Η περίοδος που ακολουθεί την
πορεία των 1000 αγροτών - αγροτικό κίνημα του 1866 - από τα πανωχώρια της
Μουργκάνας στα Γιάννενα και μέχρι την απελευθέρωσή τους από τους Τούρκους το
1913, χαρακτηρίζεται από έναν ακήρυχτο πόλεμο ανάμεσα στα αντίπαλα μέρη. Θα
σημαδευτεί από την κτηνώδη βία των αγάδων υπό τη σκέπη των τουρκικών αρχών,
αλλά και από την πείσμονα αντίσταση των κατοίκων των 16 χωριών της
Μουργκάνας πληρωμένη όμως με βαριές θυσίες αίματος.
Ο ακήρυχτος αυτός πόλεμος που
αρχίζει πλέον από το 1866 σημαδεύεται τον ίδιο χρόνο από ένα δραματικό
γεγονός. Τον εκούσιο ομαδικό εκπατρισμό πολλών κατοίκων, οι οποίοι φτάνουν
στο έσχατο αυτό μέτρο διαμαρτυρίας, γιατί δεν μπορούν να ζήσουν πλέον στον
τόπο τους κάτω από συνθήκες αδικίας και καταπίεσης.
Εκατόν τριάντα πέντε συνολικά
οικογένειες εκπατρίστηκαν την περίοδο αυτή από τα χωριά της Μουργκάνας.
Από τη Γλούστα , το Γαρδίκι, τα
Βορτόπια και τα Τσιμπουκάτικα (Λέκουφα) - συνοικισμοί της Γλούστας -40
οικογένειες θ’ αφήσουν τα χωριά τους και θα εγκατασταθούν στο Μαυρονόρος,
στις πλαγιές του Κασιδιάρη, βουνού αντικρινού της Μουργκάνας.
Η τουρκική διοίκηση των Ιωαννίνων
τους πρότεινε για τόπο εγκατάστασης ευφορότερη θέση στο Καλπάκι. Επειδή όμως
το Καλπάκι ήταν ανέκαθεν συγκοινωνιακός κόμβος με συχνό το πέρασμα τουρκικών
στρατευμάτων, οι αυτοεξόριστοι προτίμησαν τα άγονα και ορεινά ψηλώματα του
Κασιδιάρη. Θα έμεναν έτσι μακριά από το χνώτο του κατακτητή, αλλά και θα
είχαν την ευχέρεια ν’ ανεβαίνουν κάπου κάπου στην κορυφή του βουνού και ν’
αγναντεύουν από εκεί την πατρογονική τους γη, τον «αναθρώσκοντα καπνόν» από
τις χαμένες πατρικές εστίες τους.
«…Αποδείχνεται δε ότι όταν ήρθαν
οι σημερινοί Μαυρονορίτες βρήκαν το όνομα του Μαυρονόρους. Μαυρονόρος το
είχαν ονομάσει επειδή κανένα άλλο βουνό δε μαυρίζει, όταν συννεφιάζει, όσο
αυτό. Και Κασιδιάρη είπαν το βουνό επειδή η στενόμακρη κορυφή του είναι
γυμνή…»(Γιάννης Θ. Μούτσιος)
Ο Μαυρονορίτης Ελ. Μούτσιος στο
βιβλίο του «Σημειώσεις για την ιστορία του χωριού μου Μαυρονόρους Ιωαννίνων»
(Αθήνα 1986), υποστηρίζει ότι οι Γλουστινοί φύγανε από το χωριό την ημέρα
του Σταυρού στις 14 Σεπτέμβρη, ημέρα Τετάρτη. Και σημειώνει παρακάτω:
«Εκείνη την ημέρα φαίνεται πως διάλεξαν – για το μεγάλο ταξίδι - από βαθιά
πίστη προς τη βοήθεια του Σταυρού, εκκλησιάστηκαν, μετάλαβαν όλοι τους, και
αφού ορκίστηκαν, φιλήθηκαν και αναχώρησαν για το Μαυρονόρος, που φαίνεται
πως το είχαν επισημάνει από πρωτύτερα….
…Στο δρόμο όμως παρουσιάστηκε μια
μερίδα από αυτούς –τους εκπατρισθέντες- που κατ’ άλλους δέχτηκε
απειλές από τους αγάδες, κατ’ άλλους ότι πράκτορες των αγάδων τους έδωσαν
υποσχέσεις ότι θα τους φερθούν με καλόν τρόπο και να γυρίσουν πίσω, κατ’
άλλους λόγω της ανασφάλειας που ένιωθαν, αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω στη
Γλούστα…
…Οι κάτοικοι
του Μαυρονόρους διατηρούν και σήμερα τους δεσμούς τους με τα πατρογονικά
χωριά, αρκετοί απ’ αυτούς έχουν τα ίδια επώνυμα και συμμετέχουν σε κοινές
εκδηλώσεις. Σε ανάμνηση μάλιστα του γεγονότος του αποχωρισμού στήθηκε από
τους Μαυρονορίτες, στην εκκλησία του
Αϊ Γιάννη στη Γλούστα, αναμνηστική
πλάκα που αναφέρει τα εξής: |