(Αναδημοσίευση 20, 21,22,24,25 Μαΐου 2004)

Ολύμπιο Βήμα Κατερίνης

Χρίστος Λ. Τσολάκης

Καθηγητής Α.Π.Θ

Ελένη Τζήκα «Σσσ… μας ακούει ο κόσμος»

 

Το βιβλίο της Ελένης Τζήκα «Σσσ... μας ακούει ο κόσμος» είναι ένα μυθιστόρημα με ιριδισμούς κοινωνικούς, ιστορικούς, βιογραφικούς, αυτοβιογραφικούς, λαογραφικούς, παιδαγωγικούς, ψυχολογικούς, πολιτικούς, γλωσσολογικούς που παίζουν διακριτικά στο στερέωμα της λογοτεχνικής δημιουργίας. Φτάνει τις 400 σχεδόν σελίδες και εκδόθηκε με πολλή φροντίδα πριν από λίγους μήνες από τις γνωστές για τη σοβαρότητα και το κύρος τους Εκδόσεις «Ακρίτας», προς τις οποίες οφείλουμε ευγνώμονα λόγο όχι μόνον για την επιλογή και την έκδοση του συγκεκριμένου έργου αλλά και για τη γενικότερη θητεία τους και συνεισφορά τους στα γράμματα μας και στις τέχνες μας. Έχουν ανακαλύψει και θεραπεύουν με συνέπεια και συνείδηση ευθύνης αυτό που οι Έλληνες ονόμασαν «μέτρον» και ο Αριστoτέλης «μεσότητα»: «Μέτρον άριστον», «Η μεσότης εστίν αρετή». Και φυσικά, δεν έχουν και τα δυο τους καμιά σχέση με το μέτριο ή τον μέσο όρο˙ η φιλοσοφία τους πάνω στην οποία στηρίζεται η δημιουργία τους είναι η φιλοσοφία των αρίστων και υπεύθυνων απέναντι στο αναγνωστικό κοινό και στο πνεύμα, και βρίσκεται σε ευθεία αντανάκλαση με τα περιεχόμενα του εν λόγω έργου της Ελένης Τζήκα.

          Τετρακόσιες, λοιπόν, καλοτυπωμένες σελίδες, που σημαίνει άνετη ταυτοποίηση των γραφικών σημείων και ευχάριστη σάρωση του κειμένου από τον αναγνώστη. Το εξώφυλλο / εμπροσθόφυλλο του βιβλίου είναι επίσης φροντισμένο. Εκφράζει τον ευρηματικό και εντυπωσιακό τίτλο «Σσσ... μας ακούει ο κόσμος». Φιλοτεχνημένο από τον Χρήστο Γουσίδη εξεικονίζει με αδρές πινελιές και με φόντο τα Πιέρια, που ιχνογραφούνται στο βάθος με μολυβί χρώμα, εξεικονίζει το εσωτερικό του κεντρικού σπιτιού γύρω από το οποίο πλέκεται το μυθιστόρημα. Στο εσωτερικό του σπιτιού δυο γυναικείες μορφές: η πιο κοντινή σε μας είναι η Μαγδαληνή, η σεβαστή μητέρα αυτού του έργου, σε μια στιγμή πολύ χαρακτηριστική: σηκώνει το αριστερό της χέρι, ενώ με το δεξί βιάζεται να κλείσει τη μισάνοιχτη πόρτα του σπιτιού, το σηκώνει, φέρνει το δάχτυλο στα χείλη της και λέει απευθυνόμενη προς την ατίθαση κόρη της, την Αθηνά, η οποία διαρκώς «εκθέτει» την οικογένεια με την ελεύθερη συμπεριφορά της στη μικρή κοινωνία του χωριού, της λέει αυτήν τη φράση που αποτελεί και τον τίτλο του έργου: «Σσσ... μας ακούει ο κόσμος». Στο πρόσωπό της είναι ζωγραφισμένη η έντονη ανησυχία και ο πόνος της ψυχής που της φέρνει η επαναστατημένη απέναντι στα κοινωνικά ταμπού θυγατέρα της. Μέσα της κυριαρχεί ο καθωσπρεπισμός. Αυτό τουλάχιστον δηλώνει η εξεικόνιση της στιγμής: η όλη στάση της, το ντύσιμό της το παραδοσιακό, η κίνηση να κλείσει την πόρτα, για να μη μας ακούσουν οι γειτόνισσες, το εναγώνιο κοίταγμα προς τα έξω, το υψωμένο χέρι, το μεγάλο μάτι στο προφίλ πρόσωπό της που παραπέμπει σε περασμένους αιώνες, στις νωπογραφίες των ανακτόρων της κρητομινωικής και κρητομυκηναϊκής τεχνοτροπίας. Πίσω της η άλλη μορφή με την κόσμια και σεμνή στάση της, το χτένισμα των μαλλιών της το παραδοσιακό και με το πονεμένο βλέμμα μάλλον ανακαλεί στη μνήμη μας τη Δήμητρα, την άλλη κόρη της Μαγδαληνής, τη σοβαρή και υπεύθυνη, γέννημα και θρέμμα των ηθών, των εθίμων, των παραδόσεων της μικρής κοινωνίας του χωριού.

          Όλα σ’ αυτήν την εικόνα (τα χρώματα, οι φιγούρες των δύο γυναικών, που είναι σαν να αποκόπηκαν από το ελληνικό παρελθόν της ζωής και της τέχνης, οι στάσεις τους, η έκφραση των προσώπων τους, η κίνησή τους και η στατικότητά τους), όλα εναρμονίζονται και μεταξύ τους και με την ανθρώπινη ταραχή που εκπηγάζει από τα περιεχόμενα του έργου. Η γλώσσα του χρωστήρα προετοιμάζει τον αναγνώστη για ό,τι θα συναντήσει στα ενδότερα του κειμένου. Έχουμε ένα σπάνιο δέσιμο ανάμεσα στην εικαστική γλώσσα και στη λεξίγλωσσα. Κι αυτό αποκτά μεγαλύτερη σημασία, αν σκεφθεί κανείς ότι αυτές οι γλώσσες των γραμμών, των χρωμάτων και της γλώσσας οι γλώσσες με τον πρωτεϊκό τους χαρακτήρα συνάδουν με τη γλώσσα του χώρου, του τοπίου τη γλώσσα, μέσα στο οποίο και από το οποίο αισθητοποιείται το χωριό, όπου αναπτύσσεται η δράση.

          Σ’ αυτό συνηγορεί και ο τίτλος «Σσσ... μας ακούει ο κόσμος». Με το επιφώνημα Σσσ... τις τρεις τελείες που το ακολουθούν και την πρόταση «μας ακούει ο κόσμος» η συγγραφέας συνόψισε τη βαθύτερη ουσία του πονήματός της. Το μήνυμά του το προσλαμβάνει ο αναγνώστης και μόνο με την ανάγνωση του τίτλου. Αυτό σημαίνει ότι η συγγραφέας δεν ψέλλισε έναν συμβατικό τίτλο, αλλά εμπνεύστηκε τον τίτλο που λειτουργικότερα από κάθε άλλον ανοίγει το παράθυρο, για να δει ο αναγνώστης το εσωτερικό του οικοδομήματος. Σκεφθείτε πόσα μπορεί να σημάνει, και σημαίνει, εκείνο το χιλιομεταχειρισμένο «μας ακούει ο κόσμος». Μηνάει μια ηθική επείσακτη που παραπέμπει στα «Τείχη» του Καβάφη. «Το νιώθει όποιος έχει το θλιβερό προνόμιο να αισθάνεται». Τα τείχη σε μια μικρή κοινωνία τα στήνουν όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά, και όλοι μαζί και ο καθένας χωριστά εγκλωβίζονται μέσα σ’ αυτά. «Το σώμα με την ιστορία του, η ανθρώπινη φύση, ο τρόπος ζωής, πράξεις ασήμαντες, τα ποικίλα γεγονότα της καθημερινότητας, η φορά της ιστορίας, ο καθωσπρεπισμός, οι οικογενειακές παραδόσεις, τα κοινωνικά ταμπού, οι ηθικοί κώδικες (θρησκευτικοί, κοινωνικοί, πατριωτικοί) κ.ο.κ. αυτά και άλλα και άλλα, που δεν είναι δυνατόν να τα προσδιορίσει κανείς, φανερά και λανθάνοντα, όλα όμως υπαρκτά, στήνουν όλα μαζί τα τείχη που θα μπορούσαν να στεγαστούν κάτω από την δεοντολογική ρήση: «Σσσ... μας ακούει ο κόσμος». Που σημαίνει: Είμαστε δεσμώτες του κόσμου. Μας πολιορκούν αόρατοι πολιορκητές και ορατοί, άγνωστοι και γνωστοί, ακαθόριστοι και καθορισμένοι: κτίστες ανέκφραστοι με τα ουδέτερα πρόσωπα και προσωπεία. Τους συντρέχει το δέος του αγνώστου και μια αιωρούμενη απειλή που διαρκώς συστέλλεται και διαστέλλεται και καθορίζει τη μοίρα μας. Υποχωρούν μπροστά της οι μεγάλες μανάδες, γιατί τρέμουν για το μέλλον των παιδιών τους, ενώ τα ίδια τα παιδιά τους επαναστατούν πληρώνοντας, ωστόσο, αυτή τους την επανάσταση με βαρύ τίμημα.

