ΣΗΜΕΙΟΝ

 

Νίκος Α. Παύλου

 

 

 

 

 

 

Η ΠΡΩΤΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

 

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Λάρισα 2008

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η ΠΡΩΤΗ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΤΩΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

 

ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ

 

© Νικόλαος Α.  Παύλου.

ISBN: 978-960-930964-6

Όλα τα δικαιώματα είναι δεσμευμένα

Απαγορεύεται η οποιαδήποτε μορφή αντιγραφής και εκτύπωσης, χωρίς την έγγραφη άδεια του συγγραφέα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

 

Πρόλογος........................................................................σ.

 

Βιβλιογραφία..................................................................σ.

 

Εισαγωγή

Το πρόβλημα

Οι πηγές

 

Κεφάλαιο Α΄: Χαρακτηριστικά της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων

 

Η σύνθεση της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων

Η ηγετική δομή της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων

Η διδασκαλία της πρώτης χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων

Ο τρόπος ζωής των μελών της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων

Οι αντίπαλοι της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων

 

Κεφάλαιο Β΄: Το πλαίσιο ανάπτυξης της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων

Η ιουδαϊκή θεοκρατία

Οι θεσμοί –οι θρησκευτικοκοινωνικές ομάδες

Η εθνική ταπείνωση

 

 

Κεφάλαιο Γ΄ : Επιθέσεις εναντίον της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων

Απειλές

Φυλάκιση

Λιθοβολισμός

 

Συμπεράσματα

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

 

Η εργασία που ακολουθεί είναι μία σπουδή στα πρώτα επτά κεφάλαια του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων. Σε αυτά περιγράφεται η δημιουργία και βασικές πτυχές της ζωής της πρώτης χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων.

Αν και για τα μέλη της πρώτης κοινότητας των Ιεροσολύμων ο M. Goguel χρησιμοποίησε τον όρο «Εβραίοι του Σταυρού»,   εντούτοις  για χρηστικούς λόγους, πιο σωστός φαίνεται  ο καθιερωμένος όρος χριστιανοί, που μπορεί να πρωτοακούστηκε αργότερα στην Αντιόχεια, εκφράζει όμως, πιστεύω, και τους πιστούς στον Ιησού Χριστό της πρώτης κοινότητας των Ιεροσολύμων .

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

 

Α. Πηγές

 

1. Βιβλικά κείμενα

 

1.       Septuaginta id est Vetus Testamentum Graece iuxta LXX interpretes,    τόμ. Ι. ΙΙ, έκδ. A. Rahlfs, Stuttgard 1971 (9η έκδοση)

2.  Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο΄: Επιστημονική επιμέλεια A. Rahlfs. ΑποστολικήΔιακονία - Βιβλική Εταιρία, Αθήναι 1981.

3.  Η Παλαιά Διαθήκη. Μετάφραση από τα πρωτότυπα εβραϊκά κείμενα 1997: Τελική φάση μετάφρασης: Β. Τσάκωνας-Μ. Κωνσταντίνου, Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 1997.

4.  Novum Testamentum Graece, εκδ. Nestle-Aland, Stuttgart 1979 (26η έκδοση)

5.  Η Καινή Διαθήκη. Το πρωτότυπο κείμενο με νεοελληνική μετάφραση των Σ. Αγουρίδη, Π. Βασιλειάδη, Ι. Γαλάνη, Γ. Γαλίτη, Ι. Καραβιδόπουλου, Β. Στογιάννου, Βιβλική Εταιρία, Αθήνα 1985

 

 

Βοηθήματα

 

1.  Αγουρίδης Σάββας 1980: Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης, Θεσσαλονίκη

2.  Βούλγαρη Σπ. Χρήστου : «Εσκυλμένοι και Ερριμένοι». Παρακμή και κατάπτωσις του Ιουδαϊσμού κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης, Εν Επιστημονική Επετηρίς της Θεολ. Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΕΘΣΠΑ), τόμος ΚΔ, εν Αθήναις 1979-80, σελ. 533-534

3.  Ροπς Ντ.1988: Η καθημερινή ζωή στην Παλαιστίνη στους χρόνους του Ιησού, μετ.  Έλλης Αγγέλου, Αθήνα

4.  Φιλιππίδου I. Λεωνίδου 1958: Ιστορία της εποχής της Καινής Διαθήκης εξ επόψεως παγκοσμίου και πανθρησκειακής, Αθήναι

5.  Weiss Johannes 1983: Ο αρχέγονος χριστιανισμός, η ιστορία της περιόδου 30-150, μετ. από ομάδα, Αθήνα.

6.  Balch David L. -  Stambaugh  John E. 1986: The New Testament Its Social Environment.  Philadelphia.

7.  Bultmann Rudolf 1956  : Primitive Christianity in Its Contemporary Setting.  R. H. Fuller transltr. New York.

8.  Blasi Anthony J. 1997: Sociology of Early Christianity - by Way of Introduction.  ’ρθρο στο Sociology of Religion, Vol. 58, 1997

9.  Caird G. B. (editor), Hurst L. D. 1995: New Testament Theology.  Oxford University Press.

10.          Carrington Philip 1957: The early Christian church. Vol. 1 The first Christian century. Cambridge University Press

11.          Case Shirley Jackson 1914: Evolution of Early Christianity: A Genetic Study of First-Century Christianity in Relation to Its Religious Environment.  University of Chicago Press. Chicago

12.          Conzelmann Hans 1982:The Theology of St. Luke. Geoffrey Buswell transltr, Fortress Press. Philadelphia.

13.          Cullmann Oscar 1953: Peter: Disciple, Apostle, Martyr.:  Floyd V. Filson  transltr. Philadelphia.

14.          DobschÜtz Ernst von 1904:  Christian Life in the Primitive Church. George Bremner  transltr. New York.

15.          Eberts Harry W. Jr.1997: Plurality and Ethnicity in Early Christian Mission. ’ρθρο στο  Sociology of Religion, Vol. 58, 1997

16.          Harnack Adolf 1961: History of Dogma. Volume: 2 & 3.  New York.

17.          Hayes John H. - Mandell  Sara R.:  1998 The Jewish People in Classical Antiquity: From Alexander to Bar Kochba.  Louisville, KY.

18.          Frederick C. Grant 1950 : An Introduction to New Testament Thought.  New York.

19.          Goguel Maurice 1954: The Birth of Christianity, H.C. Snape transl. New York

20.          Goodman Martin Welsh 1994: Mission and Conversion: Proselytizing in the Religious History of the Roman Empire. Oxford University Press.  

21.          Jacobs Louis 1995: The Jewish Religion: A Companion. Oxford University Press.

22.          Kent  Charles Foster 1916: The Work and Teachings of the Apostles. New York.

23.          Loisy Alfred Firmin 1948 The Birth of the Christian Religion. L. P. Jacks  transltr, London.

24.          Moule C. F. D., 1957: Christ's Messengers: Studies in the Acts of the Apostles. New York .

25.          Purves  George T 1900 : Christianity in the Apostolic Age. New York.

26.          Γρατσέα Γ. Σ. , 1971: Το Σάββατον εν Κουμράν και τη Κ. Διαθήκη, Αθήναι.

27.          Rall  Harris Franklin 1914: New Testament History: A Study of the Beginnings of Christianity.  New York.

28.          Rops Henri Daniel 1960: The Church of Apostles and Martyrs. London.

29.          Shailer Mathews 1933:  New Testament Times in Palestine, 175 B. C.-135 A. D. New York.

30.          Wellhausen Julius 1957 : Prolegomena to the History of Ancient Israel.  New York.

31.          Young Robin Darling 2001: In Procession before the World: Martyrdom as Public Liturgy in Early Christianity.  Marquette University Press. Milwaukee.

32.          Marguerat, Daniel 2002 The First Christian Historian: Writing the 'Acts of the Apostles' Mckinney, Ken, Gregory J. Laughery and Richard Bauckham, translators Cambridge University Press

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

 

 

  Το πρόβλημα

 

Τα πρώτα επτά κεφάλαια του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων (Πρ.1-7) κάνουν λόγο για τα γεγονότα που αφορούν την πρώτη κοινότητα των Ιεροσολύμων. Ο αναγνώστης πληροφορείται σε αυτά για την Ανάληψη του Χριστού, την εκλογή του διαδόχου του Ιούδα, του Ματθία, την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά τη ημέρα της Πεντηκοστής, την προσπάθεια της κοινότητας να μεταδώσει το κήρυγμα του Ευαγγελίου σε όσο το δυνατό περισσότερα άτομα, τον καινούριο τρόπο ζωής που είχε δημιουργηθεί με την κοινοκτημοσύνη των αγαθών καθώς και τις επιπτώσεις που περίμεναν αυτούς που, ενώ ήθελαν να είναι μέλη της κοινότητας, δε συμμορφωνόταν με τις υποδείξεις των Αποστόλων και το ήθος που ήθελε η διδασκαλία τους.

Όλα αυτά λοιπόν καταλαμβάνουν τα επτά πρώτα κεφάλαια του βιβλίου των Πράξεων. Χαρακτηριστικό τους  είναι ο χρονικός και ο τοπικός περιορισμός των αφηγήσεων που τα περιέχουν. Ο τόπος είναι το κέντρο του Ιουδαϊσμού, η πόλη της Ιερουσαλήμ, ενώ τα γεγονότα συμβαίνουν σε ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, μετά της Ανάσταση του Ιησού. Στην περιγραφή, όπως είναι φυσικό, απουσιάζει ο πρωταγωνιστής του βιβλίου των Πράξεων, ο Παύλος. Οπότε αποτελούν έναν συνδετικό κρίκο ανάμεσα στα γεγονότα που περιγράφει ο Λουκάς στο ευαγγέλιό του, και σε αυτά που πρόκειται να συμβούν, μετά την εξάπλωση του χριστιανικού κινήματος στον ελληνορωμαϊκό κόσμο.

 

***

 

Η κοινότητα των Ιεροσολύμων είναι μία θρησκευτική ομάδα. Επιζητεί να αποκτήσει θεσμοποιημένο ρόλο με χαρακτηριστικά τον εγκρατή και ηθικό τρόπο ζωής των μελών της και το ενθουσιαστικό στοιχείο, που συνίσταται στην αναμονή της ταχύτατης έλευσης της Βασιλείας του Θεού. Κάτω από αυτό το πλαίσιο  δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι αναφορές στην καθημερινότητά της καθώς και οι σχέσεις της με περιθωριακές ή καταπιεσμένες ομάδες (γυναίκες, τελώνες κοκ),  οι οποίες όμως εξαιτίας της μετάνοιας που είχαν δείξει, ήταν υποδείγματα  για αυτούς που ήθελαν να γίνουν μέλη της Βασιλείας του Θεού, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Ιησού[1].

Η κοινότητα κινείται εντός των κόλπων του Ιουδαϊσμού, και  δεν είναι ξεκομμένη από τις αρχές του. Ο χριστιανισμός, όπως περιγράφεται στα πρώτα επτά κεφάλαια του βιβλίου των Πράξεων, δεν έχει κάνει ακόμη το μεγάλο άλμα της χειραφέτησης από την ιουδαϊκή θρησκεία, κάτι που θα συμβεί με τον Παύλο. Φαίνεται δηλαδή να είναι μία ομάδα , που αποδέχεται τις αρχές του ιουδαϊσμού. Το σημαντικό βέβαια είναι πως διαφοροποιείται στο στοιχείο της αποδοχής του Ιησού ως Μεσσία.

Δε χρειάζεται να τονιστεί πως αυτό είναι και το πλέον σημαντικό. Ήταν γνωστή η ευαισθησία του Ιουδαϊσμού του 1ου αι. μ. Χ. στο ζήτημα του Μεσσία[2]. Αποδεχόμενοι οι οπαδοί του Ιησού τη μεσσιανικότητά Του, ήταν σίγουρο ότι θα αντιμετώπιζαν διώξεις, και θα ήταν αδύνατο να πείσουν όλους τους συμπατριώτες τους για την ορθότητα των ιδεών τους.

Επομένως οι σχέσεις των χριστιανών των Ιεροσολύμων με τις ιουδαϊκές αρχές δεν είναι οι καλύτερες. Και όπως θα φανεί στην ανάπτυξη της εργασίας,  η διεκδίκηση της θρησκευτικής κληρονομιάς του Ιουδαϊσμού και ο δυναμισμός της κοινότητας, που αναδεικνύονταν στις αντιπαραθέσεις μελών της με Ιουδαίους,  δείχνουν να δημιουργούν εντάσεις που βοηθούν όμως να ξεκαθαριστεί η χριστιανική ταυτότητα.

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι πηγές

 

Όπως και για τα υπόλοιπα ζητήματα των απαρχών του χριστιανισμού, έτσι και για τα θέματα που αφορούν τη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, βασική πηγή είναι η Καινή Διαθήκη.

Πιο συγκεκριμένα η πληροφόρηση προέρχεται, όπως έχει τονιστεί, τα επτά πρώτα κεφάλαια του βιβλίου των Πράξεων των Αποστόλων[3]. Αν και το δέκατο  ένατο αιώνα  θεωρήθηκε από τη σχολή της Τυβίγγης, ότι οι Πράξεις γράφτηκαν το 2ο μ. Χ. αι.[4] και παρέχουν μία εξιδανικευμένη εικόνα της εκκλησίας[5], εντούτοις στο έργο παρουσιάζονται επεισόδια που φανερώνουν και μία διαφορετική αντιμετώπιση των πρακτικών που έπρεπε να ακολουθήσει η κοινότητα. Σαν παραδείγματα θα μπορούσαν να αναφερθούν το επεισόδιο του Ανανία και της Σαπφείρας,  ο παραγκωνισμός των χηρών από τα κοινά δείπνα της κοινότητας, καθώς και η δημιουργία της ομάδας των διακόνων. Γεγονός είναι πάντως ότι η διήγηση του Λουκά[6] παραμένει η βασική πηγή για την έρευνα των φαινόμενων που σχετίζονται με τη δημιουργία και την εξέλιξη της πρώτης χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων[7].

Αποτελεί ερώτημα αν τα επτά πρώτα κεφάλαια αποτελούν ανεξάρτητο τμήμα του βιβλίου των Πράξεων ή εντάσσονται σε έναν γενικότερο πλαίσιο που απέβλεπε στην ανάδειξη του έργου του Παύλου[8]. Αν είναι δηλαδή μία εισαγωγή που αποσκοπούσε να οδηγήσει τον αναγνώστη σε μία γνωριμία με τις συνθήκες που οδήγησαν τον Παύλο να εγκαταλείψει τις αρχές του επίσημου Ιουδαϊσμού  και να γίνει μέλος της χριστιανικής ομάδας, ή είναι ένα ανεξάρτητο τμήμα του βιβλίου των Πράξεων, που αποβλέπει να περιγράψει τις συνθήκες ίδρυσης καθώς και επεισόδια από την ιεροσολυμιτική χριστιανική κοινότητα.

Εκείνο που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση είναι πως ο κατεξοχήν πρωταγωνιστής, μέχρι την εμφάνιση του Παύλου, είναι ο Πέτρος. Ο ηγετικός ρόλος του Ιάκωβου στην κοινότητα ακόμη δεν έχει κάνει την εμφάνισή του. Ο Πέτρος λοιπόν μιλάει εξ ονόματος των υπόλοιπων Αποστόλων, αυτός κάνει το θαύμα της θεραπείας του χωλού, αυτός απολογείται ενώπιον των αρχών για τις αλήθειες του χριστιανικού κινήματος. Τουλάχιστο μέχρι την αφήγηση του επεισοδίου του Στέφανου, δε φαίνεται άλλος πρωταγωνιστής[9].

Οπότε βασικό στοιχείο των αφηγήσεων μέχρι και το κεφάλαιο 5 των Πράξεων δείχνει να είναι η ανάδειξη του ηγετικού ρόλου του Πέτρου στην κοινότητα Ιεροσολύμων. Στη συνέχεια βέβαια πρωταγωνιστικός ρόλος αποδίδεται στο Στέφανο, που κάνει ένα χαρακτηριστικό πέρασμα από την αφήγηση, και να αποτελεί ένα συνδετικό κρίκο  με σκοπό να αρχίσει να παρουσιάζεται ο πρωταγωνιστής του βιβλίου των Πράξεων, που είναι ο Παύλος.

 

 

***

 

 

Πηγή για την πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων είναι και επιστολές της Καινής Διαθήκης. Τόσο στις δεκατέσσερις, που αποδίδονται στον Απόστολο Παύλο[10], όσο και στις επτά καθολικές[11], δίνονται σημαντικές πληροφορίες για την διαστρωμάτωση της ιεροσολυμιτικής κοινότητας, όσο και για καταστάσεις που την αφορούσαν. Δε χρειάζεται να τονιστεί η σπουδαιότητα των επιστολών αφού, κάποιες από αυτές, δημιουργούν τα γεγονότα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το δεύτερο κεφάλαιο της προς Γαλάτας επιστολής καθώς και οι πληροφορίες για τις «λογίες» του Παύλου προς την εκκλησία των Ιεροσολύμων, που παρουσιάζουν πτυχές της ζωής της πρωτοχριστιανικής ιεροσολυμιτικής κοινότητας. Επίσης και η επιστολή του Ιακώβου, είναι πηγή για την οικονομική κατάσταση του ιεροσολυμιτικού και γενικότερα του παλαιστινού χριστιανισμού .

Το βιβλίο λοιπόν των Πράξεων και οι Επιστολές είναι οι άμεσες πηγές που έχει στη διάθεσή του ο ερευνητής που ενδιαφέρεται να περιγράψει καταστάσεις που αφορούν την πρωτοχριστιανική κοινότητα.

Βεβαίως απαραίτητη είναι και η γνώση της διδασκαλίας του ιουδαϊσμού καθώς και των ειδικών συνθηκών στις οποίες ζούσε η ιουδαϊκή κοινωνία του 1ου αι. μ. Χ Οι πηγές για τη διερεύνηση των παραπάνω είναι η Παλαιά Διαθήκη και ο Ιώσηπος[12]. Ο ιουδαίος ιστορικός βοηθάει σημαντικά στην κατανόηση των ιουδαϊκών πραγμάτων του 1ου αι. μ. Χ., επομένως και των αιτίων που οδήγησαν στους διωγμούς εναντίον της χριστιανικής ομάδας.

Η  χριστιανική γραμματεία των μεταγενέστερων χρόνων, αποτελεί έμμεση πηγή για τον μελετητή των πρώτων χριστιανών των Ιεροσολύμων. Χρησιμοποιούνται σε αυτή οι πληροφορίες που δίνονται από την Καινή Διαθήκη, και οι συγγραφείς υπομνηματίζοντας το βιβλίο των Πράξεων κάνουν λόγο και για τα επτά πρώτα κεφάλαια του βιβλίου. Τέτοια έργα –υπομνήματα είναι του Ωριγένους[13], του Διδύμου του Τυφλού[14], του Χρυσοστόμου[15], του Θεοδώρου Μοψουεστίας[16], του Ευθάλιου[17], του Αμμωνίου[18], του Οικουμενίου[19] και του Θεοφυλάκτου[20]. Παράλληλα, ο Ησύχιος, πρεσβύτερος Ιεροσολύμων, δείχνει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις συγγραφές του για πρόσωπα και καταστάσεις που σχετίζονται με την Ιερουσαλήμ του 1ου αιώνα μ. Χ. και γράφει εγκωμιαστικά έργα για τον ’γιο Στέφανο[21], τον Ιάκωβο[22], τους αποστόλους Πέτρο και Παύλο[23], και για τον εκατόνταρχο Λογγίνο[24].

 

 

Κεφάλαιο Α΄: Χαρακτηριστικά της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων

1. Η αφήγηση του βιβλίου των Πράξεων

 

Διαβάζοντας κάποιος τα τελευταία κεφάλαια των τεσσάρων ευαγγελίων και τα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου των Πράξεων νομίζει ότι βρίσκεται σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Στα ευαγγέλια παρακολουθεί τις τελευταίες στιγμές μιας πορείας που ξεκίνησε από τα χωριά και τις κωμοπόλεις που βρισκόταν γύρω από τη λίμνη Γεννησαρέτ της Γαλιλαίας και κατέληξε στο κέντρο του Ιουδαϊσμού, την Ιερουσαλήμ. Είναι η πορεία των περιπλανώμενων χαρισματούχων[25], που είχαν συσπειρωθεί γύρω από τον Ιησού από τη Ναζαρέτ, πιστεύοντας το μεσσιανικό του ρόλο. Μέσα σε ένα κλίμα έντονου αποκαλυπτισμού, χαρακτηριστικού άλλωστε του 1ου αι. μ. Χ. στην Παλαιστίνη, και εσχατολογικών προσδοκιών, μετά από μία θριαμβευτική είσοδο στην πόλη του Δαβίδ, όπου ο ιδρυτής της κίνησης αποδέχτηκε το μεσσιανικό του ρόλο[26], μία σειρά από συγκρούσεις με τους εκπροσώπους των θρησκευτικοκοινωνικών ομάδων της πόλης[27], τον οδήγησαν στο σταυρικό θάνατο. Σύμφωνα με τους ευαγγελιστές, αυτό ήταν απαραίτητο, γιατί μόνο έτσι θα εκπληρωνόταν οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης[28]

Οι μαθητές μετά τη σύλληψή του Ιησού, στο Όρος των Ελαιών, φοβισμένοι τον εγκαταλείπουν. Ακόμη και ο ο Πέτρος, δείχνει στην αυλή του αρχιερέα να μην τον γνωρίζει. Φεύγουν, αφού πίστεψαν, μετά τη σύλληψη του δασκάλου τους στη Γεθσημανή, ότι δεν εκπληρώθηκαν οι μεσσιανικές προσδοκίες τους και δεν έγιναν πραγματικότητα τα οράματα για εθνική απελευθέρωση και κοινωνική αποκατάσταση των παιδιών του περιούσιου λαού του Ισραήλ.

Παραμένουν όμως στην Ιερουσαλήμ, όλα τα μέλη της κίνησης και δε γυρίζουν πίσω στη Γαλιλαία. Μάλιστα, όπως τονίζει το ευαγγέλιο του Ιωάννη[29] επειδή φοβούνταν τις ιουδαϊκές αρχές , ήταν όλοι μαζεμένοι με κλειστές τις πόρτες σε ένα φιλικό σπίτι. Εδώ λοιπόν βιώνουν την εμπειρία της Ανάστασης του Ιησού, ακούνε την εντολή του να κηρύξουν το μήνυμα του ευαγγελίου σε όλους τους τόπους, αρχίζοντας από την  ιερή πόλη[30] και οδηγούνται έξω από αυτή, στη Βηθανία, όπου,  σύμφωνα με το τρίτο ευαγγέλιο, γίνεται η ανάληψη του αναστημένου Χριστού στον ουρανό, ενώ οι ίδιοι γυρίζουν πίσω στο κέντρο του  ιουδαϊσμού και δοξολογούν το Θεό[31].

 

 

 

***

 

Με χαρακτηριστικό τρόπο παρουσιάζεται η χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων στα πρώτα επτά κεφάλαια των Πράξεων. Τα κύρια σημεία της αφήγησης είναι η διεύρυνση της Εκκλησίας, ο τρόπος ζωής των μελών της κοινότητας, η θεραπεία του χωλού και οι δύο ομιλίες του Πέτρου ενώπιον του Μ. Συνεδρίου, η κοινοκτημοσύνη των αγαθών, το επεισόδιο με τον Ανανία και τη Σαπφείρα, η αντιπαράθεση των ελληνόφωνων με τους εβραιόφωνους πιστούς, η δημιουργία καινούριων αξιωμάτων μέσα στην κοινότητα και τα επεισόδια στα οποία πρωταγωνιστής είναι ο Στέφανος.

Πρέπει να τονιστεί, πως η διήγηση είναι άνισα κατανεμημένη. Την περιγραφή για τη δημιουργία της κοινότητας και τον τρόπο με τον οποίο ζούσαν τα μέλη της, τη διαδέχονται μεμονωμένα επεισόδια, όπως η προσφορά του Βαρνάβα και η ιστορία του Ανανία και της Σαπφείρας, τα οποία απηχούν θέσεις των μελών της κοινότητας και τη φιλοσοφία τους για βασικά ζητήματα που την απασχολούσαν.

Επομένως τα επτά πρώτα κεφάλαια των Πράξεων, που αναφέρονται στην κοινότητα των Ιεροσολύμων, ακολουθούν την εξής διάταξη:

 

 

 

Α. Βασικές διηγήσεις:

 

1.   Η Ανάληψη του Χριστού, απαρχή της ίδρυσης της κοινότητας (1, 1-11)

2.   Ο πρώτος πυρήνας των 120 πιστών και η εκλογή του Ματθία,  (1, 12-26).

3.   Η ημέρα της Πεντηκοστής και η διεύρυνση της κοινότητας μετά το κήρυγμα του Πέτρου (2, 1-41).

4.   Η ζωή των μελών μετά τη διεύρυνση (2, 42-47).

5.   Πρώτη δημόσια εμφάνιση του Πέτρου, ηγέτη της κοινότητας. Η θεραπεία του χωλού, σημάδι επιβεβαίωσης των δυνατοτήτων του και του θρησκευτικού-χαρισματικού χαρακτήρα της ομάδας που προΐσταται (3, 1- 26)

6.   Πρώτη σύγκρουση με τους εκπροσώπους της ιουδαϊκής εξουσίας. Ανάδειξη του ηγετικού ρόλου του Πέτρου (4, 1-22).

7.   Υπενθύμιση του μεσσιανικού ρόλου του Ιησού και της σύγκρουσής του με τις ηγετικές ομάδες που τον αμφισβητούσαν. Σύγκριση του Ιουδαϊσμού με την κοινότητα των χριστιανών (4, 23-31)

8.   Τα χαρακτηριστικά της κοινοκτημοσύνης (4, 32- 35)

9.   Συνέχεια των θαυμάτων και επιβεβαίωση για μία ακόμη φορά του ηγετικού ρόλου του Πέτρου (5-12-16)

10.                Δεύτερη σύγκρουση με εκπροσώπους του Ιουδαϊσμού. Διχογνωμία για τα χαρακτηριστικά του χριστιανικού κινήματος (5, 17-42)

11.                Δημιουργία αξιωμάτων μέσα στην κοινότητα. Ανάδειξη μιας νέας ηγετικής μορφής, του Στέφανου (6, 1-7).

12.                Αντιπαράθεση του Στέφανου με Ιουδαίους. Σύλληψη και λόγος του ενώπιον του Συνεδρίου. Ο λιθοβολισμός του από τον όχλο ( 6, 8- 760).

13.                Ο πρώτος διωγμός εναντίον της κοινότητας (8, 1-2).

 

 

 

 

Β. Μεμονωμένα επεισόδια

 

1.   Ο λευΐτης Βαρνάβας και η σύμφωνη με το «γαλιλαϊκό πνεύμα»[32] κίνησή του (4, 36-37)

2.   Ο Ανανίας και η Σαπφείρα. Η αντίθετη με το «γαλιλαϊκό πνεύμα» πράξη τους (5, 1-11).

 

 

 

Στις βασικές διηγήσεις φαίνεται να ακολουθείται μία εξελικτική πορεία, που κύρια σημεία της είναι οι αφηγήσεις  για την αύξηση των μελών της κοινότητας, ο τρόπος ζωής τους και η δημιουργία νέων αξιωμάτων, ενώ στα δύο μεμονωμένα επεισόδια κυριαρχεί ένα αντιθετικό σχήμα που φανερώνει, εκτός των άλλων, και αντιλήψεις των πρώτων χριστιανών, για πρακτικά προβλήματα που ανέκυπταν εντός των κόλπων της κοινότητας.

 

 

 

 

 

 

 

Η σύνθεση της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων

 

Μετά την Ανάληψη του αναστημένου Χριστού, οι μαθητές γυρίζουν πίσω στην Ιερουσαλήμ[33]. Η πρώτη ομάδα συγκεντρώνεται στο υπερώο που χρησίμευε ως τόπος διαμονής τους. Ο Λουκάς κάνει μία καταγραφή των προσώπων που ήταν εκεί: Παρευρίσκονται λοιπόν ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο αδελφός του ο Ιωάννης, ο Ανδρέας, ο Φίλιππος, ο Θωμάς, ο Βαρθολομαίος, ο Ματθαίος, ο Ιάκωβος του Αλφαίου, ο Σίμωνας ο Ζηλωτής και ο Ιούδας του Ιακώβου. Μαζί τους είναι και οι γυναίκες- μαθήτριες του Ιησού καθώς και η μητέρα του Ιησού με τα αδέρφια του[34].

Με την απαρίθμηση των προσώπων των Αποστόλων από την πρώτη  κεφάλαια  της αφήγησης των Πράξεων επιχειρείται μία σύνδεση με   σημεία του κηρύγματος του Ιησού, που καταδεικνύουν την εσχατολογική αποστολή των μαθητών και τη θέση τους ως κριτών των δώδεκα φυλών του Ισραήλ. Στη συνέχεια όμως του δεύτερου μέρους του έργου  του Λουκά δεν υπάρχει κανένας ρόλος για τους περισσότερους από αυτούς. Επίσης η δωδέκατη θέση, που ανήκε στον Ιούδα τον Ισκαριώτη είναι κενή και θα δοθεί στη συνέχεια στο Ματθία.

Χαρακτηριστικός στην αφήγηση είναι και ο ρόλος των γυναικών που είχαν ακολουθήσει τον Ιησού από τη Γαλιλαία. Φαίνεται ότι και στη συγκρότηση της πρώτης κοινότητας η θέση τους ήταν σημαντική και δε μπορούσε να αποκρυβεί. Εντούτοις, στη συνέχεια  η συνεισφορά τους δείχνει να είναι μηδαμινή, και να μην έχουν το βασικό ρόλο που είχαν στην κίνηση του Ιησού. Αυτό μπορεί να συμβαίνει είτε επειδή κάποια στιγμή γύρισαν πίσω στη Γαλιλαία, πράγμα που μοιάζει να είναι δύσκολο,  μιας και μιλάμε γι’ άτομα, που στα ευαγγέλια έδειχναν να έχουν αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον Ιησού, αφού είχαν εγκαταλείψει τα πάντα και είχαν ακολουθήσει την αποστολική ομάδα στην Ιερουσαλήμ.

Η μητέρα του Ιησού και τα αδέρφια του δε φαίνεται να έχουν σημαντικό ρόλο στις αφηγήσεις των ευαγγελίων[35]. Αν εξαιρέσουμε τα επεισόδια  της παιδικής ηλικίας, που περιγράφει ο Λουκάς και στα οποία ο πρωταγωνιστικός ρόλος της Θεοτόκου είναι εμφανής, στη συνέχεια η οικογένεια του Ιησού δε δείχνει να έχει σχέση με την ομάδα του. Μάλιστα σε κάποια σημεία ο ρόλος τους δείχνει να είναι και αρνητικός, αφού επιδιώκουν να εμποδίσουν τον Ιησού από τη συνέχεια του κηρύγματός του.

Φαίνεται όμως ότι ο Λουκάς είχε υπόψη του τον κατοπινό πρωταγωνιστικό ρόλο της οικογένειας του Ιησού στην ιεροσολυμιτική  κοινότητα, και γι’ αυτό θεωρεί σημαντικό να αναφέρει την παρουσία των μελών της στη συγκρότηση της πρώτης ομάδας. Εντούτοις και η θέση  που τα τοποθετεί στην απαρίθμηση του αρχικού πυρήνα, και η παρεμβολή του πρώτου μέρους του στίχου 1,14, φανερώνει πως η συνεισφορά τους τον πρώτο καιρό δεν ήταν σημαντική.

Είναι εύκολο να υποτεθεί πως τα πρώτα μέλη της κοινότητας συγκεντρωνόταν σε ένα και μοναδικό χώρο[36], μιας και αυτό μπορούσε εύκολα να γίνει, αφού ακόμη η κοινότητα δεν είχε αποκτήσει την κατοπινή αριθμητική σφριγηλότητα . Χώρος συγκέντρωσης πρέπει να ήταν το γνωστό υπερώο, που είχε τελεστεί  ο Μυστικός Δείπνος. Η ομάδα δε δείχνει σε αυτό το σημείο της αφήγησης να επιθυμεί την εμφάνισή της στο Ναό, τον κατεξοχήν δημόσιο χώρο της Ιερουσαλήμ. Σκοπός της δε φαίνεται να είναι ακόμη η προσέλκυση νέων οπαδών και η δημόσια εμφάνιση των μελών σε άλλα σημεία της πόλης, φανερώνοντας  έτσι ότι διατηρούν το φόβο τους απέναντι στις ιουδαϊκές αρχές.

