χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Το μέλλον διαρκεί πολύ/ Τα γεγονότα, Λουί Αλτουσέρ

 

Προσπαθώ πραγματικά όσο κρατούν οι συνειρμοί των αναμνήσεών μου

να κρατηθώ μόνο στα γεγονότα:

οι παραισθήσεις όμως είναι κι αυτές γεγονότα

 

 

Το βιβλίο αυτό αποτελεί μια μαρτυρία, από τη φύση της συγκλονιστική, ένα απολογητικό κείμενο που έγραψε ο φιλόσοφος μαρξιστής μετά τον στραγγαλισμό της γυναίκας του και τη δίχρονη αποθεραπεία του από την ψυχική κρίση που ακολούθησε την ήδη βεβαρημένη του ιδιοσυγκρασία. Ένα κείμενο που είχε το θάρρος/θράσος να καταθέσει δημόσια, γνωρίζοντας ότι αυτό θα είναι προκλητικό, εφόσον δεν ασκήθηκε εναντίον του ποινική δίωξη και η πολιτεία έδειξε ιδιαίτερη εύνοια, κρίνοντας ότι έχει το ακαταλόγιστο του ψυχοπαθούς. «Το βιβλίο αυτό είναι η απάντηση που θα ήμουν υποχρεωμένος να δώσω αν είχε υπάρξει εις βάρος μου ποινική δίωξη (…) Έχω πλήρη επίγνωση ότι η απάντηση που εδώ επιχειρώ να δώσω, δεν είναι σύμφωνη με τους κανόνες της ποινικής διαδικασίας, που όμως δεν υπήρξε, ούτε έχει τη μορφή που θα έπαιρνε κανονικά σε μια τέτοια περίπτωση» (από το εισαγωγικό σημείωμα του ίδιου). Αυτά έν έτει 1980.

Δεν πρόκειται επομένως απλώς για μια μαρτυρία φόνου αλλά και μια μαρτυρία τρέλας. Μέσα από το πρίσμα του υποκειμένου,  ο Αλτουσέρ επεξεργάζεται την ιστορία του συναισθηματικού του κόσμου και των φαντασιώσεών του. Ο  αναγνώστης θα ματαιοπονεί αν θελήσει να συνθέσει τα «πραγματικά γεγονότα»· δεν θα πρέπει να ξεχνά ότι, όπως γράφει και ο ίδιος ο συγγραφέας , «όπως σε κάθε ψυχική πρόσληψη, η πραγματική ύπαρξη είναι επενδυμένη στις φαντασιωσικές προβολές του άγχους μου». Αυτό βέβαια αφορά περισσότερο το πρώτο κείμενο («Το μέλλον διαρκεί πολύ») και όχι τόσο «Τα γεγονότα» όπου ο συγγραφέας δίνει  αποστασιοποιημένα και συνοπτικά τα βιογραφικά του στοιχεία.

Από τις πρώτες γραμμές (θα πω τώρα το πότε και πώς… να η σκηνή του φόνου όπως την έζησα… κλπ.)  διακρίνει κανείς στο ύφος το θάρρος του ανθρώπου που αυτό-εκτίθεται γιατί αναζητά την «αλήθεια» κι όχι τόσο για να δικαιώσει τον εαυτό του. Σ’ ένα σύντομο επεξηγηματικό κεφάλαιο στην αρχή, παρουσιάζει αρκετά αναλυτικά την ιδιαιτερότητα της περίπτωσής του, του «δολοφόνου τρελού», ενός «ακαταλόγιστου εγκληματία» (για μια ορισμένη κοινή γνώμη που ξέρει το όνομά μου είμαι αγνοούμενος- ούτε νεκρός ούτε ζωντανός. Δυο στοιχεία, εγγεγραμμένα με ακραία αυστηρότητα στην πρακτική και στη νομοθεσία, μου αφαιρούν κάθε δικαίωμα  στη δημόσια εξήγηση: ο εγκλεισμός και η σύστοιχη ακύρωση της νομικής προσωπικότητας από τη μια μεριά, το ιατρικό απόρρητο από την άλλη) και προσπαθεί να δώσει τα κίνητρα της συγγραφής αυτού του βιβλίου, τη σημασία μιας τέτοιου είδους κατάθεσης, την αξία του:

