Δεν είμαι εγώ που τη ζωή σου
ήρθα σαν ήλιος να φωτίσω:
το φώς στα μάτια μου που λάμπει
δικό σου-και σ'το στέλνω πίσω!
Του μαγικού του κόσμου αν έχω
ανοίξει διάπλατη τη θήρα,
το μυστικό χρυσό κλειδί της
από το χέρι σου το πήρα.
Κι αν απ'τα βάθη ενός ληθάργου
βγήκα,σ'εσένα το χρωστάω,
σ'εσένα τους χυμούς που νοιώθω,
τη νέα γλώσσα που μιλάω!
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Ν
ά 'ξερες πώς λαχτάριζα τον ερχομό σου, Αγάπη
που ίσαμε τα σήμερα δε σ' έχω νοιώσει ακόμα,
μα που ένστικτα το είναι μου σ' αναζητούσεν,
όπως
τη γόνιμη άξαφνη βροχή το στεγνωμένο χώμα!
Πόσες φορές αλλοίμονο! δε γιόρτασα,
θαρρώντας
πως επι τέλους έφτασες, Εσύ που είχες
αργήσει:
Σα μυγδαλιά, που ηλιόλουστες ημέρες του
χειμώνα
την ξεγελάνε, βιαζονταν κι εμέ η ψυχή ν'
ανθήσει.
Μα δεν ερχόσουνα ποτές και, μέρα με τη μέρα,
τ' άνθια σωριάζονταν στη γης από τον κρύο
αγέρα
κι είναι η ψυχή μου πιο γυμνή παρά προτού ν 'ανθίσει'
Και σήμερα, που η Νιότη μου γέρνει αργά στη
δύση,
του ερχομού σου σβήνεται κι η τελευταία
ελπίδα:
-Φοβάμαι πως επέρασες, Αγάπη και δεν σ'είδα!...
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Το
Κορίτσι των δεκατριών χρονών |
Σ
βέλτη, γοργή και γλιστερή σα φίδι, όλη την
ώρα
που να την πιάσω τέντωνα τα χέρια ,
ξεγλιστρούσε
και, πάντα προκαλώντας με κι όλο
ξεφεύγοντάς μου,
ευτυχισμένη, - ολόκαρδα και ειρωνικά
εγελούσε.
Μ' απάνω στο κυνηγητό κι απάνω στο
παιγνίδι,
κάθε που σμίγαν τα κορμιά και κόλλαγαν στην
πάλη,
εκείνη πια δεν γέλαγεν αθώα σαν κα πρώτα
κι εμένα ως κύμα ανέβαινε το αίμα στο κεφάλι.
Και, μια στιγμή, που άρπαξα τη μέση της και
μ' άγρια
επιθυμία την κράτησα μέσα στη αγκαλιά μου,
σκλαβώνοντας τα πόδια της μέσα στα γονατά
μου,
Την είδα που αφέθηκε γλυκά στο σφιξιμό μου,
ενώ τα μάτια εγλάρωναν και τρέμανε τα χείλη:
κι ένοιωσα ότι μέσα της εξύπνησε το θήλυ.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Δ
εν μπορώ να ξέρω, δεν μπορώ να πω
αν θα σ'αγαπώ
ίσαμε να φτάσω στη στερνή την ώρα
όπως, κι όσο, τώρα'
Ούτ' ο ερωτάς μου που σα ρόδο ανθεί,
αν θα μαραθεί
πάλι σαν το ρόδο που το καίει το θέρο,
δεν μπορώ να ξέρω.
Ο,τι ξέρω είναι πως, απ' την ημέρα
που 'γινες δική μου
άνοιξαν κλεισμένες πύλες -και το θαύμα
μπήκε στη ζωή μου'
Ολα αλλάξαν όψη απ' το φως που εντός μου
σκορπισε η χαρά,
σαν στα βαλτοτόπια που τα πλυμμυρίζουν
ζωντανά νερά.
Εχω πια ξεχάσει όσα νοσταλγούσα
κι ό,τι είχα ποθήσει:
Τώρα με φτερώνει μια καινούρια νιότη
που δεν είχα ζήσει.