Φαίνεται όμως πως αυτό τον αρχικό πυρήνα για τον οποίο γίνεται λόγος στους στίχους 1,13-14, τον πλαισίωναν συμπαθούντες. Είναι οι «αδελφοί», όπως ονομάζονται στο στίχο 1, 15, 120  περίπου άτομα[37]. Είναι δύσκολο να μιλήσει κάποιος για την προέλευσή τους. Ήταν Γαλιλαίοι που ανήκαν στον ευρύτερο κύκλο των μαθητών, που είχαν και αυτοί ακολουθήσει τον Ιησού στο μεσσιανικό του ταξίδι στην Αγία Πόλη, ήταν κάτοικοι της Ιερουσαλήμ που είχαν πειστεί από το κήρυγμα του Ιησού και είχαν προσχωρήσει στην ομάδα, ή προέρχονταν από τους Ιουδαίους της διασποράς και τους προσήλυτους που επισκεπτόταν την Ιερουσαλήμ κατά τη διάρκεια των μεγάλων γιορτών; Η απάντηση σίγουρα είναι δύσκολη και δε μπορεί να δοθεί με ακρίβεια. Πάντως η κατοπινή περιγραφή των γεγονότων που συνέβησαν την ημέρα  της Πεντηκοστής , κατά την  οποία σημειώνεται η εισροή των Προσηλύτων και των Ιουδαίων της Διασποράς στην εκκλησία, επιτρέπει, να αποκλειστεί από την ομάδα των αδελφών η τελευταία, και να παραμείνουν οι άλλες δύο. Και πάλι όμως είναι δύσκολο να θεωρηθεί ότι στο σύνολο των 120 περιλαμβάνονταν Γαλιλαίοι,  μιας και αυτοί είχαν αναφερθεί προηγουμένως από το Λουκά, που θα τόνιζε και εδώ τη συμμετοχή των μαθητών από τον ευρύτερο κύκλο, όπως είχε κάνει και προηγουμένως στο τρίτο ευαγγέλιο.

Παραμένει λοιπόν η δεύτερη ομάδα των γηγενών Ιεροσολυμιτών. ’λλωστε από τις αφηγήσεις του Πάθους είναι γνωστό πως δεν ήταν όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ εναντίον του Ιησού.  Μάλιστα πολύς κόσμος της πόλης τον ακολουθούσε κατά την πορεία του προς το Γολγοθά και θρηνούσε γι’ αυτά που έβλεπε. Επομένως επιτρέπεται να εικάσουμε πως την ομάδα των 120 την αποτελούσαν μόνιμοι κάτοικοι των Ιεροσολύμων, που συμπαθούσαν την κίνηση του. Φυσικά αυτό δε σημαίνει πως οι παραπάνω 120 καταγόταν από τα Ιεροσόλυμα, αλλά πως κατοικούσαν μόνιμα σε αυτή την πόλη, ανεξάρτητα από την καταγωγή τους.

Το μεγάλο άλμα όμως της κοινότητας,  η αύξηση του αριθμού των μελών της, η δημόσια εμφάνισή της στα ιουδαϊκά πράγματα και η αρχή του ενδιαφέροντος των ιουδαϊκών αρχών γι’ αυτή, που δείχνουν πλέον να ασχολούνται μαζί της, γίνεται την ημέρα της Πεντηκοστής[38]. Στην ουσία η ιστορία της κοινότητας, με βάση τη διήγηση των Πράξεων, θα πρέπει να χωριστεί στα δύο, με κέντρο αυτή την ημέρα.

Η κοινότητα εμπλουτίζεται λοιπόν με καινούρια μέλη. Οι αποκαλυπτικές εμπειρίες, που περιγράφονται με ενάργεια στα σχετικά χωρία των Πράξεων, καθώς και οι μεσσιανικές προσδοκίες, δημιουργούν το κατάλληλο κλίμα για αυτή την αύξηση. Πλέον, δείχνει να αποκτάει ταυτότητα και να οριοθετείται από τις ομάδες που κινούνται στα πλαίσια του Ιουδαϊσμού.

 

 

***

 

 

 

Όπως διηγείται το βιβλίο των Πράξεων[39], την εμπειρία της θεοφάνειας - που περιγράφεται ως δυνατός άνεμος και φλόγες που κάθισαν στα κεφάλια των μαθητών, κάνοντάς τους να μιλούν στη γλώσσα όλων των Ιουδαίων που συγκεντρώθηκαν έξω από το σπίτι που φιλοξενούνταν - τη βίωσαν και Ιουδαίοι της Διασποράς και Προσήλυτοι που βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ. Συγκεντρώνονται εμπρός στο σπίτι των μαθητών. Εδώ, αφού ακούνε το λόγο του Πέτρου και πληροφορούνται για τη χριστολογία της κοινότητας και για τη σταύρωση του Ιησού, στην οποία κάποιοι, αν όχι όλοι, ειχαν λάβει ενεργό μέρος, ζητάνε να μάθουν τι πρέπει να κάνουν για να σωθούν. Ο Πέτρος τους ζητάει να μετανοήσουν. Αυτοί δέχονται τους λόγους του, βέβαιοι ότι έτσι θα σωθούν από την εσχατολογική καταστροφή που επίκειται, και προστίθενται στην κοινότητα, που αποκτάει έτσι τρεις χιλιάδες καινούριους οπαδούς[40].

Η σύνθεση της ομάδας των χριστιανών τώρα φαίνεται να αποτελείται από Γαλιλαίους, από μόνιμους κατοίκους των Ιεροσολύμων, που είναι είτε Παλαιστίνιοι στην καταγωγή , είτε Ιουδαίοι της Διασποράς[41],  και από Προσήλυτους και Ιουδαίους που είχαν έρθει με την ευκαιρία του Πάσχα[42].

Όλοι αυτοί, όπως δείχνουν τα πράγματα, πίστεψαν στο μεσσιανικό έργο του Ιησού, που βασίστηκε στο κήρυγμα του Πέτρου, και συγκλονίστηκαν από τη γλωσσολαλία[43] των μαθητών.

Αυτά κρίνονται αρκετά για να εξηγήσουν την προσέλευση στην κοινότητα των νέων πιστών. Είναι άλλωστε γεγονός ότι η πίστη σε μία χαρισματική προσωπικότητα και μια μεταφυσική  εμπειρία είναι παράγοντες που δημιουργούν μία καινούρια θρησκευτική ομάδα, προσελκύουν καινούριους οπαδούς σε αυτή και αποτελούν το ιδεολογικό της στήριγμα, τουλάχιστο κατά τον πρώτο καιρό της ίδρυσής της.

Επομένως η πρώτη χριστιανική ομάδα που ιδρύθηκε στην Ιερουσαλήμ, αποτελούνταν από τους μαθητές, τους 120 πρώτους οπαδούς της κίνησης και από αυτούς που πίστεψαν την ημέρα της Πεντηκοστής[44].

Το γεγονός είναι επομένως πως η κοινότητα , σύμφωνα με την αφήγηση των Πράξεων, συνεχώς αυξάνεται. Και αυτό τον αριθμητικό πολλαπλασιασμό της φαίνεται να τον ευνοούν και ο τρόπος ζωής των μελών της, που προκαλεί το θαυμασμό του λαού, αλλά κυρίως τα θαύματα των Αποστόλων, που δείχνουν να είναι και η βασική αιτία για την προσέλκυση καινούριων οπαδών.

Το πλήθος λοιπόν θαυμάζει και εκτιμάει τον τρόπο ζωής των χριστιανών της Ιερουσαλήμ, που σιγά- σιγά αρχίζουν τη δημόσια δράση τους στην πόλη. Συγκεντρώνονταν λοιπόν όλα τα μέλη της κοινότητας στο Ναό, έκοβαν το ψωμί στα σπίτια και έτρωγαν όλοι μαζί, όντας βέβαιοι ότι με τα παραπάνω επιτελούσαν τα καθήκοντά τους απέναντι στο Θεό[45]. Δυστυχώς το κείμενο δε δίνει περισσότερες λεπτομέρειες, και έτσι δε γνωρίζουμε, αν, παράλληλα με τα χριστιανικά τους καθήκοντα, τηρούσαν και τις ιουδαϊκές διατάξεις και προσέφεραν τις καθιερωμένες προσφορές στο Ναό. Είναι δύσκολο πάντως να είχαν απαρνηθεί τελείως το ιουδαϊκό τους παρελθόν, μιας και ο τόπος συγκέντρωσής τους ήταν ο Ναός[46] και δε δείχνουν να έχουν ξεφύγει από τον Ιουδαϊκό τρόπο ζωής.

Το άλλος στοιχείο που δείχνει να βοηθάει στην ανάπτυξη της κοινότητας είναι το δέος που ένοιωθαν όλοι μπροστά στα θαύματα των Αποστόλων. Ο στίχος Πρ. 2,42 δε διευκρινίζει τι ακριβώς ήταν αυτά τα θαύματα και τι είδους θρησκευτικές εμπειρίες προσέφεραν σε αυτούς που γινόταν θεατές τους. Πάντως σε συνάρτηση με το επεισόδιο του Ανανία και της Σαπφείρας, για το οποίο γίνεται λόγος στη συνέχεια, δείχνουν να έχουν σκοπό από τη μία να βοηθήσουν στην κατοχύρωση του αποστολικού κύρους, και από την άλλη να αυξήσουν τον αριθμό των οπαδών, φανερώνοντας τις συνέπειες που πρόκειται να δεχτούν, αν δεν γίνουν μέλη της κοινότητας. Σε αυτό άλλωστε παραπέμπουν και τα λόγια του Πέτρου, μετά την Πεντηκοστή: «Σωθείτε από την καταστροφή, που έρχεται πάνω στη διεστραμμένη αυτή γενιά»[47].

Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι ο φόβος αποτρέπει και πολλούς κατοίκους της Ιερουσαλήμ, που θα ήθελαν να ενταχθούν στην κοινότητα, αισθανόμενοι θαυμασμό για τον τρόπο ζωής των μελών της.  Αυτό συμβαίνει, γιατί, απ’ ότι δείχνουν τα πράγματα, φοβούνται τις ιουδαϊκές αρχές, που ίσως είχαν καταλάβει τον κίνδυνο που αποτελεί γι’ αυτούς η ομάδα των Χριστιανών.   Δεν επιθυμούν λοιπόν, κάποιοι που συμπαθούν τη χριστιανική ομάδα, να τις προκαλέσουν εναντίον τους, και να υποστούν τις συνέπειες που θα προερχόταν από μία συσσωμάτωσή τους στη χριστιανική κοινότητα.

Πάντως, η μη ενσωμάτωση στην κοινότητα, δείχνει να συμβαίνει και εξαιτίας της στάσης των χριστιανών στο Ναό του Ηρώδη. Συγκεντρώνονταν λοιπόν όλοι οι πιστοί σε ένα συγκεκριμένο μέρος του, στη Στοά του Σολομώντα. Αυτό, όπως είναι γνωστό, ήταν πρακτική ομάδων του Ιουδαϊσμού. Έτσι οι Εσσαίοι είχαν ένα συγκεκριμένο μέρος στο Ναό που συγκεντρωνόταν, θέλοντας έτσι να αποφύγουν την επαφή με τους υπόλοιπους πιστούς. Πολλοί λοιπόν, που συμπαθούσαν τους χριστιανούς δεν τολμούσαν ίσως να ζητήσουν την ένταξή τους στην κοινότητα, επειδή έβλεπαν ότι η ομάδα ήταν κλειστή και αφορούσε  εκλεκτούς με αυστηρό τρόπο ζωής. Δηλαδή  θεωρούσαν ότι οι προϋποθέσεις ένταξης στο κίνημα του Ιησού, θα ήταν απαγορευτικές για το μεγάλο πλήθος. Επομένως , ο τρόπος ζωής των χριστιανών, εκτός από τα θαυμασμό που προκαλούσε λειτουργούσε και αποτρεπτικά, μιας και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που πίστευαν ότι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στα καθήκοντα που θα τους επιβάλλονταν, και έτσι δεν διακινδύνευαν να ζητήσουν την ένταξή τους στην ομάδα.

 

 

***

 

 

Στη συνέχεια, η αρχή του κεφαλαίου 6 των Πράξεων, δίνει τη σημαντική πληροφορία για τη διαμαρτυρία των Ελληνιστών μελών της κοινότητας εναντίον των Ιουδαίων της Παλαιστίνης, για το ζήτημα της διανομής τροφίμων (6,1). Όπως είναι γνωστό το ζήτημα προέκυψε από τον παραγκωνισμό των χηρών που προερχόταν από τους Ελληνιστές, στην καθημερινή προσφορά τροφίμων, που προφανώς δινόταν στα πλέον ασθενή μέλη της κοινότητας.

Η παραπάνω παρατήρηση του Λουκά βοηθάει να γίνει κατανοητό ότι στην κοινότητα των Ιεροσολύμων, μετά την ένταξη του μεγάλου αριθμού των μελών, υπήρχαν δύο ομάδες πιστών στους οποίους δίνονται τα ονόματα Ελληνιστές Ιουδαίοι και Ιουδαίοι της Παλαιστίνης. Μία βασική διαφορά τους αφορούσε τη γλώσσα: Οι πρώτοι είχαν τα ελληνικά ως κύριο γλωσσικό τους όργανο ενώ οι δεύτεροι χρησιμοποιούσαν την αραμαϊκή, που ήταν το μέσο επικοινωνίας των κατοίκων της Παλαιστίνης. Αυτό σήμαινε όμως και διαφορετική προέλευση των δύο ομάδων: Οι Ελληνιστές λοιπόν προερχόταν από την ιουδαϊκή διασπορά και από τους προσήλυτους στον ιουδαϊσμό, ενώ οι δεύτεροι ήταν γηγενείς κάτοικοι των Ιεροσολύμων και των άλλων περιοχών της Παλαιστίνης.

 Οι Ελληνιστές Ιουδαίοι φαίνεται πως ήταν περισσότερο ανοιχτοί στα νέα ρεύματα και τις νέες τάσεις, μιας και είχαν ζήσει μέσα στο ρωμαϊκό κοσμοπολιτισμό. Χωρίς αυτό να είναι λάθος, κατά βάση δε σημαίνει ότι αφορούσε όλα τα μέλη της  ομάδας των Ελληνιστών. Όπως είναι γνωστό και από τις περιοδείες του Παύλου, φανατικοί πιστοί του Ιουδαϊσμού υπήρχαν σε όλη τη ρωμαϊκή οικουμένη, και ήταν αντίθετοι σε οποιαδήποτε αλλαγή ενώ υπεράσπιζαν τις ιδέες τους με πάθος και αποφασιστικότητα. Η επαφή των ελληνιστών χριστιανών της Ιερουσαλήμ με τέτοιες ομάδες, πρέπει να θεωρείται δεδομένη, μιας και αυτοί προερχόταν από τις ίδιες περιοχές της αυτοκρατορίας. ’λλωστε και η εγκατάστασή τους στην ιερή πόλη, φανέρωνε το μεγάλο ενδιαφέρον τους για τις θρησκευτικές παραδόσεις και για την ηθικοποίηση της ζωής  τους.

Οι εβραιόφωνοι , όπως συνηθίζεται να ονομάζονται οι γηγενείς Παλαιστίνιοι της πρώτης ομάδας των πιστών του Ιησού, προερχόταν από την Ιερουσαλήμ, από τις γύρω κωμοπόλεις και τα χωριά καθώς και από τις υπόλοιπες περιοχές της Παλαιστίνης. Είναι προφανές ότι σε αυτή την ομάδα ανήκαν και τα ηγετικά στελέχη της κοινότητας, οι Απόστολοι και τα μέλη της οικογένειας του Ιησού.

Είναι σίγουρο ότι οι παραπάνω δεν προέρχονταν από τα ανώτερα στρώματα του Ιουδαϊσμού και δεν είχαν τις καλύτερες σχέσεις με τις διατάξεις του νόμου. ’λλωστε, όπως φαίνεται από τις διηγήσεις των Ευαγγελίων, χαρακτηριστικό των οπαδών της κίνησης του Ιησού, ήταν η συμπάθεια για τις καταπιεζόμενες και περιθωριακές ομάδες , που ήταν στο περιθώριο της θρησκευτικής ζωής, μιας και δεν τηρούσαν τις διατάξεις του Νόμου. 

Οι Ελληνιστές, όπως είναι γνωστό, έδειχναν ανοχή απέναντι στην εισδοχή των προσηλύτων στις τάξεις της χριστιανικής κοινότητας. Έχοντας ζήσει, όπως τονίστηκε, στους κόλπους του ρωμαϊκού κοσμοπολιτισμού, θα ήταν πιο ανοιχτοί στην ένταξη των νέων μελών που θα προερχόταν από ομάδες εθνικών που είχαν ασπαστεί τον ιουδαϊσμό.

 ’λλο σημαντικό στοιχείο που δίνεται στην αρχή του κεφαλαίου 6 των Πράξεων, αφορά την ηγετική ομάδα στους κόλπους της κοινότητας. Οι Απόστολοι και η οικογένεια του Ιησού προερχόταν από τους Ιουδαίους της Παλαιστίνης. Αυτοί θα διέθεταν τους οίκους τους για τις συγκεντρώσεις των μελών, μιας και κάποιοι ήταν μόνιμοι κάτοικοι των Ιεροσολύμων, σε αντίθεση με τους Ελληνιστές, που είτε θα είχαν εγκατασταθεί στην πόλη τον τελευταίο καιρό και δε θα είχαν προλάβει να αφομοιωθούν, αφού μιλούσαν ακόμη τη γλώσσα της ρωμαϊκής οικουμένης, είτε θα ήταν περιστασιακοί προσκυνητές, που πιθανότατα κάποια στιγμή θα εγκατέλειπαν την πόλη και θα γύριζαν στον τόπο διαμονής τους. Τα παραπάνω σημαίνουν ότι από την αρχή ακόμη της ίδρυσης της κοινότητας είχε διαμορφωθεί μία ηγετική ομάδα που ήθελε να καθορίζει τις τύχες της. Αυτό όμως δεν αρέσει στους υπόλοιπους που αντιδρούν παίρνοντας ως αφορμή το ζήτημα της διανομής των τροφίμων. Το ζήτημα φαίνεται να ήταν αρκετά σοβαρό, ενώ η εκλογή των επτά διακόνων, όπως θα φανεί παρακάτω, δημιούργησε νέα δεδομένα, που τελικά συμβίβασαν τις αντιθέσεις, δίνοντας μερίδιο εξουσίας και στους ελληνιστές.

 

***

 

 

Δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι η χριστιανική κοινότητα είχε δεχτεί στους κόλπους της άτομα που  ανήκαν στα ηγετικά στρώματα της ιεροσολυμιτικής κοινωνίας, γιατί, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, ο Λουκάς θα το ανέφερε, όπως κάνει στη συνέχεια της αφήγησης, όταν συμβαίνουν παρόμοια γεγονότα.

Όσον αφορά τους προερχόμενους από την τάξη των ιερέων[48] που γινόταν δεκτοί στην κοινότητα, τίθενται κάποια ερωτήματα: έχαναν κατόπιν την επαφή τους με την ιουδαϊκή θρησκεία; Τελούσαν κανονικά τα καθήκοντά τους στο Ναό; Ποια θα ήταν η στάση του Αρχιερέα και του Μεγάλου Συνεδρίου απέναντι σε αυτή τη συμπεριφορά τους; Ποιες επιπτώσεις θα είχαν από αυτή τη στάση τους;

Τα παραπάνω ερωτήματα δυστυχώς δεν απαντώνται, μιας και κατόπιν η διήγηση προχωράει στην ιστορία του Στέφανου. Θα ήταν όμως πολύ ενδιαφέρον να γινόταν γνωστή η στάση των ιουδαϊκών αρχών απέναντι στους ιερείς που είχαν αποφασίσει να ενταχτούν στο χριστιανισμό.

Πάντως από την ιστορία του λευίτη Βαρνάβα[49], για την οποία γίνεται λόγος προηγουμένως στο βιβλίο των Πράξεων (Πρ. 4, 36-37), μπορούμε να εικάσουμε ότι τα μέλη της ιερατικής ομάδας δεν είχαν επιπτώσεις από την ένταξή τους στη χριστιανική κοινότητα και μάλλον τελούσαν και τα καθήκοντά τους στο Ναό, αφού ακόμη το χριστιανικό κίνημα δεν είχε αυτονομηθεί από τον ιουδαϊσμό. Θα χρειαστεί να υπάρξει το επεισόδιο με το Στέφανο, για να γίνει κατανοητή η διαφορετικότητα της χριστιανικής ομάδας από τον Ιουδαϊσμό.

Η κοινότητα λοιπόν των Ιεροσολύμων, όπως περιγράφεται στα πρώτα επτά κεφάλαια του βιβλίου των Πράξεων, αποτελείται από τα εξής μέλη:

Φυσικά, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, οι αφηγήσεις για την εισδοχή των μελών, εξυπηρετούν κυρίως το θεολογικό σκοπό του συγγραφέα των Πράξεων, που τονίζει τη συνεχή πρόοδο της κοινότητας.

 

 

 

 

 

 

Οι ηγέτες της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων

 

Όπως έχει τονιστεί στα επτά πρώτα κεφάλαια των Πράξεων, απουσιάζουν οι ηγετικές μορφές του χριστιανικού κινήματος, που κάνουν την εμφάνισή τους στη συνέχεια του βιβλίου. Λείπει κυρίως ο Παύλος και το έργο του, ο ευαγγελισμός δηλ. του ελληνορωμαϊκού κόσμου. Επίσης δε φαίνεται σε αυτά να έχουν αισθητή παρουσία, μορφές σαν τον Ιακώβο, τον αδελφό του Κυρίου, που στη συνέχεια θα είναι ο ηγέτης της ιεροσολυμιτικής κοινότητας.

 

 

***

 

 

Μετά την Ανάληψη  του Χριστού, αφού οι μαθητές του εγκαθίστανται μόνιμα πλέον στην Ιερουσαλήμ, παρουσιάζεται μία απόλυτη ισότητα μεταξύ τους, και δε δείχνει να ξεχωρίζει κάποια ηγετική μορφή. Αυτό άλλωστε υπονοεί και το χωρίο Πρ. 1, 14 στο οποίο τονίζεται ότι και οι δώδεκα μαθητές «ήσαν προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη προσευχή και τη δεήσει». Βεβαίως αυτή η προσπάθεια για τονισμό της ισοτιμίας των δώδεκα δεν πρέπει να θεωρείται ξένη με το θεολογικό σκοπό του Λουκά, που, χρησιμοποιώντας στον αριθμό δώδεκα για τα μέλη της αποστολικής ομάδας,  συνδέει τους μαθητές του Ιησού με τις δώδεκα φυλές του Ισραήλ, όπως έχει τονιστεί και προηγουμένως,.

Σύντομα όμως, στον επόμενο στίχο τα πράγματα αλλάζουν και ξεχωρίζει η ηγετική μορφή του Σίμωνα Πέτρου[51]. Πλέον η κοινότητα δείχνει να αποκτάει αρχηγό που θα την καθοδηγεί στη συνέχεια. Αυτό είναι απόλυτα φυσικό: όσο η ομάδα ήταν μικρή και δεν είχε αυξηθεί σημαντικά δε φαίνεται να χρειαζόταν απαραίτητα έναν ηγέτη που θα έδινε το ιδεολογικό της στίγμα  και θα την εκπροσωπούσε ενώπιον των αρχών. Αργότερα όμως, όταν αυτή αυξήθηκε και δεν την αποτελούσαν πλέον οι λίγοι Γαλιλαίοι, που είχαν ακολουθήσει τον Ιησού στην Ιερουσαλήμ, χρειαζόταν οπωσδήποτε μία χαρισματική μορφή, ένα πρόσωπο γύρω από το οποίο θα συσπειρωνόταν και θα καθοδηγούνταν, όταν χρειαζόταν, ενώ αυτός θα επωμιζόταν και το ρόλο του καθοδηγητή και του παρηγορητή της ομάδας στις δύσκολες στιγμές. Θα είχε δηλαδή όλες τις εξουσίες στα χέρια του, θα μιλούσε εξ ονόματος του Ιησού και θα απένειμε και τη δικαιοσύνη όταν χρειαζόταν.

Όπως τονίστηκε, αυτό το πρόσωπο ήταν ο Πέτρος. Για τον αναγνώστη των ευαγγελίων μοιάζει να είναι απόλυτα φυσική η διαδοχή του Ιησού από αυτόν στην αρχηγία της κοινότητας. Και μέχρι να εμφανιστεί στο προσκήνιο η ισχυρή προσωπικότητα του Παύλου που θα επισκιάσει όλες τις υπόλοιπες και θα είναι ο ηγέτης του χριστιανικού κινήματος, που θα το καθοδηγήσει στην πορεία του στον ελληνορωμαϊκό κόσμο, δείχνει να είναι ο πρωταγωνιστής.

Από την πρώτη στιγμή της γνωριμίας του με τον Ιησού, στη λίμνη Γεννησαρέτ, ο Πέτρος αποκτάει μία ιδιαίτερη σχέση και οικειότητα με τον Ιησού. Αξίζει να παρατεθεί αυτή η πορεία του κοντά στον διδάσκαλο, όπως περιγράφεται στο ευαγγελικό κείμενο του Λουκά, για να κατανοηθεί καλύτερα ο ηγετικός του ρόλος μέσα στην πρώτη κοινότητα.

Ο Πέτρος λοιπόν από την πρώτη στιγμή δείχνει να καταλαβαίνει το έργο του Ιησού και τη μεσσιανική αποστολή του. Του  ζητάει λοιπόν να βγει από τη βάρκα του, γιατί θεωρεί τον εαυτό του αμαρτωλό και δε μπορεί να έχει στο πλεούμενό του έναν άγιο άνθρωπο. Ο Ιησούς δείχνει να τον συμπαθεί ιδιαίτερα, και ενώ έχει μαζί του και τα παιδιά του Ζεβεδαίου, τους συνέταιρους του Σίμωνα, μιλάει μόνο σε αυτόν και του δείχνει την αποστολή του, λέγοντάς του: «από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών» (Λκ. 5,10).

Αυτή η ιδιαίτερη σχέση του Πέτρου με τον Ιησού, είναι γνωστή σε όλη την παράδοση που χρησιμοποιεί ως πηγή του το τρίτο ευαγγέλιο. Έτσι το όνομα του Πέτρου φιγουράρει πρώτο στον κατάλογο των μαθητών(6,14), είναι ο μόνος, μαζί με τους γιους Ζεβεδαίου, τον Ιωάννη και το Ιάκωβο, που παρευρίσκεται στην ανάσταση της κόρης του Ιαείρου (Λκ. 8, 51), απαντάει σωστά στο ερώτημα για το ποιος είναι ο Ιησούς (Λκ. 9, 20), παρακολουθεί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη τη Μεταμόρφωση του Ιησού (Λκ. 9, 28), απαντάει εξ ονόματος των μαθητών, και τονίζει την απάρνηση των πάντων, ως προϋπόθεση της μαθητείας (Λκ. 18, 28), στο διάλογο με τον Ιησού, πριν το Πάθος διαβεβαιώνει ότι θα είναι έτοιμος να τον ακολουθήσει παντού (πράγμα που διαψεύδεται αμέσως από τον Ιησού), (Λκ. 22, 31-34), και αρνείται το Χριστό στην αυλή του  αρχιερέα  ( Λκ. 22, 54-61) εξυπηρετώντας με αυτή του την ενέργεια το θεολογικό σκοπό των ευαγγελίων, που θέλουν να τονίσουν την απόλυτη μοναξιά του Ιησού, πάνω στο σταυρό, όταν μόνος του αγωνίζεται για τη σωτηρία των ανθρώπων.

Τέλος, μετά την εμπειρία της Ανάστασης, ο Πέτρος είναι αυτός που τρέχει στον άδειο τάφο (Λκ. 24,12), και διαπιστώνει μόνος του ότι οι γυναίκες δεν είχαν πει ψέματα.

Βεβαίως η ίδια εικόνα για τον Πέτρο παρατηρείται και στα υπόλοιπα ευαγγελικά κείμενα, κάτι που δείχνει πόσο ισχυρή ήταν η παράδοση για τον ιδιαίτερο ρόλο που είχε στην αποστολική ομάδα.

Από τα παραπάνω λοιπόν που ειπώθηκαν, βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο Πέτρος είχε αναπτύξει μία ειδική σχέση με τον Ιησού, και αποτελούσε μαζί με τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη την ομάδα των μαθητών, που ο Ιησούς τους φανέρωνε σημαντικά σημεία της διδασκαλίας του για τη Βασιλεία του Θεού, είτε με τα θαύματά του είτε με  πράξεις μεσσιανικές- αποκαλυπτικές σαν τη Μεταμόρφωση.

Επομένως ο Πέτρος φυσιολογικά αναδεικνύεται σε ηγετική μορφή στην πρώτη κοινότητα των Ιεροσολύμων.  Την ίδια θέση θα μπορούσαν να διεκδικήσουν και ο Ιωάννης με τον αδελφό του Ιάκωβο. Δε φαίνεται όμως να συμβαίνει κάτι τέτοιο, ενώ και στα χωρία των Πράξεων που ο Ιωάννης δείχνει να έχει θέση στην ηγετική ομάδα,  αρκείται στο ρόλο του δευτεραγωνιστή, που περιμένει από τον Πέτρο να εκπροσωπήσει και τον ίδιο και την χριστιανική ομάδα.

 Ο Πέτρος προτείνει λοιπόν τον αναπληρωτή του προδότη Ιούδα[52], ώστε να συμπληρωθεί ο αριθμός των δώδεκα μαθητών, αφού προηγουμένως πληροφορεί την ομάδα για το τέλος του τραγικού μαθητή, χρησιμοποιώντας και τη σχετική επιχειρηματολογία από το βιβλίο των ψαλμών. Αυτό φανερώνει και έναν άλλο ρόλο του μαθητή – ηγέτη: Το κήρυγμά του τώρα είναι διανθισμένο με προφητείες, που σκοπό έχουν να αποδείξουν την αλήθεια των λόγων του για τον Ιησού. Προφανώς, πρόκειται για στοιχείο της διήγησης που έχει ιστορική βάση. Εφόσον απευθυνόταν σε Ιουδαίους, που ήθελε να τους πείσει για την θρησκευτική του εγκυρότητα  και για τη μεσσιανικότητα του Ιησού, που οι ακροατές του τον είχαν παραδώσει στις ρωμαϊκές αρχές, θεωρώντας τον βλάσφημο, για να θανατωθεί, η μόνη περίπτωση να γίνει πιστευτός ήταν να κάνει αυτό που γίνεται και στο ευαγγέλιο του Ματθαίου: Να χρησιμοποιήσει στοιχεία της ιουδαϊκής παράδοσης, για να τεκμηριώσει τους λόγους του και να αποδείξει την εγκυρότητά τους.

Η μεγάλη όμως εμφάνιση του Πέτρου  και ο αδιαμφισβήτητος ηγετικός του ρόλος στην πρώτη  κοινότητα των Ιεροσολύμων, φανερώνεται κατά την ημέρα της Πεντηκοστής[53]: Αναλαμβάνει εξ ονόματος και των υπόλοιπων μαθητών να μιλήσει στο συγκεντρωμένο πλήθος, να τους ερμηνεύσει την εμπειρία της γλωσολαλίας που είχαν βιώσει, και να τους εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, και γιατί πρέπει να ενταχθούν στη χριστιανική ομάδα. Στην ουσία εδώ ο αναγνώστης της Καινής Διαθήκης θα παρατηρήσει έναν τελείως διαφορετικό άνθρωπο, από αυτόν που είχε γνωρίσει κατά τη διήγηση των γεγονότων του Πάθους: στα ευαγγέλια είχε εμπρός του έναν φίλο και μαθητή του Ιησού, που την ύστατη στιγμή τον είχε αρνηθεί, βλέποντας να διαψεύδονται οι μεσσιανικές  προσδοκίες που περίμενε από τον Ιησού. Τώρα υπερασπίζεται την επιλογή του σταυρού, θεωρώντας ότι είναι θέλημα Θεού και πως έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα. Ο λόγος του λοιπόν είναι τόσο πολύ χαρισματικός, ώστε γίνεται αιτία για είσοδο νέων μελών στην κοινότητα.

Η αύξηση όμως των μελών δημιουργεί την ανάγκη για ένα πιο οργανωμένο σύστημα διοίκησης. Να έγινε στη συνέχεια, μία οργανωμένη κατανομή αξιωμάτων, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα καλύτερης διευθέτησης των πραγμάτων της κοινότητας; Είναι δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα, αν και κάτι τέτοιο φαίνεται να υπονοεί ο στίχος Πρ. 2,32, που φανερώνει μία ιεραρχική δομή που δημιουργήθηκε μετά την εισδοχή των νέων μελών.

Πάντως ο ηγέτης της ομάδας εξακολουθεί να παραμένει ο Πέτρος. Αν και η θεραπεία του χωλού που ακολουθεί, μοιάζει να γίνεται σε συνεργασία με τον Ιωάννη, εντούτοις και εδώ ο ρόλος του γιου του Ζεβεδαίου κάθε άλλο παρά σημαντικός είναι . Μάλλον παρευρίσκεται στα γεγονότα, και δε δείχνει να έχει ενεργή συμμετοχή σε αυτά. Ο Πέτρος λοιπόν κάνει το θαύμα και θεραπεύει το χωλό, μιλάει κατόπιν στο πλήθος που παρακολουθεί, και όταν οι Απόστολοι συλλαμβάνονται και οδηγούνται στο Συνέδριο, αυτός αναλαμβάνει να δώσει την ιδεολογική κάλυψη σε αυτό που συνέβη και να εξηγήσει ποιος είναι ο Ιησούς.

