χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Χάντρα Γιασμίνα, Τρομοκρατικό χτύπημα

                  Όταν η φρίκη χτυπά, ο πρώτος της στόχος είναι πάντοτε το συναίσθημα

 

Και μόνο η «καταγωγή» του βιβλίου σού κινεί το ενδιαφέρον: ο συγγραφέας είναι Παλαιστίνιος, πρώην στρατιωτικός που ζει στη Γαλλία και το γυναικείο όνομα είναι ψευδώνυμο για λόγους ασφαλείας.

Το θέμα ελκυστικό μέσα στη σκληρότητά του, κι εν μέρει προβλέψιμη η πλοκή, αφ ης στιγμής ξεδιπλώνονται τα δεδομένα: βασικός ήρωας ο Αμίν Ζααφαρί, χειρούργος Παλαιστινιακής καταγωγής αλλά με ισραηλινή υπηκοότητα, ζει στο Ισραήλ ευτυχισμένα με τη γυναίκα του, έως ότου μαθαίνει ότι εκείνη σκοτώθηκε ως καμικάζι στην φρικτή έκρηξη που έγινε σε φαστφουντάδικο με θύματα μικρά παιδιά.  Από κει και πέρα παρακολουθούμε τα βίαια συναισθήματα και τις αντιδράσεις του Αμίν στο φοβερό αυτό σοκ, βήμα προς βήμα. Στον πόνο της απώλειας και της προδοσίας προστίθεται η ιδεολογική σύγκρουση και η αγανάκτηση του γιατρού (που σώζει ζωές) μπρος στο παράλογο του φόνου τόσων ανθρώπων, και μάλιστα παιδιών.

Η ψυχολογία του Αμίν περνά από πολλά στάδια αβίαστα και κατά «φυσική αναγκαιότητα» κι ο συγγραφέας τα δίνει με τρόπο που να ταυτίζεσαι.

·         Παρακαλώ να μην τίποτα εκείνη, να μη μου πιάσει το χέρι σ’ ένδειξη συμπαράστασης· δεν θ’ αντέξω τη χειρονομία αυτή που θα κάνει το ποτήρι να ξεχειλίσει… Καλά είμαστε έτσι· η σιωπή μας προστατεύει από τους ίδιους μας τους εαυτούς.

Την καταάθλιψη διαδέχεται η οργή, η αγανάκτηση, η απέλπιδη έρευνα για την αλήθεια, η επίσκεψη στην Βηθλεέμ με πολύ ρίσκο κλπ. Στις σελ. 170-1 περιλαμβάνεται όλη η ιδεολογική «σύγκρουση», οι σκέψεις του ήρωα για να καταλήξει:

Ήρθα αντιμέτωπος με μια οργάνωση που λειτουργεί στην εντέλεια, που με τα χρόνια έχει τριφτεί σις συνωμοσίες και στις ένοπλες συγκρούσεις και που βάζει τα γυαλιά και στα πιο ‘έξυπνα λαγωνικά των μυστικών υπηρεσιών. Κι εμένα, τα μοναδικά μου όπλα ήταν η απογοήτευση του απατημένου συζύγου κι ένα ισχυρό μένος που δεν είχε πραγματικό αντίχτυπο. κλπ.κλπ.

