χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Μαριάννα Κορομηλά, Η Μαρία των Μογγόλων

 

(από το οπισθόφυλλο):

Η κουζίνα του ιστορικού είναι ο τόπος όπου διασταυρώνεται

η περιπέτεια της γραφής και η γραφή της περιπέτειας σε μια συναρπαστική αφήγηση. (…) Λεπτομέρειες ιδιωτικού ή δημόσιου χαρακτήρα, θραύσματα από ημερολόγια, από αναγνώσεις…

Μισέλ Φάις

 

Η Μαρία «των Μογγόλων» είναι ιστορικό πρόσωπο: πρόκειται για τη νόθη κόρη του αυτοκράτορα του βυζαντινού κράτους Μιχαήλ Η΄Παλαιολόγου, που το 1264, σε ηλικία 12 χρονών, ο πατέρας της την έστειλε από τη Νίκαια της Βιθυνίας (τότε πρωτεύουσα του βυζαντινού κράτους) στην πρωτεύουσα του κράτους των Μογγόλων (Μαγούλιων ή Μουγούλιων) για να παντρευτεί τον αδελφό του Κουμπλάι-χαν, τον Χουλαγκού.  Για λόγους καθαρά διπλωματικούς.

‘Ενα βιβλίο δηλαδή με κεντρικό θέμα μια πτυχή της ιστορίας που παραπέμπει στο γνωστό μύθο της Ιφιγένειας (εν Αυλίδι, εν Ταύροις). Όμως δεν είναι βιβλίο ιστορικό, ούτε λογοτεχνικό. Πρόκειται για ένα ακόμα αφήγημα της σειράς «Η κουζίνα του ιστορικού» την οποία επιμελείται ο Μισέλ Φάις, και όπου κάθε συγγραφέας «αυτοβιογραφείται», ή μάλλον εξομολογείται  με αφορμή μια πνευματική του περιπέτεια. Η Μ. Κορομηλά καταθέτει ουσιαστικά όλη της την εμπειρία που σχετίζεται με την έρευνα γύρω από την «αλήθεια» της ηρωίδας που διάλεξε, το κείμενο έχει καθαρά προσωπικό και βιωματικό χαρακτήρα, τόσο που αναρωτιέσαι ποια είναι η βασική ηρωίδα, η Μαρία ή η …Μαριάννα.

Η συγγραφέας  εστιάζει κυρίως στο πρόσωπο της «Μαρίας των Μογγόλων», γιατί, όπως επισημαίνει κι η ίδια αφιερώνοντας αρκετά μεγάλη έκταση, πρόκειται για μια ιστορία τραγικά επαναλαμβανόμενη: για κορίτσια μικρά, από πέντε μέχρι δεκαπέντε, νόθα παιδιά ή νόμιμα βασιλέων ή υψηλά ιστάμενων, που θυσιάστηκαν στο βωμό της διπλωματίας και στάλθηκαν με συνοικέσιο στην άκρη του κόσμου προκειμένου να επιτευχθεί ειρήνη, ανακωχή κλπ. : 

Είχα μόνο τη Μαρία κατά νου. Τη Μαρία και τις αμέτρητες Μαρίες. Ήθελα να μιλήσω για ανθρώπινες υπάρξεις, καταστάσεις και πράγματα που παραμένουν στη σιωπή.

Για μένα, η Μαρία των Μογγόλων είναι όλες οι Μαρίες της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Είναι τα εκατοντάδες κορίτσια που επιβεβαίωσαν διπλωματικές συνθήκες και πολεμικές ανακωχές, ενίσχυσαν την εξωτερική πολιτική του κράτους, κατέστησαν ανεκτίμητες τις αυτοκρατορικές δωρεές προς πολιτισμένους και, κυρίως, απολίτιστους ηγέτες, πρόσφατα εκχριστιανισμένους βαρβάρους, άξεστους φύλαρχους του  Καυκάσου, πρωτόγονους κυρίαρχους της Σκυθικής ερημίας (…) Είναι οι αμέτρητες ανήλικες Μαρίες, οι πορφυρογέννητες και ι γεννημένες από άνομους έρωτες (σελ.309).