Ο ηγετικός ρόλος του, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο των Πράξεων,  είναι αντίστοιχος με αυτόν των ηγετών που είχε γνωρίσει ο ισραηλιτικός λαός, κατά τη διάρκεια της ιστορίας του. Στην ουσία ο Πέτρος στα πρώτα επτά κεφάλαια του βιβλίου μοιάζει να είναι ο εκλεκτός του Ιησού, του Μεσσία, όπως συνέβαινε στις αφηγήσεις της Παλαιάς Διαθήκης, που ο βασιλιάς ήταν ο εκλεκτός του Θεού. Το επιβεβαιώνει αυτό το έργο του που είναι πολλαπλό: Οφείλει να καθοδηγεί, να εκπροσωπεί την κοινότητα, και να έχει ταυτόχρονα και τα καθήκοντα του κριτή που ελέγχει αυτούς που παρεκκλίνουν από τη γραμμή που οριοθετεί την κοινότητα από τον Ιουδαϊσμό. Το τελευταίο μάλιστα παρουσιάζεται δραματικά στην ιστορία του Ανανία και της Σαπφείρας. Εδώ δείχνει να ξετυλίγεται μία μεγαλειώδης πτυχή της ηγετικής θέσης του ψαρά της Γενησαρέτ και να παρουσιάζεται πλέον, ως ο κατεξοχήν αντιπρόσωπος του Θεού: Είναι ο κύριος της ζωής και του θανάτου, που προκαλεί δέος με τον έλεγχο που κάνει σε αυτούς που είναι παραβάτες των αρχών πάνω στις οποίες στηρίζεται η κοινότητα.

Όμως στη συνέχεια η προβολή του Πέτρου, ως ηγέτη της ιεροσολυμιτικής χριστιανικής κοινότητας, σταματάει. Τελευταία φορά που παρουσιάζεται να την  εκπροσωπεί είναι κατά τη δεύτερη σύλληψή του από τις ιουδαϊκές αρχές. Πλέον δείχνει να μην ενδιαφέρεται για  τις επιπτώσεις από τη σύλληψή του και λέγοντας ότι είναι προτιμότερο να υπακούμε στο Θεό παρά στους ανθρώπους (Πρ. 5, 29) κάνει την πρώτη μεγάλη ρήξη με τον ιουδαϊσμό. Πρόκειται για μία νύξη των Πράξεων, για  προβληματισμούς που θα αναπτυσσόταν κατόπιν έντονα στην εκκλησία των Ιεροσολύμων: Και ο σημαντικότερος από αυτούς αφορά το ζήτημα, αν ο χριστιανισμός πρέπει να ακολουθήσει αυτόνομη πορεία ή να παραμείνει ενταγμένος στο ιουδαϊκό θρησκευτικό σύστημα.  Αυτό θα παρουσιαστεί με πιο έντονη μορφή, κατόπιν, με την Αποστολική Σύνοδο και με τις επιστολές του Παύλου. Η αρχή όμως έχει γίνει από την Ιερουσαλήμ, με τα λόγια του Πέτρου.

Ο Πέτρος κατόπιν δεν παρουσιάζεται ως ηγέτης της κοινότητας. Και στη συνέχεια του βιβλίου των Πράξεων, αλλά και στις επιστολές του Παύλου του δίνεται πλέον ο ρόλος του ιεραπόστολου[54], που αναλαμβάνει να μεταδώσει το μήνυμα του Ιησού, ακόμη και σε εθνικούς. Πάντως, όπως δείχνει η διήγηση του Λουκά, αυτός ήταν που στήριξε τη χριστιανική υπόθεση, στις  δύσκολες στιγμές μετά την Ανάληψη του Ιησού, και με τους λόγους του δείχνει να έδωσε το ιδεολογικό στίγμα σε ένα κίνημα που έψαχνε τρόπους να κάνει γνωστή  την ταυτότητά του και την παρουσία του μέσα στην ιουδαϊκή θεοκρατία.

Η συνέχεια τώρα για την κοινότητα δείχνει να είναι πολύπλοκη και να μην παρουσιάζει την απλή δομή που διακρινόταν προηγουμένως στη διήγηση. Ήδη στις τάξεις της έχουν εισέλθει ιερείς του Ναού, άτομα δηλ. που θα διεκδικήσουν μερίδιο στη διοίκησή της. Ταυτόχρονα, παρουσιάζεται στο βιβλίο η αντιπαλότητα των ελληνιστών με τους Ιουδαίους της Παλαιστίνης, που, εκτός από τα υπόλοιπα, δείχνει και το ενδιαφέρον για τη συμμετοχή στη διοίκηση της κοινότητας, και άλλων προσώπων, εκτός από τους Αποστόλους, στους οποίους αυτή παραδοσιακά και ex officio ανήκε. Στην αφήγηση λοιπόν εισέρχεται η νέα γενιά των χριστιανών, που διεκδικεί θέση και στη διαμόρφωση της ιδεολογίας του κινήματος, όπως θα φανεί στο λόγο του Στέφανου αλλά και στην εκπροσώπηση του χριστιανισμού. Παρουσιάζονται λοιπόν και άλλες χαρισματικές μορφές, που δείχνουν πως έχουν τα προσόντα του ηγέτη και δεν περιορίζονται στη θέση του οπαδού.

Η αφήγηση των Πράξεων  κάνει λόγο για τους επτά διακόνους[55] που είχαν ως αρχική αποστολή τους την καθημερινή διανομή των τροφίμων. Θα πρέπει καταρχήν να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το ζήτημα της τροφής θα ήταν σημαντικό σε μία ομάδα, η οποία, δε δείχνει στην πλειοψηφία της, να αποτελείται από άτομα που θα ήταν εύρωστα οικονομικά. Όπως κάνουν γνωστό όμως οι περιπτώσεις του Στέφανου και του Φίλιππου, οι διάκονοι δεν περιορίζονται μόνο σε αυτά τα καθήκοντα, αλλά η δράση τους επεκτείνεται, πράγμα που φανερώνει και τον ηγετικό τους ρόλο, καθώς και τη συμμετοχή τους σε δραστηριότητες των αρχηγικών  στελεχών.

Η προέλευση των επτά διακόνων από την παράταξη των ελληνιστών, όπως δείχνει η ελληνική προέλευση των ονομάτων τους, φανερώνει ότι η διαμάχη[56] που είχε ξεσπάσει στην πρώτη χριστιανική κοινότητα ούτε απλή ήταν ούτε αφορούσε μόνο τον παραγκωνισμό των χηρών των ελληνιστών από τη διανομή των τροφίμων. Πιθανότατα αυτό να ήταν η αφορμή, ώστε να εκδηλωθεί η αντιπαράθεση. Είναι γνωστό ότι η εξουσία της κοινότητας βρισκόταν στα χέρια των εβραιόφωνων.

Όπως όμως φανερώνει η αφήγηση, η μεγάλη πλειοψηφία των μελών της κοινότητας, προερχόταν από τους ελληνιστές. Ειδικά μετά την γεγονότα της Πεντηκοστής, η εισροή νέων μελών βασίζεται στην πλειοψηφία της, σε άτομα που προερχόταν από αυτή την ομάδα. Οι ελληνιστές, λοιπόν διεκδικούν τη συμμετοχή τους στην ηγετική ομάδα της κοινότητας και επιτυγχάνουν τελικά το σκοπό τους, όπως δείχνει και η εκλογή των επτά διακόνων και η δράση του Στέφανου και του Φίλιππου.

Ανακεφαλαιώνοντας, φαίνεται πως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης στα αρχικά στάδια της ιεροσολυμιτικής χριστιανικής κοινότητας είναι ο Πέτρος που εκπροσωπεί  και τους υπόλοιπους Απόστολους. Με τη διεύρυνση όμως της αρχικής ομάδας και της προσχώρησης στο χριστιανισμό των ελληνιστών, διεκδικούν και αυτοί τη συμμετοχή τους στη διοίκηση της κοινότητας. Αυτό γίνεται εφικτό με την ανάδειξη του Στέφανου και άλλων έξι, στο αξίωμα του διακόνου. Αν και ο Πέτρος στη συνέχεια δείχνει να παραγκωνίζεται, στη μεταβατική περίοδο, μέχρι την εμφάνιση του Ιακώβου[57], ως εκπροσώπου της οικογένειας του Ιησού, στο αξίωμα του αρχηγού, οι Απόστολοι εξακολουθούν να ελέγχουν τις τύχες των χριστιανών και να καθοδηγούν την πορεία της.

 

 

 

 

 

 

 

Η διδασκαλία της πρώτης χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων

 

Η διδασκαλία, που αποτελούσε και το ιδεολογικό στίγμα της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων φανερώνει τους σκοπούς της, τις αρχές της και τις αιτίες για τις οποίες είχε επιλέξει το συγκεκριμένο τρόπο ζωής της. Παράλληλα, ερμηνεύει και τους λόγους για τους οποίους είχε έρθει σε αντιπαράθεση με τις ιουδαϊκές αρχές, ενώ προσεγγίζει και τα φαινόμενα φανατισμού που είχαν εκδηλωθεί εναντίον της. Για όλα τα παραπάνω κρίνεται απαραίτητο να γίνει λόγος για τη διδασκαλία που καθοδηγούσε τους πρώτους χριστιανούς της  Ιερουσαλήμ[58].

Τα σημεία του βιβλίου των Πράξεων, που περιέχουν βασικές πρωτοχριστιανικές διδασκαλίες είναι τα κηρύγματα του Πέτρου και οι απολογίες του  ίδιου και του Στέφανου ενώπιον των ιουδαϊκών αρχών. Όσον αφορά τα πρώτα, αποτέλεσαν και το λόγο για την εισδοχή καινούριων μελών στην κίνηση, ενώ οι δεύτερες συνιστούν, εκτός από όργανο υπεράσπισης των ομιλητών και της ομάδας που εκπροσωπούν, και μία προσπάθεια διαλόγου με άτομα και ομάδες του Ιουδαϊσμού. Κύριο χαρακτηριστικό αυτών είναι η θρησκευτική τους ιδιότητα, που υποσκελίζει όλες τις υπόλοιπες, ενώ με την εξουσία που είχαν, μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα στη χριστιανική κοινότητα αφού διέθεταν τη δύναμη να φτάσουν στο σημείο και να τη διαλύσουν.

Το πρώτο κήρυγμα του Πέτρου[59] εκφωνείται μετά τα γεγονότα της ημέρας της Πεντηκοστής, ενώπιον των Ιουδαίων που είχαν συγκεντρωθεί, εμπρός στο σπίτι των Αποστόλων. Ο λόγος της συγκέντρωσης, όπως πληροφορεί το βιβλίο των Πράξεων, ήταν η δυνατή βουή που είχαν ακούσει.

Ο Πέτρος μιλάει στο συγκεντρωμένο πλήθος. Συνδέει στην αρχή την εμπειρία της γλωσολαλίας με το προφητικό κήρυγμα του Ιωήλ, τονίζοντας έτσι ότι το γεγονός αυτό είχε προφητευτεί. Αρχίζει κατόπιν να μιλάει για τον Ιησού, αναφέροντας τα γεγονότα του Πάθους και την Ανάστασή του. Τους δίνει προφητική- μεσσιανική διάσταση, συνδέοντάς τα με κείμενα  της ιουδαϊκής παράδοσης, τους ψαλμούς του Δαβίδ.

Βεβαίως για το γεγονός της Ανάστασης υπάρχουν μάρτυρες και αυτοί είναι οι μαθητές του Ιησού. Αυτός λοιπόν είναι ο Μεσσίας που περίμενε ο λαός, ο εκλεκτός του Θεού, που έχει αναδειχτεί από αυτόν, που έχει ανεβεί στους ουρανούς και μοιράζει το ’γιο Πνεύμα.

Στο κήρυγμα αυτό δείχνει να περιέχεται η βασική διδασκαλία της πρώτης χριστιανικής  κοινότητας των Ιεροσολύμων. Πρόκειται για μία χριστολογία της οποίας το βασικό στοιχείο είναι  πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας που έχει αναδείξει και έχει ανυψώσει ο Θεός.

Όλα τα παραπάνω συνδέονται με τις μεσσιανικές προσδοκίες που έτρεφε ο Ιουδαϊσμός κατά τον 1ο αι. μ. Χ. Δεν είναι τυχαίο που αναφέρεται το όνομα του βασιλιά Δαβίδ. Είναι ο πρόγονος του Μεσσία, ο βασιλιάς με τη μεγαλύτερη αίγλη, που το όνομά του θύμιζε την ένδοξη περίοδο της ιστορίας του ιουδαϊκού λαού.

Για δεύτερη φορά, μετά τη θεραπεία του χωλού στο Ναό των Ιεροσολύμων, ο Πέτρος μιλάει στο συγκεντρωμένο πλήθος[60]. Το κήρυγμά του εδώ χωρίζεται σε δύο μέρη, και βασικό του σημείο είναι και πάλι η ανύψωση του Ιησού: Στο πρώτο μέρος κάνει πάλι μία σύντομη αναδρομή στο Πάθος και την Ανάσταση του Ιησού, του «δούλου» του Θεού. Ρίχνει τις ευθύνες για τη σταύρωση στους παρευρισκομένους. Τους υπενθυμίζει ότι αρνήθηκαν τον άγιο και δίκαιο και ζήτησαν να ελευθερωθεί ο Βαρραβάς, ένας φονιάς. Η πίστη όμως που δίνει ο Ιησούς είναι αυτή που έκανε το θαύμα της θεραπείας του χωλού.

Αφού λοιπόν στο πρώτο μέρος θέτει τους ακροατές του προ των ευθυνών τους και τους δίνει να καταλάβουν πως και αυτοί δεν είναι αμέτοχοι για το Πάθος του Μεσσία, στο δεύτερο μέρος του κηρύγματός του ο Πέτρος τους δίνει την ευκαιρία να μετανοήσουν και έτσι να προστεθούν στα μέλη της κοινότητας, που αποδέχεται τον Ιησού ως Μεσσία και με αυτό τον τρόπο να σωθούν. Τους λέει ότι αν και έκαναν το σφάλμα, αυτό έγινε από άγνοια, γιατί δεν είχαν κατανοήσει το έργο του Μεσσία. Μπορούν λοιπόν να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στο Θεό, περιμένοντας το Ιησού που θα τον στείλει πάλι ο Θεός στη γη, ανακουφίζοντας τον κόσμο από τα δεινά, αφού αυτός τον έχει αναδείξει και χρίσει Μεσσία.

Τα παραπάνω συνδέονται, σύμφωνα με το κήρυγμα του Πέτρου, με τη διδασκαλία του Μωυσή, που είχε προαναγγείλει τον ερχομό του Μεσσία. Τα ίδια, τονίζει ο Απόστολος, ειπώθηκαν και από τους άλλους προφήτες, από το Σαμουήλ και έπειτα. Και το κήρυγμά του τελειώνει με την υπενθύμιση της υπόσχεσης του Θεού στον Αβραάμ, πως ο απόγονός του (δηλ. ο Μεσσίας), θα φέρει την ευλογία σ’ όλους τους λαούς της γης. Αυτή όμως η ευλογία θα αρχίσει πρώτα από τους Ιουδαίους που θα απομακρυνθούν έτσι από τις «πονηρίες» τους.

Δύο λοιπόν είναι τα βασικά μέρη και αυτού του κηρύγματος: Το πρώτο φανερώνει πως ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας που έχει διαλέξει και αναδείξει ο Θεός και το δεύτερο πως υπάρχει ελπίδα να σωθούν οι Ιουδαίοι, αφού πρώτα μετανιώσουν για το διωγμό του Ιησού και προστεθούν στα μέλη της χριστιανικής κοινότητας. Παράλληλα, υπάρχει και σε αυτόν το λόγο του Πέτρου η σύνδεση με  προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, μόνο που εδώ αναφέρεται σε αυτές που συνδέονται με τις κατεξοχήν σεβάσμιες  μορφές του Ιουδαϊσμού , τον Αβραάμ και το Μωϋσή.

 

 

***

 

 

Και τα δύο κηρύγματα φαίνεται να αποσκοπούν στην εισδοχή νέων μελών στην κοινότητα. Αναδεικνύουν και βοηθούν στην κατανόηση της βασικής της διδασκαλίας που θα μπορούσε να συνοψιστεί στο ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, που έχει αναδείξει ο Θεός. Αυτός έχει αναστηθεί με τη βοήθειά του και τώρα είναι στους ουρανούς, ενώ οι πιστοί θα πρέπει να περιμένουν τη σύντομη επάνοδό του στη γη. Τα παραπάνω δεν αποτελούν διδασκαλία των μαθητών, αλλά έχουν προφητευτεί από τις μεγάλες μορφές του ιουδαϊσμού. Το όνομα λοιπόν του Ιησού συνδέεται έτσι με τους στυλοβάτες του Ιουδαϊσμού, για τον οποίο όλοι έχουν μιλήσει. ’ρα αποτελεί την εκπλήρωση όλων των προφητειών και είναι αυτός που θα κάνει πράξη τις προσδοκίες του λαού. Επομένως η μόνη επιλογή που παρουσιάζεται για τον πιστό Ιουδαίο, είναι να γίνει μέλος της χριστιανικής κοινότητας, και έτσι να σωθεί από αυτά που πρόκειται να βρουν τη «διεστραμμένη αυτή γενιά».

 

 

***

 

 

Το ακροατήριο των δύο παραπάνω κηρυγμάτων δεν αποτελείται από τα κορυφαία στελέχη του ιουδαϊσμού, αλλά από καθημερινούς ανθρώπους, που βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ, και ήταν είτε μόνιμοι κάτοικοι της πόλης είτε Ιουδαίοι της διασποράς, που ήταν σε αυτή με την ευκαιρία των μεγάλων γιορτών, είτε προσήλυτοι.

Το αντίθετο με τα παραπάνω δείχνει να συμβαίνει με τους λόγους του Πέτρου και του Στέφανου. Εκφωνούνται εμπρός στο Μεγάλο Συνέδριο, που τα μέλη του ανήκουν στην άρχουσα ομάδα του ιουδαϊσμού και διεκδικούν το ρόλο της αυθεντίας και την απολυτότητα των απόψεών τους στα θρησκευτικά ζητήματα . Η αμφισβήτηση των θέσεών τους συνεπάγεται και αμφισβήτηση των αρχών του ιουδαϊσμού, που οι ίδιοι εκπροσωπούν. Επομένως θα περίμενε ο αναγνώστης των Πράξεων, το ύφος των απολογιών να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένο, ώστε και οι θέσεις της χριστιανικής ομάδας να γίνουν γνωστές, αλλά και να μην προκληθούν οι αρχές, μιας και σκοπός των Αποστόλων σε αυτή τη φάση φαίνεται να μην είναι η ρήξη με τον ιουδαϊσμό. Παρουσιάζεται όμως μία τελείως διαφορετική εικόνα: Ο Πέτρος και ο Στέφανος, δείχνουν στις απολογίες να επιθυμούν τη σύγκρουση, που φαντάζει και ο μόνος δρόμος για τη χριστιανική κοινότητα, μιας και τα περιθώρια για διάλογο, μετά τις επιθετικές εκδηλώσεις εναντίον της, δείχνουν να έχουν εξαντληθεί. Και ευθύνες ρίχνουν λοιπόν στα μέλη του Συνεδρίου και αμφισβητούν τις θρησκευτικές επιλογές τους.

Πιο συγκεκριμένα, μετά τη θεραπεία του χωλού και  το κήρυγμα στο Ναό, ο Πέτρος και ο Ιωάννης οδηγούνται στο Μεγάλο Συνέδριο[61]. Τότε ο πρώτος αρχίζει να μιλάει, όταν οι Απόστολοι  καλούνται να απαντήσουν στο ερώτημα ποια ήταν η δύναμη ή ποιους εκπροσωπούν, ώστε να πραγματοποιήσουν το θαύμα. Αναπτύσσει και εδώ τη διδασκαλία της πρώτης κοινότητας για τον Ιησού. Τονίζει ότι μόνον από αυτόν μπορεί να προέλθει η σωτηρία και κανένας άλλος δεν έχει τη δύναμη να τη δώσει. Παράλληλα δε διστάζει να επιρρίψει και τις ευθύνες στα μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου, τονίζοντας το ρόλο τους στη σταύρωση του Μεσσία. Χρησιμοποιεί και πάλι αποσπάσματα από την Παλαιά Διαθήκη για να τεκμηριώσει τους λόγους του [62].

Το ίδιο συμβαίνει και μετά τη δεύτερη σύλληψη των Αποστόλων. Και εδώ ο Πέτρος χρησιμοποιεί τη χριστολογία της κοινότητας. Ο Θεός έχει αναστήσει τον Ιησού, για τη σταύρωση του οποίου ευθύνονται τα μέλη του Συνεδρίου. Τον έχει ανυψώσει στη θέση του αρχηγού και σωτήρα, δίνοντας έτσι την ευκαιρία για μετάνοια στο λαό. Ενώ  μάρτυρες για την αλήθεια των λόγων των μαθητών, είναι οι ίδιοι και το ’γιο Πνεύμα, που ο Θεός το δίνει σε όσους είναι υπάκουοι[63].

Σε όλους τους παραπάνω λόγους, που αποδίδονται στον Πέτρο, χαρακτηριστική είναι η «υιοθετιστική χριστολογία»[64], που παρουσιάζει τον Ιησού να έχει υιοθετηθεί από το Θεό, και έτσι να έχει ανεβεί δεξιά του και να είναι ο Μεσσίας. Φαίνεται αυτή να είναι το επίσημο δόγμα της κοινότητας για τον Ιησού, που μέσω αυτού οριοθετούσε τη διδασκαλία της από τον Ιουδαϊσμό, ενώ φανέρωνε και την αυτοσυνειδησία της. Παράλληλα, δεν είναι τυχαία η σύνδεση που γίνεται  στους λόγους με τις μορφές του Αβράαμ, του Μωυσή και του Δαβίδ. Ο Πέτρος χρησιμοποιώντας προρρήσεις που συνδέονται με αυτούς, και ταυτίζοντάς τες με τον Ιησού, φανερώνει ότι όλη η ιουδαϊκή ιστορία της προσμονής του λυτρωτή συγκεφαλαιώνεται στο πρόσωπο του δασκάλου του, ο οποίος αποτελεί και τη μοναδική λύση για τον ιουδαϊσμό. Μέσα στο εσχατολογικό κλίμα της εποχής και με σίγουρο το γρήγορο ερχομό του Μεσσία, ως κριτή, η πίστη στις αρχές της κοινότητας φαντάζει στο κήρυγμα ως η μοναδική λύση σωτηρίας γι’ αυτόν που  δεν ήθελε να γνωρίσει τον όλεθρο. Επομένως ο Πέτρος μιλάει με τη σιγουριά και την αυθεντία του εκπροσώπου του Μεσσία, που έχει επιλέξει ο Θεός και τον έχει ανυψώσει. Δε είναι δυνατό λοιπόν να ανεχτεί ότι ο λόγος της σωτηρίας προέρχεται από άλλους, έστω κι αν αυτοί είναι οι εκπρόσωποι του ιουδαϊσμού, και θεωρούνται αυθεντίες στα θρησκευτικά ζητήματα, ως μέλη του Μεγάλου Συνεδρίου. Φυσικά αυτό γίνεται αντιληπτό από αυτούς, και πέρα από τις ελάχιστες φωνές συμπαράστασης που ακούγονται για τους μαθητές, σαν αυτή του Γαμαλιήλ, όλοι οι υπόλοιποι επιθυμούν την τιμωρία του θεωρώντας τους βλάσφημους.

Η απολογία του Στέφανου[65] τώρα, μπροστά στα μέλη του Συνεδρίου, δίνει την ευκαιρία για να γίνουν γνωστές και άλλες πτυχές της διδασκαλίας της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων. Βέβαια στο λόγο του δεν υπάρχουν χριστολογικά στοιχεία, τουλάχιστο με τη ένταση που δίνονται στις ομιλίες του Πέτρου. Υπάρχει όμως η ερμηνεία του Νόμου και των Προφητών, που φανερώνει ότι ο αρχέγονος χριστιανισμός της Ιερουσαλήμ, πίστευε, ότι στο πρόσωπο του Ιησού εκπληρωνόταν οι μεσσιανικές προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης.

Η απολογία του πρωτομάρτυρα θυμίζει όψεις του προφητικού κηρύγματος του Ιεζεκιήλ. Ο προφήτης της Βαβυλώνιας αιχμαλωσίας, θέλοντας να ερμηνεύσει τους λόγους για τους οποίους οι Ιουδαίοι οδηγήθηκαν στην εβδομηντάχρονη σκλαβιά, ανακεφαλαιώνει την ιστορία του λαού, δείχνοντας έτσι ότι ο Θεός πάντα φρόντιζε γι’ αυτόν, σε αντίθεση με το λαό που τον εγκατέλειπε και ακολουθούσε ψεύτικα είδωλα.

Ο Στέφανος λοιπόν αρχίζει την ανακεφαλαίωση της ιστορίας με τις περιπέτειες του προπάτορα Αβράαμ[66] Συνεχίζει κατόπιν με την ιστορία του Ιωσήφ, που πουλήθηκε στην Αίγυπτο, έγινε όμως κατόπιν αξιωματούχος του Φαραώ  και κάλεσε κοντά του την οικογένειά του από τη Χαναάν.

Εκθέτει κατόπιν τις περιπέτειες του Μωυσή και τον αγώνα που έδωσε για την ελευθερία του λαού από τη σκλαβιά της Αιγύπτου.  Μιλάει για την αποστασία των πατέρων και την προσπάθεια να λατρεύσουν τα είδωλα. Και συνεχίζει με την δημιουργία του Ναού από το Σολομώντα, τονίζοντας όμως πως ο Θεός δεν κατοικεί σε χειροποίητους ναούς.

Η ανακεφαλαίωση εδώ κόβεται απότομα. Το κείμενο των Πράξεων δείχνει το Στέφανο ξαφνικά να αρχίζει να ελέγχει τα μέλη του Συνεδρίου και να τους κατηγορεί ως σκληροτράχηλους που πάντοτε αντιστέκονταν στο ’γιο Πνεύμα, όπως και οι πατέρες τους, που καταδίωκαν και σκότωναν τους προφήτες που κήρυτταν τον ερχομό του Μεσσία, που οι ακροατές του τον πρόδωσαν και τον σκότωσαν.

Να υποτεθεί πως δεν περιλαμβάνονται όλα τα αποσπάσματα του λόγου του, γιατί δεν τα είχε διασώσει η παράδοση που χρησιμοποίησε ο Λουκάς ή ο εκδότης των Πραξεων, δεν τα χρησιμοποίησε για λόγους οικονομίας, θεωρώντας πως δεν προσθέτουν τίποτα καινούριο; Πάντως η ανακεφαλαίωση της ιστορίας του περιούσιου λαού, μέχρι το σημείο που διακόπηκε, δε φανέρωνε την κατοπινή σκληρή επίθεση του Στέφανου κατά των αρχόντων  (και όχι μόνο) του ιουδαϊσμού. Το ίδιο συμπεραίνει και αυτός που θα διάβαζε την προσφώνηση της απολογία του (« αδελφοί και πατέρες ακούσατε»).

Τα τελευταία λόγια του μπροστά στο Συνέδριο, για την παραλαβή του Νόμου και την μη τήρησή του από τους Ιουδαίους, δείχνουν έναν Στέφανο αμέτοχο με το παρελθόν του λαού. Είναι δύσκολο να ερμηνευτεί αυτή η στάση του, τη στιγμή που είναι γνωστή η αντίληψη του ιουδαϊσμού για τη «συλλογική ευθύνη» όλων απέναντι στο Θεό[67]. Μία τολμηρή υπόθεση θα ήταν πως το κάνει αυτό, επειδή  δεν προερχόταν από την ομάδα των ελληνιστών ιουδαίων, δεν είχε δηλ. ιουδαϊκή καταγωγή, αλλά από τους προσήλυτους; Σε αυτή την περίπτωση θα ήταν από τους πρώτους εθνικούς που θα είχε ασπαστεί το χριστιανισμό, αφού προηγουμένως είχε γίνει οπαδός του ιουδαϊσμού.

Πάντως ανεξάρτητα από τα παραπάνω, το συμπέρασμα που βγαίνει από τους λόγους του, είναι πως οι επαγγελίες της Παλαιάς Διαθήκης πραγματοποιήθηκαν στο πρόσωπο του Ιησού, που οι ακροατές του Στέφανου τον σκότωσαν, όπως είχαν κάνει και οι πρόγονοί τους με τους προφήτες που είχαν μιλήσει γι’ αυτόν. Επομένως για μία ακόμη φορά η χριστιανική κοινότητα διεκδικεί για τον εαυτό της τη μοναδικότητα της θρησκευτικής αυθεντίας, μιας και αυτή αναγνωρίζει και δέχεται τον Ιησού, ως Μεσσία, κάτι που δε συμβαίνει με τον ιουδαϊσμό.

 

 

 

 

 

 

 

Ο τρόπος ζωής των μελών της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων[68]

 

Τα χωρία των πρώτων επτά κεφαλαίων του βιβλίου των Πράξεων, που δίνουν πληροφορίες για τον τρόπο ζωής των μελών της αρχέγονης ιεροσολυμιτικής χριστιανικής κοινότητας είναι τα 2,42-47 και 4,32-35. Παράλληλα τα μεμονωμένα  επεισόδια με πρωταγωνιστές το Βαρνάβα και την Ανανία και τη Σαπφείρα βοηθούν να βγουν χρήσιμα συμπεράσματα.

Από την πρώτη ομάδα χωρίων παρουσιάζεται μία χριστιανική ομάδα απόλυτα ενωμένη. Συνδετικός της κρίκος ήταν η διδασκαλία των Αποστόλων, η κοπή του άρτου και οι προσευχές. Ένα βασικό στοιχείο που παρουσιάζεται στη ζωή της κοινότητας είναι το δέος. Το αισθάνονταν όλοι, βλέποντας τα θαύματα των Αποστόλων. Τα αγαθά ήταν κοινά για την ομάδα, ενώ οι πιστοί ζούσαν σε έναν τόπο,  πουλούσαν τα υπάρχοντά τους και μοίραζαν τα χρήματα. Τόποι συγκέντρωσής τους ήταν ο Ναός και ιδιωτικά σπίτια. Δοξολογούσαν το Θεό και είχαν κερδίσει με όλα τα παραπάνω την εκτίμηση του λαού.

Μία  παρατήρηση για τον τρόπο ζωής αυτών των πρώτων χριστιανών αφορά την έκφραση «ήσαν επί το αυτό» (Πρ. 2,44). Ο Λουκάς με αυτό τον όρο θέλει να τονίσει ότι όλοι μαζί ζούσαν σε έναν τόπο; Είχαν δηλαδή ένα κοινό μέρος συγκέντρωσης, που ήταν και τόπος λατρείας;  Είναι ένα ζήτημα που πρέπει να συζητηθεί. Πάντως πέρα από το γεγονός ότι κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε συνθήκες γκέτο με όλες τις γνωστές από παρόμοιες καταστάσεις παρενέργειες, θα εμπόδιζε και την εισροή προς το κίνημα νέων οπαδών. Ούτε και φαίνεται σε μία πόλη με ιδιότυπες συνθήκες, εξαιτίας του μεγάλου πλήθους προσκυνητών, σαν την Ιερουσαλήμ, να ήταν εύκολο  μία περιοχή της πόλης να ανήκε αποκλειστικά στους οπαδούς του Ιησού. Επομένως οι συναντήσεις των πιστών και η τέλεση των κοινών δείπνων θα πρέπει να γινόταν σε πολλούς διαφορετικούς χώρους, πράγμα που συνεπάγεται την εισδοχή στην κοινότητα πολλών κατοίκων της Ιερουσαλήμ, που είχαν τουλάχιστο μόνιμη κατοικία στην πόλη. Αυτό δίνει και κάποια πρώτα δείγματα για την οικονομική κατάσταση των μελών της ομάδας, που σε σύγκριση με αυτά που λέγονται παρακάτω για την πώληση και το μοίρασμα των αγαθών στους αναξιοπαθούντες της κίνησης, φανερώνει την ενσωμάτωση σε αυτή, και ατόμων με  οικονομική επιφάνεια.

