ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ  ΑΓΩΓΗΣ  ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑΣ

 

 

 

Έκδοση Βιβλίου με τίτλο:

«ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ ΠΟΥ ΧΑΝΟΝΤΑΙ»

 

2ο Γυμνάσιο Αιγίου

 

 

 

*  ΣΤΡΑΤΟΥΔΑΚΗΣ  ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ

*  ΑΝΔΡΙΚΟΠΟΥΛΟΣ  ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ

*  ΒΑΡΒΑΡΙΓΟΥ  ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ

*  ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ  ΜΑΙΡΗ

 

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ  ΠΟΥ  ΧΑΝΟΝΤΑΙ

 
  Αγωγιάτης

    Το χωριό του βρίσκεται αμέσως μετά τα Καλάβρυτα στο δρόμο προς την Φτέρη, εκεί τον συναντήσαμε μια ηλιόλουστη μέρα. Με την πρώτη ματιά καταλάβαμε  ότι έχουμε να κάνουμε μ’ έναν αυθεντικό βουνίσιο, ελεύθερο και δυνατό άνθρωπο. Το κύριο επάγγελμά του είναι βοσκός, τώρα συνεργάζεται μ’ ένα από τα παιδιά του.

   Ο γάιδαρος του σύντροφος, μεταφορικό μέσο και εργαλείο μιας δεύτερης δουλειάς για πολλά χρόνια.

   Για ένα μεγάλο διάστημα  μετέφερε προσκυνητές στο Μέγα Σπήλαιο, αργότερα έκανε τον μικροπωλητή στο χωριό του και στα γύρω χωριά. Στις περιπλανήσεις του συνάντησε διάφορα απρόοπτα, κινδύνεψε αρκετές φορές, όμως γνώρισε νέους ανθρώπους, έκανε πολλούς φίλους και αποκόμισε πλούσιες εμπειρίες. Τα χρήματα που κέρδιζε συμπλήρωναν το μικρό του εισόδημα κι έτσι κατάφερνε να τα βγάζει πέρα.

   Τα πράγματα άλλαξαν, στο Μέγα Σπήλαιο τα αυτοκίνητα  πηγαίνουν μέχρι το προαύλιο του Μοναστηριού, στα χωριά άνοιξαν μικρά παντοπωλεία, τα παιδιά του δεν έχουν την ανάγκη του, έτσι ασχολείται μόνο με τα πρόβατά του.

   Ο πιστός του Σταχτής γέρασε αρκετά, κουράστηκε, έγινε πια το μεταφορικό του μέσο και ο σύντροφός του σε μοναχικές περιπλανήσεις.

 

   
Αμαξάς (καροτσιέρης)
 

Κυριακή 5 μ.μ. ο κ. Ραμαντάνης Δημήτρης στη γνωστή του θέση στα Ψηλά Αλώνια Αιγίου. Από μικρός βοηθούσε τον πατέρα του, ο οποίος είχε σούστα και πουλούσε περιβολικά. Αγαπούσε τα άλογα, έτσι αγόρασε δική του άμαξα και από 20 περίπου ετών άρχισε να εργάζεται τις Κυριακές και αργίες, κάνοντας περίπατο τις παρέες που επιθυμούσαν.

Τα χρήματα που κέρδιζε δεν ήταν αρκετά, συμπληρώνει το εισόδημά του μεταφέροντας νύφες στην εκκλησία. Επίσης εργάζεται στην ΠΑΚΟ ΕΛΛΑΣ και καλλιεργεί τα κτήματά του. Η διαδρομή που κάνει με την άμαξα γίνεται με δυσκολία εξαιτίας των αυτοκινήτων, θα προτιμούσε να υπάρχει στο Αίγιο ένας πεζόδρομος.

Παλιά συμμετείχε στα ανθεστήρια, φέτος που θα αναβιώσουν θα παίξει σημαντικό ρόλο.

Έχει γυναίκα και δυο παιδιά, τα οποία δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για το επάγγελμά του.

Ο κ. Δημήτρης όμως, όσο έχει κουράγιο, κέφι και υγεία θα συνεχίσει να ψυχαγωγεί τους επισκέπτες των ψηλών Αλωνιών.

   
  Βαρελάς

           Η  επίσκεψή μου έγινε στο εργαστήριο του στις 3-12-2000, ήταν εγκάρδιος και φιλικός, με κέρασε λουκουμάκι και η κουβέντα μας άρχισε.

