Απελευθέρωση Σερρών
ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ
ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΩΝ ΣΕΡΡΩΝ
Σεβασμιότατε, κύριε εκπρόσωπε της Κυβέρνησης, κύριε εκπρόσωπε
της Βουλής, κύριε Δήμαρχε, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, κύριε
Αντιπεριφεριάρχα, κύριε Διοικητά της Χ Ταξιαρχίας, κύριε
Aστυνομικέ
Διευθυντά, κύριε Διοικητά της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, κύριοι εκπρόσωποι
φορέων και συλλόγων της πόλης μας, κυρίες και κύριοι,
Έναν αιώνα πριν η διεθνής συγκυρία έθετε για τη χώρα μας και
το λαό μας σημαντικά ζητήματα. Ειδικά για την περιοχή των Βαλκανίων η
επικείμενη κατάρρευση της άλλοτε κραταιάς Οθωμανικής αυτοκρατορίας γέννησε
στους πληθυσμούς της βαλκανικής, που συνέχιζαν να διαβιούν υπό καθεστώς
δουλείας, ελπίδες για απελευθέρωση από τον βαρύ Οθωμανικό ζυγό και για
εθνική αποκατάσταση. Απότοκος αυτής της κατάστασης η όξυνση των εθνικών
ανταγωνισμών των βαλκανικών λαών. Τα κράτη της περιοχής αναζητούν την
ολοκλήρωση εθνικών οραμάτων που, όσο κι αν νομιμοποιούνται στη συνείδηση των
λαών, εντούτοις χωρίζουν και φέρνουν τους πληθυσμούς διαφιλονικούμενων
περιοχών σε αντιπαράθεση σφοδρή, αντιπαράθεση φορτισμένη ιδεολογικά αλλά και
αντιπαράθεση όπου διακυβεύεται η επιβίωση, το δικαίωμα στο αύριο, στο όνειρο
για ελευθερία, ειρηνική ζωή, απρόσκοπτη πρόοδο ατομική και συλλογική. Η
Οθωμανική αυτοκρατορία αντιμετωπίζει προβλήματα αλλά σε καμία περίπτωση δεν
είναι ένας εύκολος αντίπαλος. Οι πόροι που διαθέτει είναι συγκριτικά με
αυτούς της Ελλάδας περισσότεροι, η στρατιωτική της ισχύς υπέρτερη και η
διπλωματική της θέση περισσότερο αναβαθμισμένη από αυτή της μικρής Ελλάδας
που έβγαινε μόλις από τις στενωπούς της χρεοκοπίας του 1893, της ήττας του
1897, του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου και του Κινήματος στο Γουδί το 1909.
Περίοδος σοβαρών ανακατατάξεων, λοιπόν, για τη χώρα μας αλλά συγχρόνως
περίοδος επερχόμενων ανακατατάξεων για την ευρύτερη περιοχή μας.
Η πολιτική ηγεσία της χώρας συνειδητοποιεί εγκαίρως την
κρισιμότητα της κατάστασης και το σχέδιο εθνικής δράσης προβλέπει σύγκρουση
με την Οθωμανική αυτοκρατορία και συγχρόνως προσέγγιση των γειτόνων μας
Σέρβων και Βουλγάρων προκειμένου να εξασφαλιστεί η συνεργασία τους για μια
μελλοντική διευθέτηση των προβλημάτων που θα ανέκυπταν την επομένη της
απελευθέρωσης των περιοχών που βρίσκονταν υπό Οθωμανική κυριαρχία στα
Βαλκάνια. Αποτέλεσμα αυτών των σχεδιασμών ο Πρώτος Βαλκανικός Πόλεμος που
ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 1912. Δυστυχώς για την πόλη μας κατά τη διάρκεια
αυτού του πρώτου πολέμου τα Βουλγαρικά στρατεύματα προλαβαίνουν και
καταλαμβάνουν την πόλη στις 24 Οκτωβρίου 1912. Οι μήνες που θα ακολουθήσουν
είναι προανάκρουσμα των όσων θα συμβούν στο μέλλον. Η Βουλγαρική διοίκηση
όχι μόνο δε λαμβάνει την παραμικρή πρόνοια, για να αντιμετωπιστούν οι
κάτοικοι της πόλης με ισονομία και δικαιοσύνη αλλά τουναντίον δείχνει με τα
μέτρα που εφαρμόζει ότι στοχεύει στην καταπίεση του Ελληνικού στοιχείου με
απώτερο σκοπό τον εκβουλγαρισμό της πόλης. Η Ελληνική κυβέρνηση παρακολουθεί
στενά τα όσα συμβαίνουν στις υπό Βουλγαρικό έλεγχο περιοχές και
συνειδητοποιεί πως είναι μάλλον μονόδρομος η σύγκρουση με τους μέχρι τότε
συμμάχους μας Βουλγάρους.