(σελ. 39):

Πιστεύω ότι είμαι σε θέση να εξηγηθώ κάπως καθαρά για τον εαυτό μου, να εκθέσω μια βιωμένη εμπειρία με τις πιο φρικτές και τις πιο έντονες μορφές, που σίγουρα με ξεπερνάει γιατί θέτει σε αμφισβήτηση πολλά ζητήματα νομικά, ποινικά, ιατρικά, αναλυτικά, θεσμικά και εντέλει ζητήματα ιδεολογικά και πολιτικά.

 

Από κει και πέρα αρχίζει μια, σχεδόν γραμμική, αναφορά στο παρελθόν, στα βιογραφικά από γέννησης στοιχεία, αλλά και σε ό, τι, κατά την κρίση του συγγραφέα/αφηγητή επηρέασε τον ψυχισμό του. Γραμμένες με ευαισθησία και πολύ αναλυτική διάθεση, ο Αλτουσέρ παραθέτει τις αναμνήσεις του και τις εμπειρίες του ερμηνεύοντάς τες παράλληλα,  χρωματίζοντάς τες με το δικό του τρόπο, πράγμα που πολλές φορές γίνεται δίκοπο μαχαίρι: διαπιστώνει κανείς αναμφίβολα μια ασυνήθιστη ευφυΐα αλλά η υπερβολική ανάλυση και εμμονή σε κάποιες ερμηνείες δίνουν σίγουρα τη γεύση του νοσηρού. Οι παρενθέσεις και οι αναλύσεις (ψυχολογικές, κοινωνιολογικές, ψυχαναλυτικές) δίνουν μια κουραστική διάσταση, αλλά αυτό εξουδετερώνεται από την «αυθεντικότητα» μιας ψυχής βασανισμένης, που αποζητά πίσω από τον κατακερματισμό της μια ενότητα.

Πιο συγκεκριμένα, υπερβολική είναι κατά τη γνώμη μου η έμφαση στο περιστατικό που οδήγησε τη μητέρα στο να «ευνουχίσει» τον μικρό Λουί (με βίασε και μ’ ευνούχισε η μάνα μου, που κι εκείνη είχε αισθανθεί βιασμένη από τον πατέρα μου). Υπερβολική και η ερμηνεία της συμπεριφοράς της ως «αδιάφορης μάνας» με βάση το γεγονός ότι παντρεύτηκε τον πατέρα του Αλτουσέρ ύστερα από το θάνατο του αδελφού του, που ήταν και ο μόνος πραγματικός της έρωτας. Γενναία η ομολογία του Λουί ότι αυτή η τραυματική συμπεριφορά εκ μέρους της μητέρας (σελ. 49: δε μπορούσε να μη θέλει το θάνατό μου, αφού ο Λουί που εκείνη αγαπούσε ήταν νεκρός) και η –ψυχική- απουσία του πατέρα ήταν και οι αιτίες της σεξουαλικής του απονέκρωσης για ένα τεράστιο διάστημα, αλλά δεν ξεχνά κανείς, διαβάζοντας το βιβλίο, ότι αυτό είναι το πρίσμα του ίδιου του «υποκειμένου», επηρεασμένου σαφώς από τις τρέχουσες ψυχαναλυτικές θεωρίες (Φρόυντ, Λακάν). Ευφυής και η προσπάθεια σημειολογικής ανάλυσης του ίδιου του ονόματός του (Λουί/lui =εκείνος/oui=ναι) που, όπως προαναφέρθηκε, ήταν το όνομα του νεκρού θείου.

 

Αυτό είναι το βαθύτερο ψυχικό υπόστρωμα στο οποίο υποτάσσονται και με βάση το οποίο ερμηνεύονται όλες οι πτυχές της συμπεριφοράς του Λουί: οι προσπάθειες να κερδίσει την αγάπη όλων γοητεύοντας (με τη σύνεση, την αγνότητα, την αρετή, την καθαρή νόηση, την αποσωματοποίηση, τη σχολική επιτυχία και, τη «φιλολογική» καριέρα) ήταν προσπάθειες να ξανακερδίσει τη χαμένη αγάπη και αποδοχή της μητέρας. Ακόμα κι όταν έγινε όμως καταξιωμένος φιλόσοφος, είχα πάντα την εντύπωση ότι δεν ήμουν εγώ, ότι δεν υπήρχα αληθινά, αλλά υπήρχα μόνο μέσα από τα τεχνάσματα.