            Ίδρυσε την επιχείρησή του τον χειμώνα του 1975 ημέρα Κυριακή. Έμαθε την τέχνη του από κάποιο γνωστό του. Εργάζεται μόνος του. Το αντικείμενο της εργασίας του είναι το βαρέλι (ξύλινο). Δηλαδή φτιάχνει και επισκευάζει κρασοβάρελα συνήθως. Τα υλικά που χρησιμοποιεί είναι ξύλα (από μουριά), βαφή, πινέλα, σίδερο, βίδες κ.α. Επίσης απαραίτητη είναι η ηλεκτρική πλάνη η οποία είναι πολλή επικίνδυνη, μια μικρή απροσεξία μπορεί να σου κοστίσει πολύ ακριβά. Εργάζεται στο μαγαζί του, μερικές φορές στην ύπαιθρο. Το εργαστήριό του είναι πολύ ευρύχωρο και άνετο. Στο χώρο υπάρχει καθαριότητα και αρκετός θόρυβος όταν λειτουργεί η ηλεκτρική πλάνη.

            Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ ευχαριστημένος από την δουλειά του, σήμερα ο κόσμος προτιμά το εύκολο, το οποίο βέβαια δεν είναι ποιοτικό, έτσι παίρνουν πλαστικά βαρέλια, με αποτέλεσμα η πελατεία του να λιγοστεύει και τα χρήματα που κερδίζει να είναι λιγοστά. Παρ’ όλα αυτά αγαπάει την δουλειά του και δεν την αλλάζει με τίποτα.

   
Γανωματής  

    Ο κ. Τσαντήνης Σπύρος εργάζεται στην οικογενειακή του επιχείρηση η οποία βρίσκεται στο Αίγιο στη οδό Ερμού και ιδρύθηκε το 1920.

            Πριν από 20-30 χρόνια στο Αίγιο υπήρχαν οκτώ χαλκουργεία, σήμερα το δικό του μαγαζί είναι το μοναδικό.

            Η εργασία του είναι χειρωνακτική. Επισκευάζει και συντηρεί χάλκινα σκεύη. Βέβαια στις μέρες μας δεν χρησιμοποιούμε  αντικείμενα που χρειάζονται κασσιτέρωση, έτσι στο μαγαζί του τα περισσότερα αντικείμενα είναι σταλμένα από βιοτεχνίες και πωλούνται ως διακοσμητικά.

            Για την συντήρηση  ή επισκευή  των χάλκινων αντικειμένων χρησιμοποιεί ράβδους από κασσίτερο, οι οποίες πριν λιώνονται στο καμίνι και με ειδικά σφυριά  απλώνονται πάνω στο σκεύος και καλύπτουν τα βαθουλώματα. Η επιφάνεια του σκεύους με το πέρασμα του χρόνου παίρνει  ένα χρώμα που μοιάζει με  ασήμι.

            Για να γυαλίσει ένα παλιό αντικείμενο το βυθίζει σε καυστικό υγρό για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, μετά το τρίβει με το χέρι ή αν είναι πολύ σκουριασμένο το βάζει στον τροχό. Μετά το καθαρίζει και στο τέλος το κασσιτερώνει με τον τρόπο που μας περιέγραψε παραπάνω.

            Η  δουλειά του μεταδίδεται από την μια γενιά στην άλλη. Είναι πολύ ευχαριστημένος  από αυτήν. Αν ξανάρχιζε από την αρχή την ίδια επαγγελματική διαδρομή θα έκανε.

            Είναι πολύ ικανοποιημένος από το ωράριο εργασίας και τις απολαβές του, οι οποίες βέβαια συμπληρώνονται από την πώληση διακοσμητικών αντικειμένων.

   
  Καστανάς

Ο κ. Νίκος από μικρό παιδί ψήνει κάστανα. Η δουλειά του απαιτεί υπομονή και κούραση. Τα εργαλεία που χρειάζεται είναι λάμπα, πετρογκάζ, κάρβουνο, ψησταριά, λαβίδα για τα κάστανα και μικρές χάρτινες σακούλες. Πρέπει να είναι καθαρός ευγενικός, περιποιητικός, να μιλά όμορφα για να προσελκύει τους πελάτες. Την τέχνη του την έμαθε από κάποιον ηλικιωμένο φίλο του πατέρα του. Εργάζεται σε ανοιχτό χώρο, τον περιτριγυρίζουν θόρυβοι από ανθρώπους και αυτοκίνητα, εργάζεται μόνος, εξυπηρετεί πλούσιους και φτωχούς. Το ύψος των αποδοχών του δεν ξεπερνάει τις 5000 δρχ. κάθε μέρα. Στην κάθε μερίδα περιλαμβάνονται 10 κάστανα που στοιχίζουν 500 δρχ. δηλαδή 50 δρχ. το κάστανο. Ο κόσμος δεν έχει χρήματα την σημερινή εποχή. Το ωράριο εργασίας είναι από τις 5:00 μ.μ. έως τις 12:00μ.μ. όμως κάποιος μπορεί να δουλέψει λιγότερο ή περισσότερο.