          Ο τίτλος «Σσσ... μας ακούει ο κόσμος» δεν διαλέγεται μόνον με τις σελίδες του μυθιστορήματος της Τζήκα, αλλά διαλέγεται με όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες όλων των εποχών και όλων των τόπων, όπου οι άνθρωποι πασχίζουν να αποβάλουν τη μάσκα και το προσωπείο και να ανακαλύψουν το αληθινό τους πρόσωπο με τη συνέργεια του Δίκαιου Λόγου και του Θεού της αγάπης. Όσο ο αγώνας αυτός θα διαρκεί, το βιβλίο της Τζήκα θα διεκδικεί τη μοίρα του στην κοινωνία των ανθρωπιστικών οριζόντων.

          Άλλωστε, μην ξεχνάτε και τα αποσιωπητικά του τίτλου, τις τρεις τελείες που κραυγάζουν αποσιωπώντας όσα αδυνατεί να πει ο ανθρώπινος λόγος. Είναι, βλέπετε, γλώσσα και η σιωπή. «Σχολιάζει η φωνή της σιωπής ευγλωττότερα κάποτε από τον λόγο της φωνής. Συλλαβίζει, είπαν στη γαλήνη των αποσιωπητικών τον λόγο της ψυχής εκείνου που γράφει: τον επίμονο αγώνα του να ζωγραφίσει στο χαρτί αυτά που λείπουν: τα απειράριθμα και απειρόμορφα που υπάρχουν και συμβάλλουν στη διαμόρφωση των καταστάσεων, ενώ στην πραγματικότητα δείχνουν να απουσιάζουν. Στις περιπτώσεις αυτές οι τελείες των αποσιωπητικών αποτελούν το έναυσμα για μιαν συνειρμική ανάπλαση των πιο αξιοσημείωτων από αυτά. Συνειρμοί in absentia.

          Πολλά ακόμη θα μπορούσε να αναγνώσει κανείς στον τίτλο του βιβλίου και στην πρώτη του σελίδα, που, όπως είναι φυσικό, συνιστούν την ταυτότητα του έργου. Όπως πολλά θα μπορούσαμε να αναγνώσουμε και στην αφιέρωση του έργου. Φιλόλογος η ίδια, δασκάλα δηλαδή, αφιερώνει το έργο της στον πρώτο της δάσκαλο Μιχάλη Σκούλο με ευγνωμοσύνη, πιστεύω, σε ανταπόδοση των μορφωτικών αγαθών που της πρόσφερε, όταν έκαμνε τα πρώτα της βήματα στον χώρο της παιδείας, την οποία σήμερα ευδόκιμα υπηρετεί. Μόνο που θα τολμήσω να δω στην ίδια αγωγική γραμμή να στοιχούν σ’ αυτόν τον δάσκαλο και ένας ακόμη δάσκαλος, για τον οποίο μιλάει θετικά στο έργο της, και η οικογένειά της και ολόκληρη η μικρή κοινωνία του χωριού της με τα συν και τα πλην. Δεν ξέρω να πω ποια είναι τα περισσότερα και ποια τα λιγότερα. Δεν δυσκολεύομαι, όμως, να υποστηρίξω ότι όλα αυτά αποτέλεσαν το πρώτο της σχολείο.

          Καιρός, όμως, να περάσουμε στην ενδοχώρα του έργου. Η υπόθεσή του ξετυλίγεται σ’ ένα όμορφο παραδοσιακό χωριό των γραφικών Πιερίων, στη Μηλιά. Βρισκόμαστε στο τέλος της δεκαετίας του 1930. Μεσοπόλεμος. Εκεί ριζώνει χρονικά το έργο και ξετυλίγεται με φόντο τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, την Γερμανική Κατοχή, την Αντίσταση κατά των Γερμανών, τον Εμφύλιο Πόλεμο και συνεχίζεται έως τις ημέρες μας, θα έλεγα.

          Το ξεκίνημά του το δίνει επιγραμματικά η συγγραφέας με καίριες αδρές πινελιές που μαζί με το φόντο του δημιουργούν το κλίμα της εποχής. Γράφει: «Τέλος δεκαετίας του ’30. Σ’ ένα χωριό στους πρόποδες των Πιερίων. Οι απόηχοι της Τουρκοκρατίας βούιζαν ακόμη στ’ αυτιά των μεγαλύτερων. Τα τραγούδια των ληστών αντηχούσαν ακόμη στα βουνά.

          «Γιαγκούλα μ’, που ξεχείμασες το φετινό χειμώνα;»

Ο στίχος που αναφέρεται στον «βασιλιά των ορέων», (των Χασίων, των Πιερίων και του Ολύμπου), δείχνει, νομίζω, τη συμπάθεια που έτρεφε ο λαός γι’ αυτόν τον «ληστή», τον οποίο αντίκριζε ως κοινωνικό επαναστάτη. Είχα πάντα αυτήν την αίσθηση για τον Φώτη Γιαγκούλα από διηγήσεις μεγαλύτερων που άκουσα κι εγώ τη δεκαετία του ’40 στο ορεινό χωριό μου, τη Μόρνα. Εύγλωττη, θέλω να πω, η επιλογή του στίχου, ο οποίος δεν βάζει μόνο τον κλέφτη στις λαϊκές του διαστάσεις και δεν χρωματίζει μόνον την εποχή, αλλά παράλληλα, σηματοδοτεί τον πλούτο των δημοτικών τραγουδιών με τα οποία είναι θρεμμένη η ψυχή της Τζήκα. Το επαληθεύει η συνέχεια του μυθιστορήματος, το οποίο διαποτίζεται από τη λαϊκή δημιουργία.

          Στο κέντρο του έργου βρίσκεται μία πολυμελής παραδοσιακή αγροτική οικογένεια απλών ανθρώπων που, δεμένοι ακατάλυτα με τη βαριά τους μοίρα, μοχθούν μέρα και νύχτα να κερδίσουν τη ζωή τους παλεύοντας με θεούς και δαίμονες. Ο καθένας δρα και ξεδιπλώνει τη ζωή του κατά τις δυνατότητές του και τη φύση του και τα οράματά του μέσα σε μιαν αυστηρή κοινωνία, η οποία δεν χαρίζεται σε κανέναν. Η πάλη είναι συνεχής και άνιση. Έτσι, άλλος λυγάει και άλλο αντιστέκεται, χωρίς να δείχνει πρόσωπο ωχρό στο λεπίδισμα της αστραπής. Σε φόντο τραγικό κινούνται τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών. Και ο τραγικός άνθρωπος, είπαν οι αισθητικοί της τέχνης και του ωραίου, ορθώνεται απέναντι στη Μοίρα, στη φυσική νομοτέλεια, απέναντι στην ιστορική νομοτέλεια, απέναντι στην κοινωνική νομοτέλεια. Ορθώνεται και συντρίβεται. Αλλά συντρίβεται θριαμβικά κρατώντας ψηλά την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το τραγικό στοιχείο δεν ταπεινώνει το θύμα του. Δεν υπάρχουν θύματα στις τραγωδίες˙ υπάρχουν ήρωες. Τραγικό, είπαν, είναι ακόμη ένα πρόσωπο «με την έννοια της εσωτερικής σύγκρουσης, που δεν υπάρχει, έξω από αυτήν, διέξοδος˙ δεν υπάρχει έξω από αυτήν διαφυγή. Ο τραγικός άνθρωπος αυτής της μορφής ζει την αγωνία μιας συντριβής που περιμένει και που δεν συντελείται. Ωστόσο τον εαυτό του τον αισθάνεται ισχυρότερο από τις σκοτεινές δυνάμεις. Ο πόνος εξιλεώνει και εξωραΐζει και αυτόν ακόμη τον ένοχο. Η ανθρώπινη μετριότητα (προβάλλει κι αυτή στο έργο της Τζήκα) αποσύρεται από τον αγώνα με διάφορα προσχήματα» και ποικίλα άλλοθι. Ένα από αυτά, βέβαια, είναι και ο κόσμος – ίσως το πιο δυνατό και το πιο ρυθμιστικό των συμβατικών και των καθημερινών υποκριτικών συμπεριφορών. Εξάλλου δεν είναι τυχαίος ο τίτλος του έργου «Σσσ... μας ακούει ο κόσμος». Λόγος, όπως ήδη προλογικά έχουμε σημειώσει, της μητέρας Μαγδαληνής προς το αγρίμι, την κόρη της, την Αθηνά, που έχει θρυμματίσει με τη ρηξικέλευθη φύση της την κοινωνική υποκρισία του μικρού χωριού και πορεύεται μέσα από την ομορφιά της προς την απελευθέρωσή της, της οποίας, όμως, δεν μπορεί να βρει το μέτρο, με αποτέλεσμα να δυστυχήσει. Έχει, βλέπετε, η ελευθερία τους νόμους της και τα όριά της. Δεν νοείται ελευθερία χωρίς όρια. Το θέμα είναι να τα ψηλαφήσεις και να μην τα υπερβείς.