Σελ. 106:

Μην έχοντας δική μου υπόσταση, υπόσταση αυθεντική, αμφιβάλλοντας για τον εαυτό μου μέχρι του σημείου να με θεωρώ αναίσθητο, ένιωθα ανίκανος να έχω συναισθηματικές σχέσεις με οποιονδήποτε. Για να υπάρξω ήμουν αναγκασμένος λοιπόν να κάνω τους άλλους να με αγαπούν και για να αγαπήσω (γιατί το να αγαπάς συνεπάγεται και το να αγαπηθείς) περιορίστηκα στα τεχνάσματα της γοητείας και της υποκρισίας.

Η ανατροφή του ήταν αυστηρή και συντηρητική. Ο μικρός Λουί δεν ήταν ελεύθερος να τρέξει και να παίξει μαζί με τα’ άλλα παιδιά της γειτονιάς του Αλγερίου, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε (δεν μπορούσα να κάνω τίποτα ενάντια στους καταναγκασμούς). Η πρώτη επαφή με μια μορφή ζωής πιο ελεύθερης, ήταν κατά την αναγκαστική -επειδή η αδελφή του προσβλήθηκε από οστρακιά- μετοίκησή του στο Λαρομισλαί,. Πρώτη επαφή με ξυλοπάπουτσα, με παιχνίδι στη γειτονιά, με φτώχεια, με το γλωσσικό ιδίωμα των αγοριών της υπαίθρου (ήταν η πρώτη ξένη γλώσσα που αναγκάστηκα να μάθω, στο Αλγέρι δε μου δόθηκε η ευκαιρία να μάθω τα αραβικά του δρόμου, μια και ο δρόμος μού ήταν απαγορευμένος από τη μητέρα μου). Η μαθητεία του «εκτός των τειχών» γίνεται σε μεγάλη σχετικά ηλικία από τον παππού του, που τον βάζει στον «αντρίκιο» κόσμο της ζωής και της δουλειάς στους αγρούς (τον ξεθεωμένο και μεθυσμένο από τη δουλειά και τις φωνές), έναν κόσμο όμως στον οποίο έχει συνείδηση ότι δεν ανήκει αλλά που νιώθει τον έντονο πόθο να μοιραστεί. Αυτή η αντίφαση συνεχίζεται καθώς μεγαλώνει: στο σπίτι ολοκληρωτική μοναξιά, στο σχολείο κάποιες επαφές τον αφυπνίζουν, το ίδιο αργότερα και στη Λυόν όπου  η οικογένεια εγκαθίσταται, αλλά και στο στρατό (όπου παρουσιάστηκε το 1939, μετά την επιτυχία του στην Εκόλ Νορμάλ).

Οι προσωπικότητες με τις οποίες έρχεται σε επαφή κατά το διάστημα της αιχμαλωσίας του και ιδιαίτερα η προσωπικότητα του Ντάελ πυροδοτούν τη σκέψη του, την αυτεπίγνωσή του: κατάλαβα τότε τι ηταν η δράση που σέβεται τις αρχές, αλλά είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα από την απλή εφαρμογή αρχών. Ανακαλύπτει τον Μακιαβέλι (άρχισα να καταλαβαίνω ότι τα τεχνάσματα οι υπεκφυγές και οι άλλες πονηριές στη χρήση μπορούσε να μην είναι απάτες, ότι μπορούσαν αντίθετα να παράσχουν ευεργετικά αποτελέσματα στον δημιουργό τους και σε άλλους ανθρώπους, υπό τον όρο ότι κανένας ξέρει ααυτό που θέλει και ότι μπορεί να κυριαρχεί σε κάθε ενοχή, ότι θα ήταν εν ολίγοις απελευθερωμένος. Όπως γράφει παρακάτω, η περίοδος της αιχμαλωσίας ήταν μια μαθητεία γιατί δε ζούσε πια «κάτω από τον τρομερό, τρομερό λέω, μ’ ακούς Ρομπέρ Φοσάρ, μ’ ακούς Γκράμσι, πέρα από τον φριχτό σου τάφο, ζώντας όχι μέσα στον τρομερό, τον φρικιαστικό, τον απεχθέστερο απ’ όλους τους ιδελολογικούς μηχανισμούς του κράτους, σε ένα έθνος όπου βέβαια υπάρχει κράτος, την οικογένεια.

