα | Προσωπικές πληροφορίες | Δημοσιεύματα | Αγαπημένα | Συλλογή φωτογραφιών | Άρθρα μου | ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Τελευταία ενημέρωση της τοποθεσίας 08/09/05