          Όπως ήδη έχω επισημάνει, η alma mater αυτής της οικογένειας είναι η Μαγδαληνή και ο pater familias ο Κώστας / Γκουντής, που έφυγε νωρίς από τη ζωή, αποτέλεσμα της χειροδικίας του αντίπαλου κακού γείτονα σε μια τους σύγκρουση. Παιδιά της Μαγδαληνής και του Γκουντή: η Αθηνά, ο Χρήστος, ο Γιώργης, η Δήμητρα, η Σοφία. Το καθένα με τη μοίρα του και με τους δικούς του απογόνους που φτάνουν ως τη συγγραφέα του μυθιστορήματος, η οποία είναι κόρη της Δήμητρας (μιας άλλης τραγικής φιγούρας του έργου) και του Γιάννη. Με κλώνους και παρακλώναρα το οικογενειακό δέντρο, καρπίζει σε χαλεπούς καιρούς και κομίζει, ευλογημένο από τις ελληνικές παραδόσεις, που μόνο οι μωροθάμαχτοι κράτησαν σ’ αυτόν τον Τόπο, κομίζει τα αγαθά του. Γι’ αυτούς γράφει ο Σολωμός: Δεν τους βαραίνει ο πόλεμος, αλλ’ έγινε πνοή τους, κι εμπόδισμα δεν είναι στις κορασιές να τραγουδούν και στα παιδιά να παίζουν...». Έτσι, άλλωστε, κρατήθηκε αυτή η Πατρίδα: Ο πόλεμος μαίνεται στα βουνά της Αλβανίας και του Ρούπελ, οι νεκροί πολλαπλασιάζονται, οι ανάπηροι του πολέμου (χωρίς μάτια ο Κώστας, χωρίς χέρι ο Ηλίας, χωρίς πόδι ο τρίτος) αποτελούν καινούριες παρουσίες στην ολοένα μεταβαλλόμενη ζωή του χωριού, η Γερμανική Κατοχή συνθλίβει τον Τόπο, η πείνα θερίζει, το αντάρτικο φουντώνει στα Πιέρια με κέντρο την Άνω Μηλιά, η Αντίσταση εναντίον των Γερμανών και των άλλων Στρατευμάτων Κατοχής γιγαντώνεται απ’ άκρη σ’ άκρη στη Χώρα, η Ελευθερία έρχεται στεφανωμένη από την ανδρεία των γενναίων των βουνών μας και των θαλασσών μας και, χωρίς ο Τόπος να πάρει μια ανάσα, ο Εμφύλιος καραδοκεί και αγριεύει.

          Οι Άγγλοι έχουν στήσει καλά το παιχνίδι. Οι πολεμιστές των Γερμανών αφοπλισμένοι με τις γνωστές συμφωνίες διώκονται, περνούν από δίκες και στρατοδικεία, γεμίζουν τη Γυάρο και τη Μακρόνησο και τα άλλα ξερονήσια, ενώ, από την άλλη μεριά, οι αντίπαλοί τους στα βουνά, ο Δημοκρατικός Λαϊκός Στρατός ή όπως αλλιώς θα τους ονομάσουμε, στήνουν τις δικές τους δίκες και εξοντώνουν με συνοπτικές διαδικασίες όχι μόνον τους αντιπάλους τους αλλά και τους φίλους τους. Το όραμα για μιαν αλλαγή που θα μετασχημάτιζε τον κόσμο και θα οδηγούσε σε ισότητα, ισοπολιτεία, ισονομία, ισοδικία, ισοκρατία πνίγεται στο αίμα που άφθονο χύνεται και από τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα, ενώ οι δωσίλογοι και οι συνεργάτες των Γερμανών αδράχνουν την ευκαιρία να πάρουν εκδίκηση καλυπτόμενοι από τον μανδύα της Εθνικής Αντίστασης, στην οποία ποτέ δεν μετείχαν. Οι γόνοι της Μαγδαληνής και του Γκουντή με τη θέλησή τους ή και χωρίς τη θέλησή τους στροβιλίζονται μέσα στη δίνη των πολέμων: συντρέχουν τον Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό στην Αντίσταση, πίνουν μέχρι τρυγός το ποτήρι του Εμφυλίου: ο Χρήστος επιστρατεύεται στον Εθνικό Στρατό και πολεμάει το 1940, στα αλβανικά βουνά, τον ιταλικό φασισμό, ενώ κατά τα χρόνια του Εμφυλίου βγαίνει στο Βουνό και κατατάσσεται στον Λαϊκό Στρατό, για να πολεμήσει τον διεθνή ιμπεριαλισμό στην ελληνική του εκδοχή˙ το όνειρό του για έναν καλύτερο κόσμο ναυαγεί˙ θα παραδοθεί στο ποτό και έτσι λίγο λίγο θα σβήσει με μια βαθιά πληγή στην ψυχή του, ότι ο κόσμος δεν άλλαξε. Μου θυμίζει ο Χρήστος το διήγημα του Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, τον «Κυρ Αντώνη» που κι αυτός ποτισμένος από τις ιδέες του σοσιαλισμού περιμένει μάταια ν’ αλλάξει ο κόσμος.

          Αξίζει, φίλες και φίλοι, να δούμε κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα του πορτρέτου αυτού του οραματιστή και αγωνιστή, όπως τα έχει αποτυπώσει η συγγραφέας. Ακούστε τη σκηνή της επιστροφής του Χρήστου από τα βουνά της Ελληνοαλβανικής μεθορίου.

          «Γύρισε λοιπόν ο Χρήστος, όπως άρχισαν να καταφθάνουν κι άλλα παλικάρια του χωριού. Μα, πώς γύρισε! Τα γένια του να ‘χουν μεγαλώσει μια πιθαμή, αδύνατος, ψειριασμένος, ρημαγμένος. Έπλεε μέσα στα ρούχα του. Πιο μαύρος από ποτέ. Τώρα φαίνονταν τα γκριζοπράσινα μάτια του βαθουλωμένα, σα να μην είχαν περάσει μήνες,  μα χρόνια. Κάπως έτσι ήταν κι οι άλλοι.

          Νικητές ήταν αυτοί, σκεφτόταν με απορία η Δήμητρα, ή καθημαγμένα αγρίμια! Εκείνη αλλιώς περίμενε τον αδερφό της. Δεν ήταν  μόνο το εξωτερικό του παρουσιαστικό,  μα κυρίως εκείνο το σκοτείνιασμα στα μάτια του, που ώρες ώρες κοιτούσαν το κενό μ’ ένα άδειο βλέμμα.

- Γιατί είσαι έτσι, αδερφέ; τον ρώτησε μια μέρα η Δήμητρα. Δεν είσαι όπως πρώτα.

- Κανείς δε γυρίζει ίδιος απ’ την κόλαση, είπε ο Χρήστος.

- Μα εσείς νικήσατε…

- Δεν έχει να κάνει.

- Ο πόλεμος είναι η κόλαση;

- Δεν ξέρω. Άμα ξαμολυθούν όλα τα δαιμόνια που φωλεύουν μέσα μας, μπερδεύεσαι αν είναι απ’ έξω ή από μέσα σου.

          Η Δήμητρα έμεινε συλλογισμένη. Δεν καλοκατάλαβε.

          Βέβαια κάτι είχε ακούσει κι αυτή στο σπίτι του προέδρου για μάχη της Κρήτης, για τα οχυρά του Μεταξά, χωρίς όμως να καταλαβαίνει πολλά.

- Τ’ άκουσα μια βραδιά στου συμπέθερου, τα ‘λεγε ένα μεγάλος και τρανός˙ είχε έρθει απ’ την πόλη κι έμεινε σ’ αφνούς.

          Μα η πατρίδα δεν είναι ο πρόεδρος κι οι προεστοί, σκεφτόταν η Δήμητρα.

          Πατρίδα είναι το χώμα που πατάμε, το ρυάκι που μουρμουρίζει και ποτίζει τα ζωντανά, ο αέρας π’ αναπνέουμε, τα μνήματα του Αϊ-Γιώργη, τα τραγούδια που μεταδόθηκαν από στόμα σε στόμα.

          Αλλά πού καιρός για σκέψεις και στοχασμούς! Ξαναστρώθηκαν όλοι στη δουλειά ν’ αναπληρώσουν το χαμένο χρόνο. Πολλά παλικάρια  δε γύρισαν, όπως ο Βασίλης, ο Νικόλας, ο Γιάννης, ο Δημήτρης.

          Οι ψυχές τους όμως θα προστάτευαν το χωριό, αθέατες, όπως οι άγγελοι και οι άγιοι, όπως οι παλιοί μάρτυρες κι οι παλιοί αγωνιστές. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί˙ ήταν κι οι σακατεμένοι, όσοι έδωσαν τα μάτια τους στον αγώνα, τα χέρια ή τα πόδια τους. Πολλοί απ’ αυτούς ήταν στα νοσοκομεία της Αθήνας (ο Θεός να τα κάνει νοσοκομεία)».

          Το φαρμάκι των πολέμων δηλητηριάζει και τη ζωή του Γιώργη. Ανυπότακτη φύση. Γεννημένος επαναστάτης. Ασυμβίβαστος και παρορμητικός. Από την πρώτη στιγμή που αισθάνεται τη ζωή βρίσκεται αντιμέτωπος με την υποκριτική της συμβατικότητα: τον καθωσπρεπισμό της, τα κοινωνικά της ταμπού, τους «ηθικούς», μέσα σε εισαγωγικά, κώδικες: τους κοινωνικούς, τους θρησκευτικούς, τους εθνικούς, τους καθημερινούς που επηρεάζουν και διαμορφώνουν τη ζωή των ανθρώπων όχι σύμφωνα με το δίκαιο και τους άγραφους νόμους της Θέμιδας, αλλά σύμφωνα με τις επιθυμίες και τα συμφέροντα των ισχυρών. Θα σταθεί αντιμέτωπος σε κάθε μορφή αμοραλισμού, αντιδρώντας σ’ αυτόν με έναν πρωτογενή φιλελευθερισμό. Γι’ αυτό και θα θελήσει να επιβάλει με τη δική του πυγμή το δικό του το δίκαιο, με αποτέλεσμα να γίνει παραβάτης του Νόμου και να βρεθεί στις φυλακές. Θα δραπετεύσει από εκεί κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής. Θα βρεθεί στο Βουνό, στον ΕΛΑΣ. Με τον Εμφύλιο θα συλληφθεί. Πάλι στις φυλακές ως πολιτικός κρατούμενος τώρα. Κι από εκεί στον Εθνικό Στρατό, όπου αρνείται να αποκηρύξει «τον κομμουνισμόν και τας παραφυάδας του». Ακολουθούν η Γυάρος και η Μακρόνησος,  η Κόλαση και η ανεμοζάλη. Ο Γιώργης δεν αλλάζει. Φύση δυνατή εξακολουθεί να αγωνίζεται από κάθε μετερίζι για ό,τι  ονομάζουμε δικαίωση του αδύνατου. Καταρτίζεται  και αγωνίζεται. Και καταρτίζεται στις φυλακές, τις οποίες οι ιδεολόγοι κομμουνιστές της περιόδου εκείνης τις είχαν μετατρέψει σε ανοιχτό Πανεπιστήμιο.