Τη ζωή τη βλέπω σάμπως μεσ' από να
μαγικό γυαλί
κι απ' ό,τι ζητούσα μού δωσ' η αγάπη
τόσο πιο πολύ,
πού να λέω αν όπως ήρθε μιαν ημέρα
φύγει πάλι πίσω
κι απομείνω μόνος, κι όπως ήμουν πρώτα,
-κάλλιο να μην ζήσω .
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Θ
α πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου δείλι
μεσ' στην κρύα μου κάμαρα, όπως έζησα μόνος'
στη στερνή αγωνία μου τη βροχή θε ν' ακούω
και τον κούφιο τον θόρυβο που ανεβάζει ο
δρόμος
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου
δείλι
μέσα σ'επιπλα ξένα και σε σκόρπια βιβλία,
θα με βρουν στο κρεββάτι μου. θε ναρθεί ο
αστυνόμος
θα με θάψουν σαν άνθρωπο που δεν είχε
ιστορία.
Απ' τους φίλους που παίζαμε πότε-πότε
χαρτιά
θα ρωτήσει κανένας τους έτσι απλά: "-Τον
Ουράνη
μην τον είδε κανείς; Εχει μέρες που χάθηκε!..."
Θ' απαντήσει άλλος παίζοντας: "-Μ' αυτός
έχει πεθάνει".
Μια στιγμή θα κιτάξουνε ο καθένας τον
άλλον,
θα κουνήσουν περίλυπα και σιγά το κεφάλι,
θε να που: Τ' ειν' ο άνθρωπος!... Χτες ακόμα
ζούσε!"
Και βουβά το παιγνίδι τους θ' αρχινήσουνε
πάλι.
Κάποιος θάναι συνάδελφος στα "ψιλά"
που θα γράψει
πως "προώρως απέθανεν ο Ουράνης στην ξένη,
νέος γνωστός εις τους κύκλους μας, πούχε
κάποτ' εκδώσει
συλλογήν με ποιήματα πολλά υποσχομένην".
Κι αυτός θάναι ο στερνός της ζωής μου
επιτάφιος.
Θα με κλάψουνε βέβαια μόνο οι γέροι γονιοί
μου
και θα κάνουν μνημόσυνο με περίσιους
παπάδες
όπου θάναι όλοι οι φίλοι μου κι ίσως-ίσως οι
οχτροί μου.
Θα πεθάνω ένα πένθιμο του φθινόπωρου
δείλι
σε μια κάμαρα ξένη στο πολύβοο Παρίσι,
και μια Κίττυ θαρώντας πως την ξέχασα γι'
άλλην
θα μου γράψει ένα γράμμα -και νεκρό θα με
βρίσει.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Γ
υναίκες που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι άλλα μέρη'
γυναίκες που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο'
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ'ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην αναμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ ' τη ζωή μου μέσα -και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Δ
εν πέθανες! Στην κάμαρα ακόμα τ' αρωμά σου
είναι απλωμένο ως τώρα δα να μ' άφησες, κι
απάνω
στον καναπέ ατέλειωτο μένει το κεντημά σου
και το κομμάτι που παιζες είναι ανοιχτό στο
πιάνο.
Απάνω στο τραπέζι μου πάντα η δική σου
εικόνα,
που πάντα με την ήμερη ματιά της με κοιτάζει,
και δεν είναι ο άνεμος, μα είσαι εσύ, την
πόρτα
που μισανοίγεις για να μπεις την ώρα που
βραδυάζει.
Δεν πέθανες. Είσαι παντού και είσαι μέσα σε
όλα:
στων ρόδων το ξεφύλλισμα, στο στεναγμό του
αγέρα,
στα νέφη που χρυσίζουνε σαν πάει να σβήσει η
μέρα
κι ως και τις νύχτες δίπλα μου σε νοιώθω
ξαπλωμένη...
Δεν πέθανες. Αδιάφορο οι μήνες κι αν περνάνε:
τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους
λησμονάνε!
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