χώρος συνάντησης και έκφρασης

                                

φιλολογικές

σελίδες

 

βιβλία

 

θέατρο

 

τέχνη

 

φωτογραφίες

 

πίνακας

 

 
 
 
 

 

 

 

 

 

 

 

Σώτης Τριανταφύλλου, Κινέζικα κουτιά

 

Το βαρέθηκα, το βαρέθηκα, το βαρέθηκα, αλλά κατάφερα επιτέλους να το τελειώσω, μετά από ένα διάλειμμα … δυο μηνών!!! Παρά το ευφυές γράψιμο, το ατμοσφαιρικό ύφος, τον ενδιαφέροντα πλην χαρακτηριστικά –σκόπιμα φαντάζομαι- τυπικό χαρακτήρα του ήρωα (αποτυχημένος μπάτσος που εμπλέκεται σ’ εξιχνίαση μυστηριωδών φόνων, μοναχικός και ερωτευμένος χωρίς ελπίδα, συνεργάζεται απρόθυμα με την αστυνομία η οποία τον χρειάζεται εντέλει), παρόλες λοιπόν αυτές τις θετικές προδιαγραφές, το βιβλίο δεν κυλούσε , τουλάχιστον στα δικά μου χέρια…

Αυτό που με κούρασε αρχικά ήταν η υπερβολική συσσώρευση εξωτερικών στοιχείων προκειμένου ν’ αποδοθεί η ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης, για την ακρίβεια ο υπόκοσμος, το «underground», η υπόγεια, ρατσιστική κι εγκληματική όψη της μεγαλούπολης. Έχεις την αίσθηση ότι η συγγραφέας έχει διαρκώς στο νου της να δώσει αβίαστα και βιωματικά λεπτομέρειες κι αποχρώσεις από την καθημερινότητα της ζωής στο κοινωνικό αυτό στρώμα, σε σημείο που της γίνεται έμμονη ιδέα. Πληροφορίες, πληροφορίες, πληροφορίες. Αξιοθαύμαστες, βέβαια: δεν μπορεί παρά ν’ αναφωνήσεις: μα πού τα ξέρει όλ’ αυτά; Και πρέπει να της αναγνωρίσουμε ότι δεν είναι ξερές και ξεκομμένες όπως οι πληροφορίες για τις αυτοκινητοβιομηχανίες στον «Υπόγειο ουρανό», (παρόλ’ αυτά εκείνο δεν με κούρασε). Είναι ενταγμένες στο σύνολο, είναι βιωματικές, είναι πιπεράτες. Ναι, αλλά είναι πολλές! Με το μεράκι ν’ αποδώσει αγαπημένες καθημερινές έστω ταπεινές στιγμές της ζωής της πόλης, θαρρείς αγγίζει πια το επίπεδο, αν όχι της ιστορίας, της λαογραφίας- χάνεις τη μαγεία της λογοτεχνίας, κάτι σαν επίδειξη…

Έτσι, στην αρχή τουλάχιστον σαγηνεύεσαι, αν θες, από την ατμόσφαιρα κι η εξέλιξη της υπόθεσης είναι πολύ χαλαρή, έως ανύπαρκτη. Ψάχνεις ξανά και ξανά τα ονόματα να βρεις τα νήματα που δένουν την πλοκή. Ξέρει βέβαια ο αναγνώστης ότι έτσι συμβαίνει και στη ζωή, ιδιαίτερα στο χώρο του εγκλήματος, του ρατσισμού, του φανατισμού, των κυκλωμάτων ναρκωτικών κλπ. Τα εφτά εγκλήματα δεν εξιχνιάζονται ποτέ στη ουσία, απλώς πολλαπλασιάζονται οι ενδείξεις για το ότι πρόκειται γι’ ανταπόδοση ρατσιστικών επιθέσεων από οργάνωση ( εμπνευσμένα τα μυθοπλαστικά στοιχεία, π.χ. το όνομα «Σφυρόχεροι», το μοτίβο του ελαφιού κ.α.!).

