Στάθη  Παπακωνσταντίνου

"Το άλλο μισό μου πορτοκάλι"

Κριτική στο νέο μυθιστόρημα του Λευτέρη Μαυρόπουλου  [ εκδόσεις  ΄Ινδικτος -Ιούνιος 2007]

Πρωτότυπο και αποτελεσματικό μάθημα σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας  αλλά και δημοκρατικής ευαισθησίας  θα χαρακτήριζα το νέο μυθιστόρημα του Λευτέρη Μαυρόπουλου « Το άλλο μισό μου πορτοκάλι » . Σε μια  εποχή που η αξία του σύγχρονου λογοτεχνικού βιβλίου αμφισβητείται έντονα, λόγω της υπερπαραγωγής  συγγραφικών… ταλέντων, που μας βομβαρδίζουν με ποικίλα και  αμφιβόλου αξίας αναγνώσματα, σε συνδυασμό  με το γεγονός ότι η δύναμη της τηλεοπτικής εικόνας και το διαδικτύου  έχουν   εξακοντίσει  στο περιθώριο το λογοτεχνικό βιβλίο και το γραπτό λόγο γενικότερα,  ο Λευτέρης Μαυρόπουλος έρχεται να  μας θυμίσει ότι η ποιοτική λογοτεχνία συνεχίζει να υπάρχει στις μέρες μας. Ένας ώριμος, πλέον, συγγραφέας  επαναφέρει με τρόπο επιτακτικό κάποια  ξεχασμένα αλλά και  αμείλικτα  ερωτήματα  που σχετίζονται με τις δομές του  σύγχρονου νεοελληνικού κράτους,  καθιστώντας  μας κοινωνούς της ευαισθησίας  του και  της  γενικότερης  προβληματικής  που αναδύεται μέσα από το έργο  του.

Ο τίτλος του μυθιστορήματος  παραμένει  αινιγματικός  ως το τέλος, αν και η αρχική περιέργεια υποχωρεί σταδιακά, καθώς  από τις πρώτες κιόλας σελίδες  ο αναγνώστης  μπορεί να εντοπίσει  υπαινιγμούς ή στοιχεία για την ερμηνεία του.

Το αισθητικό αποτέλεσμα του μυθιστορήματος  είναι εντυπωσιακό. Με γλώσσα υποδειγματική, πράγμα σπάνιο για την εποχή μας,  συναρπάζει τον αναγνώστη από τις πρώτες κιόλας γραμμές του βιβλίου Τα σχήματα λόγου ποικίλουν και  οι λέξεις διοχετεύονται στο ρείθρο του ρυθμού χωρίς καμιά  απώλεια της εσωτερικής τους πνοής. Λέξεις σπάνιες ή και ξεχασμένες  αποκαλύπτουν  μέσα από τα συμφραζόμενα την ξεχασμένη τους σημασία, καθιστώντας έτσι περιττό το  σύντομο γλωσσάρι που παραθέτει  ο συγγραφέας στο τέλος του βιβλίου Οι διάλογοι των προσώπων  που καλύπτουν ένα σημαντικό μέρος του μυθιστορήματος διεξάγονται στο  ιστορικο-κοινωνικό τους πλαίσιο, φωτίζοντας έτσι καλύτερα τα κίνητρα, τις αγωνίες αλλά και τις ελπίδες που συνοδεύουν τη δράση τους. Αποκαλύπτεται έτσι ανάγλυφα  μια ολόκληρη εποχή  όχι και τόσο μακρινή ή ολότελα ξένη προς τον αναγνώστη.

Η  αφηγηματική τεχνική  δεν είναι τόσο περίπλοκη, όσο στα  προηγούμενα ( « Ο Κάλυκας »  και   « ο  Θανατοναύτης  » ) βιβλία   του . Ο αναγνωστης αιφνιδιάζεται κάπως  στο τέλος με την εισαγωγή ενός δεύτερου αφηγητή. Είναι ίσως μια προσπάθεια του συγγραφέα να ακουστεί και η altera pars, καθώς  κανείς δεν είναι a priori  καλός ή κακός, αθώος ή ένοχος .Η πορεία της αφήγησης είναι γραμμική. Ο συγγραφέας διαχειρίζεται τον ιστορικό- μυθιστορηματικό  χρόνο που εκτείνεται σε 60 περίπου χρόνια  με ανυπέρβλητη μαεστρία. ΄Αλλοτε, όταν οι στιγμές είναι πιο σημαντικές από χρόνια ολόκληρα,  θαρρείς κι ο χρόνος ακινητεί  για να προλάβει  ο συγγραφέας να  αποδώσει και την παραμικρή λεπτομέρεια  και την παραμικρή σκέψη κι άλλοτε,  όταν οι εξελίξεις είναι φυσιολογικές ή αναμενόμενες,  θαρρείς κι ο χρόνος κυλάει με εντυπωσιακή γοργότητα. Κάποιες λίγες  ανάδρομες αφηγήσεις έρχονται  στο κατάλληλο σημείο  για να φωτίσουν  πτυχές του παρόντος  ή  να προλάβουν ενστάσεις και απορίες.