Ο κ. Νίκος θεωρεί το επάγγελμά του χόμπι. Είναι πολύ ευχαριστημένος, μερικοί τον αντιμετωπίζουν υποτιμητικά, όμως αυτός ποτέ δεν σκέφτηκε να εγκαταλείψει την δουλειά του,  ποτέ δεν ένιωσε ντροπή. Επιθυμεί ν μεταδώσει την τέχνη του, στο νεαρό γιο του, αν βέβαια και εκείνος το επιθυμεί. Για να συμπληρώσει το εισόδημα του τα πρωινά ασχολείται περιστασιακά με διάφορες άλλες δουλειές.

   
Κεντήστρα  

Η κ. Κόλλια Σοφία αγάπησε την τέχνη ή οποία αργότερα έγινε το κύριο επάγγελμά της, από τη μητέρα της, η οποία ήταν μεγάλη κεντήστρα της  εποχής.

Από ηλικία 10 ετών, έπιανε το τελάρο ή καθόταν στην μηχανή. Η μητέρα της δεν είχε αντίρρηση, με υπομονή και μεράκι της δίδαξε την τέχνη που στην Κωνσταντινούπολη, που ήταν ο τόπος καταγωγής της, κατείχε εξέχουσα θέση.

Εργάστηκε σαν κεντήστρα μέχρι το 1999. Η εργασία της ήταν σκληρή και κουραστική, αφιέρωνε όλον τον ελεύθερο χρόνο της, γιατί μεγάλωνε παράλληλα και τρία παιδιά, περνούσε πολλές ώρες πάνω στην μηχανή, τα μάτια της έτσουζαν, δάκρυζαν, ο αυχένας της πονούσε, το σώμα της μούδιαζε από την ακινησία, η δουλειά αυτή πιστεύεται πως δεν πληρώνεται με τίποτα. Όμως η χαρά της όταν τελείωνε ένα δημιούργημά της την αποζημίωνε και την γέμιζε χαρά και ικανοποίηση. Η κούραση εξαφανιζόταν. Πολλά σπίτια ( παλιά αρχοντικά στο Αίγιο στολίζονται με τα κεντήματά της ).  

Πετσετάκια, καρέ, σεμέν, κάδρα κ.λ.π. βλέποντάς τα νοιώθουμε νοσταλγία για μια εποχή που οι άνθρωποι, έδιναν σημασία στη λεπτομέρεια και στην ομορφιά.

Έργα της βρίσκονται στο 5ο Δημοτικό σχολείο και στη λαϊκή επιμόρφωση με την οποία συνεργάστηκε για 3 χρόνια.

Ζει στο συνοικισμό . Το σπίτι της γεμάτο χειροποίητα έργα της, μοιάζει σαν να ξεπήδησε από άλλη εποχή.

Τα παιδιά της σπούδασαν, εργάζονται , έτσι αποφάσισε να ξεκουραστεί, περιορίζοντας τη δουλειά της σε πολύ λίγες παραγγελίες και δώρα για αγαπημένα της πρόσωπα.

   
  Κουρέας (Μπαρμπέρης)

Ο κ. Πατηράκης Ανδρέας ζει και εργάζεται στο Αίγιο. Ασχολείται με το αντρικό κούρεμα. Η δουλειά του είναι χειρονακτική, δουλεύει πάντα όρθιος, βρίσκεται σε συνεχή κίνηση, φοράει άσπρη μπλούζα και χρησιμοποιεί ψαλίδι, μηχανή κουρέματος, ξυριστική μηχανή κ.α.

Εργάζεται γύρω στα 45 – 50 χρόνια, έχει τελειώσει μόνο το δημοτικό, τον βοήθησε όμως η αγάπη προς τους πελάτες του, η ευχέρεια λόγου του που τον διακρίνει, η καλή του όραση και το έμφυτο ταλέντο του.

Έμαθε την δουλειά του από τον πατέρα του, μετά δούλευε σ’ ένα από τα καλύτερα κουρεία της περιοχής για να παίρνει τα φιλοδωρήματα, στην συνέχεια συνεργάστηκε με την οικογένειά του.

