Παναγία

 
 
 
 
ΟΙ ΠΟΝΟΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ
του Κώστα Βάρναλη

Πού να σε κρύψω γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;
Σε ποιο νησί του ωκεανού, σε ποιαν κορφή ερημική;
Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις.
Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,
που με τα βρόχια της οργής ταχιά, ταχιά θενά σπαράξεις.

Συ θάχεις μάτια γαλανά, θάχεις κορμάκι τρυφερό,
θα σε φυλάω από ματιά κακή κι από κακόν καιρό,
από το πρώτο ξάφνισμα της ξυπνημένης νιότης.
Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.
Εσύ νοικοκερόπουλο -όχι σκλάβος ή προδότης.
 
Τη νύχτα θα συκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,
να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό
να σου 'τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,
κ' ύστερα απ'το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ
πού θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι.

Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,
χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μην την πεις!

(Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,

κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.)

Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.

Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.
Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

 

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.

Στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!

- Ω! πώς βελάζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο...-

Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά

την άβυσσο, μακριά απ' τους λύκους να κρυφογεννήσω!

 

 

ΣΤΑΜΑΤΙΑ Λ. Μ. ΣΤΑΜΑΤΗ