Απογοητευτική έως και τραγική εικόνα παρουσιάζουν οι περισσότερες πόλεις της Ελλάδας όπου η αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο έχει μειωθεί δραματικά και το τσιμέντο έχει καλύψει σχεδόν τα πάντα. Πρωταθλήτρια βέβαια η Αθήνα με τη συμπρωτεύουσα να την ακολουθεί στη 2η θέση...

Απαγορευμένος καρπός το πράσινο! 

Η Αθήνα ήταν και παραμένει η ευρωπαϊκή πρωτεύουσα με το λιγότερο πράσινο. «Οι συνθήκες στην πόλη τις τελευταίες δεκαετίες δεν ήταν ποτέ ούτε καν σε ανεκτά όρια», τονίζει ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης, επίκουρος καθηγητής Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. «Όταν στη δεκαετία του '80 ο Αμερικανός καθηγητής Ηelmut Lieth έψαξε να βρει στοιχεία για το πράσινο της Αθήνας στις πρώτες δορυφορικές εικόνες που έδειχναν την ποσότητα της βλάστησης στα αστικά κέντρα του πλανήτη, δεν μπόρεσε να δει τίποτα: ολόκληρη η πόλη φαινόταν σαν να είναι... βραχώδης περιοχή».
Από τότε μέχρι σήμερα, το πράσινο (αυτό που βρίσκεται μέσα στην πυκνοδομημένη πόλη αλλά και το πράσινο που βρίσκεται γύρω από αυτήν) αντί να αυξηθεί, μειώθηκε. Η πλέον αρμόδια υπηρεσία, ο Οργανισμός της Αθήνας, παραδέχεται πως η κατάσταση έχει επιδεινωθεί τραγικά την τελευταία δεκαετία, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι της πόλης να ζουν σε συνθήκες ασφυξίας.
Το 1980, η συνολική δομημένη έκταση της πόλης ήταν η μισή από αυτή που είναι σήμερα. Και η αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο μετά βίας ξεπερνούσε τα 2,5 τετραγωνικά μέτρα (για την ακρίβεια, το 1984, σύμφωνα με έρευνα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, ήταν 2,58 τετραγωνικά μέτρα).
Σήμερα, οι πυκνοκατοικημένες αστικές περιοχές της Αθήνας απλώνονται σε μιάμιση φορά μεγαλύτερη έκταση. Κι η αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο έχει μειωθεί στα 2,55 τετραγωνικά μέτρα.
Επεξεργασμένοι χάρτες της Αθήνας, βασισμένοι σε δορυφορικές φωτογραφίες από το 1972 και το 1999, αποδεικνύουν με τον πιο αποκαλυπτικό τρόπο το πόσο διογκώθηκε και πύκνωσε το τσιμέντο στην πόλη εις βάρος του πρασίνου και το πόσο δραστικά έχει μειωθεί το περιαστικό πράσινο που βρίσκεται γύρω από την πόλη και την βοηθά να αναπνέει.
Στη Θεσσαλονίκη, η κατάσταση δεν είναι καλύτερη. Στην κατάταξη των πόλεων από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος η συμπρωτεύουσα βρίσκεται μια θέση πάνω από την Αθήνα, μόνο και μόνο επειδή οι ερευνητές μέτρησαν ως αστικό πράσινο κι εκείνο του κομμάτι του Σέιχ Σου που βρίσκεται κοντά στην πόλη (σε πυκνοδομημένες περιοχές όπως ο Άγιος Παύλος, οι Συκιές, η Τούμπα και το Πανόραμα).
Γιατί, σύμφωνα με μια άλλη μελέτη, του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, στην οποία μετρήθηκε μόνο το πράσινο που βρίσκεται μέσα στην πόλη, η αναλογία είναι πολύ μικρότερη: 1,6 τετραγωνικό μέτρο ανά κάτοικο.
Οι περισσότερες πόλεις της Ελλάδας παρουσιάζουν την ίδια απογοητευτική εικόνα.
Το Ηράκλειο διαθέτει μόλις δύο πάρκα, τα οποία δεν ξεπερνούν σε έκταση τα 15 στρέμματα.
Στην Πάτρα, μια πόλη συνολικής έκτασης 25.000 στρεμμάτων, τα 19.000 είναι τσιμέντο και τα υπόλοιπα είναι πάρκινγκ και, γενικά, χώροι χωρίς πράσινο.
Στα Γιάννενα, μια πόλη που μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του '70 ήταν... κήπος, σήμερα η έκταση πρασίνου καλύπτει μόνο 1.590 στρέμματα και σε αυτά περιλαμβάνονται οι... νησίδες και τα προαύλια των σχολείων!
Μοναδική εξαίρεση, η πόλη της Λάρισας, όπου υπάρχουν σήμερα 455.000 τετραγωνικά μέτρα πρασίνου, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του '80 με δυσκολία έφτασαν τις 250.000.