Αυτό το φαινόμενο πήρε μεγάλη έκταση κυρίως την εποχή της παρακμής του Βυζαντίου, όταν δηλαδή τα σύνορα διαρκώς απειλούνταν και συρρικνώνονταν. Ήδη τον 13ο αι. πρωτεύουσα του κράτους είναι η Νίκαια της Βιθυνίας, ο Παλαιολόγος έχει σφετεριστεί την εξουσία, Μογγόλοι, Τάταροι, Σέρβοι, Οθωμανοί κ.α. απειλούν τα σύνορα (εντυπωσιακή η συνειδητοποίηση ότι οι Μογγόλοι ίδρυσαν το μεγαλύτερο κράτος που υπήρξε ποτέ και περιλάμβανε από Κίνα μέχρι Μπρεσλάου της Γερμανίας!)

Η αφήγηση έχει ακατάστατη δομή, εφόσον εξ ορισμού η συγγραφέας ξεδιπλώνει κάπως  φλύαρα τις σκέψεις της, τη δική της παιδική ηλικία, τις προσπάθειές της να προσεγγίσει δύσκολα ιστορικά ζητήματα που ξεφεύγουν από την «επίσημη ιστορία», ή να περιγράψει τις δυσκολίες  ν’ ανασυνθέσει τη ζωή της Μαρίας των Μογγόλων. Όπως επισημαίνει και η ίδια, δεν επιδιώκει αλλά δεν έχει και τη δυνατότητα -ούτε ίσως την ικανότητα- ν’ αποδώσει μυθιστορηματικά τη ζωή της ηρωίδας της. Το βιβλίο αποτελεί μια περιήγηση στην ιστορία του 13ου αι., με ολοφάνερη την παρουσία της ερευνήτριας και της υποκειμενικότητάς της, με λεπτομέρειες ημερολογίου· ένας εσωτερικός μονόλογος σε ελαφρώς δημοσιογραφικό και αυτάρεσκο ύφος.

Σελ. 145:

Θα ήθελα να διαθέτω τις ικανότητες ενός άριστου τεχνίτη, για να πλάσω μία συναρπαστική μυθιστορία. Θα ήθελα να μπορώ να γράψω έναν εσωτερικό μονόλογο στο όνομα αυτής της γυναικείας ύπαρξης· στο όνομα όλων των γυναικείων υπάρξεων που δωρήθηκαν από τον πατέρα τους, για να εξυπηρετηθούν συμφέροντα, δημόσια ή ιδιωτικά.

Ο  βασικός καμβάς, η τραγική ιστορία δηλαδή της Μαρίας είναι από μόνη της συναρπαστική. Βέβαια, τα ιστορικά στοιχεία είναι ελάχιστα, και το παζλ συμπληρώνεται  με υποθέσεις και εικασίες: Η πορεία  είναι μακρά (μάλλον πεντάμηνη) κι επίπονη (γοητευτική η έρευνα για την πιθανή διαδρομή  Κ/λη –Τραπεζούντα- Άλπεις του Ανατολικού Πόντου- Ταυρίδα- λίμνη Ουρμία- Μαραγκέχ), κι  όταν πια έφτασε στον προορισμό της, ο Χουλαγκού είχε πεθάνει κι έτσι …παντρεύτηκε τον τριαντάχρονο διάδοχο Αμπακά! 17 χρόνια έμεινε παντρεμένη ωσότου πέθανε κι ο Αμπακά, κι η Μαρία επιστρέφει στην Κ/λη πια, για να ζήσει σε μοναστήρι της Χώρας ως «Μελάνη η Μοναχή», αφήνοντας ως σημάδι αιωνιότητας ένα περίφημο ψηφιδωτό που την παριστάνει να προσπέφτει ικέτης του Χριστού. Πέρα απ’ αυτές  τις φοβερές για την εποχή στροφές της μοίρας, πολλές είναι οι ενδείξεις ότι έπασχε και από αιμοφιλία. Τέλος, σύμφωνα με τις εικασίες της Κορομηλά, πρέπει να ήταν αποφασιστικής σημασίας η συμβολή της στο να βοηθήσουν οι Μογγόλοι τους Βυζαντινούς όταν η Νίκαια απειλήθηκε απ’ τον Οσμάν το 1307. Αυτός είναι κι ο λόγος για τον οποίο πιστεύει ότι λατρεύτηκε απ’ τους βυζαντινούς, κι ότι αυτή είναι που εικονίζεται στο περίφημο ψηφιδωτό της Μονής της Χώρας.