          «Τον ίδιο καιρό ο Γιώργης απ’ το Επταπύργιο μεταφέρθηκε στις νέες φυλακές, Ολύμπου 2.

          Εδώ τα παλικάρι και οι άντρες του πρώτου ΕΛΑΣ με τα μάτια και την  ψυχή γεμάτα απ’ το όνειρο μιας δίκαιης σοσιαλιστικής κοινωνίας είχαν οργανώσει μια σμικρογραφία της. Μολύβια και τετράδια προμηθεύονταν απ’ την Επιτροπή Πόλης. Όλοι οι φυλακισμένοι δούλευαν με μεράκι και πάθος να κάνουν εκείνο που θα ζούσε αύριο όλος ο κόσμος. Σε μια γωνιά ήταν το τμήμα με του αναλφάβητους. Στην άλλη για το Δημοτικό, στην τρίτη για το Γυμνάσιο, στην τέταρτη για το Πανεπιστήμιο. Γιατροί, δάσκαλοι, δικηγόροι προσέφεραν τις γνώσεις και την πείρα τους ακούραστα ν’ ανεβάσουν το πνευματικό επίπεδο των άλλων.

          Ένας παιδευτικός οργασμός επικρατούσε πειθαρχημένος στο πρόγραμμα που ήθελε να κρατήσει την ευλυγισία του κορμιού, για να ζήσει μέσα του η ομορφιά της γνώσης. Μιας γνώσης λεύτερης, πλατιάς, χωρίς τα στεγανά του σχολείου. Λογοτεχνία, ποίηση, θέατρο. Ανάμεσά τους υπήρχαν μεγάλοι καλλιτέχνες που έδιναν τα φώτα τους να ανεβάζονται θεατρικά σκετς.

          Ο Γιώργης, που ρουφούσε τη γνώση όπως τη μελάνη το στιπόχαρτο, είχε προχωρήσει τόσο, σε συνδυασμό και με κάποιο έμφυτο ταλέντο στο λόγο που τον διέκρινε, ώστε να διευθύνει την εφημερίδα «Φυλακισμένα Νιάτα».

 

          Στο έργο προβάλλει και η μορφή του Γιάννη, του αντίποδα του Γιώργη που είναι ο άντρας της Δήμητρας, της αδελφής του Γιώργη. Και λέω «ο αντίποδας» του Γιώργη, γιατί έχουμε να κάνουμε με έναν νομοταγή φορέα και εκφραστή του γνωστού τρίπτυχου: «Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια». Στην επίκλησή του βρήκαν ιδεολογικό κατάλυμα και εκείνοι που το πίστευαν και εκείνοι που το καπηλεύτηκαν – και το καπηλεύονται. Βέβαια, ο Γιάννης δεν ήταν από τους τελευταίους. Ανήκε στους πρώτους, σ’ εκείνους που από συντηρητική συνείδηση δεν προτίθενται να μεταβάλουν τίποτε από τα κακώς ή καλώς κείμενα. Για τον Γιάννη π.χ. η γυναίκα γεννήθηκε να υπηρετεί τον άνδρα˙ τα δικαιώματά της στην ατομική, την κοινωνική και στην εθνική ζωή είναι περιορισμένα έως ανύπαρκτα. Στέκεται αρνητικά σε κάθε κοινωνική καινοτομία. Γι’ αυτό και βλέπει με ειρωνικό και δύσπιστο μάτι τους αγωνιστές – ακόμη και τους συγγενείς του – που πασχίζουν ν’ αλλάξουν την ουσία και την όψη του κόσμου. «Ο Γιάννης τα ‘βλεπε και τα  ‘ξερε όλα αυτά, θα μας πει η συγγραφέας, άλλωστε τα είχε πληρώσει και ο ίδιος, και τα πλήρωνε με τη φτώχεια του, και τα ‘νιωθε όπως τα φυσικά φαινόμενα και θεωρούσε καταδικασμένη κάθε αντίσταση. Μπορείς να τα βάλεις με τη βροχή, με το χαλάζι, με τον αέρα; Ήξερε πως αυτοί που κυβερνούν έχουν πάντα δίκιο, κι ο φτωχός το μόνο  που του μένει να κάνει είναι να μην τους ερεθίζει, να κρατά την αδικία και την πίκρα μέσα του και να δείχνει πως είναι με το μέρος τους: «τη δουλειά τους κάνουν οι άνθρωποι». Άλλωστε, πάντα έτσι ήταν ο κόσμος και δε θα τον άλλαζε ο κουνιάδος του. Πείσμα όμως κι αυτός: τόσες φυλακές, τόσες εξορίες και μυαλό δεν έβαλε».

          Φρένιαζε μ’ αυτόν τον κουνιάδο του ο Γιάννης. Δεν του είχε περάσει από το μυαλό ότι οι ιδέες είναι όπως τα καρφιά. Όσο πιο πολύ χτυπιούνται τόσο και βυθίζονται βαθύτερα και στερεώνονται περισσότερο. «Εδώ, συλλογιζόταν, ο καθένας κοιτούσε ν’ αποτινάξει από πάνω του σα λυκοτόμαρο τυχόν συμμετοχή του σε ΕΑΜ, ΕΛΑΣ και τα παρόμοια, εκείνος το χαβά του: Μιλούσε για πάλη του λαού ενάντια στη μπουρζουαζία, για τον αμερικάνικο παράγοντα που δήθεν βοηθάει αλλά στην πραγματικότητα είναι ζυγός στο σβέρκο του λαού, για ταγματασφαλίτες και δωσίλογους που κυβερνούν, ενώ θα έπρεπε να κρεμαστούν στη μέση της πλατείας και άλλα τέτοια, που φαρμάκωναν το Γιάννη και τον έκαναν να κοιτά φοβισμένος το δρόμο μήπως περνάει κανένας και τ’ ακούσει και χρωματιστεί αυτός και η οικογένειά του. Όσο τον ένιωθε έτσι ο Γιώργης, άλλο τόσο συνέχιζε χωρίς καμιά προφύλαξη, θαρρείς για να τον ακούσουν και οι γείτονες:

          - Ξύπνα, Γιάννη, έμποροι και κράτος μια φάρα είναι».

          Πολύ επιδέξια η συγγραφέας αντιθέτει τους δύο συγγενείς (κουνιάδο και γαμπρό) που ανήκουν σε δύο αντίπαλους κόσμους, και άλλο τόσο επιδέξια, με μαστοριά μεγάλου λογοτέχνη, κοινωνιολόγου, ψυχολόγου, πολιτικολόγου εισδύει στα ενδότερα του ψυχισμού τους. Από τη μια μεριά ο επαναστάτης και, από την άλλη, ο ευήνιος πολίτης που υποτάσσεται στις συμβάσεις της ζωής, πιστεύοντας ότι ο σημερινός κόσμος είναι ο καλύτερος δυνατός.

          Ο πρώτος, πάντως, δε μετράει, δε λογαριάζει κόπους, διώξεις, φυλακίσεις, εξορίες, κατατρεγμούς˙ ψηλώνει για να σηκώσει την ανθρωπότητα στο μπόι της ιδεολογίας του, και μεστώνει σαν «το δέντρο» που δε βιάζει τους χυμούς του, αλλά αδείλιαστο αψηφάει τις ανοιξιάτικες μπόρες, χωρίς να φοβάται μη δεν έρθει το καλοκαίρι. Η βαθιά του πίστη στην ιερότητα των σκοπών του εκτρέφει μέσα του την ελπίδα ότι το καλοκαίρι έρχεται˙ έρχεται, όμως, για κείνους που ξέρουν να αγωνίζονται και να περιμένουν νηφάλιοι σαν να είχαν μπροστά τους την αιωνιότητα (Rilke).

          Αυτόν τον άνθρωπο πλάθει στις διαστάσεις του Γιώργη η μυθιστοριογράφος, τον ελεύθερο. Τον πλάθει και τον ψυχογραφεί. Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι ο Γιώργης με τη ζωή του την πολυκύμαντη και με τους αγώνες του τους ανένδοτους θα μπορούσε να δώσει άφθονη τροφή στην αρχαιοελληνική τραγωδία. Είναι ο  τολμηρός που τα βάζει με την πανίσχυρη εξουσία προκειμένου να ωφελήσει το ανθρώπινο γένος. Είδος τραγικού, είπαν, είναι «ο καταποντισμός του τολμηρού». Το συγκλονιστικό σώριασμα του γενναίου. Πάντως η καθαρότητα των σκοπών του και ο άδολος αγώνας του τον εξαγνίζουν. Η συγγραφέας συλλαμβάνει το μεγαλείο του βιωματικά. «Αυτό το παιδί, γράφει, έπαιζε, θαρρείς, με το θάνατο. Συνέχεια του ‘βγαζε τη γλώσσα. Ή μάλλον δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο. Παιχνίδι μέχρι θανάτου. Πάλεμα μέχρι θανάτου. Και τα δύο στο μυαλό του ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Ζωή και θάνατος ένα. Πότε ένα πανηγύρι, πότε ανεμοστρόβιλος». Σπάνιος λόγος.