Το ζήτημα αν πραγματοποιούνταν συγκέντρωση όλων των χριστιανών σε έναν δημόσιο χώρο, αν και με μία πρώτη ματιά φαντάζει δύσκολο, εντούτοις είναι κάτι που θα μπορούσε να γίνει, αν σκεφτούμε και το παράλληλο των Εσσαίων, που είχαν έναν δικό τους χώρο στην περιοχή της Νεκράς Θάλασσας. Εδώ όμως η χριστιανική συγκέντρωση, θα έπρεπε να γίνεται στην περιοχή της Ιερουσαλήμ. Μέσα στην πόλη όμως κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, αν ληφθούν υπόψη ότι οι ξένοι που ερχόταν για να συμμετάσχουν στις μεγάλες γιορτές του Ιουδαϊσμού, ήταν αναγκασμένοι να διανυκτερεύουν έξω από τα τείχη της, όπως έκαναν και μόνιμοι κάτοικοι της πόλης, γιατί μέσα στην Ιερουσαλήμ θα ήταν αδύνατο να χωρέσουν[69]. Παράλληλα τα γεγονότα του Πάθους και της δίωξης του Ιησού ήταν πρόσφατα. Πως λοιπόν οι οπαδοί του θα συγκεντρωνόταν ανενόχλητοι, χωρίς το μανδύα της ιουδαϊκής λατρείας, που τους κάλυπτε όταν πήγαιναν στο Ναό, και χωρίς να αντιμετωπίσουν τις υποψίες και τις διώξεις των αρχών;

Επομένως, εφόσον υπήρχε ενιαίος τόπος συγκέντρωσης όλων των πρώτων χριστιανών, αυτός θα πρέπει να αναζητηθεί στα περίχωρα της πόλης. Εδώ και ο χώρος  θα προσφερόταν και η δικαιοδοσία των αρχών της πόλης δε θα ήταν άμεση. Και αν ακόμη κατέδιδαν κάποιοι τις χριστιανικές συγκεντρώσεις, οι πιστοί θα ήταν εύκολο να διαφύγουν τη σύλληψη, μέχρι η ιουδαϊκή εξουσία να κινηθεί εναντίον τους. Τέτοιος χώρος λοιπόν θα μπορούσε να ήταν η Βηθανία.

Η πατρίδα του Λάζαρου είχε όλα τα στοιχεία που την έκαναν προσφιλή στη χριστιανική ομάδα. Είχε συνδεθεί με εμπειρίες άμεσα σχετιζόμενες με τον ιδρυτή της κίνησης, τον Ιησού. Εδώ είχε αναστήσει το Λάζαρο, όπως τόνιζε η παράδοση του τέταρτου ευαγγελίου, εδώ είχαν γνωρίσει, σύμφωνα με το ευαγγέλιο του Λουκά, την εμπειρία της Ανάληψής  του  στους ουρανούς. Παράλληλα εδώ κατοικούσαν άτομα αφοσιωμένα στον Ιησού, ο Λάζαρος και οι αδελφές του. Τέλος, η Βηθανία είχε και το πλεονέκτημα ότι βρισκόταν πολύ κοντά στην πόλη της Ιερουσαλήμ, μιας και απείχε από αυτή μόνο δεκαπέντε στάδια (περίπου 4 χιλιόμετρα). Προσφερόταν λοιπόν ως τόπος συγκέντρωσης των χριστιανών, κάτι που δε θα ήταν εύκολο να γίνει στην πόλη της Ιερουσαλήμ.

Η κοινότητα των αγαθών, που αναφέρεται στις Πράξεις, μεταξύ των μελών, οφείλεται στο «γαλιλαϊκό πνεύμα», για το οποίο έγινε λόγος προηγουμένως, ή άραγε ήταν αποτέλεσμα των ενθουσιαστικών τάσεων, που είχαν επικρατήσει στους κόλπους της πρώτης ομάδας; Αφού δηλαδή ο ερχομός του Μεσσία για δεύτερη φορά θα γινόταν πολύ γρήγορα, ενόσω η δική τους γενιά βρισκόταν ακόμη εν ζωή, δε χρειαζόταν να έχουν στην κατοχή τους υλικά αγαθά, που θα τα μεταβίβαζαν κατόπιν στις επόμενες γενιές. Αυτή τους την αντίληψη θα την ενίσχυαν και οι προφορικές παραδόσεις, που περιείχαν σχετικές διδασκαλίες του Ιησού για γρήγορη έλευσή του και πάλι, που θα κυκλοφορούσαν συνεχώς ανάμεσά τους[70].

Πάντως και η προέλευση της αντίληψης για κοινότητα των αγαθών από το «γαλιλαϊκό πνεύμα» θα πρέπει να ληφθεί υπόψη. Είναι γνωστό ότι ο Ιησούς και οι μαθητές  του διακρινόταν από ένα πνεύμα κοινοκτημοσύνης των αγαθών, που ήταν άλλωστε και χαρακτηριστικό της ομάδας του. Αυτό το γεγονός επιβίωνε  στη μνήμη των ανθρώπων που τον είχαν γνωρίσει και είχαν ζήσει κοντά του, και τώρα  αποτελούσαν  την ηγετική ομάδα της κοινότητας. Δε πρέπει λοιπόν να παραξενεύει το γεγονός ότι, τουλάχιστο τον πρώτο καιρό, όλοι θα ήθελαν να ζουν με τις αρχές που θύμιζαν το δάσκαλό τους.

Δηλαδή η κοινοκτημοσύνη των αγαθών είχε την αφετηρία της στο συνδυασμό των δύο παραπάνω, δηλ. του γαλιλαϊκού πνεύματος και της προσμονής της σύντομης επανεμφάνισης του Μεσσία. Θα πρέπει όμως να τονιστεί ότι από αυτή την πράξη της κοινότητας   θα πρέπει μάλλον να αποκλειστούν επιδράσεις από την διδασκαλία του ιουδαϊσμού που δεν αναφέρει τίποτα περί κοινοκτημοσύνης των αγαθών[71]. Ήταν δηλ. καθαρά υπόθεση της χριστιανικής κοινότητας, επηρεασμένη, όπως τονίστηκε από το πνεύμα που είχε κληρονομηθεί από την κίνηση του Ιησού αλλά και από τις εσχατολογικές προσδοκίες της.

Μία βασική λατρευτική πράξη, που διαφοροποιούσε τα μέλη της κοινότητας από τον ιουδαϊσμό, ήταν το μοίρασμα του ψωμιού. Το αντίθετο ήταν η συγκέντρωση στο Ναό που αφορούσε και τις υπόλοιπες ιουδαϊκές ομάδες. Επομένως, αυτή η κίνηση των μελών της κοινότητας ήταν ενωτική με τον ιουδαϊσμό και φανέρωνε τους δεσμούς με την ιουδαϊκή παράδοση, ενώ έδειχνε ότι  το χριστιανικό κίνημα, σε αυτή του τη φάση, δεν είχε χειραφετηθεί από την πατρογονική θρησκεία.

Το μοίρασμα του ψωμιού για να υπονοεί την τέλεση της θείας Ευχαριστίας θα έπρεπε να συνοδεύεται και από την πόση του οίνου. Το πιθανότερο είναι στο στίχο Πρ. 2,46 να εννοούνται τα κοινά τραπέζια, στα οποία συμμετείχαν όλοι οι πιστοί της εκκλησίας. Βεβαίως για πρακτικούς λόγους, σε αυτά δεν είναι δυνατό να μετείχαν όλα τα μέλη της κοινότητας. Γι’ αυτό οι πιστοί θα συγκεντρωνόταν ή στη Βηθανία, όπως τονίστηκε, ή σε διαφορετικά σπίτια χριστιανών και θα έτρωγαν μαζί σε κλίμα χαράς και απλότητας, όπως τονίζεται στο κείμενο. Σε αυτά θα προΐστατο κάποιος από τα ηγετικά στελέχη της ομάδας, απόστολος ή μέλος της οικογένειας του Ιησού, που θα είχε αναλάβει διοικητικό ρόλο. Φαίνεται πως  η κοινότητα θα εκτελούσε παράλληλα  λατρευτικά καθήκοντα προς το Θεό, με απλό τυπικό.

Αυτός ο τρόπος ζωής των μελών της κοινότητας τους έκανε αγαπητούς σε όλο το λαό, ενώ ήταν και βασικός λόγος, όπως έχει τονιστεί για να προστίθενται συνέχεια καινούρια μέλη και να αυξάνεται η κοινότητα.

Αναφορά στην «κοινοκτημοσύνη» των αγαθών γίνεται στη συνέχεια των Πράξεων στους στίχους 4,32-35. Έχει συζητηθεί παραπάνω αυτό το φαινόμενο και γι’ αυτό δεν πρόκειται να ξανασχολιασθεί. Να επισημανθεί ότι οι στίχοι που αναφέρονται σε αυτή(4,32-35) αποτελούν μία εισαγωγή στο αντιθετικό σχήμα που προβάλλει στη συνέχεια με τις ιστορίες του Βαρνάβα αφενός και του Ανανία και της Σαπφείρας αφετέρου. Αυτές φαίνεται να χρησιμεύουν για διδακτικούς-παραινετικούς λόγους. Προβάλλουν την εξουσία των Αποστόλων, την επίδραση που είχε το κήρυγμά τους, ακόμη και σε χριστιανούς που προερχόταν από τις τάξεις της ιουδαϊκής ιερατικής αυθεντίας  σαν το Βαρνάβα, ενώ προβάλλει, με τον πλέον σκληρό τρόπο τις κυρώσεις που θα υποστούν όσοι παραβούν τις εντολές της αποστολικής αυθεντίας. Μάλλον πρόκειται για παραδόσεις που  χρησιμοποιήθηκαν από τον εκδότη των Πράξεων, για να τονίσουν την καταδίκη, όσων παραβούν βασικές διατάξεις της χριστιανικής διδασκαλίας. Προφανώς στην ιεροσολυμιτική χριστιανική κοινότητα είχαν εισέλθει και άτομα που ενδιαφερόταν για το προσωπικό τους κέρδος, πνευματικό ή υλικό- και αφού έγιναν αντιληπτοί, απομονώθηκαν από τον Πέτρο και τους υπόλοιπους Αποστόλους.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι αντίπαλοι  της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων

 

Οπαδούς η ιεροσολυμιτική χριστιανική κοινότητα αντλούσε από τα λαϊκά στρώματα της ιερής πόλης. Απ’ ότι φαίνεται, το κήρυγμα του Πέτρου δεν είχε αγγίξει τις ανώτερες ομάδες του Ιουδαϊσμού, αν εξαιρεθούν οι ιερείς για τους οποίους γίνεται λόγος στο στίχο Πρ. 6,7 . Αυτό  θεωρείται φυσικό, αν σκεφτεί κάποιος τη στενή σχέση που δημιουργούσε το θεοκρατικό σύστημα, που κυριαρχούσε στην περιοχή, ανάμεσα στην κοινωνική καταξίωση και τη θρησκευτική ορθότητα. Η τελευταία  σήμαινε απόλυτη συμμόρφωση με τις θρησκευτικές επιταγές, όπως αυτές διατυπωνόταν από τον Αρχιερέα και το Μεγάλο Συνέδριο, που ήταν οι θεματοφύλακες των ιουδαϊκών παραδόσεων.

Η χριστιανική λοιπόν ομάδα ήταν ένα «αιρετικό» κίνημα που είχε αναπτυχθεί μέσα στους κόλπους του ιουδαϊσμού, διεκδικώντας σε αυτή τη φάση μερίδιο από τη θρησκευτική αυθεντία του. Αυτό σήμαινε ότι όποιος δεχόταν να γίνει μέλος της, ερχόταν σε σύγκρουση με τις εξουσιαστικές δομές του ιουδαϊσμού, αφού η κοινότητα αμφισβητούσε την αυθεντία των εκπροσώπων του. Επομένως πολύ δύσκολα άτομα που διαχειριζόταν την ιουδαϊκή θεοκρατία θα δεχόταν να γίνουν μέλη της χριστιανικής ομάδας.

Από τον επίσημο ιουδαϊσμό όμως προερχόταν οι αντίπαλοι της χριστιανικής κοινότητας. Το κείμενο των Πράξεων είναι σαφές και τους κατονομάζει: είναι οι Σαδδουκαίοι και οι ιερείς του Ναού. Σαν αντίπαλοι εμφανίζονται για πρώτη φορά, μετά το κήρυγμα που έκανε ο Πέτρος, αφού θεράπευσε το χωλό. Με δική τους λοιπόν παρέμβαση οι Απόστολοι συλλαμβάνονται και οδηγούνται εμπρός στο Μεγάλο Συνέδριο.

Κάνει εντύπωση πως από το επεισόδιο απουσιάζουν οι Φαρισαίοι, που στα ευαγγέλια θεωρούνται οι κατεξοχήν εχθροί του Ιησού και αυτοί που αντιτάχθηκαν στο έργο του. Βεβαίως ο λόγος γι’ αυτό φαίνεται να είναι εμφανής:  η ομιλία του Πέτρου μιλούσε για την Ανάσταση του Ιησού. Οι Φαρισαίοι την αποδέχονταν, ενώ οι Σαδδουκαίοι την αρνούνταν. Αυτό φαίνεται να καθιστά τους πρώτους «φίλους» της κοινότητας και τους δεύτερους εχθρούς της, κάτι που φαίνεται παράξενο αν σκεφτεί κάποιος τον πρωταγωνιστικό ρόλο των Φαρισαίων στη σύλληψη και στην καταδίκη του Ιησού.

Να υποτεθεί εδώ ότι υπάρχει μία ευνοϊκή τοποθέτηση της παράδοσης που διέσωσε το επεισόδιο ή του συντάκτη του έργου για τους Φαρισαίους; Μήπως η στιγμή της έκδοσης των Πράξεων δεν ήθελε μία σύγκρουση με αυτούς; Όλα φαίνονται να είναι πιθανά. Πάντως το γεγονός είναι ότι ο ρόλος τους στις συγκρούσεις που παρουσιάζονται ανάμεσα στους Αποστόλους και στα μέλη του Συνεδρίου δεν είναι πρωταγωνιστικός, ούτε φαίνεται να συμμετέχουν στη διαμόρφωση των γεγονότων.

Η κατηγορία βέβαια της σύλληψης, δείχνει να διαφωτίζει τον πρωταγωνιστικό ρόλο των Σαδδουκαίων στα γεγονότα: Ο Πέτρος με τον Ιωάννη συλλαμβάνονται, γιατί κηρύττουν ότι η Ανάσταση του Ιησού αποδεικνύει την Ανάσταση των νεκρών.

Στη δεύτερη τώρα σύλληψη των μαθητών, ο λόγος είναι ο φθόνος. Οι μαθητές γιατρεύουν όσους βασανιζόταν από αρρώστιες, και έτσι, όπως πληροφορούν οι Πράξεις, ο αρχιερέας και το κόμμα των Σαδδουκαίων γεμάτοι φθόνο τους συλλαμβάνουν και τους οδηγούν και πάλι εμπρός στο συνέδριο. Και εδώ οι Φαρισαίοι δεν κρατούν εχθρική στάση εναντίον των χριστιανών. Μάλιστα, ένας από αυτούς, ο Γαμαλιήλ[72], υπερασπίζεται τους μαθητές και χάρη στη δική του παρέμβαση αυτοί αποφεύγουν τα χειρότερα και απολύονται.

Τέλος, στη σύλληψη του Στέφανου εμφανίζονται και άλλοι αντίπαλοι της χριστιανικής κοινότητας. Ξεσηκώνονται λοιπόν από τα μέλη των συναγωγών που λογομάχησε ο διάκονος, εκτός από το λαό και πρεσβύτεροι και γραμματείς. Η αιτία γι’ αυτό ήταν η κατηγορία πως κηρύττει εναντίον του Ναού και του Νόμου, δηλ. είναι βλάσφημος και δεν σέβεται τα  κατεξοχήν ιερά του Ιουδαϊσμού.

Ανακεφαλαιώνοντας τα παραπάνω, οι εχθροί της πρώτης χριστιανικής κοινότητας φαίνεται να είναι  οι Σαδδουκαίοι, κάποια μέλη του ιερατείου, Ιουδαίοι της Διασποράς, πιθανόν κάποιοι προσήλυτοι, πρεσβύτεροι, γραμματείς καθώς και ο όχλος της Ιερουσαλήμ.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διερεύνηση των αιτίων γι’ αυτή την εχθρική συμπεριφορά. Κατ’ αρχήν φαίνεται να απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στο γεγονός ότι η κίνηση των μαθητών είναι η συνέχεια του Ιησού, και επομένως έπρεπε να απαγορευτεί η διδασκαλία τους, μιας και συνέχιζαν το έργο αυτού, που τον είχαν  κατηγορήσει ως βλάσφημο. Αυτός δείχνει να μην τους απασχολεί καθόλου, αν και τα γεγονότα του Πάθους, που είχαν τον Ιησού ως πρωταγωνιστή, είναι αρκετά νωπά και δεν απέχουν πολύ από τα γεγονότα που περιγράφονται στα πρώτα κεφάλαια των Πράξεων. Από την άλλη τους αντιπάλους της κοινότητας δε  φαίνεται να τους ενδιαφέρει το γεγονός ότι οι απόστολοι προσελκύουν οπαδούς με αυτά που κηρύττουν, αλλά οι λόγοι της πολεμικής τους επικεντρώνονται σε σημεία του κηρύγματος, που θεωρούνται ότι αντιπαρατίθενται με τις θρησκευτικές τους αρχές.

Αυτό με μία πρώτη ματιά δείχνει να είναι τελείως φυσικό. Η χριστιανική ομάδα δεν είχε ακόμη δείξει σημάδια ότι θα μπορούσε να είναι ισχυρός αντίπαλος της ιουδαϊκής θεοκρατίας, και επομένως η προσχώρηση Ιουδαίων στην κίνηση δεν φαινόταν να τους απασχολεί. Παράλληλα είναι πιθανό να μην είχαν αντιληφθεί ότι σιγά-σιγά διαμορφωνόταν ένα κίνημα στην Ιερουσαλήμ, που είχε ως επίκεντρο το Χριστό που πριν λίγο  είχαν οδηγήσει στο σταυρό.  Αυτό  αντικατοπτρίζουν και τα λόγια του Γαμαλιήλ, που φανερώνουν ότι δεν είχε κατανοηθεί η δυναμική της χριστιανικής ομάδας. Ενώ για τον Ιησού εκείνο που αντιλαμβανόταν ήταν πως επρόκειτο για έναν κήρυκα, που ιδιοποιούνταν το ρόλο του ραβίνου και δημιουργούσε μεσσιανικές προσδοκίες, ενώ ασκούσε και επιρροή στα πλήθη με τα θαύματα και τους εξορκισμούς που έκανε. Δηλαδή τον θεώρησαν αντίπαλο γιατί αμφισβητούσε τη μορφή που θα έπρεπε να είχε η θρησκευτικότητα και  τον τρόπο που τη διαχειριζόταν η ιουδαϊκή θεοκρατία. Οι διώξεις λοιπόν εναντίον των αποστόλων, οφείλονταν, σε αυτή τη φάση, όχι στο ιεραποστολικό τους έργο και στην προσπάθεια για προσέλκυση πιστών στο χριστιανισμό, αλλά στην αμφισβήτηση που δημιουργούσε το κήρυγμά τους.

Η χριστιανική ομάδα σε αυτή τη φάση θεωρούνταν ότι ανήκε στους κόλπους του Ιουδαϊσμού. Η διαφοροποίηση θα επέλθει αργότερα με τον Παύλο. Επομένως οι αντίπαλοί της πίστευαν ότι ήταν καθήκον τους να επαναφέρουν στους κόλπους της θρησκευτικής ορθότητας, αυτούς που κήρυτταν και διέδιδαν αντιλήψεις που δε συμβάδιζαν με τις δικές τους θέσεις. Δηλαδή η σύλληψη, οι απειλές, η κακοποίηση και η φυλάκιση των Αποστόλων, δε θεωρούνταν διωγμός αντιπάλων, αλλά θεάρεστο έργο, που απέβλεπε να βοηθήσει Ιουδαίους που δεν εννοούσαν να συμμορφωθούν με την επίσημη θρησκευτική αλήθεια.

Αυτές οι διώξεις ερμηνεύονται μέσα στο σύστημα της ιουδαϊκής θεοκρατίας για την οποία θα γίνει λόγος στα επόμενα κεφάλαια. Εδώ να τονιστεί μόνο πως ο τρόπος που αντιμετωπίζονται οι Απόστολοι, χρησιμοποιείται από ομάδες που διεκδικούν την μονοπώληση και την απόλυτη κατοχή της θρησκευτικής αλήθειας, και αποβλέπει στην εξουδετέρωση –φυσική και ιδεολογική- του «θρησκευτικά πλανημένου».

 

 

 

 

 

 

Κεφάλαιο Β΄: Το πλαίσιο ανάπτυξης της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων

 

Η ιουδαϊκή θεοκρατία

Οι θεσμοί –οι θρησκευτικοκοινωνικές ομάδες

 

Στο λόγο του «Κατ’ Απίωνος» ο ιστορικός Ιώσηπος μιλώντας για τον ιουδαϊκό τρόπο ζωής, τον 1ο αι. μ. Χ., χρησιμοποιεί τον όρο θεοκρατία[73]. Γράφει χαρακτηριστικά «Ð d' ¹mšteroj nomoqšthj e„j mn toÚtwn oÙdotioàn ¢pe‹den, æj d' ₯n  tij e‡poi bias£menoj tÕn lÒgon qeokrat…an ¢pšdeixe tÕ pol…teuma qeù t¾n ¢rc¾n kaˆ tÕ kr£toj ¢naqe…j»[74], εννοώντας ότι υπέρτατη αρχή του ιουδαϊσμού είναι ο Θεός, από τον οποίο  απορρέουν όλες οι εξουσίες.

Θα πρέπει λοιπόν σε αυτό το σημείο να τονιστεί πως η θεοκρατία, ως σύστημα κυριαρχίας των εντολών του Θεού σε κάθε πτυχή της ανθρώπινης δραστηριότητας, προϋποθέτει μία θρησκευτική οργάνωση της κοινωνίας, της οποίας κύριοι στυλοβάτες είναι ένα ιερατείο, με μεγάλη εξουσία, που θα μπορεί να επεμβαίνει, όταν πιστεύει ότι καταπατούνται οι θεϊκές εντολές, μία αυστηρή προσήλωση σε νόμους και  θεσμούς, που θεωρούνται ότι έχουν θεϊκή προέλευση,  δημιουργία ομάδων φανατικών – που τις περισσότερες  φορές είναι αυτόκλητοι υπερασπιστές των θεϊκών εντολών -, καθώς και η ενίσχυση διδασκαλιών που  παραπέμπουν σε μία μελλοντική απόλαυση των αγαθών, που προορίζει ο θεός για τους πιστούς του. Όλα τα παραπάνω, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος όταν απευθύνονται σε κοινωνικά στρώματα που αντιμετωπίζουν εθνικά ή κοινωνικά προβλήματα, και τα οποία θεωρούν ότι υπερέχουν έναντι των υπόλοιπων συνανθρώπων τους,  νομίζοντας ταυτόχρονα ότι έχουν αδικηθεί από τις υπάρχουσες συνθήκες, και πιστεύουν ότι θα μπορέσουν να  ξεπεράσουν τις αντιξοότητες και θα αποκτήσουν «χαμένες δόξες», που κατά κανόνα κινούνται στα πλαίσια του φαντασιακού, μέσω της υπερφυσικής επέμβασης, που απαιτεί όμως, για να γίνει πραγματικότητα, τυφλή υπακοή των πιστών στα θεωρούμενα ως χαρισματικά όργανα του θείου. Φυσικά σε ένα τέτοιο σύστημα οι θρησκευτικοί αντιφρονούντες όχι μόνο δεν έχουν θέση, αλλά είναι καθήκον όλων να φροντίζουν για τη  εξουδετέρωσή τους.

Οι παραπάνω διαπιστώσεις ισχύουν κατεξοχήν για την Παλαιστίνη του 1ου αι. μ. Χ.  Μία περιοχή της Μεσογείου που γνώρισε πολλές φορές την εθνική ταπείνωση[75] και είδε να διαψεύδονται  προσδοκίες των κατοίκων της. Εντούτοις η προσήλωση στο Θεό παρέμεινε σταθερή, και ως αιτία των συμφορών θεωρήθηκε η ασέβεια προς Αυτόν και η λατρεία των ειδώλων. Όλοι οι θεσμοί που αναπτύσσονται λοιπόν, δείχνουν  να εξυπηρετούν τη σχέση με το Θεό και την τήρηση των εντολών του.

Αυτή η απόλυτη εμπιστοσύνη στο Θεό και στην εξουσία του δείχνει να χαρακτηρίζει τους Ιουδαίους  του 1ου αι. μ.Χ. Όλες οι εκδηλώσεις τους, όπως παρουσιάζονται στα κείμενα της εποχής, αποσκοπούν στην προστασία των θεϊκών δικαιωμάτων από  καταπατητές, είτε αυτοί είναι οι ρωμαίοι κατακτητές, είτε είναι προσωπικότητες ή θρησκευτικές ομάδες που προτείνουν μία ερμηνεία των θείων εντολών, διαφορετική από αυτή που πρέσβευαν οι επίσημοι αντιπρόσωποι  του Γιαχβέ.

Κυριότεροι θεσμοί του ιουδαϊσμού τον 1ο αι. μ. Χ. που αποτέλεσαν και τους στυλοβάτες της θεοκρατίας, ήταν ο μωσαϊκός νόμος και η ακριβής τήρησή του καθώς και η ερμηνεία που έδιναν σε αυτόν οι γραμματείς, ο Ναός και το ιερατείο, που όφειλε την ύπαρξή του στην υπηρεσία σε αυτό το πνευματικό κέντρο του ιουδαϊσμού, καθώς και η αργία του Σαββάτου. Η τελευταία, όπως είναι γνωστό, περιλαμβάνεται στις διατάξεις του Νόμου. Εντούτοις  πιστεύουμε ότι πρέπει να θεωρηθεί ως ανεξάρτητος θεσμός και να εξεταστεί ξεχωριστά, αφού γύρω από αυτόν είχε αναπτυχθεί μία ολόκληρη φιλολογία που προσπαθούσε να αποδείξει ότι ακόμη και ο ίδιος ο Θεός είχε μία ιδιαίτερη σχέση με το Σάββατο[76]. Ειδικά τον 1ο αι. π. Χ φαίνεται να είχε μία ξεχωριστή βαρύτητα για τον ιουδαϊσμό, πράγμα που αποδεικνύεται και με την εμμονή που έδειχναν οι θρησκευτικές ομάδες για την τήρησή του.

Ο Μωσαϊκός νόμος[77] τον 1ο αι. μ. Χ. είχε συνδεθεί άμεσα με την επαγγελματική ομάδα των Γραμματέων. Στη βασική του μορφή αυτός περιλάμβανε τις διατάξεις και τις εντολές που περιέχονταν στα πέντε πρώτα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης (Πεντάτευχος). Εντούτοις την εποχή που εξετάζουμε, στο σώμα του είχαν προστεθεί και οι εξηγήσεις που έδιναν οι νομοδιδάσκαλοι σε αυτόν[78]. Με τον καιρό, αυτές έγιναν αρκετά εξεζητημένες και διακρινόταν για το σχολαστικισμό τους. Επενέβαιναν ακόμη και στις πλέον μικρές λεπτομέρειες της ζωής των πιστών ιουδαίων. Αυτό είναι ένα στοιχείο που δεν πρέπει να ξενίζει, γιατί είναι χαρακτηριστικό κάθε θεοκρατικής  κοινωνίας.

Στην πραγματικότητα η τήρηση των εντολών του Μωσαϊκού Νόμου ήταν υπόθεση των ερμηνευτών του, που μπορούσαν να δώσουν όποια διάσταση ήθελαν σε αυτόν και να του προσδώσουν όποια χαρακτηριστικά εξυπηρετούσαν τους σκοπούς τους. Μέσω της επαγγελματικής ιδιότητάς τους μπορούσαν να καθοδηγήσουν τον ιουδαϊσμό με τον τρόπο που αυτοί επιθυμούσαν, ενώ ταυτόχρονα έδιναν και το θρησκευτικό-ιδεολογικό του στίγμα.

Γι’ αυτό το λόγο πιστεύουμε ότι για να κατανοηθεί η επιρροή που είχε ο Νόμος στα ζητήματα φανατισμού, που παρουσιάστηκαν με την εμφάνιση του χριστιανικού κινήματος, θα πρέπει βασικά να ερευνηθεί η ομάδα των ανθρώπων που κατεξοχήν τον είχαν ως εργαλείο τους, δηλ. των Γραμματέων. Αφού λοιπόν γίνουν γνωστές πτυχές αυτής της επαγγελματικής-ιδεολογικής τάξης, θα είναι δυνατό να φωτιστούν και οι λόγοι που έκαναν την Τορά να θεωρείται το κυριότερο εργαλείο των εκπροσώπων της ιουδαϊκής θεοκρατίας. Στο κάτω-κάτω το βάρος που είχε φορτώσει στον τράχηλο των πιστών η εφαρμογή του[79] οφείλονταν κατά κύριο λόγο στις ερμηνείες που έδιναν οι νομοδιδάσκαλοι και όχι στις ίδιες τις εντολές.

Το έργο λοιπόν των γραμματέων ήταν πολλαπλό[80]. Βασικά θεωρούνταν ερμηνευτές του νόμου, δικαστές και νομοδιδάσκαλοι (προετοίμαζαν δηλ. μαθητές που θα τους διαδέχονταν στο έργο της ερμηνείας και της εφαρμογής του Νόμου). Με όλα τα παραπάνω λοιπόν, και με δεδομένο ότι οι ερμηνείες που πρότειναν είχαν καθολική ισχύ στον ιουδαϊσμό που δεν επέτρεπε παρεκκλίσεις, δίνει το δικαίωμα να θεωρηθούν και ιδεολογική ομάδα, όπως τονίστηκε, που καθόριζε και κατεύθυνε τις τύχες του ιουδαϊσμού με τον τρόπο που αυτή ήθελε.

Στη μετάφραση των Ο΄ της Παλαιάς Διαθήκης ο όρος «γραμματεύς» απαντάει περίπου ογδόντα δύο φορές. Κατεξοχήν όμως κάτοχος το τίτλου θεωρείται ο Έσδρας που είναι  « ερες κα γραμματες το νμου το θεο»[81], ο οποίος «δωκεν ν καρδίᾳ ατο ζητσαι τν νμον κα ποιεν κα διδσκειν ν Ισραηλ προστγματα κα κρματα»[82]

Στα ευαγγελικά κείμενα ο όρος «γραμματεύς»φαίνεται να είναι φορτισμένος αρνητικά. Τις περισσότερες φορές οι γραμματείς παρουσιάζονται  να συνεργάζονται με τους Φαρισαίους, ενώ δε λείπουν τα επεισόδια στα οποία έρχονται σε αντιπαράθεση με τον Ιησού για ζητήματα εφαρμογής του Νόμου. Είναι χαρακτηριστική η επίθεση που κάνει εναντίον τους ο Ιησούς [83]  στα ευαγγελικά κείμενα. Ζητάει από το λαό να φυλάγεται από τους Γραμματείς που επιθυμούν τις επίσημες στολές και θέλουν να τους χαιρετούν με σεβασμό. Δείχνουν να τους αρέσουν ακόμη οι πρωτοκαθεδρίες στις συναγωγές και τα καλύτερα τραπέζια στα δείπνα. Ενώ κάνουν μεγάλες προσευχές για να φανούν καλοί, τρώνε τις περιουσίες των χηρών[84] και εξαιτίας αυτών θα τιμωρηθούν με ιδιαίτερη αυστηρότητα.

Στα κεφάλαια των Πράξεων, που ενδιαφέρουν την παρούσα εργασία, οι  Γραμματείς συμπεριλαμβάνονται στα μέλη του Συνεδρίου που θα δίκαζε τον Πέτρο και τον Ιωάννη[85]. Αναφέρονται μαζί με τους άρχοντες των Ιουδαίων και τους  πρεσβύτερους, που ήταν τον 1ο αι μ. Χ. μάλλον οι ηγέτες των συναγωγών. Η σημειολογία του κειμένου αποδεικνύει το σημαντικό ρόλο και την επιρροή που είχαν στην ιουδαϊκή κοινωνία της εποχής τους.

Ακριβώς στην ίδια θέση, μαζί δηλ. με τους πρεσβύτερους, τοποθετούνται και στα γεγονότα που αφορούν την προσαγωγή του Στέφανου ενώπιον του Μεγάλου Συνεδρίου. Για μία ακόμη φορά αποδεικνύεται ο καθοριστικός ρόλος που έπαιζαν στα ιουδαϊκά πράγματα.

Ο Μωσαϊκός Νόμος λοιπόν φαίνεται να ήταν το εργαλείο τους για τη δίωξη των αντιφρονούντων. Με αυτό τον τρόπο συνέβαλλε στη δημιουργία φαινομένων φανατισμού. Και οι γραμματείς, σαν βασικοί στυλοβάτες της ιουδαϊκής θεοκρατίας, φρόντιζαν, με τις ερμηνείες που έδιναν, να  συντηρούν την πόλωση ανάμεσα σε «νομιμόφρονες» και «αποκλείνοντες» από την επίσημη θεολογική γραμμή. Έτσι δεν έδειχναν διατεθειμένοι να ανεχτούν τη δημιουργία ιουδαϊκών θρησκευτικών κινημάτων, που θα αμφισβητούσαν το οικοδόμημα που είχαν δημιουργήσει, και θα  πολεμούσαν με κάθε τρόπο τον θεωρούμενο εχθρό των παραδόσεων και διατάξεων που είχε θεσπιστεί από αυτούς. ’λλωστε, όπως είναι γνωστό, είχαν φροντίσει να ελέγχουν ακόμη και τις πλέον μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητας[86], και ακριβώς γι’ αυτό ήταν δύσκολο να ανεχτούν αντιλήψεις που δεν προερχόταν από τη δική τους αυθεντία.

