Στο νησί του Ήλιου, στο νησί της Καλυψώς και στο νησί των Φαιάκων

Συμπλήρωση κενών

Συμπλήρωσε τα κενά και μετά πάτα "Έλεγχος" για να δεις αν οι απαντήσεις σου είναι σωστές. Χρησιμοποίησε το κουμπί "Βοήθεια" για να σου φανερωθεί ένα γραμματάκι από την απάντηση. Μην το χρησιμοποιείς όμως συχνά γιατί θα χάσεις βαθμούς.
Μετά από πολλά μερόνυχτα στη θάλασσα, έφτασαν στο νησί του θεού . Εκεί έβοσκαν τα παχιά του θεού. Θυμήθηκε τότε ο Οδυσσέας του Τειρεσία τα λόγια και παρακαλούσε τους συντρόφους του να μακριά απ’ το νησί αυτό. Μα εκείνοι ήταν πολύ κουρασμένοι και δε δέχονταν. Όταν τους τέλειωσαν τα , έμειναν μερικές μέρες νηστικοί. Μια μέρα όμως, που ο Οδυσσέας κοιμόταν, μερικά βόδια και τα έψησαν. Όταν ξύπνησε ο Οδυσσέας τρόμαξε, μα ήταν αργά. Φεύγοντας απ’ το νησί ο Δίας τους έστειλε άγρια και θεόρατα . Ένα χτύπησε το καράβι και το διέλυσε. Πνίγηκαν όλοι. Μόνο ο Οδυσσέας γλίτωσε. Πιασμένος από ένα παράδερνε στη θάλασσα ολόκληρα μερόνυχτα. Τέλος, τα κύματα τον έβγαλαν στο νησί της νύμφης .

Εκείνη τον πήρε στη της και τον φρόντισε. Όταν συνήλθε, όμως, δεν τον άφηνε να φύγει. ολόκληρα χρόνια τον κράτησε στο νησί της. Ώσπου τον λυπήθηκε η και παρακάλεσε τον πατέρα της, το , να τον βοηθήσει. Εκείνος έστειλε τον στη νύμφη και τη διέταξε ν' αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει.

Έφτιαξε λοιπόν μια ο Οδυσσέας και ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Δέκα επτά μέρες ταξίδευε και κόντευε να φτάσει στην . Τότε όμως τον είδε ο , που έτυχε να περνάει από εκεί. Χτύπησε με την τη θάλασσα και σήκωσε κύματα τεράστια. Διαλύθηκε η σχεδία κι ο Οδυσσέας βρέθηκε στη θάλασσα. Δυο μέρες και δυο νύχτες κολυμπούσε και τον έδερναν τα κύματα. Την τρίτη μέρα με τη βοήθεια μιας νεράιδας, της , βγήκε σ' ένα ακρογιάλι. Ξάπλωσε κάτω από μια , σκεπάστηκε με φύλλα και κοιμήθηκε βαθιά. Είχε φτάσει στο νησί των .

Τον ξύπνησαν την άλλη μέρα κάποιες χαρούμενες . Ήταν η Ναυσικά, που είχε πάει με τις φίλες της να κι, αφού τελείωσαν, έπαιζαν . Η Ναυσικά λυπήθηκε τον ξένο και τον οδήγησε στο του πατέρα της, του Αλκίνοου. Ο Αλκίνοος τον φιλοξένησε κι όταν κάθισαν να φάνε, ο του παλατιού, ο Δημόδοκος, έπαιζε τη του και τραγουδούσε τα των Αχαιών στην Τροία. Ο Οδυσσέας τότε συγκινήθηκε, τους φανέρωσε ποιος ήταν και τους διηγήθηκε τις του.

Την άλλη μέρα οι Φαίακες ετοίμασαν και το σούρουπο ξεκίνησαν να πάνε τον Οδυσσέα στην Ιθάκη, την πατρίδα του. Όλη τη νύχτα ταξιδεύανε. Χαράματα έφτασαν στην Ιθάκη. Ο Οδυσσέας και γι' αυτό τον σήκωσαν στα χέρια και τον ξάπλωσαν στην αμμουδιά. Έβαλαν δίπλα του τα που του χάρισαν κι έφυγαν.