χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Το νησί, Βικτόρια Χίσλοπ

 

Ένα χορταστικό μυθιστόρημα για …ξεκούραση, για καλοκαίρι, για μαμάδες, για γιαγιάδες· με αρχή- μέση – τέλος, χαρακτήρες, συναισθηματικό σασπένς · στα όρια κάπως του «εμπορικού» βιβλίου, αλλά κατά τη γνώμη μου αξιοπρεπές, χωρίς δηλαδή να ξεπέφτει στις παραχωρήσεις του «αγοραίου».

Το «νησί» είναι η Σπιναλόγκα, κι εδώ έγκειται και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Μέσα από τους συμπαθητικούς κεντρικούς ήρωες αναφαίνεται αυτή η ιδιαίτερη πτυχή της ελληνικής ιστορίας των μέσων του 20ου αι., η ιδιόμορφη κοινωνία που αναπτύχθηκε στο νησί αυτό των βορείων παραλίων της Κρήτης όπου έστελναν όσους έπασχαν από λέπρα από τις αρχές του 20ου αι. μέχρι το 1957, οπότε ανακαλύφθηκε η θεραπεία.

Δυο χρονικά επίπεδα βλέπουμε στο βιβλίο. Το 2001 η Αλέξις (ελληνικής καταγωγής από Αγγλία) επισκέπτεται την Κρήτη με τον αρραβωνιαστικό της και, παρακινημένη από τη σιωπή της μητέρας της σχετικά με το παρελθόν και την καταγωγή της, αναζητά τη φίλη της γιαγιάς της, τη Φωτεινή. Εκείνη αναλαμβάνει να της αφηγηθεί την ιστορία της προγιαγιάς της, της γιαγιάς της Άννας και της αδερφής της τελευταίας που είναι και η βασική πρωταγωνίστρια, της Μαρίας. ‘Ετσι, ξεκινά μια εγκιβωτισμένη αφήγηση που μας γυρίζει πίσω, στην περίοδο όπου η λέπρα θέριζε, κι έστελνε –απ’ όλη την Ελλάδα- τα θύματά της στη Σπιναλόγκα.

Αυτό που προοικονομείται κι αναδεικνύεται στη συνέχεια μέσα από την αφήγηση της Φωτεινής, είναι ότι οι άνθρωποι που έζησαν εκεί έκαναν κάτι περισσότερο από το να κάθονται και να λυπούνται τον εαυτό τους. Μια ολόκληρη κοινωνία στήνεται σιγά σιγά από ανθρώπους σε οριακή κατάσταση που η μόνη τους ελπίδα είναι να στηρίζει ο ένας τον άλλον. Παράλληλα, παρακολουθούμε από κοντά το δράμα της προγιαγιάς που αφήνει τα δυο κορίτσια της προσβεβλημένη από αρρώστια βαριάς μορφής, καθώς και τους αντίθετους χαρακτήρες των δυο κοριτσιών. Η σκιαγράφηση της φιλόδοξης Άννας και του Μανόλη θυμίζει τους νατουραλιστικούς ήρωες του Καραγάτση, παραδομένους στα ένστικτα και στα πάθη τους, ενώ η Μαρία είναι πιο «χαμηλών» τόνων. Πάθη παράφορα, έντονα συναισθήματα και μεταπτώσεις, αφ ης στιγμής προσβάλλεται και η Μαρία από την αρρώστια (ενώ είναι έτοιμη ν αρραβωνιαστεί το Μανόλη, με τον οποίο είναι μοιραία ερωτευμένη η … Άννα)!

Ωστόσο, λίγο καιρό μετά την άφιξή της στο νησί, η Μαρία γνώριζε με απόλυτη βεβαιότητα ότι ο Μανόλης δεν ήταν παθιασμένα ερωτευμένος μ’ αυτήν, αλλά με την ιδέα ότι ήταν παθιασμένα ερωτευμένος. Αυτό είναι και το πιο δυνατό σημείο του βιβλίου, και το μόνο που σημείωσα ως γραφή.

Αιφνιδιάζει ευχάριστα επίσης η άρνηση του γιατρού –αρχικά- να παντρευτεί τη γιατρεμένη Μαρία όταν πια άδειασε η Σπιναλόγκα, κάτι που «έσωσε» το βιβλίο από το να γίνει "εύκολα προβλέψιμο". Παρόλ' αυτά, ο αναγνώστης που ταυτίζεται συνήθως σ' αυτές τις ιστορίες, κλείνει το βιβλίο ...ευχαριστημένος!

 

 

 

 

επιμέλεια: Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Σάββατο, 12. Σεπτεμβρίου 2009 

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007