          Αλλά ούτε και ο Γιάννης είναι ένοχος. Απλούστατα είναι ο φιλήσυχος πολίτης. Ο αγαθός συντηρητικός που αποδέχεται τον κόσμο όπως είναι. Άλλωστε η συντήρηση είναι θεμιτή και αποτελεί αναγκαίο συστατικό της κοινωνικής και της πολιτικής ζωής. «Δεν θα έβρισκες άνθρωπο σ’ ολόκληρο το χωριό να πει κακιά κουβέντα για το Γιάννη». Τίμιος, εργατικός, ευγενικός. Δεν αδίκησε ποτέ κανέναν. Πάσχιζε να διατηρεί καλές σχέσεις με όλους. Δεν κρατούσε κακία ούτε και για τους εχθρούς του. Δεν ένιωσε ποτέ τα «Τείχη» του Καφάβη να τον περιβάλλουν και να ασφυκτιά αποκλεισμένος… ούτε τα «Παράθυρα»… ούτε τους «Βαρβάρους»… ούτε την «Πόλη».

          Γυναίκες παρελαύνουν πολλές μέσα στο έργο, από τις μεγάλες μανάδες, τη Μαγδαληνή και τη Δήμητρα, ως τις μικρές παραμυθατζούδες, τη Σοφία και την Ελίνα. Η καθεμιά με την τύχη της. Όλες, ωστόσο, υποταγμένες σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, στην οποία ο άνδρας είναι αφέντης και η γυναίκα θεραπαινίδα του. Τραγική κάποτε η θέση της. Και είναι αυτό ένα από τα κεντρικά κοινωνικά προβλήματα που θέτει αυτό το μυθιστόρημα με το έντονο ανθρωπιστικό του χρώμα. «Η Δήμητρα με την κοιλιά στα μάτια  έκανε όλες τις δουλειές… Ξυπόλυτη πήγαινε κι έπλενε στο ποτάμι μέσα στα χιόνια και κουβαλούσε στην πλάτη της τα βρεγμένα ρούχα που γίνονταν ασήκωτα απ’ το νερό σα μολύβι… Αυτή στους μπαχτσέδες για πότισμα πότε τη μέρα  και πότε όλη τη νύχτα με το καντήλι και με το δαδί, αυτή στο θέρο, αυτή στα τσάπισμα, παντού. Κι όταν ένιωθε να διαμαρτύρεται το μωρό στην κοιλιά της, του έλεγε με  πείσμα: «ή εσύ θα σκάσεις ή εγώ, άλλη λύση δεν έχει». Βάλτε σ’ αυτά και την αγωνία της μην τύχει και γεννήσει κορίτσι. Θα δυσαρεστούσε τον αφέντη. Οι άνδρες ήθελαν παιδιά και όχι κορίτσια. Παιδιά λένε στα χωριά μας τα αγόρια. Τα  κορίτσια δεν  θεωρούνται παιδιά. Αυτά είναι κατώτερα πλάσματα,  ανάξια να φέρουν τον προνομιακό τίτλο του παιδιού…

          Σ’ αυτές τις κοινωνίες η γυναίκα δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι έχει κι αυτή δικαιώματα όπως και ο άντρας. Σ’ αυτό, άλλωστε, συνηγορούσε και συνηγορεί και η θρησκεία, η οποία και ευλόγησε και ευλογεί αυτές τις διακρίσεις. Παρόλο που τα ιερά της βιβλία λένε: «Ουκ ένι άρσεν και θήλυ».

          Αλλά και ο μεγάλος κομμουνιστής καθοδηγητής, ο Γιώργης, στάθηκε ανίκανος να αφομοιώσει το μήνυμα του κόμματός του, το οποίο με απόλυτη παρρησία κήρυσσε την ισότητα. Όταν η Σοφία λέει στη Δήμητρα ότι θέλει να αγαπήσει έναν νέο, χωρίς όμως να τον παντρευτεί και να δημιουργήσει οικογένεια, εκείνη θορυβείται. «Όχι, Σοφούλα μου, της είπε˙ ξέρεις πόσο σ’ αγαπώ. Μη μας το κάνεις αυτό… Φοβάμαι για σένα. Το Γιώργη τον ξέρεις. Μη μυριστεί τίποτα. Σε σκότωσε!». Και όταν, πάλι, η Σοφία παρατηρεί ότι ο Γιώργης, που λέει τα μεγάλα λόγια για την ισότητα ανδρών και γυναικών, έκανε ως τώρα δύο αρραβώνες και τους χάλασε και τους δυο, χωρίς κανείς να του πει τίποτε, η Δήμητρα δίνει την οριστική απάντηση:

- «Αυτός είναι άντρας, Σοφία, δεν είναι το ίδιο».

         

          Αγία Δήμητρα, που με τόση αφοσίωση υπηρέτησες τον άνθρωπο, την Πατρίδα αλλά και τη θρησκεία σου, τελικά όλοι σε χρησιμοποίησαν / εκμεταλλεύτηκαν και κανένας τους δεν σε βοήθησε ουσιαστικά να κατανοήσεις / νιώσεις ότι δεν γεννήθηκες μόνο να υπηρετείς τους άλλους και να θυσιάζεσαι γι’ αυτούς, αλλά γεννήθηκες με το αναφαίρετο δικαίωμα να έχεις κι εσύ δικαιώματα: τόσα όσα τουλάχιστον και οι άλλοι. Γι’ αυτό το δικαίωμά σου όλοι τους (άνθρωποι του Θεού, του Κόμματος και της Αντίστασης) αδιαφόρησαν. Εσύ, όμως, κυρά Δήμητρα, δεν λύγισες. Είχες βαθιά ψυχή. Τη βάθυνε ο πόνος για τον άνθρωπο που με τόσες ωδίνες / οδίνες έφερνες στη ζωή. Αυτή είναι η υπέρτατη αγάπη για τον άνθρωπο: ο πόνος. Και όποιος πονάει από αγάπη, «αυτός δε λυγάει˙ θυσιάζεται˙ τρέφεται με το πνεύμα της θυσίας». Που σημαίνει: εξανθρωπίζεται˙ δέχεται το ύψιστο αγαθό της παιδείας. Και δεν του χρειάζονται τότε τα δεκανίκια κανενός κομματικού ή θρησκευτικού ινστρούκτορα. Αυτός / αυτή έχει κατακτήσει την ουσία της ζωής από την οποία εκπηγάζει η θρησκεία της ηθικής που ορίζει την ανθρώπινη ποιότητα.

          Κι αυτή η ποιότητα, φίλες και φίλοι, που εκπηγάζει από τη θρησκεία της ηθικής δεν διδάσκεται ούτε και με τα πιο διαπρύσια κηρύγματα. Δεν περιέχεται στα βιβλία. «Υπάρχει κάποια τάξη ασύλληπτη,  υπάρχουν «νόμοι υψίποδες», που ο πατέρας τους είναι ο Όλυμπος και μητέρα τους η Μνημοσύνη που γέννησε τις Πιερίδες μούσες, νόμοι που δεν τους γέννησε η «θνατά φύσις ανέρων», κι ούτε ποτέ θα τους κοιμίσει η λήθη… Δεν τους συλλαμβάνεις λογικά τους νόμους αυτούς, τους νιώθεις με τη σοφία της ζωϊκής πείρας, που κυλά απαλά, βουβά (είναι βουβός ο πόνος της αγάπης) κι απλώνεται σα μεγάλο ποτάμι, τους νιώθεις ακόμη βαθύτερα με το συναίσθημά σου, που καίει σαν ακοίμητη καντήλα στα βάθη τού είναι σου» (Φ. Πολίτης)… Αυτοί, όταν μιλούν, σωπαίνουν τα γράμματα και βουβαίνονται οι σοφοί. Μέσα σου φουντώνει ο άπειρος ηθικός κόσμος. Ο άνθρωπος ζει τότε την ανώτερη φύση του, κι ας είναι αναλφάβητος. Πώς αλλιώς εξηγείται η χορεία τόσων αναλφάβητων σοφών;

          Έτσι γεννήθηκαν οι Μαγδαληνές και οι Δήμητρες του μυθιστορήματός μας. Κάτι που ποτέ τους δεν υποψιάστηκαν οι σημερινοί παιδολόγοι του πιθηκισμού της αμερικάνικης και της ευρωπαϊκής παιδολογικής βιοβλιογραφίας. Είναι γιατί δεν έζησαν την ελληνική ζωή του χωριού και δεν διανοούνται ότι το παραδοσιακό ελληνικό σπίτι με τους αναλφάβητους ενοίκους του κράτησε και κρατάει ακοίμητο στους αιώνες το φως του θεού Απόλλωνα και ζωντανή έως σήμερα τη φλόγα της θεάς Εστίας. Όλοι και όλα σ’ αυτό το σπίτι παιδαγωγούσαν: η  γιαγιά, ο παππούς, η μάνα, ο πατέρας, τα’ αδέρφια,  τα πράγματα, το τζάκι με τη γωνιά του και τη θαλπωρή του, οι σκιές που αχνόπαιζαν το βράδυ στους άσπρους τοίχους από την τρεμάμενη φλόγα  του καντηλιού και του δαδιού και ετοίμαζαν / άνοιγαν τις καρδιές για να μεταλάβουν το μυστήριο του παραμυθιού, του μύθου, του θρύλου, της παράδοσης, του τραγουδιού, του αινίγματος, της παροιμίας: της ώρας το μυστήριο.