Έτσι φτάνουμε στο Μάιο του 1913 οπότε η Ελλάδα και η Σερβία
προ του διαφαινόμενου Βουλγαρικού κινδύνου υπέγραψαν πρωτόκολλο συνεργασίας
με την ευχή να μετατραπεί αυτό σε συνθήκη το συντομότερο δυνατόν. Το
πρωτόκολλο προέβλεπε πως, αν η Σόφια δε συμμορφωνόταν με τις προτάσεις των
δύο συμμάχων, τότε αυτοί θα αναλάμβαναν από κοινού στρατιωτική δράση, για να
επιβάλλουν την εκτέλεση των συμφωνηθέντων. Η τελική συνθήκη της 1ης
Ιουνίου 1913 είχε αμυντικό χαρακτήρα. Σύμφωνα με δηλώσεις του ο Έλληνας
πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος επιθυμούσε «ειρηνικό και επιεική
διακανονισμό των ζητημάτων μετά της Βουλγαρίας» και ίσως να είχε επιτευχθεί
μια ειρηνική λύση, αν ο μετριοπαθής πρωθυπουργός Γκέσοφ δεν εξαναγκαζόταν
από τον αδιάλλακτο βασιλιά Φερδινάνδο και το στρατιωτικό κατεστημένο της
Σόφιας σε παραίτηση υπέρ του φιλοπόλεμου Ντάνεφ. Ακολούθησε η επίθεση των
Βουλγαρικών στρατευμάτων στο σημείο επαφής τους με τον Ελληνικό Στρατό στη
Γευγελή στις 16 προς 17 Ιουνίου 1913 και έτσι δόθηκε το έναυσμα για την
έκρηξη του Δευτέρου Βαλκανικού Πολέμου. Ο πόλεμος κράτησε ένα μήνα ακριβώς,
αλλά, παρόλο που υπήρξε σύντομος, διεξήχθηκαν πολλές, σφοδρές και αιματηρές
μάχες ανάμεσα στους δύο στρατούς. Ο Ελληνικός Στρατός με αρχηγό το βασιλιά
Κωνσταντίνο τον Πρώτο διέθετε συνολική δύναμη εννέα Μεραρχιών τη στιγμή που
οι Βούλγαροι αντιπαρέταξαν δεκαπέντε συνολικά Μεραρχίες και μάλιστα ισχυρής
συνθέσεως. Αρχικός στόχος του Βουλγαρικού Στρατού ήταν να αναλάβει δράση
εναντίον της Θεσσαλονίκης και να θραύσει τη σπονδυλική στήλη του Στρατού μας
κάμπτοντας συγχρόνως το ηθικό του. Τα σχέδια αυτά δεν ευοδώθηκαν, τουναντίον
κατέληξαν στην αιχμαλωσία δύο Βουλγαρικών Ταγμάτων μέσα στην πόλη της
Θεσσαλονίκης και στην καθήλωση των στρατιωτικών δυνάμεων του εχθρού στην
περιοχή Κιλκίς – Λαχανά. Με συνεχείς επιθέσεις κάμφθηκε η Βουλγαρική
αντίσταση αρχικά στο Κιλκίς και μετά στο Λαχανά στις 19 και 21 Ιουνίου. Αυτή
η ήττα είχε άσχημο αντίκτυπο κυρίως στο ηθικό του Βουλγαρικού Στρατού. Ο
μύθος της αήττητης στρατιάς καταρρίφθηκε. Οι Ελληνικές δυνάμεις στη συνέχεια
οδεύουν προς δύο κατευθύνσεις∙ προς Στρώμνιτσα και προς Σέρρες-Σιδηρόκαστρο,
ενώ οι Βούλγαροι υποχωρούσαν μεν αλλά με πλήρη συνοχή των δυνάμεών τους.