Έτσι, βήμα –βήμα ο Αλτουσέρ προχωρά σε μια οδυνηρή αυτογνωσία ενώ παράλληλα συγκροτεί και την ιδεολογία του που τον καταξίωσε ως ένα από τους πολιτικούς μαρξιστές φιλοσόφους. Συνειδητοποιεί γρήγορα, φερειπείν ότι βασικό δομικό στοιχείο της προσωπικότητάς του είναι η έμμονη ιδέα του να θέλει παρακαταθήκες (δηλαδή ψωμί, λουκάνικα κλπ. ) αλλά και την «παρακαταθήκη των παρακαταθηκών», δηλαδή το χρήμα (γνωστή η ανάγκη των ψυχικά στερημένων από αγάπη να συσσωρεύουν). Αργότερα, όπως λέει, έκανε παρακαταθήκη φίλων αλλά και …γυναικών. Ακόμα κι όταν γνώρισε και αγάπησε την Ελέν, απελευθερωμένος πια από τα σεξουαλικά του συμπλέγματα, έχει αμέτρητες ιστορίες με γυναίκες, όπως λέει ο ίδιος: «για να μην κινδυνεύσω να βρεθώ μια μέρα μόνος χωρίς καμιά γυναίκα στο χέρι μου, αν η τύχη το έφερνε μια από τις γυναίκες μου να μ’ αφήσει ή να πεθάνει».. Αυτή η συνήθεια έκανε την Ελέν να υποφέρει πολύ, και, πράγματι, μέσα από τις αφηγήσεις του ίδιου, φαίνεται πολύ αρρωστημένη και σαδιστική αυτή του η στάση.

Προσπαθεί φυσικά να ερμηνεύσει κι αυτήν του την ιδεοληψία, όπως την ονομάζει ο ίδιος, με ψυχαναλυτικό τρόπο, αλλά και να την ξεπεράσει (το να κατορθώσω επιτέλους να αποδράσω από αυτήν την ιδεοληψία υπήρξε μια από τις σκληρότερες δοκιμασίες της ζωής μου/ τώρα μου φαίνεται ότι ξέρω, ότι δεν υπάρχει ζωή χωρίς ξόδεμα, χωρίς ρίσκο, άρα χωρίς έκπληξη και ότι η έκπληξη είναι όχι μόνο κομμάτι της ζωής αλλά είναι η ίδια η ζωή στην έσχατή της αλήθεια είναι το Ereignis της, το γεγονός της η ανάδυση της, όπως τόσο καλά λέει ο Χάιντεγκερ.

Τέλος, στο στρατό ακούει για πρώτη φορά να μιλούν για το μαρξισμό. Προβληματίζεται πάνω στην πολιτική δράση, τις μορφές δράσης και μορφές σχέσης προς τη δράση, την ονομαζόμενη από τον ίδιο «πρακτική του κομμουνισμού». Η πολιτική του αφύπνιση είναι παράλληλη με τη σεξουαλική του αφύπνιση, που γίνεται αργά και επώδυνα, ενώ αναδύεται σιγά σιγά και μια μορφή νεύρωσης («αγχώδης νεύρωση άνευ αντικειμένου»). Η πρώτη εισαγωγή σε ψυχιατρική κλινική, σε μια ατέλειωτη σειρά εισαγωγών που ακολουθούσαν κρίσεις κατάθλιψης, ήταν λίγο μετά το πρώτο του φιλί σε γυναίκα, την Έλεν, σε σχετικά μεγάλη ηλικία.