          Αυτή κι αν δεν είναι παιδεία, αυτό κι αν δεν είναι παιδαγωγείο. Κι όλα αυτά με μια μονάχα παιδαγωγική αρχή, τη γλυκιά την ώρα που συγκινούσε (συν-κινούσε) και συντόνιζε (συν-τόνιζε) και μεταρσίωνε τις καρδιές  και βάθαινε το στοχασμό. Ανεπανάληπτες στιγμές οικογενειακής και παιδαγωγικής / ηθικοπλαστικής στοργής. Στιγμές που βυθίστηκαν / αφανίστηκαν μέσα στη σύγχρονη τεχνολογία και στις νέες μορφές  της ζωής. Η οικογένεια δέχτηκε θανάσιμο πλήγμα. Ακρωτηριάστηκε. Το παιδαγωγείο του τζακιού, δηλαδή το παιδαγωγείο της θεάς Εστίας, έσβησε, και μαζί του έσβησε η ασίγαστη πνοή της παιδαγωγικής του ανάσας. Τη θεά Εστία κανείς δεν την τιμά πια. Οι πρωταγωνιστές και οι πρωταγωνίστριες του μυθιστορήματός μας ήταν οι τελευταίοι λειτουργοί της. Ο διδακτικός, ο μετρημένος, ο φιλτραρισμένος λόγος της ζεστής γωνιάς σιγήθηκε. Τη θέση του, τη θέση του αιώνιου εμπειρικού λόγου που συνεισέφεραν οι  θεματοφύλακες των παραδόσεων της ανθρωπότητας, ο παππούς και η γιαγιά, αυτοί οι φυσικοί παιδαγωγοί του κόσμου, την πήρε τώρα  η θρασύτατη τηλεόραση με τους αξιοθρήνητους ήρωές της. Πλούτισε ο άνθρωπος τον εγκέφαλό του, απόλεσε ωστόσο την ψυχή του.

          Ακούστε, όμως, πάλι τη Τζήκα με τον πηγαίο λόγο της: «Η  Δήμητρα, γράφει, δε δυσκολευόταν στα γράμματα. Όχι μόνο γιατί διέθετε ένα τετράγωνο μυαλό, όπως είχε πει ο δάσκαλος, μα κυρίως γιατί αυτά που άκουγε στο σχολείο δένονταν, σαν το στημόνι με το υφάδι στον αργαλειό, μ’ αυτά που της διηγιόταν η μάνα της τις μακριές νύχτες του χειμώνα μπροστά στη «στια», στο τζάκι, καθώς έπλεκε σκουφούνια του Γκουντή ή των παιδιών. Απορούσε  το παιδί  πως η  μάνα ήξερε πράματα και θάματα χωρίς να ξέρει γράμματα!  Έτσι οι θρησκευτικές ιστορίες, για παράδειγμα, που τους διηγιόταν ο δάσκαλος παντρεύονταν με τα παραμύθια της μάνας σαν ταιριαστό ζευγάρι, «αητός και περιστέρα…».

          Αυτός είναι ο Ελληνισμός που κατεβαίνει με κάθε παράδοση, λαϊκή και λόγια, εθνική και θρησκευτική. Και η παιδεία της Δήμητρας και της μάνας της της Μαγδαληνής, κάθε χωριατοπούλας Δήμητρας και κάθε αναλφάβητης μάνας, βρίσκεται στις ρίζες της γλώσσας του Ελληνισμού αναπαλλοτρίωτο κτήμα αυτού του Γένους. Παιδεία και πολιτισμός μέσα από τη γλώσσα παραδίδονται από γενιά σε γενιά, από τζάκι σε τζάκι, από ευαισθησία σε ευαισθησία. Κατατρεγμένη αλλά πάντα ζωντανή η γλώσσα, αγνοημένη και όμως πάντα παρούσα, είναι το κοινό κτήμα της μεγάλης συνέχειας. «Είναι η υπόσταση, θα πει ο Σεφέρης, αυτού του πολιτισμού, αυτής της διαμορφωμένης ενέργειας», που έπλασε τους ανθρώπου και τον λαό, τον Γιωργάκη και του Λαζαίους στα βουνά της Μηλιάς και των Πιερίων, όπου πήρε σάρκα και οστά το μυθιστόρημά μας.

          «Έπιασε, βλέπετε, βαθιά και γι’ αυτό κρατιέται  πάντα χλωρή η ρίζα αυτής της γλώσσας», και δίνει πότε τον Όμηρο, πότε τον Αισχύλο με τα «ιπποβάμονα και γομφοπαγή του ρήματα», πότε τον Ερωτόκριτο,  πότε  τον Μακρυγιάννη, πότε  τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» και πότε την Αγγέλα Παπάζογλου… και πότε σελίδες σαν ετούτη της Ελένης Τζήκα:

          «Στα έντεκα «τη βρήκαν τα ρούχα». Στα έντεκα ήταν σχεδόν ολόκληρη γυναίκα. Φαρδιοπλασμένη, σκούρα μαλλιά, πράσινα μάτια. Γυναίκα της Γης. Χέρια και πόδια πλασμένα για τα χωράφια. Κι ενώ όλο το υπόλοιπο δέρμα λευκό, του προσώπου σταρένιο. Ίδιο με το χρώμα των χεριών. Σκληρά χέρια, θαρρείς και πλάστηκαν μόνο για δουλειές. Τα πόδια λευκά˙ μα στέρεα. Η Δήμητρα.

          Καμιά σχέση με τη μεγάλη της αδερφή. Εκείνη είχε πάρει εξωτερικά από το σόι της μάνας. Λευκή, ψηλή, ξανθιά, γαλανομάτα. Σαν ελαφίνα στο περπάτημα. Σαν ξωτικό˙ Αθηνά τ’ όνομά της…

          Η μάνα, η Μαγδαληνή. Ψηλή, λεπτή, σα βεργούλα, λευκή – τι λευκή, διάφανη˙ τ’ αγγεία του προσώπου της φαίνονταν, κι όταν θύμωνε – ένας αδύναμος αναιμικός θυμός – φούσκωναν και κοκκίνιζαν και νόμιζες πως κάτι θα ‘σπαζε στο πρόσωπό της.

          Στα δεκατέσσερα την πάντρεψαν».

          Μ’ αυτά τα πορτρέτα ανοίγει η αυλαία του έργου. Και κλείνει πάλι με τη Δήμητρα. Είναι μεγάλη τώρα. Είναι άρρωστη. Όλη η οικογένεια σαν χορός αρχαίας τραγωδίας βρίσκεται γύρω της. Η Δήμητρα  νιώθει ότι κάτι σοβαρό τής συμβαίνει. Αυτό, όμως, δεν τη νοιάζει. Μία και μοναδική είναι ή έγνοιά της: μη στενοχωρήσει τους δικούς της. Τις ξέρω αυτές τις μάνες που ντρέπονται που ζουν. Που και τις ύστατες στιγμές της ζωής τους σκέπτονται τους άλλους. Βαθιές ψυχές. Τις βαθαίνει ο πόνος ο πολύς, για να χωρέσει μέσα τους. Γι’ αυτές ο Σολωμός έπλασε το στίχο:

          «Τουτ’ η ψυχή είναι βαθιά και γιόμισ’ από πόνο».

Πώς αλλιώς; Όμως ακούστε το κείμενο:

          «Τα δάκρυα στάθηκαν πάνω στο κυπαρισσί πράσινο των ματιών κι έλαμψαν στο ηλεκτρικό φως μια παράξενη λάμψη. Έμοιαζε τόσο ανυπεράσπιστη, τόσο μικρή, τόσο μόνη, τόσο τραγικά κωμική στην προσπάθειά της να μην αφήσει τα δάκρυα να κυλήσουν και τους πικράνει, που σ’ όλη της τη ζωή η Ελίνα δε θυμάται πιο λυπητερή εικόνα. Πιο λυπητερή κι απ’ τον ίδιο το θάνατο.

          Ο θάνατος είναι κάτι πέρα απ’ τον πόνο.

          Εδώ ένιωθες πως η Δήμητρα βίωνε το θάνατό της.

          Όχι για την ίδια.

          Εκείνη τον παρακαλούσε και τον περίμενε χρόνια τώρα. Βίωνε το θάνατό της απ’ τη μεριά των δικών της. Έβλεπε την αγωνία και το φόβο τους, άκουγε τη βουερή θλίψη τους κρυμμένη μέσα  σε ιατρικούς όρους, ανάσαινε τον πόνο τους που είχε βαρύνει την ατμόσφαιρα σαν τον πυκνό καπνό των τσιγάρων τους.

          Ήθελε να φύγει. Μα δεν μπορούσε να τους δώσει τόσο πόνο.

          Αλλά ούτε και ο θάνατος τής έκανε το χατίρι».

                  

                   Φίλες και φίλοι,

          Σπάνια έχει κανείς την τύχη να απολαύσει τέτοιο λόγο και τέτοιο ήθος. Λόγος καθηλωτικός, ζυγιασμένος, αρμονισμένος. Τίποτε δεν περισσεύει. Τίποτε δεν λείπει. Αν θελήσεις κάτι να αφαιρέσεις ή κάτι να προσθέσεις, θα κλονίσεις τη μαθηματική του ισορροπία. Στοιχεί στον λόγο της λαϊκής δημιουργίας. Κλασικά λιτός. Κλασικό, είπαν, είναι το απλό, όταν δεν είναι εύκολο. Της δόθηκε η χάρη να μιλήσει απλά. Όμως αυτή η χάρη δεν δίνεται στον καθένα. Δίνεται μόνον σε κείνους που «είναι άρχοντες της γλώσσας» και όχι των λεξικών. Και η συγγραφέας μας είναι αρχόντισσα της γλώσσας˙ «αυτής της ζωντανής φύσης που της μετάγγιζε κάθε στιγμή που ανάσαινε» η συμπαγής γλωσσική ενδοχώρα των Πιερίων. Μην ξεχνάτε ότι η Ελένη Τζήκα είναι η μικρή Ελίνα του μυθιστορήματος, η κόρη της Δήμητρας. Είχε την τύχη να γεννηθεί στη Μηλιά και όχι στο Κολωνάκι. Που σημαίνει ότι θήλασε, μαζί με το γάλα της μάνας της, τη γλώσσα των παραμυθιών, των δημοτικών τραγουδιών, των μύθων και των θρύλων, των παραδόσεων… Ιερός θηλασμός που γινόταν (θυμηθείτε˙  το είπαμε λίγο πριν) παρ’ όλες τις πίκρες και τη φτώχια της ζωής γινόταν στο σχολείο των σχολείων, στο σχολείο της γλυκιάς θαλπωρής του τζακιού, της στιας, δηλαδή της αρχαιοελληνικής Εστίας, που κατεβάζει έτσι ανεπαίσθητα τον ελληνικό λόγο από τους ομηρικούς αοιδούς ως το τελευταίο βυζασταρούδι της Μηλιάς.