Τα χρήματα ήταν λίγα, έτσι έκανε και άλλα επαγγέλματα ( πουλούσε βδέλλες, έκοβε βεντούζες, και έβγαζε δόντια)

Σήμερα είναι πολύ ευχαριστημένος, το ωράριο εργασίας του είναι 8 – 1 μ.μ.  και 5 – 9 μ.μ. την Τρίτη, την Πέμπτη και Παρασκευή. Έχει αρκετό ελεύθερο χρόνο, απέκτησε φιλίες και γνωριμίες με πολλούς από τους πελάτες του και η αμοιβή του (1500 δραχμές για κάθε κούρεμα) του επιτρέπει να ζει αρκετά καλά.

   
Λατερνατζής  

Ο κύριος Νίκος Μπαζούκας είναι 54 ετών και ασχολείται με το επάγγελμα αυτό από 14 ετών, όταν άρχισε να ακολουθεί τον πατέρα του στις γειτονιές της Αθήνας. Όταν ο πατέρας του αποσύρθηκε, συνέχισε αυτός με την ίδια λατέρνα να ασκεί το επάγγελμα.

Είναι κάτι που όπως μας είπε το αγαπά ιδιαίτερα, παρότι τα χρήματα που κερδίζει δεν είναι πολλά. Κατά καιρούς αναγκάστηκε να κάνει παράλληλα κι άλλες δουλειές για να συμπληρώσει το εισόδημά  του, ποτέ όμως δεν σκέφτηκε να εγκαταλείψει την λατέρνα του. Του αρέσει πολύ  να πηγαίνει σε διάφορες πόλεις, να γυρίζει ανάμεσα στον κόσμο που βολτάρει στους πεζόδρομους και να τους ευχαριστεί με τη μουσική του.

Πιστεύει πως τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον του κόσμου για τη μουσική της λατέρνας επανέρχεται σιγά-σιγά και αυτό τον ικανοποιεί ιδιαίτερα.

   
  Μανταρίστρα

Η κ. Χρυσαυγή Προδρομάκη είναι μια εξαιρετική μανταρίστρα. Την δουλειά την έμαθε από τον πατέρα της, ο οποίος είχε εμποροραφείο στην Τρίγωνη Πλατεία. Τελειοποίησε την τέχνη της μανταρίστρας κοντά σε μια κοπέλα από την Θεσσαλονίκη. Εργάζεται γύρω στα 30 χρόνια, επιδιορθώνει ρούχα φαγωμένα από τον σκόρο, καμένα, φθαρμένα, τρυπημένα κ.λ.π.

Οι οικονομικές τις απολαβές δεν είναι ποτέ σταθερές, κυμαίνονται ανάλογα με την δουλειά που έχει, όμως είναι ένα μεγάλο βοήθημα γι’ αυτήν και την οικογένειά της.

Η δουλεία της είναι πολύ λεπτομερής και υπερβολικά γιατί την αναγκάζει να μένει πολλές ώρες ακίνητη. Ο κόπος είναι μεγάλος, δεν πληρώνεται. Για να ασκήσει κάποιος αυτήν την τέχνη πρέπει να έχει μεράκι, φαντασία, αγάπη γι’ αυτό που κάνει, να κόβει το μάτι του, να έχει καλλιτεχνικές ικανότητες για να βρίσκει λύσεις ανάλογα με την περίπτωση.

Αγαπάει αυτό που κάνει και δεν έχει μετανιώσει. Είναι επαγγελματίας, πληρώνει εισφορές στο ΤΕΒΕ 32χρόνια και σε δέκα περίπου μήνες θα πάρει την σύνταξή της (160000 δρχ. περίπου τον μήνα).

Θα συνεχίσει να εργάζεται, χωρίς όμως το τωρινό άγχος. Η δουλειά της γίνεται κυρίως με το χέρι, προμηθεύεται τις βελόνες, από ένα μοναδικό στο είδος μαγαζί στην Αθήνα. Το εργαστήριό της βρίσκεται μέσα στο σπίτι της. Προσφέρεται να μάθει την τέχνη της σε όποια κοπέλα επιθυμεί, αρκεί όμως να αγαπάει το βελόνι.

Λυπάται αφάνταστα, όταν μερικοί άνθρωποι πετάνε ρούχα αξίας, αντί να τα μαντάρουν.