Στην πόλη μας οι Βουλγαρικές δυνάμεις κατοχής αποθηριώνονται. Η κορύφωση του
εθνικού φανατισμού και της μισαλλοδοξίας είναι ο μοχλός που θέτει σε κίνηση
ένα απίστευτο κύμα διώξεων ενάντια στους Έλληνες της πόλης. Οι Βούλγαροι
διαμηνύουν στον έγκλειστο στη Μητρόπολη Μητροπολίτη Απόστολο να συστήσει
στους Έλληνες να πειθαρχούν στις διαταγές της διοίκησης. Ο Μητροπολίτης αντί
να υπακούσει οργάνωσε την άμυνα των κατοίκων και μ’ αυτό τον τρόπο
αποφεύχθηκαν τα χειρότερα. Ένα τμήμα του Ελληνικού Στρατού κατόρθωσε να
εισέλθει κρυφά στην πόλη και να στηρίξει την Ελληνική πολιτοφυλακή. Οι
Βούλγαροι αντιλαμβάνονται ότι χάνουν την πόλη. Το μίσος τους ξεχειλίζει. Την
28η Ιουνίου, αφού κανονιοβολήσουν την πόλη από τα βόρεια υψώματα,
στη συνέχεια την πυρπολούν. Χιλιάδες σπίτια και καταστήματα παραδίδονται
στις φλόγες, ενώ καταστρέφονται μνημεία της πόλης, ναοί και σχολεία.
Δολοφονούνται Έλληνες και κακοποιούνται ακόμη και Ευρωπαίοι υπήκοοι. Η
Τουρκική και η Εβραϊκή συνοικία μένουν σχεδόν ανέπαφες. Ο εφιάλτης κρατάει
μέχρι το βράδυ οπότε φτάνει η εμπροσθοφυλακή του Ελληνικού Στρατού με
διοικητή τον ταγματάρχη Μαζαράκη. Το πρωί της 29ης Ιουνίου έχουμε
την οριστική λύτρωση των κατοίκων καθώς φτάνει στην πόλη η
VII
Μεραρχία. Η υποδοχή των απελευθερωτών έγινε στην τοποθεσία του αγίου
Γεωργίου του Κρυονερίτου, εκεί όπου πριν από 530 χρόνια σφραγίστηκε η
συνθήκη της παράδοσης της πόλης στους Τούρκους.
Ακολουθεί η απελευθέρωση της Δράμας. Στη συνέχεια ο Ελληνικός
Στρατός θα καταδιώξει τα Βουλγαρικά στρατεύματα σε Βουλγαρικό έδαφος και
παρόλο που από ολιγωρία του Σερβικού Στρατού βρέθηκε να αντιμετωπίζει μόνος
του το σύνολο των Βουλγαρικών δυνάμεων κατάφερε να υπερισχύσει και τελικά,
αφού πέτυχε μεγάλη νίκη στη μάχη της Τζουμαγιάς, βρέθηκε στις 18 Ιουλίου,
οπότε υπογράφτηκε η ανακωχή, να κατέχει θέσεις στα εδάφη της παλιάς
Βουλγαρικής επικράτειας.
Παράλληλα με τη δράση του Ελληνικού Στρατού ο Στόλος μας
απελευθέρωνε την Καβάλα, το Δεδέ Αγάτς και η
VIII
Μεραρχία που αρχικά είχε αποβιβαστεί στην Καβάλα απελευθέρωσε την Ξάνθη και
την Κομοτηνή. Προσεχτική ανάλυση των στρατιωτικών γεγονότων αποδεικνύει ότι
ναι μεν οι Βούλγαροι είχαν αξιολογήσει το μέτωπο με τους Έλληνες ως το πλέον
σημαντικό για τις στρατιωτικές και πολιτικές τους επιδιώξεις αλλά από την
άλλη είχαν υποτιμήσει και το αξιόμαχο του στρατού μας και τη διοικητική του
επάρκεια. Η συνθήκη με την οποία τελείωσε ο πόλεμος υπογράφτηκε στο
Βουκουρέστι στις 28 Ιουλίου 1913. Οι Βούλγαροι υπήρξαν διαλλακτικοί με
Σέρβους και Ρουμάνους αλλά απέναντι στην Ελλάδα κράτησαν σκληρή
διαπραγματευτική γραμμή επιδιώκοντας να διασφαλίσουν τη μεγαλύτερη δυνατή
έξοδο στο Αιγαίο. Ο διεθνής συσχετισμός δυνάμεων ευνοούσε τη Βουλγαρία και
φάνηκε γρήγορα πως στην Ελλάδα δεν επρόκειτο να παραχωρηθούν εδάφη
αντίστοιχα με αυτά που είχε καταλάβει με τις θυσίες του Στρατού της.