          Γι’ αυτό και ο λόγος της Τζήκα είναι άπεφθος χρυσός. Γεμάτο το μυθιστόρημά της από παροιμίες, παροιμιακές φράσεις, γνωμικά, παραμύθια, μικρές αφηγήσεις που διαπλέκονται με την ευρύτερη αφήγηση,  λέξεις λέξεις λέξεις  καθημερινές αστικές αλλά και άλλες ιδιωματικές που ζουν στο στόμα του λαού μας χιλιάδες χρόνια «συνωστίζονται στην άκρη της πένας της» με την  άνεση  με την οποία μάς μιλούν οι απλές μάνες  και οι θυγατέρες των Πιερίων, όταν δεν τις πονηρέψουμε με τη λογιοσύνη μας. Ο όργος, ο διάργος, το κοτώ, το νίβομαι, το λοΐζομαι, το  θαμαίνομαι και άλλες, όλες αρχαιοελληνικές, λέξεις:

Παίρνω την άκρη του γιαλού, την άκρη του  θαλάσσιου,

 βρίσκω κόρη που νίβονταν με το μαργαριτάρι.

Θαμαίνομαι, λοΐζομαι του πώς να τη φωνάξω…

Το λοϊάζω (κρατάει από την Αρχαία Ελλάδα):

          Φεγγάρι μου λαμπρό λαμπρό και λαμπροφορεμένο

          εκεί ψηλά  που περπατείς και χαμηλά λοϊάζεις

τα ίτσια τα αρχαιοελληνικά ία:

          Τούτα τα καλά τραπέζια όλο ίτσια και λουλούδια,

          όλο ίτσια και λουλούδια και τριαντάφυλλα στρωμένα.

Και άλλες και άλλες όλες αρχαιοελληνικές λέξεις που ζουν μαζί με τα ήθη και τα έθιμα στο στόμα του λαού μας. Ακούστε:

          «Αν πάλι ο δάσκαλος μιλούσε  για Κολοκοτρώνη, Μακρυγιάννη, Μπουμπουλίνα, της Δήμητρας της φαίνονταν όλα γνωστά. Οι ιστορίες των κλεφταρματολών Λαζαίων, ο πύργος τους που ένα κομμάτι του έστεκε ακόμα στο παλιό χωριό, ήταν ζωντανά πράγματα που είχαν περάσει στα τραγούδια σ’ όλων τα στόματα.

          Ειδικά η Μαγδαληνή τα ‘λεγε συχνά. Αλλά όλο το χωριό τα χόρευε και τα τραγουδούσε τη μεσιά μέρα της Πασχαλιάς στον Αϊ-Γιώργη ή στην Αγια-Παρασκευή, αλλά και σε κάθε αφορμή γιορτής και γλεντιού. Η παλικαριά των προγόνων, η αγάπη γι’ αυτόν τον σκληρό τόπο, που με πολύ ιδρώτα σού έδινε ένα κομμάτι ψωμί, ήταν τόσο άρρηκτα δεμένα με την ίδια τους τη ζωή, όπως η καθημερινή ανάγκη για ήλιο, για νερό, για ψωμί.

          Όμορφα ήταν στα πανηγύρια. Ιδίως στο μεγάλο της Παναγιάς, το Δεκαπενταύγουστο ή της αγια-Παρασκευής τον Ιούλη. Με τα πόδια ανέβαιναν στο παλιό χωριό. Πέντε χιλιόμετρα δρόμος, μες στην καρδιά των Πιερίων.

          Έστηναν απ’ το βράδυ τσαρδάκι, μαζεύονταν κι οι κλαριτζήδες κι εκεί να δεις γλέντια! Ήταν χάρμα οφθαλμών το θέαμα, καθώς ξεκινούσαν οι οικογένειες με τα γιορτινά τους απ’ τη Μπάρα, απ’ τη Λάκκα, απ’ τα Τζαγκάδικα και τα Χαντάδικα κι ανέβαινα σαν πολύχρωμα ρυάκια (μόνο που εκείνα κατεβαίνουν) κι ύστερα ενώνονταν σ’ ένα ποτάμι ανθρώπινο που κουβαλούσε όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Μόνο αν ήταν καμιά έγκυος ή κάνας άρρωστος τον κουβαλούσαν με τα μουλάρια ή τα γαϊδουράκια να προσκυνήσει στη χάρη της. Ροζ, πράσινες, κόκκινες οι μαντίλες των κοριτσιών που έκρυβαν τις κόσες των μαλλιών τους, δεμένες με τα κορδελάκια στις άκρες.  Μερικών οι κοτσίδες έφθαναν ως κάτω απ’ τη μέση και  ξέφευγαν απ’ τις μαντίλες. Άλλες κρατούσαν τα παπούτσια στο χέρι, για να τα φορέσουν ανήμερα της γιορτής.

          Η Δήμητρα θυμόταν αργότερα αυτά τα πανηγύρια σαν τη μεγαλύτερη χαρά της ζωής της. Τότε η καρδιά της ακόμα τραγουδούσε κι άμα τραγουδάει η καρδιά, όλα είναι πανηγύρι και το σχολειό και οι δουλειές και φυσικά τα γλέντια. Τίποτα δεν της φαινόταν δύσκολο. Ούτε όταν βγάζανε τις πατάτες στο Βατουτά ούτε όταν θέριζαν στις «Παλικάλυβες», ούτε όταν μάζευαν τα φασόλια στο πάνω χωριό».

          Από την άλλη μεριά μάς αφήνει άναυδους η λαϊκή σοφία που φτάνει σε μας μέσα από ιδιωματικές παροιμιακές φράσεις. Ακούστε:

          Ο Γκουντής, ο άνδρας της Μαγδαληνής, έζησε έξι μήνες μετά το χτύπημα που δέχτηκε από τον κακό γείτονα. Προαισθάνεται το τέλος του. Είχε δώσε τις οδηγίες του να γίνουν όλα καθώς πρέπει: «Μια μέρα σηκώθηκε  απ’ το στρώμα του, αγνάντεψε πέρα κατά τα χωράφια, είδε το γιο του το Χρήστο να οργώνει. Άνοιξη ήταν. Γέμισαν τα μάτια του πρασινάδα και λουλούδια, που είχαν ξεμυτίσει μόλις σηκώθηκε και το τελευταίο χιόνι. Χόρτασαν τ’ αυτιά του χελιδονίσματα, ανάσανε τον μυρωδάτο αέρα. Ύστερα ευλόγησε το Χρήστο, έδωσε μια φορά ακόμη την ευχή του στο φυλακισμένο γιο, έτσι από μακριά.

          - Από μάλαμα, γιε μ’, να κρούει το ποδάρι σ’.

 

Χαιρέτισε τις ραχούλες και τις ρεματιές, το τσκάρι και ψιθύρισε: «άντε, εγώ τώρα σας αφήνω γειά, πολλά ψωμιά έφαγα». Ήταν πενήντα πέντε χρονών.

          Γύρισε, ξαναξάπλωσε και πέθανε ήσυχα ήσυχα, σα να εκτελούσε το τελευταίο χρέος, δίχως καμιά βαρυγκώμια».

          Δίκαιη / γαλήνια / ολύμπια συνείδηση μπροστά στους ανθρώπους και στο θεό. Ποιος είπε ότι χάθηκαν οι Αρχαίοι Έλληνες; Δεν σας θυμίζει το τέλος του Σωκράτη στον «Φαίδωνα»;

          Άλλο, όμως, θέλω να σημειώσω κι εκεί επιστρέφω: τον πλούτο του ιδιωματικού λόγου των Πιερίων, που η συγγραφέας μάς τον προσφέρει μέσα από τους απλούς ανθρώπους, τους φυσικούς φορείς του, που εκφράζονται με τη δική τους γλωσσική ποικιλία. Ακούστε:

          «Ε, γιε μ’, κάθε πέτρα στον τόπο τ’ς είνι βαριά» λέει η γειτόνισσα για τον Ηλία που φεύγει από το χωριό για να πάει να ζήσει στην πόλη. Σοφό, κι ο λόγος σύντομος και εύστοχος˙ αναντικατάστατος.

          Κι αλλού: Η Δήμητρα ωρίμασε περισσότερο με το τράνταγμα που δέχτηκε από το θάνατο του πατέρα της. Και η γιαγιά της:

          «κι ο πόνος σε τρανεύει καλό μ’».

Μέσα σε τρεις λέξεις τα είπε όλα.