Η πλοκή μας μεταφέρει σ ένα μικρό χωριό της Μακεδονίας  το 1936. Οι ήρωες είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι του μόχθου που το μόνο που θέλουν  είναι να έχουν  το δικαίωμα στη ζωή και στην αξιοπρέπεια. Στιγμές οικογενειακής ευτυχίας ξετυλίγονται μπροστά μας καθώς η φτώχεια  περνάει σε δεύτερη μοίρα.  Όμως αυτό δεν θα κρατήσει για πολύ, αφού  τα πρώτα ανησυχητικά  μηνύματα  ολοένα πληθαίνουν. Η εξουσία και το παρακράτος αξιώνουν υποταγή  και ταπείνωση και  στη θέληση τους  κανείς δεν φαίνεται να τολμά obviam ire.  ΄Η μόνη ελπίδα, το μόνο φως είναι η αντίσταση και η ταξική αλληλεγγύη. Ο αγώνας όμως είναι άνισος· από τη μια τα  σώματα με τη φλογισμένη από ελπίδα  αλλά και ανθρώπινη  ψυχή κι από την άλλη ο πάνοπλος φασισμός με τους μηχανισμούς του και  τους σπιούνους. Έτσι κάθε προσπάθεια  είναι καταδικασμένη και μετατρέπεται σε μίτο που οδηγεί στο θάνατο.. Ο συγγραφέας δεν προσπαθεί να  αποσιωπήσει τη βία και τη βαρβαρότητα  ούτε να την εξωραΐσει· με αφοπλιστική ειλικρίνεια  και με  ωμή γλώσσα  ξεδιπλώνει μπροστά μας όλο το μέγεθος   της  ανθρώπινης  κτηνωδίας . που πέρα από την οδύνη  που  αναπόδραστα  επιφέρει, μας γεννά ταυτόχρονα μια ανεπαίσθητη  ντροπή  αλλά  και ενοχές,  γιατί απλά  και μόνο υπήρξαμε συνάνθρωποι με   ανθρωπόμορφα κτήνη. Οι λίγες  εικόνες  ανθρωπιάς  αποτελούν μια πραγματική όαση μέσα  στα μαύρα πέτρινα χρόνια  του φασισμού, της κατοχής και του εμφυλίου Η πλοκή, καθώς το ζητούμενο  παραμένει η λύτρωση  και η κάθαρση, μας μεταφέρει σε καταστάσεις σύγχρονες με την αυλαία να πέφτει κάπου στο τέλος  του περασμένου αιώνα. Η  σκυτάλη  της δράσης παραδίδεται στους επιγόνους κι ο αναγνώστης φορτίζεται  με ποικίλα και αντιφατικά ίσως  συναισθήματα.

Το ψυχολογικό πορτρέτο των ηρώων  σκιαγραφείται τεχνηέντως και αποδίδονται με ενάργεια  και παραστατικότητα  όλα τα στοιχεία της προσωπικότητάς τους με τέτοιο τρόπο, ώστε οι πράξεις τους  να θεωρούνται  αναμενόμενες ή οι ενδεδειγμένες για την περίσταση. Αν και ανθρώπινοι κατά βάση οι ήρωες, κρύβουν μέσα τους  ένα τραγικό μεγαλείο, καθώς  στο όνομα της αξιοπρέπειας και της ελευθερίας βαδίζουν ενάντια  στη μοίρα τους για  να βεβαιώσουν  το πεπρωμένο.

 Το στοιχείο του υγιούς  έρωτα επανέρχεται στην πεζογραφία του Μαυρόπουλου, στη σωστή του  και πάλι δοσολογία, ως στοιχείο διαχρονικό που διέπει τα ανθρώπινα  και εξημερώνει  τα  πάθη,  χρωματίζοντας με  πινελιές  ευαισθησίας  μια θλιβερή όσο και αδικαιολόγητη αθλιότητα.

Συμπερασματικά, πρόκειται για ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα  που μας θυμίζει όλα εκείνα που είτε ξεχάσαμε είτε δεν γνωρίσαμε και που  δεν είναι τόσο μακρινά ή ξένα ώστε  να μη μας αφορούν και να τα προσπερνούμε. Οι  θιασώτες της κυκλικής αντίληψης της ιστορίας μπορούν  να  βρουν πολλούς παραλληλισμούς  και να κάνουν πολλές  χρήσιμες  συγκρίσεις

                                                                                                                                             Στάθης Παπακωνσταντίνου (φιλόλογος)