Όσον αφορά το Ναό και το ιερατείο που κινούνταν γύρω από αυτόν, εκείνο που ενδιαφέρει  είναι το ιδεολογικό στίγμα που εξέπεμπε μέσα στους κόλπους της ιουδαϊκής θεοκρατίας[87]. Είναι γνωστό, ότι το ιερό οικοδόμημα θεωρούνταν  κέντρο της και σημείο αναφοράς κατά τον 1ο αι. μ. Χ.

Θα πρέπει εδώ να τονιστεί,  ότι την εποχή που παρουσιάζεται να κινείται στο ιστορικό προσκήνιο η χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων (33-47 περίπου), στην ιερή πόλη δέσποζε ο Ναός του Ηρώδη[88], ένα μεγαλοπρεπές κτίσμα που είχε προκαλέσει ακόμη και το θαυμασμό των μαθητών του Ιησού[89]. Στις μεγάλες γιορτές του ιουδαϊσμού τον επισκέπτονταν χιλιάδες  από όλη τη ρωμαϊκή οικουμένη, ενώ ήταν υποχρεωτική για όλους τους Ιουδαίους η απόδοση φόρου στο Ναό, που θεωρούνταν ότι πήγαινε στο Θεό («το δίδραχμον»)[90].

Εκείνο που έδινε την ιδεολογική φόρτιση στο ιερό της Ιερουσαλήμ, ήταν η αντίληψη πως αποτελούσε το κατοικητήριο του Θεού. Μία αντίληψη που δείχνει να προέρχεται από της ιεροσολυμιτική παράδοση[91] και αναπτύσσεται στους ψαλμούς αλλά και σε προφητικά κείμενα[92].

Είναι γνωστό ότι ο πρώτος που είχε συλλάβει την ιδέα να χτίσει ναό στην Ιερουσαλήμ ήταν ο Δαβίδ, αλλά αυτό υλοποιήθηκε από το γιο του Σολομώντα. Ο Θεός δε δείχνει να συμφωνεί σε αυτή την κίνηση,  και αυτό καταγράφηκε στα λόγια που είπε στον προφήτη Νάθαν[93]. Μέσα σε αυτά αναδεικνύεται η θεολογική αντίδραση των χαρισματούχων –προφητών στη δημιουργία ναού. Οι εκπρόσωποι του Γιαχβισμού, στην αυθεντική νομαδική μορφή του, δε μπορούσαν να διανοηθούν το κλείσιμο του Θεού σε ένα ιερό, πράγμα που θα στερούσε την αίσθηση της παρουσίας του και της άμεσης επαφής του με το λαό, χωρίς τη βοήθεια μεσαζόντων.

Τον 1ο αι. μ. Χ. ο ρόλος του Ναού δεν ήταν μόνο θρησκευτικός αλλά και εθνικός, πράγμα απόλυτα φυσικό για μία θεοκρατική κοινωνία, σαν την ιουδαϊκή. Ο ιουδαϊσμός, όπως θα τονιστεί στη συνέχεια, είχε βιώσει συνεχείς εθνικές μειώσεις και ταπεινώσεις από ειδωλολατρικές δυνάμεις, πράγμα που δε μπορούσε να ανεχτεί και να δεχτεί, εξαιτίας των αντιλήψεων που επικρατούσαν στους κόλπους του, για προνομιακή σχέση με το θείο, εξαιτίας της αλήθειας της θρησκείας του και της μοναδικότητας της σχέσης του  με το Θεό. Αισθάνονταν λοιπόν  έντονη την ανάγκη να δημιουργήσει ένα στήριγμα, που θα μπορούσε να παρηγορήσει και να δώσει την εντύπωση ότι ο Θεός δεν είχε εγκαταλείψει το λαό του. Αυτό ήταν ο Ναός. Επομένως αυτός είχε το ρόλο  μέσου επαφής με το Θεό, στον οποίο μπορούσε ο πιστός να αισθάνεται  σιγουριά, καθώς και  υπεροχή, έναντι κυρίως των κατακτητών που είχαν την αγία γη, αφού σε αυτόν το χώρο μπορούσε να απολαμβάνει τη μοναδική και ανεπανάληπτη σχέση, που πίστευε ότι είχε με το Θεό. Και εξαιτίας των παραπάνω αντιλήψεων γινόταν και οι συνεχείς προσπάθειες για καθαρότητα του Ναού. Έπρεπε να μείνει αμόλυντος, γιατί εδώ βρισκόταν η αγιότητα του Θεού, που είχε χαθεί από την υπόλοιπη Παλαιστίνη, εξαιτίας της αμαρτίας των ανθρώπων και της καταπάτησης της αγίας γης από τις ειδωλολατρικές αυτοκρατορίες της εποχής.

Οι παραπάνω θέσεις για το Ναό νομίζουμε ότι αποδεικνύονται και από τη στάση των χριστιανών της κοινότητας των Ιεροσολύμων. Και γι’ αυτούς ο Ναός ήταν ο ιερός χώρος, η κατοικία του Θεού. Είναι κάτι απόλυτα φυσικό για ανθρώπους που προέρχονται από τα σπλάχνα του ιουδαϊσμού. Δεν τον αισθάνονται καθόλου εχθρικό τόπο, αν και από εδώ προερχόταν οι σημαντικότεροι αντίπαλοι του Ιησού και της κίνησής του.

Ο προϊστάμενος του Ναού, ο αρχιερέας, ήταν ο πνευματικός και εθνικός ταγός του ιουδαϊκού έθνους. Ήταν, κατά πάσα πιθανότητα και ο πρόεδρος του Μεγάλου Συνεδρίου, αν κρίνουμε από τη θέση που είχε στη δίκη του Ιησού και τη δίκη του Παύλου[94]. Επειδή, όπως είναι φυσικό, είχε τεράστια επιρροή, οι επεμβάσεις  για το πρόσωπο που θα κατείχε το αξίωμα,  και από τις θρησκευτικές ομάδες και από τους κυβερνώντες, ήταν συνεχείς. Αυτό όμως είχε σα συνέπεια την υποβάθμιση και του εθνικού και του θρησκευτικού κύρους του.  

Ο Αρχιερέας ήταν επικεφαλής ενός μεγάλου αριθμού ιερέων , περίπου 20.000 ατόμων[95], και ανήκε στην ιουδαϊκή αριστοκρατία. Στην ουσία το αρχιερατικό αξίωμα ήταν υπόθεση κάποιων οικογενειών, που το κρατούσαν ζηλότυπα για τον εαυτό τους.

Ο Αρχιερέας και οι ιερείς αποτελούσαν, όπως τονίστηκε, βασικούς στυλοβάτες της ιουδαϊκής θεοκρατίας. Είχαν κάθε λόγο να θέλουν να εμποδίσουν την εμφάνιση και την ανάπτυξη καινούριων θρησκευτικών κινημάτων. Ταυτόχρονα, έχοντας δημιουργήσει έναν πολύπλοκο θρησκευτικό γραφειοκρατικό μηχανισμό, είχαν επιβάλλει ως απαραίτητο το ρόλο του θρησκευτικού μεσάζοντα, που επιφύλασσαν για τον εαυτό τους, και έλεγχαν τη σχέση του ιουδαϊκού λαού με το θείο. Γίνεται έτσι αντιληπτό ότι θα αντιδρούσαν σε καταστάσεις που έδειχναν να απειλούν τα κεκτημένα τους και στα οποία  αναδεικνυόταν ο θρησκευτικός φανατισμός και οι ποικίλες εκφάνσεις του.

Σίγουρα και η σχολαστική τήρηση της αργίας του Σαββάτου συντελούσε στη δημιουργία φαινομένων φανατισμού. Η παραβίασή της, όπως φαίνεται κυρίως στα κείμενα της Καινής Διαθήκης, θεωρούνταν αδιανόητη για τον ευσεβή πιστό που ήθελε να κινείται στους κόλπους της νομιμότητας. Οι παραβάτες της εντολής της ιρησκευτικής αργίας θεωρούνταν βλάσφημοι και έπρεπε να ληφθούν μέτρα εναντίον τους. Μάλιστα οι θεωρούμενοι διδάσκαλοι της Παλαιστίνης ήταν υπεύθυνοι για την τήρηση της αργίας από τους μαθητές τους[96].

Ο θεσμός του Σαββάτου φαίνεται να αποτελεί κατεξοχήν βασική αρχή της ιουδαϊκής θρησκευτικότητας. Είναι από τους στυλοβάτες της σχέσης του λαού με το Θεό[97]. Οι πιστοί δείχνουν την αφοσίωσή  τους στο Γιαχβέ, όταν τον μιμούνται στην τήρηση της αργίας και αφιερώνουν την έβδομη ημέρα της εβδομάδας σε αυτόν. Η θεολογική της κατοχύρωση διαπνέει τα πλέον ιερά κείμενα του ιουδαϊσμού. Έτσι  η τέταρτη εντολή του δεκαλόγου είναι σαφής: «mn»sqhti t¾n ¹mšran tîn sabb£twn ¡gi£zein aÙt»n. ’εx ¹mšraj ™rg´ kaˆ poi»seij p£nta t¦ œrga sou· tÍ ¹mšrv tÍ ˜bdÒmV s£bbata kur…J tù qeù sou. oÙ poi»seij ™n aÙtÍ p©n œrgon, sÝ kaˆ Ð uƒÒj sou kaˆ ¹ qug£thr sou, Ð pa‹j sou kaˆ ¹ paid…skh sou, Ð boàj sou kaˆ tÕ ØpozÚgiÒn sou kaˆ p©n ktÁnÒj sou kaˆ Ð pros»lutoj Ð paroikîn ™n so….  ™n g¦r ’εx ¹mšraij ™po…hsen kÚrioj tÕn oÙranÕn kaˆ t¾n gÁn kaˆ t¾n q£lassan kaˆ p£nta t¦ ™n aÙto‹j kaˆ katšpausen tÍ ¹mšrv tÍ ˜bdÒmV· di¦ toàto eÙlÒghsen kÚrioj t¾n ¹mšran t¾n ˜bdÒmhn kaˆ ¹g…asen aÙt»n»[98], ενώ στο ίδιο βιβλίο της Εξόδου τονίζεται ακόμη πως «’εx ¹mšraj poi»seij œrga, tÍ d ¹mšrv tÍ ˜bdÒmV kat£pausij, €gion, s£bbata, ¢n£pausij kur…J· p©j Ð poiîn œrgon ™n aÙtÍ teleut£tw.  oÙ kaÚsete pàr ™n p£sV katoik…v Ømîn tÍ ¹mšrv tîn sabb£twn· ™gë kÚrioj»[99]. Αυτή η θρησκευτική σημασία του Σαββάτου αντανακλάται σε όλη την Παλαιά Διαθήκη.

Όπως δείχνουν τα βιβλία της το Σάββατο είναι  άγιο [100], είναι η ημέρα που πρέπει να γίνεται επίσκεψη στους ανθρώπους που αντιπροσωπεύουν το θείο[101], πρέπει κατά τη διάρκειά του να ετοιμάζεται το θυσιαστήριο[102], η θυσία στα είδωλα το βεβηλώνει[103], πρέπει κατά τη διάρκειά του να μοιράζονται λάφυρα στο λαό[104], να ταπεινώνονται οι ψυχές[105],  είναι η ημέρα του Κυρίου[106] και οι δουλειές αυτή την ημέρα επιφέρουν στον παραβάτη τιμωρία[107]. Τέλος είναι απαραίτητες, κατά τη διάρκειά του, οι θυσίες στο Ιερό[108] και απαγορεύεται ο θυμός αυτή την ημέρα[109]

Η θρησκευτική φόρτιση της αργίας του Σαββάτου και η θεσμική του κατοχύρωση αναδεικνύεται στις συγκρούσεις του Ιησού με εκπροσώπους θρησκευτικών ομάδων της Παλαιστίνης. Μέσα από αυτές, αρχίζει, κατά τη γνώμη μου, να διαφαίνεται μία πρώτη, έστω και αμυδρή διαφοροποίηση του κινήματός του με το καθιερωμένο θρησκευτικό τοπίο της Παλαιστίνης. Παράλληλα δίνεται η ευκαιρία στον Ιησού να τονίσει, μέσα από τη συζήτηση, πτυχές της αυθεντίας του και να παρουσιάσει σημεία της διδασκαλίας του.

Αυτή η σύγκρουση[110] φανερώνει ότι και η αργία του Σαββάτου ήταν αφορμή να εκδηλωθούν φαινόμενα φανατισμού και θρησκευτικής αντιπαράθεσης μεταξύ του Ιησού και των θρησκευτικοκοινωνικών ομάδων που αντανακλούν παρόμοιες καταστάσεις που ζούσαν τα μέλη των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων[111]. Επομένως, για να κατανοηθούν καλύτερα αυτά, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν στη συνέχεια οι σχετικές διηγήσεις των ευαγγελικών κειμένων.

Στο τρία συνοπτικά ευαγγέλια[112] λοιπόν γίνεται λόγος για την τήρηση του Σαββάτου από τους μαθητές και για τη θεραπεία του ανθρώπου με το παράλυτο χέρι που γίνεται κατά τη διάρκεια της ιερής ημέρας . Στο πρώτο επεισόδιο επειδή οι μαθητές του Ιησού τρώνε στάχια, οι Φαρισαίοι  του απευθύνουν έμμεση κατηγορία, θεωρώντας ότι έχει την ευθύνη για τις πράξεις τους. Αυτός δικαιολογεί την ενέργεια των μαθητών του και παραθέτει μάλιστα σχετικές παραβιάσεις του Νόμου από το Δαβίδ και τους ιερείς του Ναού, ενώ τονίζει  ότι ο Υιός του Ανθρώπου εξουσιάζει το Σάββατο.

Σε άλλο επεισόδιο ο Ιησούς θεραπεύει στη Συναγωγή την ημέρα του Σαββάτου έναν άνθρωπο με παράλυτο χέρι και αυτό γίνεται αφορμή να κατηγορηθεί, ενώ οι Φαρισαίοι συσκέπτονται για να βρουν τρόπους να τον εξοντώσουν.

Σε αφήγηση τώρα του κατά Ιωάννην ευαγγελίου ο Ιησούς θεραπεύει έναν παράλυτο στη δεξαμενή της Βηθεσδά της Ιερουσαλήμ[113] την ημέρα του Σαββάτου. Αυτό γίνεται αφορμή να κατηγορηθεί και πάλι από τους Ιουδαίους, ενώ τονίζεται στο κείμενο ότι η παράβαση του θεσμού της αργίας ήταν μία από τις αιτίες θανάτωσής του από τις αρχές της Παλαιστίνης.

Το ίδιο συμβαίνει και με τη θεραπεία του εκ γενετής τυφλού, που και αυτή γίνεται την ημέρα του Σαββάτου[114]. Για μία ακόμη φορά η παραβίαση των κανόνων της ιερής ημέρας γίνεται αφορμή να εκδηλωθούν συγκρούσεις ανάμεσα στον Ιησού (έστω και έμμεσα) και τους εκπροσώπους των θρησκευτικοκοινωνικών ομάδων.

Η θεραπεία της συγκύπτουσας γυναίκας την ημέρα του Σαββάτου οδηγεί τον Ιησού σε σύγκρουση με έναν αρχισυνάγωγο[115]  και του δίνει αφορμή, για μία ακόμη φορά, να θέσει το ζήτημα της προτεραιότητας του ανθρώπου και των αναγκών του απέναντι των θεσμών που έχουν γίνει για να τον υπηρετήσουν, ενώ το ίδιο συμβαίνει και με τη θεραπεία του υδρωπικού που έγινε στο σπίτι ενός Φαρισαίου[116].

Οι αφηγήσεις που παρατέθηκαν φανερώνουν τη φόρτιση που είχε η σαββατική αργία για τους Ιουδαίους (μηδέ του Ιησού εξαιρουμένου), ενώ δίνουν χρήσιμα συμπεράσματα για τον προβληματισμό που είχε αναπτυχθεί γύρω από αυτή.

Κατά τη γνώμη μας, η τήρηση του Σαββάτου ήταν ένα σημάδι –όπως άλλωστε και η εφαρμογή των εντολών του Νόμου-για την αναγνώριση κάποιου ως μέλους της ιουδαϊκής θεοκρατίας ή ως ξένου. Η καταγωγή δεν αρκούσε. Έπρεπε να αποδεικνύεται συνέχεια με εξωτερικούς τύπους, που διαφοροποιούσαν –χειροπιαστά και όχι με υποθέσεις – τον άνθρωπο του Θεού από τον ασεβή και βλάσφημο. Και ειδικά στο ζήτημα του Σαββάτου δεν υπήρχαν περιθώρια για την παραμικρή υποχώρηση: ακόμη και ο ίδιος ο Θεός το είχε σεβαστεί κατά τη Δημιουργία. Έτσι και η πίστη σε Αυτόν συνδεόταν με το θεσμό με μία μοναδική σχέση: αυτή αποδεικνυόταν κατεξοχήν με την τήρηση της αργίας, που ήταν σημάδι ότι και υπόλοιπες εντολές τηρούνταν με σχολαστικότητα.

Το ζητούμενο για την εργασία μας, είναι κατά πόσον η χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων κρατούσε απέναντι στο Σάββατο την ίδια στάση με τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης ή διαφοροποιούνταν. Μία πρώτη ματιά φαίνεται να δείχνει, ότι τουλάχιστο εδώ, δε φαίνεται να υπήρχε διαφωνία. Όπως έχει τονιστεί, τα μέλη της συγκεντρωνόταν στο Ναό των Ιεροσολύμων και ακόμη δεν είχαν σκεφτεί να διαφοροποιηθούν από τους υπόλοιπους συμπατριώτες τους. Μετά όμως από ένα σημείο αρχίζει να διαφαίνεται μία αμυδρή έστω αμφισβήτηση κάποιων αρχών του ιουδαϊσμού - που σχετίζεται με την προσπάθεια των οπαδών του Ιησού να αναγνωρισθεί το κίνημά τους ως παράγοντας που αξιώνει παρεμβατικό λόγο στα δρώμενα του ιουδαϊσμού- αν δεχτούμε ότι οι κατηγορίες εναντίον του Στέφανου είχαν κάποια βάση.  Οι ψευδομάρτυρες λοιπόν, –όπως θεωρούνται από τις Πράξεις των Αποστόλων- τον κατηγορούν ότι βλασφημεί το Μωυσή και το Νόμο, ενώ απειλούσε ότι θα αλλάξει τους θεσμούς που είχε παραδώσει ο νομοθέτης του ιουδαϊσμού[117].  Οι παραπάνω κατηγορίες, ακόμη και αν θεωρηθούν τελείως ανυπόστατες, φανερώνουν ότι υπήρχε ο φόβος στις ηγετικές ομάδες του ιουδαϊσμού, για αναθεώρηση ή κατάργηση αρχών της θεοκρατίας από ομάδες που άρχιζαν σιγά-σιγά να προσπαθούν να αρθρώσουν ένα αυτόνομο λόγο που αμφισβητούσε την πνευματική τους εξουσία, που στηριζόταν και στην αργία του Σαββάτου.

……………………………………………………………………..

Στην Παλαιστίνη του 1ου αι. μ.Χ. είναι γνωστό ότι δρούσαν διάφορες ομάδες που είχαν ποικίλες αντιλήψεις σχετικά με τους τρόπους που έπρεπε να χρησιμοποιεί ο Ιουδαίος για να πλησιάσει το Θεό. Πιστεύουμε ότι είναι πολύ δύσκολο να αποσαφηνιστεί πλήρως η ταυτότητά τους και να φωτιστεί έτσι άπλετα ο ρόλος που έπαιζαν στην εξέλιξη της ιουδαϊκής θεοκρατίας. Πολλές από τις πράξεις τους θα μπορούσαν να θεωρηθούν αμιγώς θρησκευτικές. Εντούτοις, από αυτές δεν έλειπε η πολιτική άποψη και  παρέμβαση στις εξελίξεις, ενώ στο έργο τους υπήρχε και κοινωνικός λόγος, καθώς και  κριτική  - θετική ή αρνητική - για κάποιους κατοίκους της Παλαιστίνης[118].

Το καλύτερο θα ήταν να θεωρηθούν ότι αποτελούσαν ένα είδος παρατάξεων, που είχαν σαν απαραίτητη προϋπόθεση ύπαρξής τους τη θρησκευτική νομιμοφροσύνη. Αυτή τους έδινε το δικαίωμα να ελίσσονται μέσα στην ιουδαϊκή θεοκρατία και να την εφοδιάζουν με στελέχη. Αποτελούσαν δηλ. ένα είδος συγκοινωνούντων δοχείων με αυτή. Δημιουργούσαν το σύστημα και το αναζωογονούσαν, έπρεπε όμως να φροντίζουν να κινούνται μέσα σε αυτό και να μην παρεκκλίνουν από τις αρχές του. Σε αυτή την περίπτωση αποβάλλονταν με βίαιο τρόπο και οδηγούνταν στην εξόντωση.

Σε ζητήματα θρησκευτικού φανατισμού έπαιζαν βαρύνοντα ρόλο. Πολλές φορές μέλη θρησκευτικών ομάδων[119] πρωταγωνιστούσαν σε βίαια επεισόδια εναντίον θρησκευτικών παραβατών, αντιφρονούντων ή απλώς υπόπτων για θρησκευτικές παρεκκλίσεις. Στα ευαγγελικά κείμενα περιγράφονται τέτοιες περιπτώσεις, χαρακτηριστικές άλλωστε θεοκρατικών καθεστώτων[120].

Οι θρησκευτικές ομάδες του 1ου αιώνα ήταν οι Φαρισαίοι, οι Σαδδουκαίοι και οι Ηρωδιανοί. Σε αυτό τον κατάλογο δε φαίνεται να έχουν θέση οι Εσσαίοι (παρόλο τον θόρυβο που δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια γι’ αυτούς, εξαιτίας της ανακάλυψης των χειρογράφων του Κουμράν)[121]  και οι μαθητές του Ιωάννη του Βαπτιστή, που ήταν στην πραγματικότητα μοναχικά κινήματα διαμαρτυρίας, που κινούνταν στα πλαίσια του ιουδαϊκού αποκαλυπτισμού και δεν είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις εξελίξεις. Τέλος, όσον αφορά τους Ζηλωτές θεωρούμε ότι θα πρέπει να εξεταστούν ξεχωριστά, αν και προερχόταν από το ριζοσπαστικό φαρισαϊσμό, γιατί αποτελούσαν μία ομάδα με δική της άποψη για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που αντιμετώπιζε ο ιουδαϊσμός από τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Επίσης δείχνουν να επικεντρώνουν την προσοχή τους σε συγκεκριμένα ζητήματα όπως αυτό του φόρου και της κατοχής της άγιας γης από ειδωλολάτρες κατακτητές, και όχι σε ηθικές παραβάσεις και δογματικές διδασκαλίες, που ενδιέφεραν το ιουδαϊκό θεοκρατικό σύστημα,.

Όσον αφορά τώρα τους Φαρισαίους: σύμφωνα με τον Επιφάνιο, ονομάζονται έτσι, «di¦ tÕ ¢fwrismšnouj enai aÙtoÝj ¢pÕ tînllwn di¦ t¾n ™qeloperissoqrVske…an t¾n par' aÙto‹j nenomismšnhn· F£rej g¦r kat¦ t¾n `Ebrada ˜rmhneÚetai ¢forismÒj»[122]. Χαρακτηριστικό τους, όπως αναφέρει ο Ιώσηπος, είναι «met¦ ¢kribe…aj dokoàntej ™xhge‹sqai t¦ nÒmima kaˆ t¾n prèthn ¢p£gontej a†resin eƒmarmšnV te kaˆ qeù pros£ptousi p£nta, kaˆ tÕ mn pr£ttein  t¦ d…kaia kaˆ m¾ kat¦ tÕ ple‹ston ™pˆ to‹j ¢nqrèpoij ke‹sqai, bohqe‹n d e„j ›kaston kaˆ t¾n eƒmarmšnhn· yuc»n te p©san mnfqarton, metaba…nein d e„j ›teron sîma t¾n tîn ¢gaqîn mÒnhn, t¦j d tîn faÚlwn ¢id…J timwr…v kol£zesqai»[123], δηλ. θεωρούσαν ότι ο νόμος πρέπει να εξηγείται με ακρίβεια, ενώ αποδίδουν τα πάντα στο Θεό και τη μοίρα. Την ψυχή τη θεωρούσαν άφθαρτη.

Η σχολαστικότητα που επέδειχναν στην εφαρμογή του Νόμου και των εντολών του Θεού, εύκολα θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι κύριο μέλημά τους ήταν η θρησκευτικοποίηση όλων των πτυχών της ζωής των Ιουδαίων. Αυτή η άποψη φαίνεται να τεκμηριώνεται από πολλές εκδηλώσεις τους, που δείχνουν μία απόλυτη θρησκευτική συμπεριφορά και προσκόλληση σε τελετουργικούς τύπους[124], που δεν παρατηρείται στους υπόλοιπους κατοίκους της Παλαιστίνης.

Πάντως  απολάμβαναν το σεβασμό και ο τρόπος ζωής τους προκαλούσε το θαυμασμό σε πολλούς. Ακόμη και οι πρώτοι χριστιανοί δε δείχνουν να κρατούν απέναντί τους την ίδια κριτική στάση με τον Ιησού, ενώ μέσα από τις αφηγήσεις του βιβλίου των Πράξεων δεν παρουσιάζεται να έχουν οι Φαρισαίοι την ίδια εχθρική αντιμετώπιση από το συντάκτη του, όπως οι Γραμματείς, οι Πρεσβύτεροι και οι Σαδδουκαίοι. Μάλλον μοιάζουν να συγκλίνουν οι απόψεις των χριστιανών με αυτές των Φαρισαίων σε κάποια ζητήματα, όπως π.χ. στο θέμα της ανάστασης των νεκρών[125].

Χαρακτηριστική της «συμπάθειας» που δείχνει να υπάρχει μεταξύ των μελών της χριστιανικής κοινότητας και των Φαρισαίων είναι και η στάση του μέλους του Μεγάλου Συνεδρίου και Φαρισαίου, του νομοδιδάσκαλου Γαμαλιήλ. Χάρη στη δική του παρέμβαση ελευθερώνονται ο Πέτρος και οι υπόλοιποι Απόστολοι, ενώ ο ίδιος δείχνει με τα λόγια του να έχει πειστεί για τη σοβαρότητα του χριστιανικού κινήματος[126].

Ένα σημαντικό ζήτημα τώρα, που πρέπει να διερευνηθεί, είναι τα κίνητρα που ωθούσαν τους Φαρισαίους να έχουν τη συγκεκριμένη συμπεριφορά και να δείχνουν μεγάλη εμμονή στην τήρηση του Νόμου. Τονίστηκε προηγουμένως ότι τα κίνητρά τους εκ πρώτης όψεως φαίνονται να είναι θρησκευτικά. Τουλάχιστο οι εκδηλώσεις της πίστης τους αυτό αποδεικνύουν, όπως και το γεγονός ότι σημείο αναφοράς τους είναι ο Θεός.

Όμως, στις ιουδαϊκές θρησκευτικές ομάδες, ήταν δύσκολο να διαχωριστούν οι θρησκευτικές από τις πολιτικές ή κοινωνικές εκδηλώσεις τους, όπως γράφτηκε και προηγουμένως. Παράλληλα, κάτι που δεν πρέπει να λησμονείται, είναι πως η Παλαιστίνη την εποχή που μελετάμε, ήταν υπό την κατοχή των Ρωμαίων. Αυτό, όχι μόνο δεν άφηνε αδιάφορους τους Φαρισαίους, αλλά από τις τάξεις τους προήλθε και το κατεξοχήν οργανωμένο κίνημα αντίστασης κατά της αυτοκρατορίας στην περιοχή, οι Ζηλωτές.

Χρήσιμο είναι ακόμη να τονιστεί πως κάποιες ηγετικές θρησκευτικές ομάδες –μεταξύ αυτών και οι Φαρισαίοι- είχαν έντονα ανεπτυγμένη την ιδέα της εθνικής τους ανωτερότητας. Η στάση ζωής τους σε πολλά ζητήματα, αποσκοπούσε να αναδείξει τα στοιχεία που τους έκαναν να ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους λαούς και να βγάλει στην επιφάνεια την ειδική σχέση που θεωρούσαν ότι είχαν με το Θεό[127].

Οι συμπατριώτες τους όμως, ζώντας μέσα στον ελληνορωμαϊκό κοσμοπολιτισμό, που αναπτύχθηκε μετά τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου, δείχνουν να θαμπώνονται από αυτόν και να ακολουθούν συνήθειες που δεν άρμοζαν σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «ιουδαϊκός τρόπος ζωής». Με άλλα λόγια κινδύνευαν να αφομοιωθούν μέσα στην πολυπολιτισμική κοινωνία της εποχής τους, και έτσι να μην είναι πλέον ο περιούσιος λαός του Θεού, αφού δε θα ξεχώριζαν από τις άλλες εθνικές ομάδες.

Αυτός φαίνεται να είναι και ο λόγος που οι Φαρισαίοι τηρούσαν με ευλάβεια ακόμη και τις πλέον μικρές λεπτομέρειες του Νόμου: Αυτός  έκανε να ξεχωρίζουν οι Ιουδαίοι μέσα στη ρωμαϊκή οικουμένη, δημιουργούσε την αίσθηση της ομάδας, που περιχαρακώνονταν σε διατάξεις, που οι ίδιοι μόνο αναγνώριζαν ότι είχαν ειδική βαρύτητα, αφού θεωρούσαν ότι προερχόταν από το Θεό, και εξαιτίας αυτού, ήταν υποχρεωμένοι όλοι οι συμμετέχοντες σε αυτό το εθνικό σύνολο, να τις τηρούν απαρέγκλιτα . Δηλαδή για τους Φαρισαίους, όπως δείχνουν τα πράγματα, στην κορυφή των αξιών τους είχαν το έθνος τους και το διαχωρισμό του από τα υπόλοιπα στην ανοιχτή ελληνορωμαϊκή κοινωνία . Έτσι όμως ο Θεός υποβιβαζόταν στην κλίμακα των αξιών τους και χρησιμοποιούνταν οι εντολές του, ως μέσον για την ανάδειξη άλλων στόχων[128].

Δεδομένες, μετά από αυτά που ειπώθηκαν, είναι οι εκδηλώσεις θρησκευτικού φανατισμού των Φαρισαίων, εναντίον αυτών που θεωρούσαν ότι δεν τηρούσαν το Νόμο, με τον τρόπο που αυτοί πίστευαν σαν τον πρέποντα, αν και προέρχονταν από το ιουδαϊκό έθνος. Αυτές τους οι κινήσεις με ενάργεια περιγράφονται στα ευαγγελικά κείμενα και δείχνουν άτομα που δε διστάζουν να εξοντώσουν τους θεωρούμενους παραβάτες των αρχών του ιουδαϊσμού. Επομένως και η συμμετοχή τους σε επεισόδια κακοποίησης μελών της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων –σαν αυτό του Στέφανου- θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

Οι Σαδδουκαίοι ήταν μία από τις θρησκευτικές ομάδες που πρωταγωνίστησαν στις πράξεις φανατισμού, που είχαν σχέση με την πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων. Είναι αυτοί που συμμετέχουν στη σύλληψη του Πέτρου και του Ιωάννη,  γιατί τους άκουσαν να κηρύττουν στο λαό ότι η Ανάσταση του Ιησού αποδείκνυε την ανάσταση των νεκρών[129], πράγμα που οι ίδιοι δε δέχονταν. Το ίδιο κάνουν και στο δεύτερο επεισόδιο σύλληψης, όλων των Αποστόλων τώρα. Γεμάτοι φθόνο τους πιάνουν και τους οδηγούν στη φυλακή[130].

Αποτελούν λοιπόν μία από τις ομάδες που θεωρούν τους χριστιανούς αντιπάλους τους και ανταγωνιστές του ιουδαϊσμού. Ο Λουκάς δε διστάζει να το τονίσει αυτό, πράγμα που δεν κάνει με τους Φαρισαίους στο βιβλίο των Πράξεων. Και ο λόγος της εχθρότητας φαίνεται να είναι το χριστιανικό κήρυγμα για την ανάσταση των νεκρών.

 Σε επόμενο κεφάλαιο των Πράξεων διευκρινίζεται ότι οι Σαδδουκαίοι δεν αποδέχονταν την Ανάσταση, όπως και την ύπαρξη των αγγέλων[131], και αυτές οι αντιλήψεις ήταν μόνο ένα μέρος της διδασκαλίας τους αλλά και της γενικότερης θεώρησης που είχαν για τις ιουδαϊκές υποθέσεις.