   
Μοδίστρα  

Σε  ηλικία δώδεκα χρόνων, αν και δεν το επιθυμούσε, κλαίγοντας σχεδόν, γιατί η ίδια  ήθελε να δοκιμάσει την τύχη της στα γράμματα, η μητέρα της την πήγε στην κ. Ασημίνα Μάρκουλα (μοδίστρα της εποχής για να  μάθει την τέχνη της μοδιστρικής)

Έμεινε κοντά της τρία ολόκληρα χρόνια. Από δεκαπέντε χρονών εργάζεται, φτιάχνει ρούχα, καλύμματα, κουρτίνες και επιδιορθώσεις παντός τύπου.

Αυτό το  επάγγελμα δεν το αγάπησε ποτέ. Όμως  είναι υπεύθυνη και εργατική, σέβεται τους πελάτες της και προσπάθησε να τελειοποιήσει την τέχνη της.

Παράπονο από δουλειά δεν έχει, δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ ασταμάτητα. Το εργαστήριό της βρίσκεται σ’ ένα μικρό δωματιάκι στο χώρο της αυλής. Η δουλειά της δημιουργεί πολλή  ακαταστασία, υφάσματα, κλωστές, βελόνες, καρφίτσες, μεζούρες κ.λ.π.

Για την κόρη της δεν θα ήθελε αυτό το επάγγελμα που δεν έχει ωράριο και είναι πολύ κουραστικό. Από την ακινησία πήρε κιλά, απέκτησε δισκοπάθεια, έχει πρόβλημα στα μάτια ( 3 ζευγάρια γυαλιά ). Η μοδιστρική είναι χρήσιμη και ωραία μόνο σαν χόμπι, έτσι την συστήνει στα μικρά κοριτσάκια.

Είναι αναγκασμένη να τηρεί κάποιες προθεσμίες, οι πελάτισσες είναι πάντα βιαστικές και αυτό της δημιουργεί άγχος. Πιστεύει ότι το επάγγελμα χάνεται επειδή είναι πολύ κουραστικό ή μετεξελίσσεται σε φασόν.

Αν ξανάρχιζε τη ζωή της από την αρχή, θα ήθελε να τελειώσει  Λύκειο, να  φοιτήσει σε σχολή  υψηλής ραπτικής, ώστε να γίνει σχεδιάστρια μόδας.

   
  Ομπρελάς

Στο πολυσύχναστο εμπορικό δρόμο της Ερμού υπάρχει ένα μικρό μαγαζάκι που ασφαλώς λίγοι έχουν προσέξει. Εκεί συναντήσαμε τον κ. Σωτηροπουλο Ηλία. Είναι ένας συμπαθητικός κύριος που ασχολείται με το να επισκευάζει ομπρέλες.

Αυτό το επάγγελμα στις μέρες μας και συγκεκριμένα στην πόλη μας, τείνει να εκλείψει. Ο κ. Ηλίας είναι ο μοναδικός και ο τελευταίος που το ασκεί στο Αίγιο. Όπως μας είπε ο ίδιος, η δουλειά του είναι αρκετά ερασιτεχνική αφού δεν υπήρχαν ούτε θα υπάρξουν σχολές με τέτοιου είδους ειδίκευση.

Η βιομηχανική ανάπτυξη και η νέα αγορά οδήγησαν στον παραγκωνισμό αυτού του επαγγέλματος. Οι παλαιές ομπρέλες ήταν χειροποίητες και κάθε μια τους απαιτούσε αρκετό χρόνο για την κατασκευή της, καθώς επίσης και για την επισκευή της. Τα τελευταία χρόνια η δουλειά του περιορίστηκε σε επισκευές.

Ο κ. Ηλίας επισκευάζει κατά μέσο όρο το μήνα δέκα ομπρέλες και τα έσοδά του είναι 3000 με 4000 δρχ. Τις λιγοστές ομπρέλες που δέχεται τις επιδιορθώνει στο χέρι σε ένα μικρό εργαστήριο που διαθέτει. Τα ανταλλακτικά που χρησιμοποιεί είναι από παλιές χαλασμένες ομπρέλες που δεν δέχονται πλέον επισκευή.

Ο συγκεκριμένος κύριος βγαίνει στην σύνταξή, όπως κάνουν και οι περισσότεροι ομπρελάδες που έχουν παραμείνει στην Ελλάδα. Με το τέλος αυτής της γενιάς σβήνει και αυτό το επάγγελμα και θα αποτελέσει για τι μέλλον μια εικόνα από το παρελθόν.

   

Πεταλωτής – Σαμαράς

 

Γεννήθηκε στην Σελιάνα, πέρασε φτωχά αλλά ευτυχισμένα παιδικά χρόνια. Στα παιχνίδια του μαζί με τα πέντε αδέλφια του, πολλές φορές χρησιμοποιούσε το καλυγοσφύρι και την τανάλια.