 Εξαίρεση - ανάσα στον κανόνα αποτελεί η Λάρισα

 Εξαίρεση στον κανόνα που θέλει το τσιμέντο να καταλαμβάνει ολοένα και περισσότερο χώρο έναντι του πρασίνου αποτελεί η Λάρισα, αφού οι παρεμβάσεις των τελευταίων είκοσι χρόνων έχουν φέρει την πόλη σε μια από τις πρώτες θέσεις από πλευράς πρασίνου. Οι ελεύθερες και δεδροφυτευμένες εκτάσεις φτάνουν σήμερα στη Λάρισα τα 455.000 τετραγωνικά μέτρα, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του '80 δεν ξεπερνούσαν τα μισά.
Οι πρώτες παρεμβάσεις κατά τη δεκαετία του '80 αφορούσαν τη δημιουργία πεζοδρόμων και μάλιστα τότε η θεσσαλική πόλη είχε καταγράψει ευρωπαϊκό ρεκόρ με έξι χιλιόμετρα πεζοδρόμων και παράλληλων δενδροφυτεύσεων.
Στη συνέχεια, ελεύθεροι χώροι σχεδόν σε κάθε συνοικία της Λάρισας διαμορφώθηκαν σε πάρκα και πλατείες με αρκετό πράσινο. Η αναμόρφωση του χώρου του Αλκαζάρ και η παράλληλη δενδροφύτευσή του έδωσε στη Λάρισα έναν σημαντικό πνεύμονα πρασίνου, έκτασης εξήντα στρεμμάτων. Μέσα στην πόλη την τελευταία εικοσαετία σε πεζοδρόμια και πλατείες έχουν φυτευτεί περισσότερα από 20.000 δένδρα.
Την ίδια ώρα, ο Βόλος ελπίζει στην ενίσχυση του πρασίνου και των ελεύθερων χώρων στο αμέσως επόμενο διάστημα, λόγω των έργων και των παρεμβάσεων που προγραμματίζονται στην πόλη εν όψει της Ολυμπιάδας του 2004. Στις άμεσες παρεμβάσεις περιλαμβάνεται η ανάπτυξη του περιαστικού πρασίνου. Όμως, η εικόνα που παρουσιάζει σήμερα η πόλη, σε σχέση με τις δύο προηγούμενες δεκαετίες, είναι ήδη σαφώς βελτιωμένη. Είναι ενδεικτικό πως το 1980 υπήρχαν συνολικά έντεκα χώροι πρασίνου (πλατείες κ.λπ.) και πλέον ο αριθμός αυτός έχει φτάσει περίπου τους 120, ενώ έχουν φυτευτεί σε πεζοδρόμια, πλατείες, νησίδες, προαύλια σχολείων και εκκλησιών περίπου 100.000 δένδρα.
Στα Γιάννενα η εικόνα είναι μάλλον διαφορετική, αφού τα τελευταία χρόνια η αλματώδης οικιστική ανάπτυξη της πόλης έχει ως αποτέλεσμα να μειωθεί αισθητά το πράσινο, Συνολικά, σήμερα η έκταση πρασίνου στον Δήμο Ιωαννίνων καλύπτει 1.590 στρέμματα, ενώ μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '70 τα Γιάννενα ήταν «μια κηπούπολη», όπως είπε χαρακτηριστικά ο δήμαρχος Αν. Παπασταύρος, επισημαίνοντας παράλληλα πως οι προσπάθειες του δήμου επικεντρώνονται στην ενίσχυση των ελεύθερων χώρων και του πρασίνου.