Για τον Ιώσηπο ήταν μία από τις τρεις ιουδαϊκές αιρέσεις. Τους περιγράφει στο έργο του «Περί του ιουδαϊκού πολέμου» σε σύγκριση με τους Φαρισαίους[132]και θεωρεί ότι δεν πιστεύουν στη μοίρα και στην επέμβαση του Θεού στα ανθρώπινα πράγματα, έχοντας έτσι διαφορετικές αντιλήψεις από αυτούς[133]

Για τον Επιφάνιο[134] το όνομα τους προέρχεται από την επίκληση της δικαιοσύνης[135]. Δεν πιστεύουν σύμφωνα με τον «αιρεσιολόγο» της πρώτης εκκλησίας,  στην Ανάσταση των νεκρών ούτε στην ύπαρξη των αγγέλων. Αν και σε αυτά μοιάζουν με τους Σαμαρείτες, συμπράττουν με τους υπόλοιπους Ιουδαίους και λατρεύουν το Θεό στην Ιερουσαλήμ.

Φαίνεται να είχαν μεγάλη επιρροή στην Παλαιστίνη, να ήταν πολύ πλούσιοι και από τις τάξεις τους να προερχόταν οι αρχιερείς του Ναού[136]. Για όλους αυτούς τους λόγους μάλλον θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως κοινωνική τάξη, παρά ως θρησκευτικό κίνημα. Τα συμφέροντά τους όμως ήταν απόλυτα συνδεδεμένα με το Ναό και τη λατρεία του. Γι’ αυτό το λόγο και δείχνουν να αντιδρούν σε οποιονδήποτε θέλει να αλλάξει κάτι από τους θεσμούς της ιουδαϊκής θεοκρατίας.

Είναι δύσκολο να προσδιοριστεί επακριβώς ο ρόλος των Ηρωδιανών στα ιουδαϊκά πράγματα του πρώτου μισού του 1ου αι. μ.Χ. Είναι σίγουρο όμως ότι συνδεόταν με τον Ηρώδη και τη δυναστεία του[137]. Στα ευαγγελικά κείμενα παρουσιάζονται να συνεργάζονται με τους αντιπάλους του Ιησού[138], τους Φαρισαίους, για να τον παγιδέψουν, ενώ ο Ιησούς προτρέπει τους μαθητές του να φυλάγονται από αυτούς[139].

 Αν και η ηρωδιανή δυναστεία δεν κυβερνούσε πλέον την Ιουδαία, αφού οι ίδιοι οι Ρωμαίοι είχαν πάρει την εξουσία στα χέρια τους με τους ρωμαίους επιτρόπους, μέλη της ομάδας δρούσαν στην Ιερουσαλήμ, όπως συνάγεται από το ευαγγέλιο του Μάρκου(12,13). Εντούτοις καμία ένδειξη δεν υπάρχει που να δείχνει ότι συμμετέχουν σε βίαιες εκδηλώσεις εναντίον της χριστιανικής ιεροσολυμιτικής κοινότητας.

Στην πραγματικότητα το ενδιαφέρον τους επικεντρώνεται στην ανάδειξη της ηρωδιανής δυναστείας. Είναι χαρακτηριστικό το χωρίο των Πράξεων 12,22 που περιγράφει τους κόλακες να επευφημούν τον Ηρώδη Αγρίππα, που αγόρευε, φωνάζοντας «Qeoà fwn¾ kaˆ oÙk ¢nqrèpou»[140]. Τα λόγια αυτά αποκλείεται να έβγαιναν από το στόμα πιστού Ιουδαίου. Μόνο άτομα που ήταν επιφορτισμένα να κολακεύουν τους Ηρώδες μπορούσαν να το πουν αυτό. Προφανώς εδώ δίνεται η διάσταση του ρόλου που είχαν οι Ηρωδιανοί: Έμμισθα μέλη της αυλής των «πελατών» της Ρώμης στην Παλαιστίνη, που είχαν καθήκον να προπαγανδίζουν το έργο των Ηρωδών, να του δίνουν θεϊκή διάσταση, κατά τα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά πρότυπα, και  να τους παρουσιάζουν ως σωτήρες του λαού. Σε αυτή τους  την προσπάθεια δε δίσταζαν να παραβαίνουν ακόμη και τις βασικές αρχές της ιουδαϊκής θεοκρατίας. Αυτό φανερώνει, κατά τη γνώμη μας, ότι οι Ηρωδιανοί αποκλείεται να προερχόταν από τις ομάδες που φρόντιζαν να τηρούν με ακρίβεια το Νόμο και είναι ζητούμενο κατά πόσον είχαν καλές σχέσεις με  θρησκευτικές παρατάξεις σαν τους Φαρισαίους ή με ιδεολογικές-επαγγελματικές ομάδες σαν τους γραμματείς. Και το γεγονός ότι συνεργάζονται με τους Φαρισαίους για να παγιδέψουν τον Ιησού δε φανερώνει και αναγκαστική μόνιμη συνεργασία μαζί τους. Προφανώς ενώνονται ευκαιριακά για να παγιδέψουν τον κοινό εχθρό τους , μιας και ο Ιησούς δε εκτιμούσε την Ηρωδιανή δυναστεία[141] και αυτό το έδειχνε.

Η καταγωγή τους λοιπόν, πιθανότατα να προέρχεται από τους am haarez, τους ανθρώπους της γης, που θεωρούνταν ένα συνοθύλευμα από ανάμεικτους πληθυσμούς που αποτελούνταν από Σαμαρείτες, Αραμαίους, Φιλισταίους, Μεσοποτάμιους, κατοικούσαν κυρίως στη Γαλιλαία, αδιαφορούσαν για την τήρηση των διατάξεων του νόμου και θεωρούνταν προσκολλημένοι σε δεισιδαιμονίες και προλήψεις[142].

Επειδή δε γνώριζαν το νόμο θεωρούνταν καταραμένοι και στο πρόσωπο τους συγκέντρωναν την περιφρόνηση των προνομιούχων θρησκευτικών ομάδων της Παλαιστίνης. Ειδικά για τους Φαρισαίους ήταν ο όχλος που δεν είχε καμία σχέση με τις θρησκευτικές παραδόσεις (« Ð Ôcloj oátoj Ð m¾ ginèskwn tÕn nÒmon» Ιωάν. 7,49), και ο ραβίνος Χιλλέλ έλεγε γι’ αυτούς. «Δεν έχουν συνείδηση και είναι κάτι λιγότερο από άνθρωποι», ενώ ο ραβίνος Ελεάζαρ κήρυττε πως «επιτρέπεται να διαμελίζουν έναν αμ- χάαρεζ την μέρα του Σαββάτου, ακόμη και κατά την γιορτή του εξιλασμού»[143]

Οι εκδηλώσεις λοιπόν των Ηρωδιανών και η προσκόλλησή τους στη δυναστεία των Ηρωδών φανερώνει άτομα που ήταν αποφασισμένα να κάνουν οτιδήποτε προκειμένου να επιτύχουν τους σκοπούς τους. Επομένως και η συμμετοχή τους σε βίαια επεισόδια κατά της πρώτης χριστιανικής κοινότητας, φαίνεται να είναι πολύ πιθανή.

 

 

 

 

 

Η εθνική ταπείνωση

 

Οι εθνικές ταπεινώσεις ήταν συνηθισμένο φαινόμενο για τον Ιουδαϊσμό του 1ου αι. μ.Χ. Η ρωμαϊκή κατάκτηση της περιοχής, οι αυθαιρεσίες των οργάνων της αυτοκρατορίας και η αίσθηση ότι ο «περιούσιος» λαός όφειλε να υπακούει και να πληρώνει φόρο σε ξένους δυνάστες, δημιουργούσε ένα εκρηκτικό μείγμα, που εκδηλωνόταν με εξεγέρσεις εναντίον της Αυτοκρατορίας. Αυτές όμως στην πραγματικότητα διαιώνιζαν την κρίση που περνούσε ο ιουδαϊκός κόσμος, δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα και κατέληγαν πάντα σε αποτυχία, που είχε ως συνέπεια τη σφαγή χιλιάδων Ιουδαίων και τη λήψη σκληρότερων μέτρων εναντίον τους.

Το ζητούμενο, για το θέμα που πραγματεύεται η παρούσα εργασία, είναι κατά πόσον η εθνική ταπείνωση που γνώριζε ο ιουδαϊκός κόσμος εξαιτίας της ρωμαϊκής κατάκτησης, συνέβαλλε στην εμφάνιση φαινόμενων θρησκευτικού φανατισμού, ενώ δημιουργούσε και  διωγμούς εναντίον της πρώτης χριστιανικής κοινότητας. Αν δηλ. το Μεγάλο Συνέδριο και οι θρησκευτικοκοινωνικές παρατάξεις διαχειριζόταν την εθνική κρίση που οφείλονταν στην υποδούλωση, δημιουργώντας θρησκευτικές εντάσεις και διωγμούς εναντίον ομάδων που η συμπεριφορά τους έδειχνε ότι κινούνται στα όρια της ορθοδοξίας και της αίρεσης. Με αυτό τον τρόπο, και οι λαϊκές μάζες θα ξεχνούσαν τα πραγματικά τους προβλήματα, αφού θα εκτονώνονταν, επιτιθέμενοι εναντίον των παραβατών του Νόμου και  η εξουσία του Μεγάλου Συνεδρίου δε θα αμφισβητούνταν, αφού θα έδειχνε ότι αγωνίζεται να ξεριζώσει τους αμφισβητίες της θρησκευτικής νομιμότητας.

Φυσικά κανένας δεν αμφιβάλλει ότι σε μία θεοκρατική κοινωνία δε χρειάζεται να υπάρχει εθνικό πρόβλημα, για να εκδηλωθεί ο θρησκευτικός φανατισμός. Ούτε πως οι παρατάξεις των Γραμματέων και των Φαρισαίων δεν είχαν γνήσιο θρησκευτικό ενδιαφέρον και δεν επιθυμούσαν τη δίωξη των θρησκευτικών αντιφρονούντων, που δεν ήταν σύμφωνοι με τις επιταγές του μωσαϊκού Νόμου. Εντούτοις, είναι γεγονός ότι οι θρησκευτικές διώξεις εκδηλώνονται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, όταν η θρησκεία εμπλέκεται με τον εθνικισμό ή χρησιμοποιείται ως μέσον αποπροσανατολισμού και χειραγώγησης.

Επομένως, θα πρέπει να ερευνηθούν αν συντρέχουν και «εθνικοί» λόγοι που οδηγούν σε διώξεις εναντίον των χριστιανών των Ιεροσολύμων ή αν αυτές γίνονται μόνο για θρησκευτικούς λόγους. Πάντως ό, τι και να ισχύει η χριστιανική ομάδα είχε πολλούς λόγους να θεωρείται ο ιδανικός αποδιοπομπαίος τράγος, που θα βοηθούσε τους Αρχιερείς και τους Φαρισαίους να στρέψουν την οργή του κόσμου εναντίον της, και να φανούν έτσι θεματοφύλακες των παραδόσεων.

 

…………………………………………………………………

 

 

Οι εθνικές περιπέτειες του Ιουδαϊσμού κατά τον 1ο αι. μ.Χ. ξεκινούν το 63 π.Χ. όταν ο στρατηγός Πομπήιος εισέρχεται στην Ιερουσαλήμ και μολύνει τα ’για των Αγίων του Ναού. Η κατάκτηση της Παλαιστίνης από τους Ρωμαίους ήταν ένας κρίκος σε μια σειρά υποταγών που είχαν ξεκινήσει από την  κατάλυση του Βορείου Ισραηλιτικού Βασιλείου από τους Ασσύριους (622 π.Χ.), συνεχίστηκε με την κατάλυση του Νοτίου Βασιλείου και την αιχμαλωσία του λαού από τους Βαβυλώνιους(586 π.Χ.), την υποταγή της Παλαιστίνης, όπως και όλης της περιοχής στους Πέρσες(539 π.Χ.) και κατόπιν στους Έλληνες (332 π.Χ.).

Στα ταραγμένα χρόνια που ακολούθησαν τη ρωμαϊκή κατάκτηση αναδύεται το άστρο του γιού του Ιδουμαίου Αντίπατρου, Ηρώδη. Ο Οκταβιανός του απονέμει τον τίτλο Rex Socius et Amicus Populi Romani και γίνεται ο άνθρωπος της Ρώμης στην Παλαιστίνη. Του παραχωρούν τη διοίκησή της, το βασίλειό του γίνεται φόρου υποτελές στη μεγάλη αυτοκρατορία και διατηρεί πάντα καλές σχέσεις με το κέντρο εξουσίας.

Με το θάνατό του ο γιος του Αρχέλαος προσπαθεί να τον διαδεχτεί στην εξουσία. Το μόνο που καταφέρνει όμως είναι να του δοθεί ο τίτλος του Τετράρχη, το μισό βασίλειο του πατέρα του (οι περιοχές της Ιουδαίας, της Σαμάρειας και της Ιδουμαίας) και η υπόσχεση πως μπορεί να γίνει βασιλιάς, αν ικανοποιούσε τους Ρωμαίους, ενώ το υπόλοιπο βασίλειο δίνεται στους άλλους δύο γιους του Ηρώδη, Ηρώδη Αντίπα και Φίλιππο.

Ο Αρχέλαος δημιουργεί προβλήματα και η Ρώμη τον εξορίζει και διοικεί πλέον η ίδια απευθείας τις περιοχές του, διορίζοντας Ρωμαίους επιτρόπους.

Ο πιο γνωστός είναι ο Πόντιος Πιλάτος (26-36 μ.Χ.), μία αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, που προκάλεσε το θρησκευτικό αίσθημα των Ιουδαίων με τις πράξεις του. Είναι χαρακτηριστική η παρατήρηση του Φίλωνα γι’ αυτόν: «Αλύγιστος, μίγμα ισχυρογνωμοσύνης και σκληρότητας»[144]. Στην εποχή του, συνέβησαν τα γεγονότα του Πάθους του Ιησού, που αφηγούνται τα Ευαγγέλια.

 

 

…………………………………………………………………

 

Τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων είχαν βιώσει και αυτά την εθνική ταπείνωση. ’λλωστε αποτελούσαν μέλη του ιουδαϊκού έθνους και  οι συνέπειες της κατάκτησης είχαν αγγίξει και αυτούς.  Πουθενά δε φαίνεται ότι είχαν διαφοροποιηθεί από την τύχη των συμπατριωτών τους. Έτσι ο Δαβίδ είναι προπάτορας και των χριστιανών[145], αυτοί θεωρούνται αδέλφια των υπόλοιπων Ιουδαίων[146], είναι παιδιά του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ[147], ενώ δείχνουν να ενδιαφέρονται για τη σωτηρία των υπόλοιπων Ιουδαίων[148].

Η υποταγή όμως του ιουδαϊσμού στις μεγάλες αυτοκρατορίες ήταν τραυματική εμπειρία. Οδήγησε το λαό και την ηγεσία σε εσωστρέφεια, η οποία εκδηλώθηκε κυρίως με τον τυπικισμό, που έδινε ιδιαίτερη προσοχή στη συμμόρφωση με τους εξωτερικούς  τύπους του Νόμου[149] και στη φροντίδα για τήρηση της καθαρότητας που όφειλε να έχει ο γνήσιος Ιουδαίος. Αυτά τα δύο, όπως τονίστηκε,  δημιούργησαν ένα αίσθημα ανωτερότητας έναντι των υπόλοιπων κατοίκων της Παλαιστίνης, που αντιστάθμιζε την εθνική ταπείνωση και βοηθούσε στην αντιμετώπιση των συμπλεγμάτων που είχαν δημιουργηθεί. Κάτω λοιπόν από αυτή την προοπτική, όλοι όσοι δεν εκπλήρωναν αυτές τις προϋποθέσεις, έπρεπε να βγουν έξω από το θρησκευτικό και κοινωνικό σύστημα του ιουδαϊσμού και να αντιμετωπίσουν διώξεις, αν θεωρούνταν ότι τον αμφισβητούσαν.

Με βάση λοιπόν τα παραπάνω η εθνική ταπείνωση ήταν δυνατό να δημιουργήσει διώξεις κατά της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων, μιας και ήταν εύκολος στόχος. Ο θρησκευτικός φανατισμός εναντίον της θα βοηθούσε τους ηγέτες της ιουδαϊκής θεοκρατίας να οδηγήσουν το λαό σε εκτόνωση, μιας και θα «τιμωρούνταν» ένας εχθρός της παράδοσης, που δεν τηρούσε τις διατάξεις περί καθαρότητα.

 

 

 

 

 

 

Κεφάλαιο Γ΄ : Επιθέσεις εναντίον των χριστιανών των Ιεροσολύμων

 

Οι αρχικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε μέλη της πρώτης χριστιανικής ομάδας των Ιεροσολύμων και σε εκπροσώπους των ιουδαϊκών θρησκευτικών ομάδων γνωρίζουν μία προϊούσα ένταση με αποκορύφωμα το λιθοβολισμό του Στεφάνου. Ο εγκλεισμός στη φυλακή του Πέτρου και του Ιωάννη, μετά τη θεραπεία του χωλού, η σύλληψη των Αποστόλων μετά τα θαύματα που πραγματοποιούν στην Ιερουσαλήμ και στις υπόλοιπες γειτονικές πόλεις καθώς και ο λιθοβολισμός του Στεφάνου φαίνονται να εντάσσονται σε ένα γενικότερο σχέδιο του συντάκτη των Πράξεων, που επιζητεί με αυτή την κλιμακωτή έκθεση των φαινομένων θρησκευτικού φανατισμού που εκδηλώνονται εναντίον της χριστιανικής κοινότητας, να τονίσει τη διαφοροποίηση του κινήματος του Ιησού από τον επίσημο Ιουδαϊσμό και να προετοιμάσει την εμφάνιση του Παύλου, που αποκόβει πλέον τους βασικούς δεσμούς με τη Γιαχβική θρησκεία, συμβάλλοντας έτσι στη δημιουργία του καινούριου θρησκευτικού σχήματος.

Το σχήμα της αντιπαράθεσης, από τη μεριά της ιουδαϊκής θεοκρατίας, φαίνεται να ακολουθεί την εξής γραμμή: απειλή – κακοποίηση. Σε αυτά πρωταγωνιστούν ο Πέτρος και ο Ιωάννης,  Απόστολοι (χωρίς να δίνονται από το συγγραφέα των Πράξεων συγκεκριμένα στοιχεία για την ταυτότητά τους) και ο Στέφανος.

 

 

 

 

 

Απειλές

Ο Πέτρος και ο Ιωάννης στη φυλακή

 

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Το επεισόδιο που περιγράφεται στους στίχους 3, 1 - 4,22 του βιβλίου των Πράξεων[150] αποτελεί μία εισαγωγή σε σκηνές που θα ακολουθήσουν στο ίδιο κείμενο και έχουν ως χαρακτηριστικό τους όψεις του φανατισμού, όπως αυτός αναπτυσσόταν και εκδηλωνόταν στους κόλπους της ιουδαϊκής θεοκρατίας, και αφορούσε την αντιπαράθεση με τα στελέχη του χριστιανικού κινήματος. Από αυτή την άποψη δεν διακρίνεται για τη βιαιότητά του, ούτε για ακρότητες. Στην ουσία οι πρακτικές  θρησκευτικού φανατισμού που μπορούν να διακριθούν εδώ, κινούνται στην περιφέρεια του επεισοδίου που περιγράφεται, το διανθίζουν και δεν φαίνεται να αποτελούν  τον κεντρικό σκοπό ούτε του αρχικού συντάκτη ούτε του εκδότη του βιβλίου. Δίνουν όμως μία πρώτη γεύση για το τι πρόκειται να επακολουθήσει και για τις συνέπειες που θα έχουν οι οπαδοί του Ιησού, εφόσον θα εξακολουθούν να κινούνται στην περιφέρεια του ιουδαϊσμού και φαίνονται να ζητούν την αυτονόμησή τους από αυτόν. Πάντως ο αναγνώστης που θα μελετήσει τα Ευαγγέλια και τις Πράξεις των Αποστόλων, ως ολοκληρωμένο σύνολο, θα αποκομίσει την εντύπωση ότι οι ηγέτες του Ιουδαϊσμού εδώ αντιμετωπίζουν πιο διαλλακτικά τους μαθητές του Ιησού, απ’ ότι αντιμετώπισαν τον ιδρυτή της κίνησης. Φυσικά το ίδιο συμπέρασμα βγαίνει και από τη σύγκριση του έργου Τρίτο Ευαγγέλιο – Πράξεις. Ενώ ο Ιησούς αντιμετωπίζεται ως εγκληματίας που πρέπει να καταδικαστεί, εδώ η ηπιότητα είναι χαρακτηριστική, ο  Πέτρος και ο Ιωάννης θεωρούνται ότι κινούνται εντός των πλαισίων του ιουδαϊσμού ενώ οι Ρωμαίοι δεν έχουν καμία συμμετοχή. Αυτό είναι πολύ πιθανό να οφείλεται και στη μετάλλαξη της αρχικής ενθουσιαστικής κίνησης των οπαδών του Ιησού, σε καθαρά θρησκευτικό καθίδρυμα, που κινείται σε αυτή τη φάση εντός των κόλπων του ιουδαϊσμού.

 Σημείο που θα πρέπει να διευκρινιστεί, για να ερευνηθούν στη συνέχεια όψεις του φανατισμού που διακρίνονται στο επεισόδιο της σύλληψης του Πέτρου και του Ιωάννη από τους Ιουδαίους, μετά τη θεραπεία του χωλού ανθρώπου, είναι ο σκοπός που εξυπηρετούσε μέσα στις γενικότερες κατευθύνσεις του βιβλίου των Πράξεων, ώστε να θεωρηθεί απαραίτητο να μνημονευθεί.

Ο πυρήνας του επεισοδίου στηρίζεται στο γεγονός ότι οι μαθητές και οι οπαδοί του κινήματος του Ιησού που βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ είχαν να επιλέξουν ανάμεσα σε δύο κατευθύνσεις: Ή να φύγουν από το κέντρο του ιουδαϊσμού και να γυρίσουν πίσω στη Γαλιλαία, οπότε το μέλλον θα διαγραφόταν δυσοίωνο και χωρίς προοπτικές ή να παραμείνουν στην Ιερουσαλήμ, γνωρίζοντας ότι πιθανόν θα επιτύγχαναν την αναγνώριση μέσα στη θρησκευτική προβληματική που αναπτυσσόταν στην πόλη. Σε αυτή όμως την περίπτωση θα είχαν να αντιμετωπίσουν και τα όργανα της επίσημης θρησκευτικής ιδεολογίας, μιας και με αυτή είχε έρθει σε αντιπαράθεση ο Ιησούς. Κα΄τω από αυτή την προοπτική οι δύο μαθητές, ο Πέτρος και ο Ιωάννης φυλακίστηκαν και απειλήθηκαν από τους Σαδδουκαίους και τους ιερείς του Ναού.

 

Το επεισόδιο-Ερμηνεία

Μετά τη θεραπεία του χωλού ανθρώπου στο ναό και το κήρυγμα του Πέτρου πλησιάζουν ιερείς, ο διοικητής της φρουράς του Ναού και Σαδδουκαίοι και συλλαμβάνουν τον Πέτρο και τον Ιωάννη. Είναι πρόβλημα από πού προέρχεται η αγανάκτηση των εκπροσώπων του ιουδαϊκού ιερατείου εναντίον τους. Έχει σαν αφορμή του το κήρυγμα των δύο αποστόλων για τον Ιησού ή αφορά το μέρος του κηρύγματός τους το οποίο αναφέρεται στην ανάσταση από τους νεκρούς ενός προσώπου; Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι Σαδδουκαίοι δεν αποδέχονταν την ανάσταση, για λόγους που είχαν να κάνουν με τη στάση τους απέναντι στους Ρωμαίους και με τη συσσώρευση πλούτου από μέρους τους, έστω κι αν αυτό γινόταν εις βάρος των συμφερόντων του Ναού, δηλ. του ίδιου του Θεού.

Προσεκτική μελέτη του κειμένου δείχνει ότι ο καθένας είχε τους λόγους του για να προχωρήσει στη σύλληψη. Οι ιερείς και οι γραμματείς, γιατί φοβούνταν μία νέα στάση του λαού εμπρός στην εμπειρία του θαύματος, που έβλεπε. Είναι γνωστό ότι πολλές φορές οι Ιουδαίοι  εμπρός στην εμπειρία ενός υπερφυσικού γεγονότος, εξεγείρονταν κατά της ρωμαϊκής αρχής, θεωρώντας ότι ο Μεσσίας βρισκόταν μαζί τους. Αυτό είχε σαν συνέπεια οι ρωμαίοι να καταπνίγουν αυτές τις ιουδαϊκές εξεγέρσεις στο αίμα και να λαμβάνουν σκληρότερα μέτρα εναντίον του λαού. Γι’ αυτό η ποινή του «λαοπλάνου» που παρέσυρε τα πλήθη σε αυτή την ολέθρια κίνηση κατά της εξουσίας του Καίσαρα ήταν, όπως έχει τονιστεί, ο θάνατος.[151] Επομένως προβαίνουν , κατά πάσα πιθανότητα στη σύλληψη των δύο μαθητών του Ιησού, μη γνωρίζοντας τις προθέσεις τους και το εύρος της κίνησής τους, που, απ’ ότι φαίνεται, άρχιζε σιγά-σιγά και αποκτούσε οπαδούς.

Εδώ δε μπορεί να μη ληφθεί υπόψη και η προσπάθεια των ιουδαϊκών αρχών για να διαπιστώσουν τυχόν παρεκκλίσεις της χριστιανικής κοινότητας από την ορθή διδασκαλία του ιουδαϊσμού, πράγμα που γι’ αυτούς αποτελούσε σοβαρότατο παράπτωμα. Είναι χαρακτηριστική η ερώτηση που απευθύνουν τα επιφανή μέλη του συνεδρίου που έχουν συγκεντρωθεί, για να τους ανακρίνουν: « 'En po…v dun£mei À ™n po…J ÑnÒmati ™poi»sate toàto Øme‹j;» (Πρ. 4,7). Στην ουσία η ερώτησή τους περιστρέφεται γύρω από τον άξονα της διαπίστωσης της νομιμότητας της πράξης τους και την συμπόρευσής της με τις αρχές του ιουδαϊσμού. Η απάντηση αναμένεται από το χώρο του μεταφυσικού και από το χώρο της πολιτικής ιουδαϊκής ορθοδοξίας. Στην πρώτη περίπτωση ζητούν να διαπιστώσουν αν η θεραπεία του χωλού είναι έργο του σατανά, οπότε θα πρέπει να ληφθούν μέτρα εναντίον των δύο αποστόλων, ενώ στη δεύτερη, ζητούν να μάθουν αν πίσω από τη ενέργειά τους υπάρχει υποκίνηση από χαρισματική προσωπικότητα, που πρόκειται να οδηγήσει το πλήθος σε εξέγερση. Δε θεωρούν ότι οι ο Πέτρος και ο Ιωάννης θα μπορούσαν να είναι αρχηγοί κάποιου μεσσιανικού κινήματος. Αυτό άλλωστε δεν ήταν δύσκολο να το διαπιστώσουν. Οι δύο Απόστολοι ήταν Γαλιλαίοι, κάτι που όλοι γνώριζαν, οπότε  το πλήθος δύσκολα θα τους ακολουθούσε, δεδομένης της αντιπάθειας του ιουδαϊσμού για τους κατοίκους του βορείου τμήματος της Παλαιστίνης.

Το επεισόδιο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα του ιουδαϊκού φανατισμού. Πρόκειται για μία ακόμη αμφισβήτηση της αυθεντίας των ηγετών του ιουδαϊσμού, που είχε παρατηρηθεί τον 1ο αιώνα από κύκλους προσκείμενους στην κίνηση του Ιησού. Αντανακλά βασικές όψεις των τρόπων αντίδρασης των εκπροσώπων των ιουδαϊκών θρησκευτικοκοινωνικών ομάδων απέναντι σε άτομα ή ομάδες που ερχόταν σε αντιπαράθεση με την εξουσία τους. Αυτή συνίστατο σε αμυντικές και επιθετικές τακτικές που μπορούσαν να φτάσουν ακόμη και στα άκρα (π.χ. λυντσάρισμα δια λιθοβολισμού).

Βεβαίως, στην προκειμένη περίπτωση, η κατάσταση δεν εκτραχύνεται και δεν οδηγείται στα άκρα. Μάλιστα μετά από μία ολιγόωρη φυλάκιση που συνοδεύτηκε από απειλητικές προειδοποιήσεις, ο Πέτρος και ο Ιωάννης αφήνονται ελεύθεροι να συνεχίσουν το κήρυγμα. Αξίζει να δούμε στη συνέχεια τους λόγους που οδηγούν σε αυτή την εξέλιξη.

Κατ’ αρχήν το επεισόδιο δε φαίνεται να αφορά όλες τις θρησκευτικές ομάδες, αλλά κυρίως τους Σαδδουκαίους. Όπως έχει τονιστεί και προηγουμένως, αυτοί αντιδρούσαν στο κήρυγμα για την ανάσταση των νεκρών και δεν το αποδέχονταν.  Η περιπέτεια του Πέτρου και του Ιωάννη είναι ένα μεμονωμένο επεισόδιο, δείχνει να είναι μία ακόμη αντιπαράθεση πάνω στις θρησκευτικές αντιλήψεις, που είχαν ομάδες που κινούνταν στους κόλπους του ιουδαϊσμού, χωρίς όμως η διδασκαλία τους να ξεφεύγει από τα πλαίσια της νομιμότητας και της αμφισβήτησης των βασικών  αρχών      του [152].   Επομένως δε φαίνεται να χρειάζεται να ληφθούν δραστικά μέτρα εναντίον των μαθητών.

 Η σύνθεση του Συνεδρίου είναι πλήρης: συμμετέχουν, όπως αφηγούνται οι Πράξεις οι άρχοντες των Ιουδαίων, οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς, ο ’ννας, ο αρχιερέας Καϊάφας, ο Ιωάννης, ο Αλέξανδρος και άλλοι που κατάγονταν από αρχιερατική οικογένεια.

Όταν ζητούν να μάθουν ποιον αντιπροσωπεύουν οι δύο μαθητές και με ποια δύναμη έκαναν το θαύμα,  δίνεται η ευκαιρία να διατυπωθεί η πίστη της πρώτης κοινότητας. Ο λόγος των Αποστόλων είναι μία ομολογία. Πιστεύουν λοιπόν στον Ιησού το Ναζωραίο, που σταυρώθηκε από τα μέλη του Συνεδρίου. Ο Θεός όμως τον ανέστησε. Είναι ο « λθος ξουθενηθες φ' μν τν οκοδμων,  γενμενος ες κεφαλν γωνας»[153]. Είναι το μοναδικό πρόσωπο από το οποίο μπορεί να προέλθει η σωτηρία.

Τα μέλη του συνεδρίου θεωρούν ότι ο Πέτρος και ο Ιωάννης δεν αντιπροσωπεύουν κάποιο κίνδυνο γι’ αυτούς. Ο λόγος τους για ανάσταση του Ιησού, τους παρουσιάζει να μην έχουν βλέψεις ή φιλοδοξίες, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αντίθετες με την πολιτική που ασκούσαν οι Ιουδαίοι. Πιστεύουν ότι έχουν να κάνουν με ανθρώπους αγράμματους και απλοϊκούς, ενώ τους αναγνωρίζουν και σαν μαθητές του Ιησού. Παράλληλα το θαύμα της θεραπείας του χωλού είχε διαδοθεί σε όλη την πόλη. Επομένως, αν τους κάνουν κακό, ο όχλος θα ξεσηκωθεί και θα δημιουργηθεί μία έκρυθμη κατάσταση, χωρίς λόγο.

Αποφασίζουν λοιπόν να τους αφήσουν ελεύθερους, αφού προηγουμένως τους συμβουλεύουν να μη ξαναμιλήσουν και να μη διδάσκουν για τον Ιησού. Στην άρνηση των Αποστόλων να το πράξουν, τους απειλούν και στη συνέχεια τους αφήνουν ελεύθερους, μιας και δε βρήκαν δικαιολογία για να τους τιμωρήσουν, και επειδή φοβούνταν το λαό[154].

Νομίζουμε ότι εκείνο που θα πρέπει να διευκρινιστεί είναι τα κίνητρα των απειλών εναντίον των δύο μαθητών του Ιησού. Αντιπροσώπευε η κοινότητα των πρώτων χριστιανών, σε αυτή τη φάση της ιστορίας της, απειλή για τις ιουδαϊκές αρχές, οπότε θεωρήθηκε ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί δυναμικά, ή κάποιες διδασκαλίες της, όπως για παράδειγμα αυτή που αφορούσε την ανάσταση των νεκρών, θεωρήθηκε πρόκληση για τις παγιωμένες αντιλήψεις των θρησκευτικών ομάδων, οπότε θα έπρεπε να  ληφθούν μέτρα για να σταματήσουν οι απόστολοι να τις διδάσκουν; Όπως φαίνεται η απάντηση βρίσκεται στη δεύτερη πρόταση. Μάλιστα, αν η διδασκαλία του Πέτρου και του Ιωάννη συνδυαστεί με τη θεραπεία του χωλού, γίνεται αντιληπτό, ότι πολλοί θα την αποδέχονταν, πράγμα που έγινε όπως πληροφορούν οι Πράξεις.