Περνώντας μέσα από τις συμπληγάδες της διεθνούς διπλωματίας η Ελληνική
αντιπροσωπεία πέτυχε να κρατήσει την Καβάλα. Τα νέα σύνορα της χώρας
εκτείνονταν πλέον μέχρι τον ποταμό Νέστο. Η Συνθήκη του Βουκουρεστίου χωρίς
να αποτελεί διπλωματικό θρίαμβο για τη χώρα μας υπήρξε όμως ένα σπουδαίο
βήμα προς την εκπλήρωση των εθνικών προσδοκιών. Επιπλέον η χώρα απαλλασσόταν
από την εδαφική στενότητα, την πληθυσμιακή και οικονομική καχεξία του 19ου
αιώνα και σε επίπεδο εθνικής υπερηφάνειας η ανάμνηση του ατυχούς πολέμου του
1897, που είχε καταρρακώσει το ηθικό των Ελλήνων, άρχισε να ξεθωριάζει. Η
Ελλάδα αναδεικνυόταν σε υπολογίσιμη δύναμη στην περιοχή των Βαλκανίων. Το
σημαντικότερο ήταν πως σε επίπεδο ηγεσίας και λαού είχε εδραιωθεί η
αισιοδοξία για το μέλλον του τόπου και για επιτυχή έκβαση των εθνικών
επιδιώξεων. Η επιτυχία σφυρηλατούσε ομόνοια, ομοψυχία, διάθεση για
δημιουργία.
Αυτό που μένει ως ερώτημα σε εμάς εδώ σήμερα, μετά το σύντομο
χρονικό της απελευθέρωσης της πόλης μας, είναι να απαντηθεί το ερώτημα της
αξίας, της χρησιμότητας ενός επετειακού εορτασμού, όπως είναι ο σημερινός.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μας δίνεται η ευκαιρία να θυμηθούμε τα γεγονότα,
γιατί είναι ένας ασφαλής δρόμος προκειμένου να διδαχτούμε από τα λάθη του
παρελθόντος. Φοβάμαι όμως πως, αν κάνουμε την παραδοχή ότι η Ιστορία
διδάσκει, τότε θα βρεθούμε στη δυσάρεστη θέση να ομολογήσουμε πως η κοινωνία
μας, και εννοώ την ανθρώπινη κοινωνία στο σύνολό της, είναι ανεπίδεκτη
μαθήσεως. Ή μάλλον θα συμφωνήσουμε με τη λυπηρή διαπίστωση του σύγχρονου
Έλληνα φιλοσόφου, του αείμνηστου Κορνήλιου Καστοριάδη, ότι «η κοινωνία μας
είναι θεμελιωδώς άφρων».
Έστω, λοιπόν, πως εμείς οι άνθρωποι δε διδασκόμαστε από την
Ιστορία. Τότε το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε σήμερα είναι να μην
αφήσουμε στη λησμονιά όλους αυτούς που θυσίασαν την καθημερινότητά τους,
όλους αυτούς που ξεβολεύτηκαν, άφησαν τις δουλειές τους, τις οικογένειές
τους και στρατεύτηκαν στην υπόθεση της ελευθερίας, της δικιάς μας
ελευθερίας. Πολλοί από αυτούς θυσίασαν ό,τι πολυτιμότερο τους δόθηκε, την
ίδια τους τη ζωή. Τους αξίζει να τους θυμόμαστε και να τους τιμάμε.
Και ένα τελευταίο για την Ιστορία και την ιστορική μνήμη την
οποία σε τελική ανάλυση υπηρετεί ο σημερινός εορτασμός. Ας αφουγκραστούμε τα
λόγια του μεγάλου ιστορικού, διανοητή και φιλοσόφου του
Will
Durant.
«Ο πολιτισμός είναι ένας χείμαρρος
που ρέει ανάμεσα σε όχθες. Ο χείμαρρος είναι γεμάτος από το αίμα των
δολοφονιών, των πολέμων και των λεηλασιών που κάνουν οι άνθρωποι και συνήθως
καταγράφουν οι Ιστορικοί. Στις όχθες του χειμάρρου όμως, οι άνθρωποι
απαρατήρητοι χτίζουν οικίες, [κάνουν έρωτα], γεννούν παιδιά, τραγουδούν,
γράφουν ποίηση και λατρεύουν αγάλματα. Η Ιστορία του Πολιτισμού εκτυλίσσεται
στις όχθες. Επειδή ακριβώς οι Ιστορικοί αγνοούν τις όχθες και
επικεντρώνονται στον χείμαρρο καταντούν οι χειρότεροι πεσιμιστές».
Για όλους αυτούς λοιπόν που μοχθούν και δημιουργούν στις
όχθες οφείλουμε εμείς σήμερα να είμαστε αισιόδοξοι και να θυμόμαστε αυτούς
που μπήκαν στα ορμητικά νερά του χειμάρρου και τα κατάφεραν σε συνθήκες
πραγματικά αντίξοες.
Σας
ευχαριστώ.
Σέρρες 29 Ιουνίου 2011
Λευτέρης Μαυρόπουλος
Φιλόλογος - Συγγραφέας