Ο φόβος μου μήπως είμαι ολοκληρωτικά αδύναμος και η επιθυμία μου να είμαι παντοδύναμος, η μεγαλομανία μου, δεν ήταν παρά οι δυο όψεις μιας ενότητας: δηλαδή της επιθυμίας να διαθέτω αυτό που μου έλειπε για να είμαι άντρας πλήρης και ελεύθερος και το οποίο από την άλλη μεριά φοβόμουν ότι  μου έλειπε. Η ίδια φαντασίωση με δυο όψεις (η αμφιθυμία της) με στοίχειωνε έτσι εναλλάξ, μέσα στη φανταστική παντοδυναμία της κατάθλιψης και της μεγαλομανιακής παντοδυναμίας της μανίας.(!)

Βλέπουμε και το ξεκίνημά του ως φιλοσόφου, ως καθηγητή φιλοσοφίας αρχικά. Τις ανασφάλειες και τις επιφυλάξεις, την επίγνωση των αδυναμιών αλλά και των αρετών (είχα ωστόσο μιαν άλλη, πολύ δική μου ικανότητα. Ξεκινώντας από μια απλή διατύπωση, ήμουν ικανός να ανασυνθέσω αν όχι τη σκέψη, τουλάχιστον την τάση και τον προσανατολισμό ενός συγγραφέα ή ενός βιβλίου, που ωστόσο δεν είχα διαβάσει. Διέθετα φαίνεται μια ορισμένη δόση διαίσθησης και κυρίως μια ικανότητα προσέγγισης, δηλαδή θεωρητικής αντίθεσης, ενεργούσα με βάση τις αντιθέσεις και τις διακρίσεις, μέθοδο που αργότερα θεωρητικοποίησα).

Ένα αρκετά μεγάλο μέρος του βιβλίου αφορά τον τρόπο που συγκροτήθηκε βήμα βήμα η  πολιτική φιλοσοφία του  Αλτουσέρ. Έχει ενδιαφέρον κανείς να το διαβάσει γιατί βλέπει συνοπτικά τις πηγές αλλά και τις δυναμικές της σκέψης του, καθώς και τη θέση του ανάμεσα σε άλλους στοχαστές της εποχής. Είναι άλλωστε η «χρυσή εποχή της πολιτικής φιλοσοφίας για τη Γαλλία, και όχι μόνο. Μιλά για την –πνευματική- του «συνάντηση» με τον Μακιαβέλι, τον Χομπς, τον Σπινόζα, τον Ρουσό, φυσικά τον Μαρξ, τον Χέγκελ, Φόυερμπαχ κλπ. εξηγώντας σύντομα τι χρωστά η πολιτική του πρακτική σ’ αυτούς τους στοχαστές. Δίνει σύντομα το όραμά του (π.χ. αυτός είναι ο ορισμός του κομμουνισμού, που επίμονα επαναλαμβάνω: μια ανθρώπινη κοινωνία απαλλαγμένη από τις εμπορευματικές σχέσεις) αλλά μιλά και για την επαφή του με προσωπικότητες όπως ο Μπρετόν ο Μπασελάρ, ο Καγκιλέμ, ο Ντεριντά αλλά και ο Λακάν, ο οποίος παρακολουθούσε τις ψυχικές του κρίσεις.

Διαβάζοντας το βιβλίο παίρνει κανείς μια ιδέα για το πώς προώθησε ο Αλτουσέρ τη σύγχρονη πολιτική σκέψη και πρακτική. Ασφαλώς όμως δεν έχει νόημα να μακρηγορήσω επ’ αυτού, γιατί δεν ήταν αυτός ο δικός του στόχος (επιδιώκω μόνο να φωτίσω, ει δυνατόν, τα βαθύτερα και προσωπικά ελατήρια, τα συνειδητά και κυρίως τα ασυνείδητα, που υποβάσταζαν το διάβημά μου στη μορφή που του έδωσα). Λέει άλλωστε ξεκάθαρα ότι θα αφιερώσει άλλο βιβλίο γι’ αυτό το σκοπό. Το συγκεκριμένο κείμενο επιλέγει από τη συνολική εμπειρία του τα στοιχεία αυτά που συνθέτουν τον ψυχισμό του και οδήγησαν στην τραγωδία. Συνδέει τη μελέτη και τη σκέψη με τα προσωπικά του βιώματα, τις δικές του εμπειρίες. Αναφερόμενος π.χ. στον Σπινόζα, λέει (σελ. 258):