Κάτω από αυτό το πρίσμα οι απειλές εναντίον των αποστόλων έχουν ως αφετηρία τους το θρησκευτικό φανατισμό. Η ανάσταση είναι μία θρησκευτική αντίληψη, που εξαιτίας του θαύματος γίνεται αποδεκτή από το λαό. Καλώντας τους μαθητές  να μη μιλούν για τον Ιησού, είναι σαν να απαιτούν οι Ιουδαίοι να μη μιλάνε οι μαθητές για την ανάστασή του. Επομένως σκοπός του Μεγάλου Συνεδρίου είναι να σταματήσει να ακούγεται μία θρησκευτική αντίληψη, που ερχόταν σε αντίθεση με τις θέσεις των Σαδδουκαίων, που ήταν επιφανή μέλη του ανώτατου οργάνου του ιουδαϊσμού. Μπορεί οι απειλές, για να σταματήσουν το κήρυγμα για την ανάσταση του Ιησού, να μην θεωρούνται «δραστικό» μέτρο εναντίον τους, εντούτοις έχουν ως σκοπό να ασκήσουν ψυχολογική βία για να τους αναγκάσουν να μη μιλάνε πλέον για τον Ιησού.

Θα ήταν ενδιαφέρον να έδινε το κείμενο στοιχεία και για τη στάση των Φαρισαίων. Στην πραγματικότητα, όπως δείχνει και η σύνθεση του Συνεδρίου, δεν έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο επεισόδιο, και δείχνει να μην ενδιαφέρει η αντίδρασή τους. Παρακάτω, όμως, στη δεύτερη προσαγωγή των μαθητών, η στάση τους είναι υπερασπιστική για τους χριστιανούς και τις αντιλήψεις τους.

 

***

 

 

Το κίνημα του Ιησού δεν είχε πάρει ακόμη διαστάσεις. Η ομιλία του Πέτρου κινείται στα πλαίσια της νομιμότητας του Ιουδαϊσμού. Ούτε ο ίδιος με τον Ιωάννη φαίνονται να έχουν την πρόθεση να διαφοροποιηθούν από την πίστη των πατέρων τους. Τα λόγια του διακρίνονται από την τυπικότητα του λόγου ενός Ιουδαίου. Για την τεκμηρίωσή τους χρησιμοποιεί προφητικές ρήσεις γνωστές στους ακροατές του, ενώ δείχνει να διακρίνεται για τη μετριοπάθεια και την ηπιότητα.

 

 

 

 

 

 

 

Φυλάκιση και ξυλοδαρμός

Οι Απόστολοι στη φυλακή(Πρ. 5,17-42)

 

Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Το κεντρικό σημείο του επεισοδίου είναι η θεϊκή παρέμβαση υπέρ των μαθητών. Ο άγγελος του Κυρίου άνοιξε την πόρτα της φυλακής τους και τους έβγαλε έξω. Με αυτό τον τρόπο αναδεικνύεται η θεϊκή υπεράσπιση για τα μέλη της κοινότητας, ενώ δίνεται η ευκαιρία να τονιστεί ότι κατέχει την αλήθεια, κάτι που δε φαίνεται να συμβαίνει με τον Ιουδαϊσμό. Παράλληλα είναι εμφανής η ανησυχία των μελών του μεγάλου Συνεδρίου για την αύξηση των μελών της. Σε αυτό σημαντικό ρόλο παίζουν τα θαύματα που τελούν οι Απόστολοι. Έτσι φέρνουν τους ασθενείς πάνω σε φορεία και κρεβάτια και περιμένουν να πέσει πάνω τους η σκιά του Πέτρου για να γίνουν καλά[155]. Οι Απόστολοι λοιπόν αναδεικνύονται μεγάλοι θεραπευτές συνεχίζοντας μία μακρά παράδοση που υπήρχε στον Ιουδαϊσμό.

Τα θαύματα γίνονται σε δημόσιο χώρο, πιθανότατα στην αυλή του Ναού, και έτσι όλοι τα γνωρίζουν. Αυτό βάζει όμως σε μεγάλες σκέψεις την ηγεσία του Ιουδαϊσμού, που αισθάνεται να απειλείται από την κίνηση των Γαλιλαίων. Τα μέλη της κοινότητας αυξάνονται. Αν και προηγουμένως είχε ζητήσει από τα κορυφαία στελέχη, τον Πέτρο και τον Ιωάννη, να σταματήσουν να μιλάνε για τον Ιησού, αυτό δε φαίνεται να συμβαίνει. Ο συγγραφέας των Πράξεων, δε μας πληροφορεί σε αυτό το σημείο για το περιεχόμενο του κηρύγματος, φαίνεται όμως ότι το κέντρο του είναι ο Ιησούς και η ανάστασή του. 

Εντύπωση προκαλεί το γεγονός της μη επέμβασης των οργάνων του Ναού εναντίον των χριστιανών. Αφού οι αρχές είχαν απειλήσει προηγουμένως τους μαθητές, θα πρέπει να είχαν δώσει εντολή στην αστυνομική αρχή να μην επιτρέψει στους Αποστόλους να κοινοποιούν την πίστη τους στον Ιησού, ως αναστημένο Μεσσία με οποιονδήποτε τρόπο. Αυτοί όμως συνεχίζουν να εμφανίζονται και να προσελκύουν πιστούς. Πιθανό η απάντηση για τη στάση τους να βρίσκεται στο γεγονός ότι η χριστιανική κοινότητα θεωρούνταν ότι δεν είχε παρεκκλίνει από τις αρχές του Ιουδαϊσμού ή στο ότι δε θεωρούνταν ακόμη απειλή για τα συμφέροντα του Μεγάλου Συνεδρίου. Πάντως είναι γεγονός ότι ήταν πολύ δύσκολο μέσα στο τεράστιο πλήθος που κατέκλυζε κάθε μέρα το χώρο του Ναού να γίνονταν αντιληπτές όλες οι «παρεκκλίσεις» από την επίσημη θρησκευτική θέση.

Η διαφοροποίηση από την επίσημη διδασκαλία του Ιουδαϊσμού αρχίζει σιγά-σιγά εδώ να γίνεται πιο εμφανής. Οι μαθητές δεν προσπαθούν πλέον να δείξουν ότι κινούνται μέσα στο πλαίσιο της ιουδαϊκής θρησκευτικής νομιμότητας, αλλά αποκτούν συνείδηση και της δυνάμεώς τους και της θεϊκής συμπαραστάσεως. Μάλιστα ακόμη και μέλη του Συνεδρίου δείχνουν για πρώτη φορά σκεπτικισμό για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουν τη χριστιανική κοινότητα. 

Πρωταγωνιστής του επεισοδίου είναι για μία ακόμη φορά ο Πέτρος που αυτή τη φορά δεν απολογείται αλλά κηρύττει την πίστη του. Αν και η φυλάκιση και η προσαγωγή ενώπιον του Συνεδρίου έχει πολλά κοινά με την προηγούμενη σύλληψη του Πέτρου και του Ιωάννη, εντούτοις είναι αισθητή και η διαφοροποίηση. Οι Απόστολοι δείχνουν αποφασισμένοι να ομολογήσουν την πίστη τους. Ταυτόχρονα και τα μέλη του Συνεδρίου καταλαβαίνουν ότι έχουν εμπρός τους όχι τους απλοϊκούς και τους φοβισμένους Γαλιλαίους αλλά τους εκπροσώπους μιας θρησκευτικής κίνησης, που είναι έτοιμη να κάνει την εμφάνισή της.

 

Το επεισόδιο-Ερμηνεία

Εξετάζοντας κάποιος τη θρησκευτική αντιπαράθεση ανάμεσα στους εκπροσώπους του Ιουδαϊσμού και στους Αποστόλους, που περιγράφει το χωρίο Πρ. 5,17-42, διαπιστώνει ότι τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να πειστούν οι Απόστολοι να σταματήσουν να θεραπεύουν και να κηρύττουν την πίστη τους είναι η φυλάκιση και ο ξυλοδαρμός, ενώ διαφαίνεται και η σκέψη για να τους θανατώσουν. Όμως από τη στάση του Πέτρου γίνεται αντιληπτό ότι οι μαθητές είναι πλέον αποφασισμένοι να προχωρήσουν και δεν είναι διατεθειμένοι να σταματήσουν να κηρύττουν.

Ο λόγος της φυλάκισης των μαθητών δε γίνεται με σαφήνεια γνωστός. Όπως πληροφορεί ο Λουκάς, ο Αρχιερέας, οι συνοδοί του και το κόμμα των Φαρισαίων τους φυλακίζουν «από φθόνο» ( 0eplh/sqhsan zh/lou)[156]. Δε διευκρινίζεται όμως από πού προέρχεται αυτός: από τη διαπίστωση ότι η χριστιανική κοινότητα δεχόταν καινούρια μέλη, που εγκαταλείπουν τον επίσημο ιουδαϊσμό ή από την ικανότητα του Πέτρου να εκτελεί θαύματα, κάτι που αυτοί δεν μπορούσαν να κάνουν, αν και θεωρούνταν η θρησκευτική αριστοκρατία και οι εκπρόσωποι του Θεού; Νομίζουμε ότι η απάντηση βρίσκεται στο συνδυασμό των δύο καθώς και στο γεγονός ότι οι Απόστολοι μιλούσαν στα κηρύγματά τους για την Ανάσταση του Ιησού, γεγονός που ερχόταν σε αντίθεση με τις πεποιθήσεις των Σαδδουκαίων, που βλέπουν τους απλοϊκούς –όπως τους θεωρούν- Γαλιλαίους να διατυπώνουν αντίθετες  απόψεις από αυτούς.

Οι μαθητές φυλακίζονται από τον αρχιερέα και από τα μέλη της παράταξης των Σαδδουκαίων. Δεν τους έχει απαγγελθεί ακόμη ποινή. Το Μεγάλο Συνέδριο βέβαια είχε το δικαίωμα να οδηγήσει ταραχοποιά στοιχεία στη φυλακή, μέχρι να τους απαγγελθεί κατηγορία[157] . Στο συγκεκριμένο επεισόδιο όμως η απόφαση προφυλάκισης δε λαμβάνεται από την ολομέλεια του ανώτατου οργάνου του Ιουδαϊσμού. Αυτό φαίνεται να αποτελεί παρατυπία, που εύκολα όμως θα μπορούσε να ξεπεραστεί, εφόσον ο αρχιερέας και οι Σαδδουκαίοι θα τόνιζαν ότι η πράξη τους αποβλέπει να απομονώσει τους θρησκευτικούς εξτρεμιστές που δεν υπάκουσαν στα κελεύσματα που είχαν δεχτεί κατά την προηγούμενη σύλληψή τους.

Το επεισόδιο αναπαράγει μία χαρακτηριστική περίπτωση βίας από την πλευρά της θρησκευτικής εξουσίας, που αποβλέπει στον εκφοβισμό και τελικά στην εξόντωση του αντιφρονούντα, που προέρχεται από τους κόλπους της. Αυτό γίνεται γιατί καθίσταται πλέον και επικίνδυνος, αφού αμφισβητεί το μονοπώλιο της εκπροσώπησης του θείου από αυτή, και παρουσιάζει τον εαυτό του ως τον κατέχοντα την αλήθεια και προσελκύει στις ιδέες του οπαδούς, που τους αντλεί από τη θρησκευτική δεξαμενή που η εξουσία θεωρεί ότι της ανήκει.

Όπως διηγείται στη συνέχεια το βιβλίο των Πράξεων, τη νύχτα άγγελος Κυρίου άνοιξε τις πόρτες της φυλακής και τους έβγαλε, ενώ τους παράγγειλε να συνεχίσουν το κήρυγμα για την καινούρια ζωή[158]. Αυτή η αποκαλυπτική εμπειρία βοηθάει τους Αποστόλους να κατανοήσουν ότι αποτελούν πλέον τους γνήσιους εκπροσώπους του Θεού. Υπακούουν  λοιπόν και συνεχίζουν τη διδασκαλία τους από τις πρώτες πρωινές ώρες στο Ναό. Γίνεται στο μεταξύ η σύγκληση του Μεγάλου Συνεδρίου και όλα τα μέλη του πληροφορούνται για την προφυλάκιση των μαθητών από τον αρχιερέα και τους Σαδδουκαίους. Στέλνουν ανθρώπους στη φυλακή για να τους οδηγήσουν εμπρός τους. Αυτοί όμως δε βρίσκουν κανένα και γυρίζουν πίσω αναφέροντας το γεγονός. Ενώ όλοι αναρωτιούνται τι συνέβη, πληροφορούνται ότι οι μαθητές διδάσκουν στο Ναό. Πηγαίνει λοιπόν ο διοικητής με τη φρουρά, συλλαμβάνουν και οδηγούν τους μαθητές ενώπιον του Συνεδρίου, χωρίς να χρησιμοποιήσουν βία γιατί φοβούνταν να μη λιθοβοληθούν από το πλήθος[159].

Το συμπέρασμα από την αφήγηση των Πράξεων, που παρατέθηκε, είναι πως η χριστιανική κοινότητα, παρά την πολεμική των Ιουδαϊκών αρχών, έχει τη θεία συνδρομή και το κήρυγμα για την Ανάσταση του Ιησού συνεχίζεται, χωρίς να εμποδίζεται. Μάλιστα έχει τόσο μεγάλη απήχηση, που αναγκάζει τη φρουρά να μη χρησιμοποιήσει βία εναντίον των μαθητών κατά την προσαγωγή τους στο Συνέδριο.

Το ζήτημα είναι αν πράγματι η χριστιανική κοινότητα είχε τόση επιρροή στο ιουδαϊκό πλήθος, ώστε η εξουσία του Ιουδαϊσμού να θεωρήσει ότι θα έπρεπε να λάβει δραστικά μέτρα εναντίον των ηγετικών μορφών της κοινότητας. Από τα λόγια του Γαμαλιήλ, που θα ακουστούν στη συνέχεια, η δυναμική της συγκρίνεται με το κίνημα του Θευδά και του Ιούδα του Γαλιλαίου[160]. Πρόκειται δηλαδή για ένα κίνημα υπολογίσιμο, που προσελκύει συνέχεια οπαδούς, και δε συμμορφώνεται με τις εντολές του Μεγάλου Συνεδρίου. Επομένως θα πρέπει να ανακοπεί  και οι αρχηγοί του, που στην προκειμένη περίπτωση  είναι ο Πέτρος και ο Ιωάννης, να απομονωθούν και να μη μπορούν να κηρύττουν.

Στην αφήγηση του επεισοδίου δεν προσδιορίζεται αν οι ιουδαϊκές αρχές θεωρούσαν ότι το χριστιανικό κίνημα είχε και πολιτικές βλέψεις. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο είναι πιθανό οι Σαδδουκαίοι να τους θεωρούσαν αντιπάλους τους που ενδιαφέρονταν να υποκαταστήσουν την πολιτική και πνευματική τους εξουσία.

Βέβαια μέσα στο κλίμα της ιουδαϊκής θεοκρατίας δεν υπήρχαν όρια που να χωρίζουν την πολιτική εξουσία, τις θρησκευτικές ιδέες και τα εθνικά οράματα. Αυτά τα τρία, όπως έχει τονιστεί, αποτελούσαν στην πραγματικότητα συγκοινωνούντα δοχεία στον ιουδαϊσμό. Και είναι γεγονός ότι πολλές ενέργειες και λόγια του Ιησού θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι είχαν πολιτική χροιά και επαναστατικό χαρακτήρα. Πιστεύουμε όμως ότι δε συνέβαινε το ίδιο και με την πρώτη κοινότητα των Ιεροσολύμων και αυτό ήταν η βασική διαφοροποίηση που είχε με το κίνημα του Ιησού. Η κοινότητα, όπως παρουσιάζεται, είχε καθαρά θρησκευτικό χαρακτήρα, στην οποία δεν υπήρχαν πολιτικοί στόχοι. Απέβλεπε μόνο στο κήρυγμα για την ανάσταση του Ιησού και στην προσέλκυση οπαδών, μέσω της ανάδειξης της θρησκευτικής υπεροχής και διαφοράς με τον επίσημο ιουδαϊσμό.

Η ερώτηση του αρχιερέα[161] αποσκοπεί να αισθανθούν οι μαθητές ότι αυτή τη φορά δεν πρόκειται να γλυτώσουν την τιμωρία μόνο με απειλές, αλλά θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις, επειδή διδάσκουν στην Ιερουσαλήμ για τον Ιησού και κατηγορούν τα μέλη του Συνεδρίου για την καταδίκη του. Παράλληλα προσπαθεί να αποσείσει από τη ηγετική ομάδα του ιουδαϊσμού την ευθύνη για το πάθος του Ιησού. Αυτό φανερώνει ότι πλέον θεωρεί υπολογίσιμη ομάδα τους χριστιανούς, που η επιρροή τους στον πληθυσμό της πόλης γίνεται όλο και πιο μεγαλύτερη.

 

***

 

Όλα τα παραπάνω φανερώνουν ότι οι σχέσεις της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων με τον Ιουδαϊσμό του 1ου αι. μ.Χ. πέρασαν από πολλές διακυμάνσεις. Ίσως αρχικά οι θρησκευτικοί άρχοντες των Ιουδαίων δεν είχαν κατανοήσει τη δυναμική της χριστιανικής ιεροσολυμιτικής κοινότητας. Αυτό άλλωστε δείχνει και η αρχική αντιμετώπιση που είχαν οι χριστιανοί. Κατόπιν όμως συνειδητοποιείται από όλους ότι οι οπαδοί του Ιησού αρχίζουν σιγά-σιγά να διαφοροποιούνται από τους υπόλοιπους συμπατριώτες τους. Αυτό νομίζω πως οδηγεί και στην κλιμάκωση των διωγμών εναντίον της χριστιανικής κοινότητας. Αυτοί όμως δεν είναι εμπόδιο στην ανάπτυξή της η οποία, όπως είναι γνωστό, είναι συνεχής με αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των μελών της.

 

 

 

 

Επίλογος

 

Η πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων δημιουργείται, σύμφωνα με τις αφηγήσεις του βιβλίου των Πράξεων αμέσως μετά τα γεγονότα της Πεντηκοστής. Δε φαίνεται να αποτελείται από πολλά μέλη. Εντούτοις παρουσιάζει μία αξιοσημείωτη δυναμική και, όπως δείχνουν τα γεγονότα, η αύξησή της είναι συνεχής.

Το πλαίσιο ανάπτυξής της είναι ο Ιουδαϊσμός του 1ου αι. μ.Χ. Έρχεται σε αντιπαράθεση με αυτόν. Απόδειξη είναι τα φαινόμενα φανατισμού εναντίον της που περιγράφονται στις Πράξεις. Το συμπέρασμα όμως που βγαίνει είναι ότι δε μπορούν να ανακόψουν την ορμή της κοινότητας και την αύξηση του αριθμού των μελών της

 

 

 

 

 

 


 

[1] Βλ. για παράδειγμα το λόγιο του Ιησού «᾿Αμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι

προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ» (Ματθ. 21,31)

[2]Τα χαρακτηριστικά της μεσσιανικής αποστολής περιγράφονται στο απόκρυφο έργο «Ψαλμοί Σολομώντος», που ανήκει στον 1ο αιώνα μ.Χ., και παρουσιάζει τις αντιλήψεις που είχαν οι Ιουδαίοι της εποχής του Ιησού για την αποστολή του σωτήρα τους. Σύμφωνα με το κείμενο ο Μεσσίας θα είναι ο λυτρωτής του λαού, που θα διώξει τους ξένους κατακτητές, και θα επαναφέρει την εθνική και κοινωνική αξιοπρέπεια στους Ιουδαίους . ( Βλ. Ψαλμός 17, 20-36. Εισαγωγικά στο έργο, το κείμενο και σχόλια βλ. στο Αγουρίδης Σάββας, Τα Απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης, τ. Β΄, Αθήναι 1979, σ. 109-159).

[3]   Maurice Goguel 1954: The Birth of Christianity, μετ. H.C. Snape, New York σελ. 89 όπου τονίζεται ότι το βιβλίο των Πράξεων είναι η μόνη πηγή πληροφοριών για τη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων .

[4] Οι περισσότεροι ερευνητές σήμερα, σε αντίθεση με ό, τι επικρατούσε το 19ο αι., δέχονται τη συγγραφή των Πράξεων το δεύτερο μισό του 1ου αι. μ. Χ. Για παράδειγμα βλ. τη θέση των ελλήνων καινοδιαθηκολόγων. Έτσι ο Ιωάννης Παναγόπουλος (1995) δέχεται ως χρόνο συγγραφής «τη δεκαετία του 80….όχι αργότερα από το 90» (σελ. 167), ο Βασ. Χρ. Ιωαννίδης (1963) και (1996) μεταξύ 63-67 (1963 στ. 1216)και  μετά το 63 ( 1996 σελ. 190), ενώ το ίδιο υπαινίσσονται ο Σάββας Αγουρίδης (1971, σελ. 193-194) και ο Ιωάννης Καραβιδόπουλος (2001, σελ. 256) που αναφέρει και τις γνώμες των ερευνητών που δέχονται ότι ο χρόνος συγγραφής είναι το 80-90, 70-80 και το 63 -70.

[5] Βλ. και Weiss (1983): «Η περιγραφή της αρχικής κοινότητας στο πρώτο μέρος του έργου γίνεται μ’ ένα πνεύμα ωραιοποίησης και άμβλυνσης των αντιθέσεων» (σελ. 19).

[6] Για το Λουκά και τη συγγραφή του βλ. Hans Conzelmann (1982): The Theology of St. Luke. Transl. Geoffrey Buswell Philadelphia και G.B. Caird (1963): Saint Luke, Penguin Books, Middlesex., ιδίως το κεφ. Christianity according to st. Luke, σελ. 34-39. Για το βιβλίο των Πράξεων βλ. και τις θέσεις του Adolf v. Harnack (History of Dogma. Volume: 2 . New York., 1961 σελ.  48-50), όπου παρατίθενται και οι απόψεις της «Διδαχής των Αποστόλων», του Ειρηναίου και του Τερτυλλιανού για το βιβλίο του Λουκά.

[7] Αγουρίδης (1989), όπου μεταξύ άλλων (σελ. 157), τονίζεται: «Ήταν τέτοια η ένταση της κριτικής στο θέμα αυτό (:της εξιδανίκευσης από το Λουκά των αρχών του χριστιανισμού), ώστε να αντιπαρέρχεται ορισμένα ερωτήματα πολύ απλά, που οδηγούν σε διάφορα από τα δικά της συμπεράσματα. π.χ. τι είδους ενίσχυση στην εξιδανίκευση προσφέρουν τα επεισόδια του Ανανία και της Σαπφείρας καθώς και η παράβλεψη των αναγκών των χηρών των Εβραίων στα συσσίτια;»

[8] Βλ. και Weiss (1983), το κεφ.  Σκοπός και Πηγές (σελ. 13-25)

[9] Βλ. ενδεικτικά  Πρ. 1,13· 1,15· 2,14· 2,38 κοκ.

[10] Γνήσιες επιστολές του Παύλου θεωρούνται οι: Προς Ρωμαίους (Ρωμ.), Α΄και Β΄ προς Κορινθίους (Α΄Κορ., Β΄ Κορ.), Α΄ προς Θεσσαλονικείς (Α΄Θεσσ.), η προς Γαλάτας (Γαλ.), η προς Φιλιππησίους (Φιλ.) και η προς Φιλήμονα (Φιλ.). Για τις γνήσιες και τις ψευδεπίγραφες επιστολές του Παύλου βλ. Theissen Gerd, The New Testament, an introduction, tr. John Bowden, London/New York 2003, τα κεφ. The Beginnings of the Letter Litarature in the First Generation: The Letters of Paul, σ. 59-90 και Pseudepigraphical Letters: The continuation of the Literature of the First Generation, The Deutero-Pauline Letters, σ. 131-137. Σαν  ψευδεπίγραφες επιστολές ο γερμανός ερευνητής θεωρεί τις εξής: Β΄προς Θεσσαλονικείς  (Β΄Θεσσ.), προς Κολοσσαείς (Κολ.), προς Εφεσίους (Εφ.) και τις λεγόμενες ποιμαντικές (Α΄,Β΄προς Τιμόθεον [Τιμ.], προς Τίτον).

[11] Οι επτά καθολικές επιστολές της Καινής Διαθήκης είναι: Α΄, Β΄Πέτρου, Α΄, Β΄, Γ΄Ιωάννου, Επιστολή Ιακώβου και Επιστολή Ιούδα.

[12] Ο Ιώσηπος (37-100π.) σε ηλικία 25 ετών πήγε στη Ρώμη, ως μέλος αντιπροσωπείας και έγινε θαυμαστής του ρωμαϊκού τρόπου  ζωής. Έλαβε μέρος στον ιουδαϊκό πόλεμο (66-73) ως στρατηγός των Ιουδαίων. Αυτομόλησε όμως, έγινε σύμβουλος των Ρωμαίων και εγκαταστάθηκε στη Ρώμη, όπου επιδόθηκε στη συγγραφή (βλ. και Αγουρίδης Σάββας, Ιστορία των χρόνων της Καινής Διαθήκης…...σ. 415).

[13] MPG 14, 829-832  και ΒΕΠ 15, 105

[14] MPG 39, 1653-1678 και ΒΕΠ 49, 24-54

[15] MPG 60, 13- 384

[16] MPG 66, 785 κ. ε.

[17] MPG 85, 627-664

[18] MPG 85, 1523-1608

[19] MPG 118, 43-308

[20] MPG 125, 483-1132

[21] In sanctum Stephanum (homilia 9), ed. M. Aubineau, Les homélies festales d'Hésychius de Jérusalem, vol. 1. Les homélies i-xv [Subsidia hagiographica 59. Brussels: Societé des Bollandistes, 1978]: 328-350.

[22]In sanctos Jacobum et David (homilia 10) (e Photii Bibliotheca cod. 275), ed. M. Aubineau, Les homélies festales d'Hésychius de Jérusalem, vol. 1. Les homélies i-xv [Subsidia hagiographica 59. Brussels: Societé des Bollandistes, 1978]: 367-368. 

[23] In sanctos Petrum et Paulum (homilia 13), ed. M. Aubineau, Les homélies festales d'Hésychius de Jérusalem, vol. 1. Les homélies i-xv [Subsidia hagiographica 59. Brussels: Societé des Bollandistes, 1978]: 499-508.

[24] Homilia i in sanctum Longinum centurionem (homilia 19) [Dub.], ed. M. Aubineau, Les homélies festales d'Hésychius de Jérusalem, vol. 2. Les homélies xvi-xxi [Subsidia hagiographica 59. Brussels: Societé des Bollandistes, 1980]: 817-844

817-844 και Homilia ii in sanctum Longinum centurionem (homilia 20) [Dub.], ed. M. Aubineau, Les homélies festales d'Hésychius de Jérusalem, vol. 2. Les homélies xvi-xxi [Subsidia hagiographica 59. Brussels: Societé des Bollandistes, 1980]:

872-900.

[25] Ο χριστιανισμός στα πρώτα βήματά του ήταν ένα κίνημα περιοδευόντων χαρισματούχων. Δε χρειάζεται να τονιστεί ότι οι απόστολοι μετακινούνταν συνεχώς για να μεταδώσουν το χριστιανικό μήνυμα. Βλ. και Theissen Gerd, Καίρια χαρακτηριστικά της κίνησης του Ιησού: κοινωνιολογική θεώρηση, μετ. Χαρισοπούλου Δ.-Σωτηρίου Θ. Αθήνα 1977. Του ίδιου Legitimation und lebensunterhalt: Ein beitrag zur soziologie urchristlicher missionare, New Testament Studies 1975, 21(2) σ.192 - 221

[26] Βλ. Ματθ. 21,11

[27] Βλ. Ματθ. 21,46

[28] Βλ.για παράδειγμα Ματθ. 29,9

[29] Ίωάν. 20, 19

[30] Λκ. 24, 47

[31] Λκ. 24, 50-53

[32] Με τον όρο «γαλιλαϊκό πνεύμα» στην παρούσα εργασία ονομάζονται καταστάσεις, που μοιάζουν με ανάλογες που είχε ζήσει ο Ιησούς  και οι μαθητές του, όπως περιγράφονται στα ευαγγέλια. Στην προκειμένη περίπτωση το παράλληλο είναι ο τρόπος διαχείρισης των αγαθών από  την αποστολική ομάδα. Όπως αφηγείται το ευαγγέλιο του Λουκά, η ομάδα του Ιησού δεν είχε τίποτα δικό της και τους υπηρετούσαν γυναίκες με τα υπάρχοντά τους (Λκ. 8, 3). Πρβλ και Λκ. 9, 58 το συγκλονιστικό: « Οι αλεπούδες έχουν καταφύγια και τα πουλιά φωλιές, ο Υιός του Ανθρώπου όμως δεν έχει που να γείρει το κεφάλι»!

[33] Για τη σύνθεση της ιεροσολυμιτικής κοινότητας καθώς και για την ημέρα της Πεντηκοστής βλ. και : George T. Purves 1900 , Christianity in the Apostolic Age , σελ. 21 - 34

[34] Για την οικογένεια του Ιησού στην κοινότητα των Ιεροσολύμων βλ. τις παρατηρήσεις του Philip Carrington  στο έργο του The Early Christian Church, Vol. I, The first Christian century, Cambridge 1957, σελ. 39-40

[35] Ο ρόλος τους μάλλον μοιάζει να είναι υποβαθμισμένος. Σύμφωνα με τα Μαρκ. 3,21, Ιωαν. 7, 5 δε δείχνουν να πιστεύουν στην αποστολή του Ιησού. Βλ. και το επεισόδιο Λκ. 8, 19-21 που περιλαμβάνει και το λόγιο του Ιησού: «Μητέρα μου και αδέλφια μου είναι αυτοί που ακούνε το λόγο του Θεού και τον εφαρμόζουν». Πρβλ και τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του Goguel 1954 σελ. 110-114,  όπου γίνονται και αναφορές στο ρόλο του Ιάκωβου και 118- 121 για τη μητέρα του Ιησού.

[36] Για το χώρο συγκέντρωσης της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων βλ. Carrington 1957, σελ. 41-42

[37]  Ο Erwin R. Goodenough στο έργο του The Church in the Roman Empire. New York 1946, σελ. 17 τους αποκαλεί "enthusiastic" people.

[38] Για την Πεντηκοστή βλ. Goguel 1954,  σελ. 89-91

[39] Πρ. 2,1 κ.ε.

[40] Πρ. 2,41. Για την υπερβολή του αριθμού έχει γίνει λόγος και προηγουμένως.

[41] Οι Ιουδαίοι της διασποράς ήταν εγκατεστημένοι σε όλη τη ρωμαϊκή οικουμένη, εξαιτίας της ένδειας που επικρατούσε στην Παλαιστίνη και των  εθνικών περιπετειών του ιουδαϊσμού.  Βλ. και στο  David L. Balch - John E. Stambaugh 1986, The New Testament in Its Social Enviroment , Westminster Press, Philadelphia το κεφ. The Jewish Diaspora, The Jews in the gentile world, σελ. 46-48.

[42] Η ομάδα των πρώτων χριστιανών της Ιερουσαλήμ αποτελούνταν σύμφωνα με  τον Ernst von Dobschutz 1904, Christian Life in the Primitive Church. George Bremner  transl. New York,  από pious Jews (ευσεβείς ιουδαίους).

[43] Για τη γλωσσολαλία των μαθητών και τα άλλα υπερφυσικά φαινόμενα  στην κοινότητα των Ιεροσολύμων βλ. Goguel 1954 σελ. 95-98

[44] Όλοι οι παραπάνω είχαν άμεση σχέση  με τον ιουδαϊσμό. Βλ. και στο  Martin Welsh Goodman 1994: Mission and Conversion: Proselytizing in the Religious History of the Roman Empire. Oxford University Press την αρχή του κεφαλαίου Mission in the early church, σελ. 91 -92

[45] Πρ. 2,42

[46] Πρ. 2,46

[47] Πρ. 2,40

[48] Πρ. 6,7

[49] Ο Βαρνάβας θα πρέπει να ήταν πλούσιος για να έχει στην κατοχή του γη. Βλ. Carrington 1957, σελ. 41

[50] Για τη σύνθεση και τις δομές της ιεροσολυμιτικής χριστιανικής κοινότητας βλ. την πολύ ενδιαφέρουσα κοινωνιολογική ανάλυση του Harry W. Eberts στο άρθρο του Plurality and Ethnicity in Early Christian Mission που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Sociology of Religion, Vol. 58, 1997, σελ. 305-321.