Ωστόσο το σοκ που δοκιμάζει ο αναγνώστης όταν ο ήρωας, μέσα στην απελπισία του, το αδιέξοδό του και το «δεν μπορώ να κάνω αλλιώς» αποφασίζει να επισκεφτεί –ψάχνοντας τον «καθοδηγητή της Σιχέμ- την Τζενίν, πόλη Παλαιστινιακή όπου οι εχθροπραξίες συνεχίζονταν, δεν είναι προβλέψιμο. Το βιβλίο είναι σκληρό και το θέμα του πολύ ζόρικο, αλλά στο σημείο αυτό αρχίζεις και νιώθεις πια πολύ έντονα τη γυάλα μέσα στην οποία ζούμε όόόλοι εμείς, αρχίζεις και μυρίζεις το μπαρούτι στο οποίο μεγαλώνουν γενιές, το μίσος που είναι η μόνη τους διέξοδος. Ο γιατρός βλέπει όλ’ αυτά με πανικό και τρόμο, η ζωή του κι η βολή του έχουν έτσι κι αλλιώς ανατραπεί, έχει πια απογυμνωθεί από κάθε κοινωνικό ρόλο, η μόνη του αντίσταση είναι η ανθρωπιστική συνείδησή του. Κάποια στιγμή ο αναγνώστης πιστεύει ότι θα γίνει η τελική ανατροπή, ότι θα προσχωρήσει στην Ιντιφάντα, ότι θα ταυτιστεί με τους ήρωες καμικάζι που θυσιάζονται. Είναι ένα λεπτό σημείο στο βιβλίο, όπου η πρόκληση για ιδεολογική τοποθέτηση πάνω στο θέμα είναι μεγάλη. Όμως, ευτυχώς όχι, νομίζω ο Χάντρα κατάφερε ν’ αποδώσει την τραγικότητα αυτής της κατάστασης με το να μεταφέρει την απελπισία και τ’ αδιέξοδο, και την ιδεολογία ακόμα των ανθρώπων αυτών, χωρίς να χειραγωγεί τον ήρωά του, ο οποίος επιστρέφει στη γενέτειρά του (πολύ «ομηρική» αυτή η φοβερή σκηνή της επιστροφής, της ευλογίας του γέροντα, της νέας θυσίας και της ολοσχερούς καταστροφής του πατρικού σπιτιού), λίγο πριν πέσει ο ίδιος θύμα μιας νέας έκρηξης καμικάζι. 

  • « εμείς δεν είμαστε ούτε ισλαμιστές ούτε φονταμενταλιστές, γιατρέ. Είμαστε μονάχα τα παιδιά ενός λεηλατημένου και ταπεινωμένου λαού, που παλεύουν με ό, τι μέσα διαθέτουν για να ανακτήσουν την πατρίδα τους και την αξιοπρέπειά τους, τίποτα περισσότερο».

  • Άντελ (υποψήφιος καμικάζι): «Υπάρχουν εκείνοι που έχουν πάρει τα όπλα κι εκείνοι που περνάνε τον καιρό του χασομερώντας. Η γυναίκα σου είχε διαλέξει με ποιους ήθελε να είναι. Η ευτυχία που της πρότεινες εσύ μύριζε σαπίλα. Την αηδίαζε, το καταλαβαίνεις; Δεν άντεχε άλλο ν’ αράζει στον ήλιο τη στιγμή που οι συμπατριώτες της γονάτιζαν κάτω από τον σιωνιστικό ζυγό.  Η Σιχέμ δεν ήθελε τέτοιου είδους ευτυχία. Τη βίωνε σα βάρος στη συνέιδησή της. Ο μόνος τρόπος για να μη νιώθει ένοχη ήταν να ενταχθεί στον αγώνα. Αυτο είναι φυσικό επακόλουθο για κάποιον που προέρχεται από έναν λαό που υποφέρει».

(Αμίν) Συγκρούομαι πάνω στη ευκρίνεια της λογικής του σαν τη μύγα που χτυπιέται στο τζάμι· καταλαβαίνω ξεκάθαρα τι θέλει να μου πει, αλλά μου είναι αδύνατον να το αποδεχτώ.(…). Ο Άντελ μιλάει, μιλάει και καπνίζει σαν φουγάρο… Καταλαβαίνω πως δεν τον ακούω πια. Ο κόσμος για τον οποίο μου μιλάει δεν μου ταιριάζει.  Είναι ένας κόσμος όπου ο θάνατος αποτελεί αυτοσκοπό. Για έναν γιατρό αυτό ξεπερνάει τα όρια. (…)     

Δεν είναι αυτός ο Άντελ που ξέρω, ο πρόσχαρος και γενναιόδωρος· είναι κάποιος άλλος, ένα τραγικό πρόσωπο, που υποκινείται από μια ζωώδη φιλοδοξία που δεν πάει πιο μακριά από το επόμενο γεύμα, το επόμενο θύμα, το επόμενο μακελειό, μετά από το οποίο το μόνο που υπάρχει είναι μια λευκή άβυσσος, αμόλυντη, όπου τα πάντα είναι μετέωρα ή υποθετικά. Είναι φανερό, ο Αντελ έχει διαλέξει την υπόσταση του μάρτυρα. Έτσι θέλει να τελειώσει τις μέρες του, να γίνει ένα με τα ιδανικά που υποστηρίζει.

 Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Πέμπτη, 14. Ιουνίου 2007 

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007