Δεν είναι όμως μόνο η ιστορία της Μαρίας που προκαλεί το ενδιαφέρον αυτού του βιβλίου. Παρά τις αδυναμίες αυτής της συνεχούς αυτοαναφορικότητας (η παρουσία της συγγραφέως είναι πολύ έντονη, κατά τη γνώμη μου παραπάνω απ’ όσο θα’ πρεπε. Οι  συνεχείς αναφορές σε μνήμες της είναι κουραστικές και φλύαρες πολλές φορές. Δε διστάζει να παραθέτει όλες της τις  σκέψεις,  αλλά και δικές της προσωπικές στιγμές σε βαθμό που κουράζει. Απ’ την αρχή του βιβλίου μας δίνει να καταλάβουμε ότι ένα είδος πνευματικής συγγένειας την έφερε κοντά στη Μαρία των Μογγόλων. Κατά τη γνώμη μου δε διαφαίνεται αυτός ο βαθύτερος δεσμός, δε δικαιολογείται αυτή η ταύτιση), παρά λοιπόν τις αδυναμίες αυτής της αυτοαναφορικότητας, δεν μπορεί κανείς να μη «σταθεί» σε σημεία εντυπωσιακά κι αξιοθαύμαστα:

·                 Βλέπεις βήμα προς βήμα τις δυσκολίες που συναντά ο ερευνητής όταν προσπαθεί να κάνει μια τομή  στην ιστορία, σε μια εποχή και μια περιοχή ανεξιχνίαστη. Βλέπεις με τρόπο χειροπιαστό πόσο ρευστά και διαχρονικά είναι όλα κατά βάθος. Κι ακόμα, πόσα στοιχεία μένουν έξω από την επίσημη ιστορία που μαθαίνουμε στα σχολεία ή απ’ όπου εστιάζει ο εθνικός προσανατολισμός.

·                 Προσωπικά γοητεύτηκα από τα οδοιπορικά της συγγραφέως στα βάθη της Ανατολής, προκειμένου να ξαναζωντανέψει το μακρύ ταξίδι της 12χρονης Μαρίας από τη Νίκαια στην Σανγκτού (αυτή ήταν η πρωτεύουσα των Μογγόλων τότε, στα σύνορα με την Κίνα κι όχι το Καρακόρουμ). Με έπεισε η εμμονή της  ότι η ιστορία προϋποθέτει «καλλιεργημένη γεωγραφική συνείδηση» («είναι καθοριστική η σημασία των γεωγραφικών συντεταγμένων στη λειτουργία του ιστορικού γίγνεσθαι»), αλλά και γνώσεις γεωργίας και …κτηνοτροφίας (ιδιαίτερα εφόσον οι λαοί αυτοί είχαν αγροτοκτηνοτροφική οικονομία). Η μελέτη των Μογγόλων που ήταν νομάδες και ξακουστοί ιππείς, και θεμελίωσαν τη δύναμή τους σ’ αυτά τα δυο την ανάγκασε να μελετήσει τα μογγολικά άλογα! (Σκέφτομαι πόσο έξω πέφτουμε όταν αγωνιζόμαστε να μάθουμε ιστορία διαβάζοντας βιβλία, βιβλία, βιβλία, δίχως να γνωρίζουμε τίποτα για τον ίππο και την ιπποδύναμη, έναν απ’ τους βασικότερους παράγοντες που κινητοποίησαν τις εξελίξεις επί τέσσερις χιλιάδες χρόνια).

·                  Μ’ εντυπωσίασε το πάθος της να ταξιδεύει για να γνωρίσει από κοντά και να στηρίξει τις υποθέσεις της συνδυάζοντας όλους αυτούς τους παράγοντες. Χιλιάδες χιλιόμετρα, όπως λέει, ως ξεναγός αλλά και ως ερευνήτρια, προκειμένου να εντοπίσει τις Σελεύκειες, τις Αντιόχειες, τις Απολλωνίες κλπ.

          Τα μεγάλα ταξίδια  δεν ήταν για μένα η μεγάλη φυγή, όπως πίστευα παλιότερα. Ήταν η ευεργετική διαδικασία της επιστροφής. Στα λησμονημένα μέρη της συλλογικής εμπειρίας ξανάβρισκα ένα κομμάτι του εαυτού μου και, αφήνοντας τους άλλους να μιλήσουν, έγραφα από την αρχή τα στοιχεία της ταυτότητάς μου.