  Ευτυχώς που υπάρχουν ο Εθνικός Κήπος και το Πεδίον του Άρεως

 Τα έργα ανάπλασης του αστικού πρασίνου που έχουν εξαγγελθεί ή προχωρούν με ρυθμούς χελώνας ή έμειναν στα χαρτιά 

  Οι ανοιχτοί και δενδροφυτεμένοι χώροι μέσα στην πόλη, μειώνονται συνεχώς. Παντού τριγύρω, στους ελάχιστους εναπομείναντες χώρους περιαστικού πρασσίνου, ξεφυτρώνουν οικισμοί. «Η Αθήνα εξαπλώνεται ραγδαία, χωρίς σχέδιο, χωρίς να έχει προηγηθεί συγκεκριμένη μελέτη», παραδέχεται ο Οργανισμός της Αθήνας, ενώ οι στατιστικές των τελευταίων ετών περιγράφουν μια πόλη που... πάσχει από δύσπνοια.
Όπως εξηγεί ο κ. Ηλίας Καϊναδάς, ερευνητής στο Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου, της αναλογεί το μικρότερο ποσοστό πρασίνου ανά κάτοικο, είναι τελευταία στην παγκόσμια κατάταξη. Και ενώ ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος περιγράφει ως «ανεκτή» την αναλογία 10 τετραγωνικών μέτρων πρασίνου ανά κάτοικο, η Αθήνα εδώ και τρεις δεκαετίες προσφέρει μόλις 2,5 τετραγωνικά μέτρα «ανάσας» σε κάθε έναν από τους κατοίκους της και... παίζει με τα τετραγωνικά εκατοστά.
Το 1960, στην πόλη που ήταν έξι φορές μικρότερη από τη σημερινή αντιστοιχούσαν 2,52 τετραγωνικά μέτρα πρασίνου ανά κάτοικο. Το 1984, όταν η πόλη είχε τη μισή έκταση από αυτήν που έχει σήμερα, η αναλογία ήταν 2,58 τετραγωνικά μέτρα ανά κάτοικο.
Με βάση τα τελευταία στοιχεία (για το 1999) η πόλη μπορεί να εκσυγχρονίστηκε, να διπλασιάστηκε σε έκταση, να ανανεώθηκε, να επεκτάθηκε προς τα άκρα του Λεκανοπεδίου, ουδείς όμως φρόντισε ώστε να αυξηθεί το ποσοστό πρασίνου.
Αντίθετα, η αναλογία, το 1999, ήταν οριακά μικρότερη (2,55 τετραγωνικά μέτρα ανά κάτοικο).
Παράλληλα, όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς επισημαίνουν πως έχει μειωθεί ακόμη περισσότερο το περιαστικό πράσινο ­ αυτό που βρίσκεται γύρω από την πόλη, στα προάστια εκείνα που πλέον είναι πυκνοκατοικημένα σχεδόν όσο και το κέντρο. «Η μείωση αυτή είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη, τονίζει ο κ. Δημήτρης Νταλλής, ερευνητής στον Τομέα Οικολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρ' όλο που υπάρχουν δεκάδες μελέτες και συγκεκριμένα σχέδια για την αύξηση του περιαστικού πρασίνου, ουδεμία έχει υλοποιηθεί».

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

77% τσιμέντο, 19% άσφαλτος, 4% πράσινο...