Ο πατέρας του παρότρυνε τα παιδιά να γίνουν φαναράδες ή Σαμαράδες, έλεγε ότι αυτή η δουλειά ήταν σίγουρη, είχε ψωμί και πελατεία εξασφαλισμένη. Του άρεσαν τα γράμματα, κυρίως τα μαθηματικά, όμως τα χρόνια ήταν δύσκολα κανένα από τα 6 παιδιά δεν ήταν δυνατό να αντεπεξέλθει στα έξοδές για σπουδές.

Έτσι πολύ μικρός πήγε κοντά στον κ. Δημήτρη Ντότα (Σαμαρά) και έμαθε την τέχνη του. Δούλεψε κοντά του μέχρι που πήγε στο στρατό, στο τμήμα των πεταλωτών. Το τάγμα του είχε 120 μουλάρια και 3 άλογα για τους ανώτερους αξιωματικούς. Τελείωσε τον στρατό το 1953 και αμέσως άνοιξε μαγαζί στο Αίγιο (Σουλιώτη 10)

Το να δουλεύεις κοντά στα άλογα για τον κ. Διαμαντόπουλο είναι συγκλονιστική εμπειρία, ακόμη και η χαρακτηριστική μυρωδιά τους, (που σε μερικούς απωθητική) αυτού του άρεσε. Όταν κόβεις το νύχι του αλόγου η μυρωδιά είναι περίεργη , ποτέ δεν τον ενόχλησε. Δεν υπάρχει καθαρότερο ζώο από το άλογο, όταν ο κουβάς μυρίζει, δεν πίνει νερό. Η εμπειρία τόσων χρόνων και η αγάπη του συντέλεσε ώστε να είναι ένας εμπειρικός κτηνίατρος, μπορεί αμέσως να υπολογίσει την ηλικία των ζώων (από τα δόντια), κάποιες αρρώστιες που μπορεί να το βασανίζουν κ.λ.π.

Τα εργαλεία που χρησιμοποιεί για το πετάλωμα είναι το καλυγοσφύρι (εργαλείο που κόβει τα καρφιά), η τανάλια, η λίμα και το σουτράνι (που κόβει τα νύχια). Για τα σαμάρια σκεπάρνι, στενοσκέπαρνο κ.λ.π. Τα σαμάρια εμπορίου (τυποποιημένα) απέτυχαν, το ίδιο και τα πλαστικά αυτό γιατί άλλο άλογο μπροστόβαρο, άλλο πισόβαρο, άλλο έχει κοιλιά, πλάτη περίεργη, είναι στενόμακρο κ.λ.π. η τέχνη του σωστού Σαμαρά είναι να μπορεί να προσαρμόσει το Σαμάρι στην σωματική διάπλαση των ζώων (μουλάρια, άλογα, γαϊδούρια). Μερικά άλογα φορούν σέλες, αυτές πανάκριβες και τεχνίτης γι’ αυτές υπάρχει μόνο στην Αθήνα-

Ήμουνα και είμαι ευχαριστημένος από την δουλειά μου, τα χρήματα που κέρδιζα ήταν αρκετά, απέκτησα γνωριμίες, φιλίες. Θα συνεχίσω να εργάζομαι, έχω υποχρέωση σε πολλούς πελάτες μου, δεν μπορώ να αρνηθώ τις υπηρεσίες μου τώρα που απέμεινα μόνος μου. Παλιά είμαστε 70 σαμαράδες και πεταλωτές. Πιστεύει ότι το επάγγελμά του, αν και πολλοί το αποφεύγουν να το ακολουθήσουν, έχει μέλλον. Η Ελλάδα είναι γεωργική, κτηνοτροφική και με πολύ τουρισμό χώρα. Το έδαφος είναι δύσβατο σε πολλές περιοχές, έτσι τα ζώα πλησιάζουνε σε ρέματα και δύσκολα κτήματα.

Αν κάποιο παιδάκι επιθυμεί να μάθει την τέχνη του με μεγάλη του χαρά θα το μυήσει στα μυστικά της.

   
  Πλανόδιος Φωτογράφος

Ο κ. Νίκος  Τρίψας (Νικολάκης) ζει και από το 1950 εργάζεται στο Αίγιο σαν πλανόδιος φωτογράφος.

Παρακολουθούσε κρυφά κάποιο φωτογράφο για να  μάθει τα μυστικά του επαγγέλματος.