          Κι αλλού: «Καλά έλεγε η μάκω η Γιώργαινα, που είχε εφτά παιδιά και δεν ξέρω πόσα εγγόνια και γίδια και πρόβατα και γελάδια κι είχαν στραβώσει τα πόδια της απ’ το βάρος των χρόνων κι απ’ τις άσωτες δουλειές, όταν τη ρωτούσαν, είσαι καλά, μάνια; «Ωχ, μωρέ παιδιά, δεν αδειάζω να πεθάνω».

          Κι αλλού: «Η μάνα έστεκε ατσάκστο ποδάρι». Δεν τσάκιζε / λύγιζε το πόδι της˙ ήταν ακούραστη.

          Κι αλλού: Ο Χρήστος ήταν άψογος, δεν ήθελε να δώσει αφορμές, τίμιος και καθαρός στις συναλλαγές του. Δεν ήθελε να του πει κανείς «στασ’ παρέκει».

          Κι αλλού: Ο Γιάννης καμαρώνει στα παιδιά του ότι είναι και παρά είναι μορφωμένος. Δική του είναι η παροιμιώδης φράση «είμαι κι παραμορφωμένος  μάλιστα!». Κι όταν η Ελίνα τον ρωτάει τι θα  πει «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος»; Ο ετοιμόλογος Γιάννης τούς αφήνει άναυδους με την απάντησή του: Θα πει: «πιάσε τον ξυπόλυτο, παρ’ τον τα παπούτσια». Σύξυλη έμεινε η Ελίνα μας.. η φιλόλογος. Κόκαλο εμείς», γράφει.

          Κι άλλα και άλλα που δεν έχουν τελειωμό: πλούτος γλωσσικός, που μας κομίζει την μεγάλη ψυχή του λαού μας με το στοχασμό της, τη φιλοσοφία της, τη στάση της απέναντι στη ζωή και στον θάνατο, τα απύθμενα βάθη της.

          Κι  εκείνα τα ήθη; τα έθιμα; οι γιορτές, τα πανηγύρια, οι αρραβώνες, οι γάμοι και πόσα ακόμη… ολάκερη η ζωή του ελληνικού χωριού ζει και ζαίνεται σ’ αυτό το μυθιστόρημα. Μια βδομάδα κρατούσε ο γάμος˙ ξεκινούσε μια βδομάδα πριν από τα στεφανώματα, όταν «πιάνονταν τα προζύμια» με τραγούδια και χαρές. Καβάλα στ’ άλογα πήγαιναν να πάρουν τη νύφη, να μεταφέρουν τα προικιά, να τραγουδήσουν σε κάθε φάση του γάμου και το ξεχωριστό τραγούδι που ταίριαζε στη στιγμή: άλλο τραγούδι έλεγαν, όταν πήγαιναν να πάρουν τον νούνο, άλλο όταν στόλιζαν τη νύφη, άλλο όταν την έπαιρναν από το σπίτι της μάνας της, κι άλλο όταν την έφερναν στο σπίτι του γαμπρού κι άλλο και άλλο˙ πλήθος τραγούδια και σκοποί:

          «Σαν κίνησαν κατά το μεσημεράκι με το γκαϊντατζή, με το γαμπρό καβάλα στ’ άσπρο άλογο, ντυμένο τα γαμπριάτικα, να πάνε να πάρουν τη νύφη, τα τραγούδια αντιβούισαν στις ρεματιές κι ο αντίλαλος έφτασε πρώτος σαν αγγελιοφόρος στο σπίτι της:

      Κινήσαν τα καράβια τα ζαγοριανά,

      κίνησεν κι ο καλός μου πάει στην ξενιτιά

      ν’ ουδέ γράμμα μου στέλνει, ν’  ουδ’ απηλοϊά

      μου στέλνει ένα μαντίλι μ’ εκατό φλουριά

      στην άκρη απ’ το μαντίλι γράφει απηλοϊά

      θέλεις, κόρη μ’, παντρέψου, θέλεις καλογριά.

      Εγώ εδώ που ήρθα, εδώ θα παντρευτώ.

      Μου δίνουν μια γυναίκα κόρη μάγισσας,

      μαγεύει τα καράβια και δεν περπατούν.

      Με μάγεψε και μένα και δεν μπορώ να ‘ρθω.

      Όταν κινώ να έρθω, χιόνια και βροχές.

      Κι όταν γυρίζω πίσω, ήλιος ξαστεριά.

Η κόφα με τη ρακή και με το ξύλινο στόμιο πήγαινε από στόμα σε στόμα στους άντρες. Οι λεπτές φωνές των γυναικών σ’ αντίθεση με τις μπάσες των αντρών δημιουργούσαν την εντύπωση μιας αυτοσχέδιας χορωδίας απ’ όπου ξεστράτιζε, ξέφευγε σαν τσαμπούνα, καμιά τσιριχτή φωνή κάποιας γυναίκας. Γιατί δύσκολο ν’ αποδοθούν χορωδιακά, μακρόσυρτα τραγούδια.

      Φεγγάρι μου λαμπρό, λαμπρό και λαμπροφορεμένο

      Εκεί ψηλά που περπατείς και χαμηλά λοϊάζεις

      Μην είδες, μην αλόγιασες τον αγαπητικό μου

      Σε ποιο βουνό να περπατεί σε ποιο μαρμαροβούνι,

      Τίνος ματάκια τον κοιτούν και τα δικά μου κλαίγουν

      Τίνος χεράκια τον κερνούν και τα δικά μου στέκουν…

          Μόλις έφτασαν στο σπίτι της νύφης, άρχισαν πάλι τα παζάρια με τα παπούτσια της νύφης που τα πρόσφερνε ο γαμπρός μέσω του αδερφού του, του Γιώργη. Εκείνη έκανε πως τη στένευαν κι ο κουνιάδος έπρεπε να τάξει χρήματα ανάλογα με τη σειρά που είχε, ενώ ο χορός τραγουδούσε:

  Βάλε, νύφη μ’, βάλε του γαμπρού παπούτσια.

  Είν’ από την Πόλη κι απ’ τη Σαλονίκη…

  Το σόι του γαμπρού συνέχισε να τραγουδά:

Δεν ήρθαμε για φάει για πιει, ροϊδιά μου, ροϊδιά μου…

  Μας είπαν είσαι έμορφη κι ήρθαμε να σε δούμε…

  Εμείς εδώ δεν ήρθαμε να φάμε κι να πιούμε

  μόνο σας αγαπούσαμε κι ήρθαμε να σας δούμε.

      Ξεφώνισε με μια πολύ ψιλή, διαπεραστική φωνή μια συγγένισσα του γαμπρού, η Ζαχαρούλα, χωρίς να την ακολουθήσει κανένας άλλος.

- Ναι, ειρωνεύτηκε ένας άντρας, μον’ βάλτε μας γλυκό κρασί!…

- Ου,  π’ να σκάσεις, χριστιανέ μ’, μ’ έκανες κι γέλασα, είπε απ’ το συμπεθεριό και σκέπασε το στόμα της με τα χέρια της σκύβοντας συνάμα, σα να ντρεπόταν που γέλασε.

Έφαγαν, ήπιαν, τραγούδησαν τραπεζιάτικα:

Δω σε τούτα τα τραπέζια όλο γίτσια  κι λουλούδια

όλο γίτσια κι λουλούδια κι τριαντάφυλλα στρωμένα

φύσηξε βοριάς αέρας και μας σκόρπισε τα άνθη.

Σε παρακαλώ, βοριά μου, φύσα σιγανά κι αγάλια…

Αφού τους κέρασαν οι συμπέθεροι, κινήσαν όλοι μαζί τώρα για την εκκλησιά. Μπροστά ο φλάμπουρος, μετά ο νούνος και στη μέση η νύφη με το γαμπρό».

          Τι απόγινε στ’ αλήθεια αυτός ο θησαυρός;

Έγινε στάχτη. Τον έκαναν στάχτη εκείνοι που έκαναν στάχτη το Ναγκασάκι, τη Χιροσίμα, το Κόσοβο, το Αφγανιστάν, το Ιράκ και δυναμιτίζουν την Κύπρο, τη Χάγη, τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών: κάθε ανθρώπινη αξία. Ο άνθρωπος πέρασε σε έναν τεχνολογικό νεοβαρβαρισμό, ο οποίος καταλύει χυδαία «νόμους δι’ αιθέρα ουρανίαν τεκνωθέντας ων Όλυμπος πατήρ μόνος». Ο Όλυμπος και τα Πιέρια, ο Δίας και οι κόρες του οι μούσες γέννησαν αυτόν τον πολιτισμό που σήμερα σβήνει. Εδώ σ’ αυτά τα βουνά των θεών μας και των μουσών μας τεκνώθηκε. Αυτά είναι η  μήτρα του. Γι’ αυτό και πήρε το μεγαλείο τους, τη χάρη τους, τη φωτεινότητά τους, τα καθαρά τους περιγράμματα, τη λιτότητά τους, την ειλικρίνειά τους, τη μουσική των ανέμων τους και των ρυακιών τους το άρωμα…

          Γι’ αυτό κι εμείς που ριζώνουμε σ’ αυτά τα βουνά έχουμε πρώτοι στον κόσμο χρέος  βαρύ να τον ξανασηκώσουμε…

                             Φίλες και φίλοι

«Φωνάξτε τα παιδιά του Δία και της Μνημοσύνης να μαζέψουν τη στάχτη και να τη σπείρουν. Έχει σπέρματα ζωής και αναγέννησης αυτή η στάχτη», λέει ένας ποιητής από τα Πιέρια. Αν τη σπείρουμε όλοι μαζί, τα παιδιά κι εμείς, θα φυτρώσουν άνθρωποι και πολιτισμός. Και μας χρειάζονται σήμερα περισσότερο από ποτέ άνθρωποι και πολιτισμός.