Σιγά σιγά γίνονται λοιπόν κάποιοι συσχετισμοί. Υπεισέρχεται το …κινέζικο στοιχείο, καταλυτικό, η συγγραφέας κάνει μια αξιοθαύμαστη ανατομία του κοινωνικού αυτού στρώματος της κοινωνίας της Ν. Υ. κι ο μοναχικός μας ήρωας προσπαθεί ν’ ακολουθήσει την κινέζικο τρόπο σκέψης.

(σελ. 23):

Οι συμβουλές που είχε αναζητήσει ο Σ. Μ. στα κινέζικα κουλουράκια της τύχης δεν είχαν χρησιμεύσει σε τίποτα.: «Μάθε από τους φίλους σου, αλλά κυρίως μάθε από τους εχθρούς σου», κλπ. Όλα ακούγονταν σοφά και γεμάτα βαθιά νοήματα, αλλά δεν κατάφερναν να απαλύνουν τον πόνο της απουσίας· η απουσία τον συντρόφευε μέρα νύχτα και η αϋπνία κρατούσε τον πόνο ζωντανό: ο Μ. είχε συνηθίσει να ζει μαζί του· και παρόλ’ αυτά, κάθε φορά που άνοιγε ένα κουλουράκι της τύχης προσδοκούσε να του φανερωθεί μια πρωτόγνωρη, λυτρωτική αλήθεια.

Αυτό που με κράτησε να συνεχίσω το βιβλίο, ήταν ο τρόπος που αποδίδεται η μοναχικότητα του ήρωα, στις μικρές καθημερινές στιγμές του, στον τρόπο σκέψης, στις αντιδράσεις…  Εδώ πράγματι γοητεύτηκα, παρόμοια  γοητεία μ’ αυτήν που ένιωσα διαβάζοντας την τριλογία του Ιζζό (παρόμοιος χαρακτήρας)

(Όταν η αγαπημένη του, όπως αναθυμάται) «τιτιβίζοντας» έβγαλε τη γόβα της, την αναποδογύρισε και την τίναξε, γιατί, είπε, είχε μπει μέσα ένα πετραδάκι. Ο Μ. νόμιζε πως θα πέθαινε επί τόπου· τέτοια λιποψυχία ήταν εξευτελιστική· είχε περάσει τη ζωή του στο κέντρο της απελπισίας των άλλων· είχε αντικρίσει πτώματα, μαχαιρώματα κ.λ.π.  κ.λ.π (…). Τώρα όμως μπροστά στην Άλισον ένιωθε αδύναμος.

(…) Θυμόταν τη φωτογραφία δεν θυμόταν την πραγματικότητα.

Προς το τέλος πληθαίνουν οι αναφορές στα κινέζικα κουτιά:

«Η ζωή μου», σκέφτηκε, «μοιάζει με τα κινέζικα κουτιά. Όταν ανοίγεις το ένα, βρίσκεις μέσα του ένα μικρότερο, κλειστό, και ούτω καθεξής».

Παρόλο που οι συμπτώσεις και η τυχαιότητα παίζουν το ρόλο τους στο βιβλίο, ή μάλλον ακριβώς εξαιτίας αυτού του στοιχείου, θα ‘έλεγα ότι τα κουτιά είναι παράλληλα, κι όχι το ένα μέσα στο άλλο. Όλα είναι ενδείξεις, και πολύ χαλαρά συνδεδεμένα τα μυστήρια. Στην κρίση του αναγνώστη; Στην τύχη της… πραγματικότητας που υπερβαίνει τη συνοχή; Ότι κι αν είναι, στο τέλος ο ήρωας φαίνεται να λυτρώνεται και να παίρνει τη – μοναχική πάντα - ζωή στα χέρια του!

 

 

 

 

                επιμέλεια: Παπαγγελή Χριστίνα

Ημερομηνία τελευταίας επεξεργασίας: Σάββατο, 30. Ιουνίου 2007 

 

συνεργατική τοποθεσία

από το Μάρτιο 2007