 Η Θεσσαλονίκη σήμερα καλύπτεται κατά 77% από κτίρια, κατά 19% από ασφαλτοστρωμένους δρόμους και μόλις ένα 4% αποτελείται από πράσινο και ελεύθερους χώρους. Ανοιχτοί χώροι και εκτάσεις πρασίνου έχουν μειωθεί κατά 20% από το 1979 μέχρι σήμερα, γεγονός που επιδεινώνει την ατμοσφαιρική ρύπανση και υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής των πολιτών. Μέσα στα χρόνια αυτά, οι περισσότεροι ελεύθεροι χώροι οικοδομήθηκαν ή μετατράπηκαν σε πάρκινγκ, με αποτέλεσμα σήμερα η Θεσσαλονίκη να έχει υποπολλαπλάσια αναλογία έκτασης πρασίνου ανά κάτοικο από το κατώτατο διεθνώς παραδεκτό όριο.
Η πιο λεπτομερής και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη για το αστικό πράσινο της Θεσσαλονίκης δημοσιεύτηκε το 1979, από τη Συντονιστική Επιτροπή Επιστημονικών Συλλόγων για την Προστασία του Περιβάλλοντος Θεσσαλονίκης. Η μελέτη εξέτασε τους διαμορφωμένους πράσινους χώρους και με βάση τον πληθυσμό του Πολεοδομικού Συγκροτήματος το 1979 υπολογίστηκε ότι ο μέσος όρος για το πολεοδομικό συγκρότημα ήταν 2,73 τετραγωνικά μέτρα πρασίνου ανά κάτοικο, αναλογία περίπου τέσσερις φορές μικρότερη από το κατώτατο διεθνώς παραδεκτό όριο, που είναι 10 τ.μ. ανά κάτοικο.
Από το 1979 μέχρι σήμερα ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά περίπου 40%, ενώ σύμφωνα με υπολογισμούς, η έκταση των ελεύθερων και πράσινων χώρων μειώθηκε κατά 20%. Άρα ο μέσος όρος έφτασε περίπου στο 1,6 τ.μ. ανά κάτοικο, δηλαδή έξι φορές μικρότερος από το κατώτερο όριο. Και μάλιστα τη στιγμή που σύμφωνα με τις μελέτες πολεοδομικού προτύπου του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, με βάση τις κλιματολογικές συνθήκες και τον πληθυσμό του, το Πολεοδομικό Συγκρότημα έπρεπε να έχει αναλογία 20 τ.μ. πρασίνου ανά κάτοικο, δηλαδή 12 φορές μεγαλύτερη από τη σημερινή.
Μερικοί από τους πράσινους και ελεύθερους χώρους που θυσιάστηκαν από το 1979 μέχρι σήμερα είναι μεγάλες εκτάσεις στο Πανεπιστήμιο, ο χώρος του Βυζαντινού Μουσείου, το πάρκο της Κληματαριάς, ο Κήπος του Καλού, ο χώρος όπου είναι χτισμένο το κτίριο της Τράπεζας Πειραιώς στην Εθνικής Αμύνης και της Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Επιπλέον, κάτι που δεν φαίνεται στις μελέτες αλλά επιβαρύνει την ήδη κακή κατάσταση, πυκνοδομήθηκε η Άνω Πόλη, καταστράφηκε το 70% των πράσινων χώρων του Ρετζικίου, του Νέου Πανοράματος και της Πυλαίας. Επιπλέον, υπήρξαν περιπτώσεις κατά τις οποίες καταστράφηκαν χώροι πρασίνου, κυρίως στον δήμο Θεσσαλονίκης, προκειμένου να δημιουργηθούν νέοι χώροι στάθμευσης.
Στον αντίποδα διαμορφώθηκαν ελάχιστοι νέοι χώροι πρασίνου, με φωτεινές εξαιρέσεις τα δύο πάρκα στην περιοχή Χαριλάου και την αναμόρφωση όλων των παραλιακών πάρκων, που ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη. Ανάσα αναμένεται να δώσουν επίσης η δημιουργία χώρου πρασίνου στην οδό Κατσιμίδου και η αξιοποίηση της αλάνας της Τούμπας, που έχουν ενταχθεί στο πρόγραμμα "Ελλάδα 2004".
Στην ήδη επιβαρημένη κατάσταση προστέθηκε η τρομερή καταστροφή που υπέστη το περιαστικό δάσος του Σέιχ Σου τον Ιούλιο του 1997. Ο απολογισμός της πυρκαγιάς ήταν τραγικός για τον βασικό πνεύμονα πρασίνου της πόλης, καθώς κάηκε το 55% της έκτασής του, συνολικά 16.640 τετραγωνικά μέτρα.