[51] Πρ. 1,15. Για τον Πέτρο και το ρόλο του στην πρώτη χριστιανική κοινότητα βλ. Oscar Cullmann (1953): Peter: Disciple, Apostle, Martyr, μετ. Floyd V. Filson , Philadelphia όπου αδρά σκιαγραφείται η εικόνα του μαθητή που βρισκόταν πιο κοντά στον Ιησούκαι  F. J. Foakes-Jackson(1927): Peter: Prince of Apostles. A Study in the History and Tradition of Christianity. New York.

 

[52] O. Cullmann 1953, σελ. 33 κ.ε., όπου αναλύεται ο ρόλος του Πέτρου στην πρώτη κοινότητα.

[53] Παρουσίαση του κηρύγματος βλ. στο Maurice Goguel 1954: The Birth of Christianity, μετ. H.C. Snape, New York, σελ. 95 κ.ε.

 

[54] Για το ρόλο του Πέτρου ως ιεραποστόλου βλ. Culmann 1953, σελ. 40 κ.ε. και Alfred Firmin Loisy 1948, The Birth of the Christian Religion. L. P. Jacks  transltr.  London,  σελ. 124-126

[55] Για τους επτά διακόνους βλ. και Frederick C. Grant 1950, An Introduction to New Testament Thought, New York, σελ. 271

[56] Βλ. και τις παρατηρήσεις του Ernst von Dobschutz 1904, σελ. 147-148

[57] Culmann 1953, σελ. 224. Ο Ευσέβιος στην «Εκκλησιαστική Ιστορία» 2,23,4 για τον Ιάκωβο διασώζει και την μαρτυρία του Ηγήσιππου.

[58] Για το κήρυγμα του αρχέγονου χριστιανισμού βλ. στο Schuyler Brown 1984, The Origins of Christianity: A Historical Introduction to the New Testament, Oxford University Press, το κεφ. 4  «Lord and Spirit. The beginning of the Christian mission», σελ. 79-82

 

[59] Πρ. 2,14 κ.ε.

[60] Πρ. 3, 11-26

[61] Πρ. 5,17 κ.ε.

[62] Πρ. 4, 5-12

[63] Πρ. 5, 29-32

[64] J. Weiss (1983), σελ. 130 κ.ε.

[65] Πρ. 7,2 κ.ε.

[66] Πρ. 7, 1-52

[67] Βλ. και την παροιμία Ιεζεκ. 18,2 που φανερώνει την αντίληψη, που καταπολεμήθηκε όμως από τον προφητικό λόγο, για  συλλογική ευθύνη του ιουδαϊκού λαού έναντι του Θεού

[68] Για το θέμα βλ. και τις παρατηρήσεις του Goguel 1954, σελ. 103-105

[69] Αγουρίδης, 1980 σελ. 293, όπου σημειώνεται, πως σύμφωνα με τους υπολογισμούς του J. Jeremias στο κλασικό έργο του Jerusalem in the time of Jesus, An introduction into economic and social conditions during the New Testament, SCM Press 1969, ο μόνιμος πληθυσμός της πόλης δεν υπερέβαινε τους 40.000 (25 εντός των τειχών και 10-15 εκτός), ενώ κατά τη διάρκεια των μεγάλων γιορτών έφτανε τους 125.000 περίπου.

[70] Για παράδειγμα βλ. Ματθ. 24,34

[71] Τα φαινόμενα κοινοκτημοσύνης που παρατηρούνται στους Εσσαίους, φανερώνουν ότι αυτή μπορούσε να πραγματοποιηθεί σε ομάδες που κινούνταν στο περιθώριο του ιουδαϊσμού .

[72] Για τη στάση του Γαμαλιήλ βλ. Rops 1960, σελ. 35

[73] Για τη δημιουργία της ιουδαϊκής θεοκρατίας βλ. Wellhausen Julius 1957, ιδίως το κεφ. XI The Theocracy as idea and as institution, σελ. 411-425.

[74] Ιώσηπου «κατ’ Απίωνος», 2, 166

[75] Η Παλαιστίνη υποτάχτηκε στους Ασσύριους, στους Βαβυλώνιους, στους Πέρσες, στον Μ. Αλέξανδρο και τους διαδόχους του Πτολεμαίους και Σελευκίδες, ενώ μετά από μία σύντομη περίοδο ελευθερίας, γνώρισε τη ρωμαϊκή κυριαρχία. Για περισσότερα βλ. A.H.J. Gunneweg «Η ιστορία του Ισραήλ έως και την εξέγερση του Βαρ-Κοχβά», μετ. Ιωάννη Χ. Μούρτζιου, Θεσσαλονίκη 1997 και Δ. Κυρτάτα «Αρχαία έθνη (4) Το μέγα έθνος των Ιουδαίων», στην εφημερίδα ΑΥΓΗ, τ.16-2-1997

[76] Ο Σ. Αγουρίδης στο έργο του «Μύθος-Ιστορία-Θεολογία, ανάλυση περικοπών από τα κεφ. 1-11 της Γενέσεως» τονίζει: «ο καθένας καταλαβαίνει πως κατά την πρώτη β. δ. (:βιβλική διήγηση για τη δημιουργία του κόσμου)η έννοια της εργασίας και της αργίας του Σαββάτου στηρίζεται όχι απλώς σε εντολές του Θεού αλλά στην πράξη του ίδιου του Θεού….Αν αλλού υποστηρίζεται πως οι άγγελοι τηρούν το Σάββατο, εδώ το Σάββατο τηρεί ο ίδιος ο Θεός». (Στο Σάββα Αγουρίδη, Βιβλικές Θεολογικές Μελέτες, Αθήνα 1993, σελ. 150) και « Όλο το σχήμα (της δημιουργίας ) στεφανώνεται από το θεσμό του  Σαββάτου, που, κατά τους χρόνους της Αιχμαλωσίας (586 π. Χ.) και ύστερα προσέλαβε για τον Ιουδαίο πολύ μεγάλη σημασία για τη θρησκευτική και εθνική του ζωή» (στο ίδιο, σελ. 161-162). Βλ. και την άποψη του Walter Zimmerli στο «Επίτομη Θεολογία της Παλαιάς Διαθήκης», μετ. Β. Στογιάννου, Αθήνα 1981 « Όλη αυτή η δράση (:της δημιουργίας) συμπιέζεται στα πλαίσια έξι εργάσιμων ημερών, που ακολουθεί σαν καθαυτό σκοπός η 7η ημέρα, κατά την οποία ο θεός αναπαύεται από τα έργα του. Δε χρησιμοποιείται το όνομα του Σαββάτου. Ούτε διατυπώνεται καμιά εντολή για το Σάββατο., αλλά είναι ολοφάνερο πως σ’ αυτή την ανάπαυση του Θεού θεμελιώνεται το Σάββατο, που θα δοθεί αργότερα στον Ισραήλ σαν εντολή, που είναι συγχρόνως γεμάτη δωρεές» (σελ. 40). Αξίζει πάντως να σημειωθεί σε αυτό το σημείο και η άποψη του Απίωνα, αντιπάλου των Ιουδαίων, για την προέλευση της ονομασίας του Σαββάτου που παραθέτει ο Ιώσηπος, σύμφωνα με την οποία «….μαστήν τινα καὶ πιθανὴν ἀποδίδωσιν αἰτίαν, ἀφ' ἧς φησι τὸ σάββατον ὠνομάσθαι. ὁδεύσαντες γάρ, φησίν, ἓξ ἡμερῶν ὁδὸν βουβῶνας ἔσχον καὶ διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τῇ ἑβδόμῃ ἡμέρᾳ ἀνεπαύσαντο σωθέντες εἰς τὴν χώραν τὴν νῦν ᾿Ιουδαίαν λεγομένην καὶ ἐκάλεσαν τὴν ἡμέραν σάββατον σώζοντες τὴν Αἰγυπτίων γλῶτταν·τὸ γὰρ βουβῶνος ἄλγος καλοῦσιν Αἰγύπτιοι σαββάτωσις».  (Κατ’ Απίωνος, 2,20-21). Πρβλ. και Γ. Γρατσέα «Το Σάββατον εν Κουμράν και τη Καινή Διαθήκη» Αθήναι 1971, σελ.31,υποσ. 3

[77] Για το Μωσαϊκό Νόμο και τον τρόπο εφαρμογής του στην ιουδαϊκή κοινωνία υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία. Ενδεικτικά  βλ. Jacob Neusner 1999: The Theology of the Oral Torah: Revealing the Justice of God.  McGill-Queens University Press. Montreal.

Jacob Neusner , 1974 : The Life of Torah: Readings in the Jewish Religious Experience. California

Philip Goodman  1988 The Sukkot and Simhat Torah Anthology.  Philadelphia

Jacob Neusner 1965: History and Torah: Essays on Jewish Learning. London

Norman Lamm 1998 : The Shema: Spirituality and Law in Judaism as Exemplified in the Shema, the Most Important Passage in the Torah. Philadelphia. 1998

Michael Rosenak  1995: Roads to the Palace: Jewish Texts and Teaching. RI.

Howard Schwartz 1998: Reimagining the Bible: The Storytelling of the Rabbis. Oxford University Press .

 Moshe Greenberg 1995: Studies in the Bible and Jewish Thought. Philadelphia.

[78] Αν και η κωδικοποίηση των ερμηνειών του Νόμου έγινε από το ραββίνο Ha-Nazi γύρω στο 200 μ. Χ. (Μίσνα), εντούτοις και στο πρώτο μισό του 1ου αι. μ.Χ. η αυθεντία της ερμηνείας του, όπως αποδεικνύεται από τις αφηγήσεις των ευαγγελικών κειμένων, ήταν εξίσου σημαντική με τον ίδιο το Νόμο. Βλ. και Αγουρίδης  1980, σελ. 380

[79] Πρβλ. Πρ. 15,10

[80] Σύμφωνα με τον G.H. Twelftree το έργο των γραμματέων ήταν η εξήγηση και η διαφύλαξη του Νόμου, η διδασκαλία του, η απονομή δικαιοσύνης, η θεολογική διδασκαλία του, η φύλαξη της παράδοσης και η επίβλεψη της γραφής του κειμένου του. Βλ. Dictionary of Jesus and the Gospels 1992, άρθρο  Scribes, σελ. 732-735

[81] Έσδ. 7,21

[82] Έσδ. 7,10

[83] Βλ. Μτ. 23, 1-36. Είναι τα περίφημα «ουαί» που εξαπολύει ο Ιησούς, τοποθετώντας μαζί τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους. Φυσικά εδώ ο Ματθαίος απηχεί την παλαιστινή παράδοση που κυκλοφορούσε για τον Ιησού, στην οποία διακρίνεται μία χαρακτηριστική προσπάθεια για σύζευξη του έργου των Φαρισαίων με το αντίστοιχο των ερμηνευτών του Νόμου. Πρβλ. όμως και τα αντίστοιχα χωρία του Λουκά, στα οποία  φαίνεται να ενοχλούνται οι νομοδιδάσκαλοι, επειδή τοποθετούνται στην ίδια κατάσταση με τους Φαρισαίους. Το χαρακτηριστικό εδώ είναι πως διαχωρίζονται οι κατηγορίες εναντίον τους (Λκ. 11, 42-52).

[84] Λκ. 20, 45-47 μετάφραση.

[85] Πρ. 4,5 κ.ε. όπου περιγράφεται η ανάκριση που γίνεται και οι απαντήσεις που δίνει ο Πέτρος.

[86] Είναι χαρακτηριστικά αυτά που γράφει ο Σ. Αγουρίδης (1980), τα οποία και φανερώνουν, εκτός των άλλων, από πού αντλούσαν οι γραμματείς την επιρροή τους: « Για να καταλάβει ο αναγνώστης τη λεπτοδουλειά που αισθάνονταν υποχρεωμένοι να κάνουν οι γραμματείς αναφέρουμε ένα παράδειγμα: υπολόγιζαν πως οι εντολές είναι 613, κι’ από αυτές οι 248  είναι θετικά διατυπωμένες, ενώ οι 365 αρνητικά. Καθώς δε μερικοί νόμοι, όπως π.χ. οι εντολές περί του Σαββάτου ή περί του διαζυγίου, ήσαν διατυπωμένοι μ’ ένα τρόπο γενικό, απαιτούσαν από το γραμματέα να κάνει explicit ό, τι, κατά τη γνώμη του, υπήρχε στην εντολή implicit». (σελ. 327-328).

[87] Για ζητήματα ιστορικά, τεχνικά κοκ. που αφορούν το Ναό των Ιεροσολύμων βλ. Βασιλείου Μ. Βέλλα, Εβραϊκή Αρχαιολογία, 1984(2), σελ.103-175 ,  Η. Β. Οικονόμου, Παραδόσεις Εβραϊκής Αρχαιολογίας, Εν Αθήναις 1979, τ. Β’, σελ.9 κ.ε., ενώ ειδικά για το Ναό του Σολομώντα βλ. Δ. Καϊμάκη, Ο Ναός του Σολομώντα, Ιστορία-Θεολογία, (Ανάτυπο από τον 28ο τόμο της Επιστημονικής Επετηρίδας της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ), Θεσσαλονίκη 1984 (κυρίως οι σελίδες 177-228)

[88] Βλ. την ενθουσιώδη περιγραφή του Ναού του Ηρώδη που κάνει ο Ντ. Ροπς : 1988, σελ. 430-436

[89] «Kaˆ ™kporeuomšnou aÙtoà ™k toà ƒeroà lšgei aÙtù eŒj [™k] tîn maqhtîn aÙtoà, Did£skale, ‡de potapoˆ l…qoi kaˆ potapaˆ o„kodoma…».(Μρκ.13,1).

[90] «…Óqen 'Iouda‹oi tÍ fÚsei tîn cwr…wn pepisteukÒtej tÒ te d…dracmon, Ö tù qeù katab£llein ˜k£stoij p£trion, taÚtV katet…qento kaˆ ÐpÒsa d ₯lla ¢naq»mata, ™crîntÒ te ésper tamie…J ta‹sde ta‹j pÒlesin. ™nteàqen ™pˆ `IerosolÚmwn ¢nepšmpeto…» (Ιώσηπος, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία 18,313). Βλ. και το επεισόδιο που περιγράφει ο ευαγγελιστής Ματθαίος για την πληρωμή του φόρου από τον Ιησού (Μτ. 17,24-27).

[91] Για τις ιεροσολυμιτικές παραδόσεις που αποδίδουν βασιλικές ιδιότητες στο Θεό και θεωρούν το Ναό ως κατοικία του βλ. τη διδακτορική διατριβή του Μιλτιάδη Κωνσταντίνου «Ο Κύριος εβασίλευσεν» Η απόδοση του τίτλου Βασιλιάς στο Γιαχβέ», Θεσσαλονίκη 1983.

[92] Ενδεικτικά βλ. Ψλ. 27,4 : «Ένα απ’ τον Κύριο ζητάω: Στον οίκο του να κατοικώ όλες τις μέρες που θα ζω», Ψλ. 76,3: «Στην Ιερουσαλήμ στήθηκε ο ναός του κι η κατοικία του στη Σιών» (μετάφραση ΠΔ), ενώ από τα προφητικά κείμενα επιλέγεται το όραμα του Ησαΐα που είδε τη θεοφάνεια μέσα στο Ναό, κατεξοχήν χώρο που ανήκει στο Θεό (Ησ. 6, 1-10) . Παράλληλα βλ. και Ιερ. 7,1 ∙ 26,2 .

[93] Β΄ Σαμ.7,4-16

[94] Βλ. τις ευαγγελικές διηγήσεις για το Πάθος και Πρ. 24,1

[95] Αγουρίδης: 1980, σελ. 310.

[96] Βλ. παρακάτω τις συνεχείς συγκρούσεις του Ιησού με τους εκπροσώπους των θρησκευτικών ομάδων της Παλαιστίνης. Ειδικά για την τήρηση της αργίας από μαθητές ραββίνων (εφόσον τέτοιος θεωρούνταν και ο Ιησούς) βλ. Ματθ. 12, 1-8.

[97] Βλ. και Shailer Mathews, 1933 σελ. 220, όπου τονίζεται ότι ο θεσμός του Σαββάτου θεωρούνταν ευλογία για τον ιουδαϊκό λαό.

[98] Εξ. 20, 8-11. Πρβλ. και Δευτ. 5, 12-15

[99] Έξ. 35,2-3

[100] Έσδρ. 19, 14. 20,32, Ιερεμ. 17,22

[101] Βασ. ΙΙ, 4,23

[102] Παραλ. 9, 32

[103] Μακ.Ι, 1,43

[104] Μακ.ΙΙ, 8, 27-28

[105] Λευιτ. 16,31

[106] Λευιτ. 23,38

[107] Αριθ. 15,32

[108] Αριθ. 28,9, Έσδ. 5,51

[109] Ησ. 58,13

[110] Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι ο Ιησούς δε τιμούσε την αργία του Σαββάτου, όπως και οι υπόλοιποι συμπατριώτες του. Για παράδειγμα βλ. Μτ. 13,53-58 και τα παράλληλά του Μκ. 6, 1-5, Λκ. 4,16-30

[111] Όπως είναι γνωστό, τα ευαγγελικά κείμενα και κυρίως τα συνοπτικά, γράφτηκαν για να υπηρετήσουν πολλές ανάγκες της εκκλησίας. Μέλη της μορφοϊστορικής σχολής (Dibelius, Bultmann), τόνισαν ότι  το υλικό τους αντικατοπτρίζει τη ζωή των μελών των πρώτων κοινοτήτων. (Βλ. το σχετικό προβληματισμό στο Σ. Αγουρίδης, 1971: σελ. 79-109).  Σε αυτή την περίπτωση, μέσα στα ευαγγέλια, σε πολλές περιπτώσεις, παρουσιάζονται καταστάσεις που βίωναν οι πρώτοι χριστιανοί. Επομένως και το ζήτημα της αντιπαράθεσης του Ιησού, με τους Φαρισαίους κυρίως, για την αργία του Σαββάτου φαίνεται να δείχνει πως το πρόβλημα απασχολούσε και τους πρώτους χριστιανούς. Περισσότερα για τη μορφοϊστορική σχολή βλ. στο Σ. Αγουρίδη 2000(Β΄): Ερμηνευτική των ιερών κειμένων, σελ. 246-253.

[112] Ματθ. 12, 1-15. Μαρκ. 2,23-3,6. Λκ. 6,1-11

[113] Ιωάν. 5, 1-18

[114] Ιωάν. 9, 1-34

[115] Λκ. 13,10-17

[116] Λκ. 14, 1-6

[117] Πρ. 6,11∙13

[118] Βλ. για παράδειγμα την κριτική που ασκεί ο Φαρισαίος στη γνωστή παραβολή του Λουκά για τον Τελώνη και τον Φαρισαίο, στην οποία ασφαλώς αντικατοπτρίζεται ο κοινωνικός λόγος της θρησκευτικής ομάδας των Φαρισαίων για τους υπόλοιπους κατοίκους της Παλαιστίνης: «`O qeÒj, eÙcaristî soi Óti oÙk e„mˆ ésper oƒ loipoˆ tîn ¢nqrèpwn, €rpagej, ₯dikoi, moico……»  (Λκ. 18,11).

[119] Με τον όρο «θρησκευτικές ομάδες» θα αναφέρονται στη συνέχεια της εργασίας.

[120] Ένα πολύ ζωντανό επεισόδιο, που περιγράφει αδρά τον τρόπο που εκδηλώνεται ο θρησκευτικός φανατισμός σε ένα θεοκρατικό καθεστώς από τους «ηρακλείς»  της «ηθικής νομιμότητας», και φέρνει στο νου αντίστοιχες καταστάσεις , που και σήμερα υπάρχουν σε γωνιές του πλανήτη, είναι αυτό που αναφέρεται στην περίπτωση της μοιχαλίδας (Ιωάν. 8, 1-11).  Θα πρέπει να τονιστεί ότι έλαβε χώρα στην Ιερουσαλήμ, στο χώρο του Ναού, όπου βρισκόταν χιλιάδες προσκυνητές. Οι γραμματείς και οι φαρισαίοι, αφού συνέλαβαν μία γυναίκα να μοιχεύει (την οποία προφανώς κατασκόπευαν προηγουμένως), τη διαπομπεύουν με το χειρότερο τρόπο, και προτού δώσουν τέλος στη ζωή της με το λιθοβολισμό, την οδηγούν στον Ιησού, θέλοντας έτσι να τους φανεί χρήσιμη στη σύγκρουση που έχουν με αυτόν. Το κείμενο βέβαια περιγράφει τη λύση που έδωσε ο Ιησούς, λυτρώνοντάς την από τους φανατικούς. Το σίγουρο όμως είναι, ότι εξαιτίας του θρησκευτικού φανατισμού, πολλά άλλα άτομα που δεν ακολουθούσαν την «ηθική νομιμοφροσύνη», ακόμη και στις πλέον ιδιωτικές τους στιγμές, θα είχαν ένα άσχημο τέλος.  Μία θεολογική ανάλυση του επεισοδίου βλ. στο έργο του π. Ιωάννου Γ. Σκιαδαρέση «Ο αναμάρτητος και η μοιχαλίδα», Θεσσαλονίκη 2001.

[121] Αν και ο Ιώσηπος παρουσιάζει στον ελληνορωμαϊκό  κόσμο τους Εσσαίους σαν μία από τις τρεις «αιρέσεις» των ιουδαίων (Ιουδ. Αρχ.13, 171-173, 15,371, Περί του Ιουδ. Πολέμου 2, 119-161), φαίνεται να το κάνει με σκοπό την αντιπαραβολή τους με τους Πυθαγόρειους.

[122] Επιφάνιου «Πανάριον» 1,211

[123] Ιώσηπος, « Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου»2,162-163

[124] Σε μία θεοκρατική κοινωνία, αυτό ήταν το στοιχείο που ξεχώριζε τα εκλεκτά μέλη της από τους υπόλοιπους. Πάντως πολλές εκδηλώσεις των Φαρισαίων, που περιγράφονται στα ευαγγελικά κείμενα τονίζουν πως φρόντιζαν με κάθε τρόπο να δείχνουν τη διαφοροποίηση και τη θρησκευτική τους ανωτερότητα. Βλ. και αυτά που γράφει ο Σ. Αγουρίδης για τις συνήθειές τους χρησιμοποιώντας τα ευαγγελικά κείμενα: «Η σχολαστική από μέρους τους τήρηση του Νόμου παρουσιάζεται στα Ευαγγέλια, όπου γίνεται λόγος για τα κράσπεδα των ιματίων των Φαρισαίων και τα φυλακτήρια (Ματθ. 23,5), την προσφορά της δεκάτης (στιχ. 23), τη διαβάθμιση των όρκων (στιχ. 16-22), τη διύλιση του νερού για να μην καταπιούν τον κώνωπα (στχ. 24), το τελετουργικό νίψιμο των ποτηριών και των σκευών φαγητού (στιχ. 25), τον ιεραποστολικό ζήλο (στιχ. 24), τις τελετουργικές πλύσεις πριν από τα γεύματα (Ματθ. 15,2 πρλλ), τη νηστεία (Ματθ. 9, 14), τις μακρές προσευχές (Μαρκ. 12, 40 πρλλ), τις πολλές δωρεές στο ιερό εις βάρος της ευημερίας των γονέων (Ματθ. 15,3-6 και πρλ.)» (σελ. 332).

[125] Βλ. για παράδειγμα τα λόγια του Παύλου ενώπιον του Μεγάλου Συνεδρίου: «”Andrej ¢delfo…, ™gë Farisa‹Òj e„mi, uƒÕj Farisa…wn· perˆ ™lp…doj kaˆ ¢nast£sewj nekrîn ™gë kr…nomai» (Πρ. 23,6) στα οποία τονίζεται η ταυτότητα των απόψεων του και των Φαρισαίων. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο με τους ιερείς, το στρατηγό του ιερού και τους Σαδδουκαίους, που συλλαμβάνουν τον Πέτρο και τον Ιωάννη, γιατί κηρύττουν την ανάσταση των νεκρών(Πραξ. 4,1-2).

[126] Πραξ. 5,34-39. Βλ. και παραπάνω το κεφ. «Οι αντίπαλοι της χριστιανικής κοινότητας των Ιεροσολύμων.

[127] Μεταξύ αυτών που διαφοροποιούσαν τους ιουδαίους από τους εθνικούς και τόνιζε την ειδική σχέση με το Θεό ήταν και η στάση τους στο ζήτημα της τροφής. Για το θέμα βλ. την ενδιαφέρουσα ανάλυση του Δ. Πασσάκου στο άρθρο του «…Μετά των εθνών συνήσθιεν». (Γαλ. 2,12): Ο συμβολισμός της τροφής στην ιουδαϊκή και στην πρωτοχριστιανική παράδοση. Η συνδρομή της πολιτιστικής ανθρωπολογίας», στο :Η προς Γαλάτας επιστολή του Αποστόλου Παύλου. Προβλήματα μεταφραστικά, φιλολογικά, ιστορικά, ερμηνευτικά, θεολογικά. Θεσσαλονίκη 1997(συλλογικό), σελ. 285-306.

[128] Τα παραπάνω νομίζουμε ότι συνιστούν την παθολογία όλων των θεοκρατικών κοινωνιών: Ενώ η εικόνα που βγάζουν στον υπόλοιπο κόσμο οι «πιστοί», τους παρουσιάζει ως ευλαβέστατους, στην πραγματικότητα χρησιμοποιούν το Θεό και τις εντολές του για εθνικούς σκοπούς ή για να επιβάλλουν ένα στυγνό καθεστώς διαχωρισμών, που εξυπηρετεί τους παρουσιαζόμενους ως ζηλωτές του Θεού. Πάντως θα πρέπει σε αυτό το σημείο να τονιστεί ότι –εξ όσων γνωρίζουμε- ο πρώτος που μίλησε στον ελληνικό χώρο για τον εθνικισμό, ως πρώτη αξία των Φαρισαίων, είναι ο Σάββας Αγουρίδης. Όπως γράφει « Εδώ, νομίζω, πως  βρίσκονταν η κύρια διαφορά του Ιησού προς τους Φαρισαίους: αυτοί χρησιμοποιούσαν τη θρησκεία και το Θεό σαν μέσο επιβιώσεως και διασώσεως του έθνους∙ ο Ιησούς ήταν γνήσια θρήσκος, ενδιαφέρονταν δηλ. για το Θεό χάριν του Θεού» 1980, σελ. 332.

[129] Πρ. 4,1-2

[130] Πρ. 5,17-18

[131]  Βλ. Πρ. 23,8. Πρβλ. και Λκ. 20,27.

[132] Περί του ιουδαϊκού πολέμου 2,164-166)

[133] Ιουδ. Αρχ.13,293

[134]   Πανάριον, 1,207-208

[135] Οι περισσότεροι σημερινοί ερμηνευτές τονίζουν ότι το όνομά τους προέρχεται από τον Σαδώκ, που ήταν αρχιερέας την εποχή του Σολομώντα. Βλ. και Αγουρίδης 1980, σελ. 335.

[136] Πρβλ. και Ιώσ. Ιουδ. Αρχ. 20,19. Ο ιουδαίος ιστορικός δε φαίνεται να συμπαθεί ιδιαίτερα τους Σαδδουκαίους.

[137] Για τους περισσότερους ερμηνευτές οι Ηρωδιανοί ήταν η παράταξη που θεωρούσε την ηρωδιανή δυναστεία σαν την καλύτερη λύση για την Παλαιστίνη (βλ. και Ιερώνυμου Comment. Math.22,15, όπου αποδίδει αυτή την αντίληψη στον Τερτυλλιανό), ενώ άλλοι προπαγάνδιζαν τη μεσσιανικότητα της  δυναστείας. Για παράδειγμα βλ. τη γνώμη του Επιφάνιου στο Ανακεφαλαίωσις 1,168. Βλ. όμως και την άποψη του Θεόδωρου Μοψουεστίας, Σωζόμενα είς Ματθαίον, 42, και του Προκόπιου Γαζαίου, Υπόμνημα εις τον Ησαΐαν, 2044 . Για τις σημερινές αντιλήψεις βλ. Αγουρίδης 1980, σελ. 350-352, όπου παρουσιάζεται και η σχετική συζήτηση για το θέμα. Πρβλ. και από το  H.W. Hoehner: Herodian Dynasty το υποκεφάλαιο The Herodians, στο οποίο οι Ηρωδιανοί θεωρούνται οπαδοί (“partisans”) των Ηρωδών. (στο Dictionary of Jesus and the Gospels, 1992, σελ. 325)

[138] Οι Ηρωδιανοί παίρνουν μέρος σε επεισόδια που περιγράφονται από το Ματθαίο και το Μάρκο, ενώ ο Λουκάς δεν αναφέρει τίποτα γι’ αυτούς. Πιο συγκεκριμένα βλ. Μρκ. 3,6, Μρκ. 12,13.

[139] Μρκ. 8,15. Το χωρίο, και γενικότερα η περικοπή Μρκ. 8, 14-21, παρουσιάζει πολλά ερμηνευτικά προβλήματα. Ανάλυση βλ. στο Craig A. Evans “Mark”, στο Eerdmans Commentary on the Bible 2003, σελ. 1082-1083.  Για το πρόβλημα που υπάρχει με το παράλληλο χωρίο Μτθ. 16, 6 , βλ. H.W. Hoehner 1992.

[140] Βλ. και το παράλληλο χωρίο του Ιώσηπου,  Ιουδ, Αρχ.19,344-34

[141] Πρβλ. το χαρακτηρισμό ως αλεπού του Ηρώδη Αντίπα από τον Ιησού. Αυτή θεωρούνταν δειλή και σιχαμερή στην παλαιστινή φιλολογία, μιας και ήταν το αντίθετο του λιονταριού (Λκ. 12,32 ).

[142] Βλ. Ντ. Ροπς, 1988 σελ.178. Πρβλ. και Χρ. Βούλγαρη: «Εσκυλμένοι και ερριμμένοι». Παρακμή και κατάπτωσις του Ιουδαϊσμού κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης. Εν Επιστημονική Επετηρίς της Θεολ. Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΕΘΣΠΑ), τόμος ΚΔ, εν Αθήναις 1979-80, σελ. 533-534.

[143] Βλ. Ροπς, 1998, σελ. 178.

[144] Πρεσβεία προς Γάιον XXXVIII 301

[145] Πρ.2,29

[146] Πρ.2,37

[147] Πρ.3,13

[148] «Σωθείτε από την καταστροφή που έρχεται πάνω στη διεστραμμένη αυτή γενιά» Πρ.2,40

[149] Γαλίτης 1991,23

[150] Όλο το επεισόδιο, δηλ. η θεραπεία του χωλού, το κήρυγμα του Πέτρου στο Ναό, η σύλληψη, η φυλάκιση των Απόστόλων, το κήρυγμα του Πέτρου και οι απειλές των ηγετών του Ιουδαϊσμού φαίνεται να αποτελούν ενιαίο σύνολο το οποίο δε θα πρέπει να διαχωριστεί. Βλ. και Ιωάννη Καραβιδόπουλου, 2001, σελ. 247, ενώ ο Σ. Αγουρίδης, 1971 το εντάσσει μέσα σε ένα γενικότερο κύκλο επεισοδίων που περιλαμβάνει τους στίχους 3,1 -4,31 κα το επιγράφει Πράξεις Πέτρου και Ιωάννου. Το ίδιο και ο Ι. Παναγόπουλος, 1995, σελ. 176, που το εντάσσει σε ένα γενικότερο πλαίσιο που το επιγράφει «Δράση των Αποστόλων Πέτρου και Ιωάννη», ενώ ο Βασ.  Χ. Ιωαννίδης τα ξεχωρίζει στη λεπτομερή χωρισμό που κάνει στο βιβλίο των Πράξεων.

[151] Φυσικά την ποινή του θανάτου στην περιοχή που ήταν υπό την εξουσία του ρωμαίου επιτρόπου , δηλ. την Ιουδαία και τη Σαμάρεια , είχαν δικαίωμα να την επιβάλλουν μόνο οι Ρωμαίοι. Ήταν το jus gladii. Βεβαίως αυτό δεν εμπόδιζε το λαό να θεωρεί δικαίωμά του να λιθοβολήσει κάποιον για σοβαρά θρησκευτικά παραπτώματα (για παράδειγμα βλ. το επεισόδιο που περιγράφεται στο ευαγγέλιο του Ιωάννη με τη μοιχαλίδα και τον τρόπο που της είχαν φερθεί μέλη του ιουδαϊσμού.

[152] Τέτοια επεισόδια φαίνεται να συμβαίνουν αρκετά. Βλ. για παράδειγμα τους λόγους του Γαμαλιήλ που περιγράφονται στις Πράξεις για τιμωρία ή μη των Αποστόλων.

[153] Πρ. 4,11. Πρβλ. Ψλ.118,22

[154] Όλη η διαδικασία της ανάκρισης περιγράφεται στις Πρ.4,1-22

[155] Πρ. 5,14-15

[156] Πρ. 5,17

[157] Πρβλ. Φιλιππίδης 1958, 308, 444, 447-448.

[158] Πρ. 5,19-20

[159] Πρ. 5,21-26

[160] Ο Ιώσηπος πληροφορεί ια τα κινήματα του Θευδά και του Ιούδα: (Ιουδ. Πόλ. 2,118)

[161] Πρ. 5,28