·                     Βρήκα πολύ πειστικά όσα γράφει για τη …χρήση της φωτογραφικής μηχανής:

          (σελ. 99)

          Επί χρόνια δεν ήθελα να κουβαλάω φωτογραφική μηχανή. Όχι μόνο γιατί είναι μπελάς και βάρος. Αλλά σου αποσπά μέρος της προσοχής, σε καθοδηγεί προς άλλου είδους εικόνες, διασπά τη συνέχεια, σε κάνει να κυνηγάς τα στιγμιότυπα, σε παρασύρει σε αδιακρισίες και, πολλές φορές, σε καθιστά στόχο. Με τη μηχανή τονίζεις ακόμη περισσότερο την παράταιρη παρουσία σου. Υπάρχει και ο αντίλογος. Πάντως προτιμούσα την άσκηση του μνημονικού για την καταγραφή των ορατών, με όσα απ’ τα στοιχεία του βιωμένου περιβάλλοντος είχα τη δυνατότητα να συγκρατήσω.

       (…)  Κάποια στιγμή όμως τρόμαξα. Γυρίζοντας σε μέρη που είχα αποτυπώσει στον νου μου, διαπίστωνα τη ραγδαία φθορά και δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήτανε σαν να τα είχα φανταστεί, τέτοιας έκτασης είναι η αλλοίωση.

·                     Τέλος, άπειρες ιστορικές αναφορές με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον, όπως η σημασία του πολιτισμού των Μογγόλων και η επιρροή του στην εξέλιξη των άλλων πολιτισμών (      Χρειάστηκα χρόνια για να Καταλάβω ότι το πέρασμά τους έκοψε κυριολεκτικά τη ροή της ιστορίας σε ολόκληρη την Ανατολική Ευρώπη όπως και στο μεγαλύτερο μέρος της Ασίας +++), η σημασία της Καισάρειας ως πόλης με κομβική σημασία και άλλες παρόμοιου τύπου «τομές».

·                     Περισσότερο όμως με γοήτεψε αυτή η επιμονή στο πώς συνδέει τον «τρόπο ζωής» (που τον συνάγει ακόμα κι απ’ το παρόν)  με την ιστορική πορεία λαών και κρατών:        

Μ’ ενθουσιάζει η μικρογεωγραφία. Συνδιαλέγομαι με το φυσικό περιβάλλον, τις απέραντες αλάνες, τα ορεινά μονοπάτια, τα βαρετά τοπία, τα βαλτοτόπια, Όταν φτάσω σε μια πόλη, αρχίζει η πλήξη. Αυτό που βαριέμαι περισσότερο είναι τα αξιοποιημένα μνημεία, τα προβεβλημένα αξιοθέατα, τα καλοβαλμένα μουσεία, όλα αυτά που πρέπει να δει ένας ξένος.

Ταξιδεύω μελετώντας άτλαντες και χάρτες. Στράφηκα, όμως, αρκετά εγκαίρως, προς τη βιωμένη εμπειρία, τον προφορικό λόγο, την ακατάγραφη μαρτυρία. Γνώρισα από κοντά τους άγνωστους τόπους, επανατοποθέτησα τους ανθρώπους, πάσχισα να τους καταλάβω.

Είμαι μανιώδης ωτακουστής και εμπειρότατος παρατηρητής· ρέκτης της παραμικρής λεπτομέρειας· λάτρης των μικρών και καθημερινών και αενάως επαναλαμβανομένων πραγμάτων.

Ηχογραφώ με ευλάβεια προσωπικές ιστορίες· ξεχωρίζω από διαίσθηση τις ενσυνείδητες ή ασυνείδητες επιστρώσεις, αναγνωρίζω τις ανάγκες για κοινωνικές συμβάσεις, τις λαμβάνω υπόψη μου, γιατί κι αυτές, μολονότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, ανήκουν στο υλικό της ιστορίας- όλα εξελίσσονται, μεταπλάθονται, υπηρετούν νέες μυθολογίες.

 

επιμέλεια: Χριστίνα Παπαγγελή

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Πέμπτη, 12. Ιουνίου 2008

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007