ΠΑΤΡΑ - ΗΡΑΚΛΕΙΟ

Δύο πάρκα για κάθε πόλη!

Τα μεγαλά αστικά κέντρα της περιφέρειας δυστυχώς παρουσιάζουν τα ίδια συμπτώματα με την Αθήνα όπου για να βρεις λίγο πράσινο πρέπει να διανύσεις αρκετά χιλιόμετρα... 
Σε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της πόλης αναδεικνύεται πλέον η έλλειψη πρασίνου και ελεύθερων χώρων στην Πάτρα. Η έντονη οικοδομική δραστηριότητα των τελευταίων είκοσι χρόνων άλλαξε δραματικά την εικόνα της πόλης και περιόρισε σημαντικότατα το πράσινο στην αναλογία του με το τσιμέντο. Η έλλειψη ανοικτών χώρων πρασίνου, ιδιαίτερα στο κέντρο της Πάτρας, είναι πλέον μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα.
Μόλις τα τελευταία δύο χρόνια άρχισαν να γίνονται κάποιες παρεμβάσεις στην παραλία, με τη δημιουργία δύο μικρών πάρκων. Σύμφωνα με στοιχεία του δήμου, η Πάτρα εκτείνεται σε 25.000 στρέμματα, εκ των οποίων δομημένα είναι περίπου τα 18.000 στρέμματα. Στις προτάσεις που μελετά ο δήμος για την ανάπτυξη χώρων πρασίνου πάντως, περιλαμβάνεται και η δημιουργία πάρκου στο έλος της Αγυιάς, στην περιοχή Καβουκάκι και στη βόρεια πλευρά της πόλης.
Εξίσου απογοητευτική είναι η κατάσταση που επικρατεί και στο Ηράκλειο, αφού το πράσινο στην πόλη δεν εκτείνεται παρά σε μερικές δεκάδες στρέμματα. Η άναρχη δόμηση ­ την τελευταία εικοσαετία εκτιμάται πως έχουν χτιστεί 20.000 αυθαίρετα και πολυώροφα κτίρια ­ η έλλειψη νερού, κυρίως στην αρχή της δεκαετίας του '90, αλλά και η χαμηλή ιεράρχηση της αξίας του πρασίνου, μετέτρεψαν το Ηράκλειο σε μια από τις ελληνικές τσιμεντουπόλεις, σε σημείο να διεκδικεί μάλιστα μια από τις πρώτες θέσεις ανάμεσά τους. Στην πραγματικότητα το Ηράκλειο διαθέτει σήμερα μόλις δύο πάρκα, το Θεοτοκόπουλου και το Γεωργιάδη και τα δύο όμως μαζί δεν ξεπερνούν σε έκταση τα 15 στρέμματα. Χαρακτηριστικό της κατάστασης είναι πως ακόμη και εκεί που γίνεται επέκταση του σχεδίου πόλης ­ καθυστερημένα και ενώ έχουν ήδη χτιστεί αυθαίρετα ­ οι μικρές νησίδες δεν δενδροφυτεύονται, αφού προτεραιότητα έχουν η αποχέτευση και η ασφαλτόστρωση.

 

ΤΑ ΝΕΑ , 13-10-2001  , Σελ.: N64 

Κωδικός άρθρου: A17166N641