            Τα χρόνια  ήταν δύσκολα, φτώχεια και μιζέρια φωτογράφος καχύποπτος, έδιωχνε τον μικρό επειδή τον θεωρούσε μελλοντικό ανταγωνιστή του.

Ο μικρός Νίκος όμως δεν το έβαζε κάτω, είχε δυνατή θέληση, ήθελε να πετύχει το στόχο του. Πλησίασε λοιπόν άλλο φωτογράφο  τον κ. Σταύρο Μεργουζή, ο οποίος είχε το  εργαστήριό του επί της Μητροπόλεως, απέναντι  από τα Ψηλά  Αλώνια. Η  επιμονή και οι ατέλειωτες ώρες που περνούσε καθημερινά έξω από το μαγαζί του συγκίνησαν τον έμπειρο φωτογράφο, έτσι του έδειξε τα πρώτα βήματα στην τέχνη του.

Μια επείγουσα δουλειά ανάγκασε τον κ. Στάυρο να πάει στην Αθήνα, έτσι ο Νικολάκης που άφησε στο πόστο του εξυπηρέτησε τους  πελάτες με τον καλύτερο τρόπο, οι πενήντα φωτογραφίες που τύπωσε απέδειξαν το ταλέντο  και  το μεράκι του. Αυτή ήταν η ευκαιρία της ζωής του. Ο κ. Μεργουζής τον έκανε συνεργάτη του για πολλά χρόνια.

Ο κ. Τρίψας εργάστηκε για 28 χρόνια στο κλάμπ Μεντιτερανέ, έμαθε να μιλά ικανοποιητικά γαλλικά και ιταλικά, πράγμα που του χρησίμευσε στην οργάνωση και παρουσίαση διάφορων εκδηλώσεων.

Συνόδευε τα σχολεία στις εκδρομές από το 1944  σαν επίσημος φωτογράφος. Το 1955 οι μαθητές του γυμνασίου έγραψαν έκθεση με θέμα « Η ιστορία του φωτογράφου Νικολάκη» μετά από προτροπή του Γυμνασιάρχη κ.Μεντζελόπουλου. Έχει φωτογραφήσει τους τοπικούς άρχοντες, πλούσιους Αιγιώτες και απλούς καθημερινούς  ανθρώπους στις χαρές και στις λύπες τους.

Οι οικονομικές του απολαβές μέτριες, όμως του εξασφάλισαν, ’ αυτόν και την οικογένειά του, μια αξιοπρεπή ζωή.

Η επαφή του με τον κόσμο τον γεμίζει πάντα χαρά και ικανοποίηση.

            Αν ξανάρχιζε από την αρχή θα ακολουθούσε την ίδια πορεία.

   
Πλέχτρα (Χειροποίητα πλεκτά)  

Η κ. Σούλα Σπανού έμαθε την τέχνη της από μια φίλη της που πέθανε από φυματίωση. Δούλεψε ως μανάβισσα στην αρχή, μετά άρχισε δειλά δειλά τα πρώτα της βήματα ως πλέχτρα, πλέκοντας για την οικογένειά της, τους συγγενείς, γείτονες και φίλους.

Επαγγελματικά εργάζεται περίπου 40 χρόνια. Φτιάχνει τσάντες, μπέρτες, κουρτίνες, καρέ, σεμέν, κουβέρτες, μπλούζες, φορέματα, μαντώ, ζακέτες μέχρι και πασουμάκια με κάλτσες για τις ώρες ξεκούρασης.

Θεωρεί την δουλειά της διασκεδαστική. Η οικογένειά της ήταν φτωχή, έτσι αναγκαζόταν με τα λίγα χρήματα που έπαιρνε να βοηθάει. Οι τιμές της είναι αρκετά χαμηλές.

Η δουλειά της λιγόστεψε, οι άνθρωποι δεν εκτιμούν όσο θα έπρεπε τα χειροποίητα, δεν σκόπευε όμως να σταματήσει, τα πλεκτά είναι η ζωή της.

Έχει αποκτήσει αρκετές γνωριμίες και κάποιες σταθερές πελάτισσες, οι οποίες εκτιμούν την φαντασία, τη καλλιτεχνική της φλέβα και το ταλέντο της, τα οποία φαίνονται στα μοντέρνα αυθεντικά πλεκτά της.

Έχει πολλά σχέδια τα οποία πλουτίζει συνέχεια από καινούρια, τα οποία φτάνει να τα δει μόνο μια φορά.

Η ζωή της ήταν δύσκολη, τα τελευταία χρόνια πέρασε μια σοβαρή αρρώστια. Τώρα είναι εντελώς καλά χάρη στην βοήθεια του Θεού και την δύναμη της ψυχής της.

