Πλούτος
Ανέβηκε το 408 π.Χ. Το έργο αυτό είναι χαμένο αλλά όχι και το ομώνυμό του που παίχτηκε είκοσι χρόνια αργότερα το 388 π.Χ. (1209 στίχοι).
Ο Χρεμύλος μόλις βγαίνει από το μαντείο ακολουθεί ένα γέροντα τυφλό και κουρελή. Από πίσω του ακολουθεί ο δούλος του ο Καρίωνας.
Ποιος όμως είναι ο τυφλός; Θα πρέπει να το πει στο Χρεμύλο και τον Καρίωνα.
Ο γέρος αναγκάζεται να τους εξομολογηθεί ότι είναι ο Πλούτος. Ο Χρεμύλος του υπόσχεται να τον πάρει σπίτι του και να τον γιατρέψει από την τύφλωση. Έτσι θα πηγαίνει μόνο στους τίμιους. Άλλωστε όλοι οι άνθρωποι του Πλούτου τον αγαπούν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο θεό.
Η παρέα αυτή φτάνει έξω από το σπίτι του Χρεμύλου και ο Καρίωνας τρέχει να φωνάξει τους φτωχούς χωριάτες.
Κοντά τους έρχεται ο φίλος του Χρεμύλου ο Βλεψίδημος. Έμαθε ότι ο φίλος του έγινε πλούσιος. Και φυσικά το φίλο του δεν θα τον αφήσει έτσι.
Πρέπει οι δύο φίλοι να πάνε τον τυφλό Πλούτο στο ναό του Ασκληπιού για να βρει το φως του. Μόνο έτσι θα έχουν και αυτοί καλό τέλος. Ξαφνικά μπροστά τους εμφανίζεται η θεά Φτώχεια. Προσπαθεί να τους εμποδίσει να γιατρέψουν τον Πλούτο. Ισχυρίζεται ότι η ίδια κάνει καλό στους ανθρώπους. Αρχίζει ένας αγώνας μεταξύ του Χρεμύλου και της Φτώχειας.
Στο τέλος διώχνουν τη Φτώχεια κακήν κακώς. Ο Καρίωνας βγαίνει από το σπίτι μαζί με τον Πλούτο. Τον πάνε στο θεό Ασκληπιό όπου βρίσκει το φως του. Ο Καρίωνας τρέχει χαρούμενος πίσω να προφτάσει τα ευχάριστα. Τα λέει στους φτωχούς χωρικούς και στη γυναίκα του Χρεμύλου. Τώρα όλοι θα έρθουν στο σπίτι του Χρεμύλου, δίκαιοι και άδικοι να ζητήσουν λίγο από τον Πλούτο.
Έρχεται ένας δίκαιος να προσφέρει θυσία στο θεό. Έπειτα ένας καταδότης. Έρχεται και μία γριά που πρώτα είχε δικό της ένα νέο και όμορφο παλικάρι επειδή αυτή ήταν πλούσια και αυτός φτωχός. Τώρα όμως ο νέος δεν την έχει ανάγκη.
Και τέλος, έρχεται ο Ερμής. Θέλει και αυτός μερίδιο και θα μείνει μαζί τους. Όλοι μαζί, σαν μια χαρούμενη παρέα βαδίζουν προς το ναό του θεού.