Αλλά εκείνο που μ’ εντυπωσίασε περισσότερο στον Σπινόζα ήταν η θεωρία του σώματος. Αυτό το κορμί που πολλές του δυνάμεις μας είναι άγνωστες, το κορμί του οποίου ο νους είναι η ιδέα, ο Σπινόζα το στοχαζόταν ως άνοιγμα στον κόσμο, ως generositas, ως χάρη δωρεάς.

Μπορεί να σκεφτεί κανείς πόσο η ιδέα αυτή του σώματος με μάγευε. Έβρισκα σ’ αυτήν τη δική μου εμπειρία, αρχικά ενός σώματος κομματιασμένου και χαμένου, ενός απόντος σώματος, γεμάτο άμετρο φόβο και ελπίδα (εδώ μιλά και για τη θεωρία της αμφιθυμίας του Σπινόζα) που ξανασυρμολογήθηκε ανακαλύπτοντας και κατακτώντας τις δυνάμεις του/ ότι μπορεί κανείς να ξαναβρεί το δικό του κορμί, άρα να σκεφτεί στην κυριολεξία με το κορμί, κλπ. κλπ. Να τι με θάμπωνε στην κυριολεξία, σα να ήταν μια πραγματικότητα και μια αλήθεια που είχα βιώσει.

 

Ό, τι καταθέτει ο Αλτουσέρ σ’ αυτό το βιβλίο, ακόμα και γεγονότα από την δράση του στο κομμουνιστικό κόμμα, αλλά κυρίως το πώς ο ίδιος βίωνε το ψυχωσικό του σύνδρομο, το καταθέτει ψάχνοντας «το νόημα των αλλαγών που του συνέβησαν» (έπαιρναν όλες τη φορά προς την (επανα) κτηση της ύπαρξής μου). Όπως γράφουν και στην εισαγωγή οι Κορπέ/ Μποτάγκ, το πρώτο κείμενο (Υο μέλλον διαρκεί πολύ) έχει τραγικό χαρακτήρα, γιατί φαίνεται ανάγλυφα πώς ένας διανοούμενος, ιδιαίτερα ευφυής, φιλόσοφος το επάγγελμα, ενοικεί την τρέλα του, την ιατρικοποίησή του μέσα στην ψυχική νόσο εξαιτίας του ψυχιατρικού θεσμού και των ψυχαναλυτικών ενδυμάτων με τα οποία η νόσος στολίζεται.

Η αμφιλεγόμενη πάντως δημόσια αυτή εξομολόγηση και έκθεση  είχε λυτρωτικό χαρακτήρα: η αυτο-περιγραφή της κατάστασής του μετά το θάνατο της Ελέν, κατά τη γνώμη μου είναι συγκλονιστική. Η ταραγμένη του ψυχή θαρρείς προσαράζει σε έννοιες που τον είχαν τυραννήσει και είναι φιλικές πια, όπως αγάπη και ελευθερία. Η αυτοσυνείδηση κάνει άλματα, σπάζοντας όλες τις ιατρικές προβλέψεις και καταλήγοντας με μια πρωτοφανή διαύγεια στη διαπίστωση που αποτελεί και το τέλος του βιβλίου:

Στην πραγματικότητα, για να κατανοήσει κανείς το ακατανόητο πρέπει να πάρει υπόψη του τις αστάθμητες τυχαιότητες αλλά επίσης την αμφιθυμία των φαντασιώσεων που ανοίγει το δρόμο για όλα τα πιθανά αντίθετα.

Μια λέξη μόνο: όσοι νομίζουν ότι μπορούν να πουν περισσότερα μη φοβηθούν να τα πουν. Δεν μπορούν παρά να με βοηθήσουν να ζήσω.

 

Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Σάββατο, 07. Νοεμβρίου 2009 

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007