   
  Σκουπάς

Στις 4/1/2001 επισκεφτήκαμε τον κ. Φιλιππίδη Ζήση, ο οποίος ασχολείται με την κατασκευή χειροποίητης σκούπας.

Η επιχείρησή του ιδρύθηκε το 1953. Τα εργαλεία που χρειάζεται για τη συγκεκριμένη δουλειά είναι αρκετά όπως χειροκίνητη μηχανή, ανέμη, μαχαίρι, πρόκες, πένσα, σφυχτήρας (μάγκανος), βελόνα, σουβλί, κλωστή, τσεκούρι, σκεπάρνι, σφυρί και άλλα.

Επίσης απαιτούνται και κάποια σωματικά προσόντα, όπως μυϊκή δύναμη, καλή όραση αλλά και μυαλό γιατί με μια λάθος κίνηση μπορείς να κόψεις τα χέρια σου. Για την κατασκευή της χειροποίητης σκούπας είναι απαραίτητο να κάθεσαι στο πάτωμα. Το ωράριο της εργασίας του είναι  8 ώρες, υπάρχει αρκετός ελεύθερος χρόνος.

            Το μόνο αρνητικό είναι η ανάπτυξη της βιομηχανίας με την οποία έχει μειωθεί η δουλειά του, οι δε αποδοχές του είναι πια μηδενικές.

   
Χαλκιάς  

Ο Πασχάλης Δαρίδης καταγόταν από την Ανδριανούπολη μετά πήγε στην Ορεστιάδα και στην συνέχεια στο συνοικισμό Αιγίου, εκεί γνώρισε την γυναίκα του η οποία είχε έρθει από τα Προικονήσια το 1922. Άλλαξε το όνομά του γιατί οι ντόπιοι δεν βλέπουν με καλό μάτι όλους του πρόσφυγες έτσι ονομάστηκε Παπαγγελόπουλος Βαγγέλης, παντρεύτηκε και εργαζόταν στα άροτρα τα οποία έφτιαχνε και έκανε χωράφι  σε διάφορους αγρότες.   

Έμαθε την τέχνη του στον γιο του, τον Παπαγγελόπουλο Κων/νο.

Σήμερα το μαγαζί βρίσκεται στην Κορίνθου 10 και ανήκει στον Παπαγγελόπουλο Αργύρη. Εκεί ασχολείται με το Σύγχρονο Επάγγελμά του που είναι κατασκευές με σίδερο δηλαδή πόρτες, κάγκελα, παράθυρα κ.α. συνεχίζει το Παραδοσιακό Επάγγελμα, που διδάχθηκε παππού προς παππού, φτιάχνοντας γεωργικά εργαλεία όπως κασμάδες, τσάπες, αλέτρια, και διάφορα διακοσμητικά για τα κάγκελα, πόρτες κ.λ.π.

Τα εργαλεία που χρησιμοποιεί είναι το καμίνι (το οποίο δεν θα πεθάνει ποτέ), το αμόνι το οποίο κατασκευάστηκε το 1874 στην Μικρά Ασία, το αερόσφυρο το οποίο αντικατέστησε το αμόνι και το σφυρί. Επίσης οξυγόνο, τρυπάνια, τροχό, μέγγελη κ.λ.π.

Αγαπά την δουλειά του, όμως λίγοι εκτιμούν το αυθεντικό χειροποίητο, έτσι ασχολείται και με σύγχρονες κατασκευές. Η περιοχή είναι αγροτική έτσι συνεργάζεται με γεωργούς φτιάχνοντας εργαλεία, κασμάδες, ξινάρια, άροτρα κ.λ.π. Στα Καλάβρυτα επειδή  η περιοχή είναι δύσβατη, τα σύγχρονα μηχανήματα είναι δύσκολο να πλησιάσουν έτσι οι καλλιέργειες γίνονται ως επί των πλείστων με παραδοσιακά εργαλεία.

Συνεργάζεται με τον υλοτόμο ο οποίος έρχεται από Ζαχλωρού και του φτιάχνει σφήνες οι οποίες μπαίνουν στα ξύλα για να μπορούν να τα τραβάνε τα άλογα.

Η δουλειά του, του αρέσει πάρα πολύ, όμως τα χρήματα είναι πολύ λίγα και οι υποχρεώσεις υπερβολικές. Ο γιος του δεν θα ήθελε να ζήσει από αυτό το επάγγελμα, ονειρεύεται κάτι πιο ξεκούραστο και προσοδοφόρο.