4-ΕΙΣΗΓΗΣΗ-ΣΥΝΕΔΡΙΟ-ΠΟΝΤΙΩΝ

Το κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και η στάση των Μεγάλων Δυνάμεων

(1Ο Επιστημονικό Συνέδριο Συλλόγου Καυκασίων Καλαμαριάς 11-13/5/07)

 

   Ένα τόσο εκτενές θέμα είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να εξαντληθεί στα στενά χρονικά πλαίσια που απαιτούνται αναγκαστικά σε ημερίδες όπως η σημερινή. Για το λόγο αυτό η παρέμβασή μου δεν μπορεί παρά να έχει περισσότερο τη μορφή θέσεων και επισημάνσεων παρά αυτή μιας πλήρους ανάλυσης.

   Περισσότερο θα σταθώ σε ζητήματα, που ενώ ως αιτίες και ως συνθήκες συνέβαλλαν και δυστυχώς συνεχίζουν να συμβάλλουν καθοριστικά στη μαζική εξολόθρευση εθνοτήτων και λαών, τείνουν είτε ενσυνείδητα είτε από αφέλεια να υποτιμούνται, με αποτέλεσμα αυτά τα μαζικά εγκλήματα να αποδίδονται τελικά στην ύπαρξη δήθεν «αιμοσταγών λαών» ή «μισάνθρωπων θρησκειών».

   Μια αντικειμενική προσέγγιση της σφαγής των Ελλήνων του Πόντου πιστεύω ότι κατ’ αρχάς απαιτεί την αποστασιοποίησή μας από τις κρατούσες και συνεχώς αναπαραγόμενες αναλύσεις και αντιλήψεις που περιορίζονται κυρίως στην αναγωγή της καταστροφής του ποντιακού ελληνισμού  σε «φυλετικά» κριτήρια.

   Στερεότερα και χρήσιμα ακόμα και για τη σημερινή κατάσταση συμπεράσματα μπορούν να εξαχθούν, αν στο πλαίσιο των ιστορικών ερευνών δοθεί το απαιτούμενο βάρος σε ορισμένες βασικές παραμέτρους του κοινωνικοπολιτικού πλαισίου, μέσα στο οποίο εκτυλίχθηκε ο αφανισμός των Ελλήνων της Τουρκίας. Σε αυτές τις παραμέτρους ανήκουν οπωσδήποτε: α) η διαδικασία διαμόρφωσης έθνους-κράτους από την Τουρκική αστική τάξη στην περίοδο του ιμπεριαλισμού, β) το ήδη τότε διαμορφωμένο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και η διαπάλη στο εσωτερικό του των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, τόσο μεταξύ τους όσο και με μικρότερα καπιταλιστικά κράτη, γ) τα ξεχωριστά συμφέροντα και η δράση της αστικής τάξης των διαφορετικών εθνοτήτων του οθωμανικού και κατοπινά τουρκικού κράτους (στην προκειμένη περίπτωση των Ελλήνων αστών του Πόντου, αλλά και της Κωνσταντινούπολης και της Μ. Ασίας) και δ) ο ρόλος της αστικής τάξης των «μητροπολιτικών» κρατών, στα οποία προσβλέπουν οι αντίστοιχες μειονότητες (στην συγκεκριμένη περίπτωση της Ελλάδας).

   Ειδικά οι δύο τελευταίες παράμετροι τείνουν τελευταία είτε να υποβαθμίζονται επιμελώς, είτε ακόμα και να διαγράφονται παντελώς ως αντικείμενα της ιστορικής έρευνας.

   Στο κατώφλι του 20ου αιώνα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε μαζί με την τσαρική και την αυστροουγγρική τις τελευταίες πολυεθνικές αυτοκρατορίες. Απ’ αυτές η Οθωμανική παρουσίαζε πολύ πιο έντονα και ισχυρά φεουδαρχικά κατάλοιπα τόσο στην οικονομική όσο και στην κρατική – πολιτική της διάρθρωση. Την εποχή του εθνικού αστικού κράτους και πολύ περισσότερο την εποχή του περάσματος του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, αυτή η φεουδαρχική κρατική οντότητα αποτελούσε το μεγαλύτερο ίσως αναχρονισμό της εποχής εκείνης. Ήταν αναμενόμενο ότι κάποια στιγμή, αυτή η φεουδαρχική εξουσία θα εξελίσσονταν σε σοβαρό εμπόδιο για την εθνική αστική ανάπτυξη τόσο των διάφορων εθνών και εθνοτήτων που υπάγονταν σε αυτήν (Νότιοι Σλάβοι, Αρμένιοι, Άραβες, Έλληνες, κλπ.) όσο και ακόμα και των ίδιων των Τούρκων.

   Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, επιδιώκονταν επίμονα η διατήρηση του φεουδαρχικού-απολυταρχικού της χαρακτήρα, με ελάχιστες προσαρμογές. Αυτό οφείλεται στην σύνδεση της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης με τα στρατηγικά συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων της εποχής. Τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων και οι ισορροπίες μεταξύ τους επέβαλαν τη διατήρηση αυτού του μορφώματος κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, ακόμα και μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και σε όποια έκταση επέτρεπαν άλλοι παράγοντες, όπως π.χ. οι Βαλκανικοί Πόλεμοι. Είναι βεβαίως αυτονόητο, ότι και ο σουλτάνος, ως εκπρόσωπος της φεουδαρχικής τάξης αξιοποιούσε όσο ήταν δυνατόν αυτές τις παγκόσμιες ισορροπίες, ακριβώς  για να διατηρήσει και για να ενισχύει την εξουσία του.   Στο πέρασμα από το 19ο στον 20ο αιώνα, πέρα από τα στενά του Βοσπόρου, τα πετρέλαια στον Νότο της αυτοκρατορίας ενισχύουν επιπλέον την ήδη ισχυρή διαπραγματευτική ικανότητα της Υψηλής Πύλης, στο παζάρι της με τις μεγάλες δυνάμεις (κυρίως της Ευρώπης). Μια ικανότητα που προέρχεται κυρίως από την επιλογή των δυνάμεων αυτών να αποφύγουν την απευθείας μεταξύ τους σύγκρουση, τουλάχιστον για όσο διάστημα δεν είναι πλήρως εξασφαλισμένη η συμμαχία με άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε άλλωστε (παρά το φεουδαρχικό της χαρακτήρα) τη δεύτερη μεγαλύτερη αγορά στην Ασία, μετά την Ιαπωνία.[1]

   Ταυτόχρονα δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώθηκαν οι ταξικές αντιθέσεις στο εσωτερικό αυτής της χώρας. Για παράδειγμα, στις αρχές του 20ου αιώνα η μεγάλη αστική τάξη της χώρας (αριθμητικά σαφώς μικρότερη αλλά οικονομικά πολύ ισχυρότερη από τα υπόλοιπα τμήματα της αστικής τάξης) αποτελούνταν κυρίως από το εμπορικό κεφάλαιο, που στο μεγαλύτερό του μέρος ήταν ελληνικό, αρμένικο, εβραϊκό και συριακό. Αυτό το χριστιανικό (καθολικό και ορθόδοξο) ελληνικό και αρμενικό τμήμα της αστικής τάξης, ήταν κυρίως προσανατολισμένο στην στενή συνεργασία με συγκεκριμένα ιμπεριαλιστικά κέντρα (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία).  Υπενθυμίζουμε ότι με βάση τις «διομολογήσεις», η Γαλλία και η Ρωσία είχαν το δικαίωμα κατά το δοκούν να αναμειγνύονται στα εσωτερικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προς όφελος των καθολικών και ορθόδοξων χριστιανών αντίστοιχα (και δεν εννοούμε τους ανίσχυρους χριστιανούς μικρούς αγρότες, χειροτέχνες και εργάτες). Αυτό μπορεί να ανταποκρίνονταν στα άμεσα συμφέροντα αυτής της μερίδας της «μη μουσουλμανικής» αστικής τάξης, ταυτόχρονα όμως δυνάμωνε τα δευτερεύοντα διαχωριστικά χαρακτηριστικά και τα αναδείκνυε επίπλαστα σε κύρια, εμποδίζοντας την προσέγγιση και κοινή δράση για την αποτίναξη των καταπιεστικών φεουδαρχικών φραγμών, με βάση την κοινότητα ταξικών συμφερόντων.

   Με την καθοριστική συμβολή του κλήρου (μουσουλμανικού και χριστιανικού) οι διαχωριστικές αυτές τάσεις ενισχύθηκαν συνειδητά τόσο από το αντιδραστικό φεουδαρχικό μουσουλμανικό κατεστημένο (πανισλαμισμός) όσο και από την μη μουσουλμανική αστική τάξη, για να εφαρμοστούν καθέτως σε όλη την κοινωνική δομή, εμποδίζοντας έτσι τους κοινούς ταξικούς αγώνες π.χ. του Τούρκου, Αρμένιου, Έλληνα, κλπ αγρότη ενάντια στη μεγάλη (τουρκική επί το πλείστον) γαιοκτησία, ή των αντίστοιχων εργατών και υπαλλήλων απέναντι σε έναν κοινό εργοδότη, ασχέτως εθνικότητος (επί το πλείστον Αρμένιος, Έλληνας ή Εβραίος από τους «ντόπιους» η Αγγλογάλλος και λίγο αργότερα Γερμανός από τους «ξένους»).

   Δεν πρέπει να μας διαφεύγει άλλωστε και το γεγονός ότι αυτοί οι διαχωρισμοί αξιοποιήθηκαν άριστα και από την απερχόμενη φεουδαρχία και τον Σουλτάνο, ως κορυφαίο εκπρόσωπό της, για τη διατήρηση της εξουσίας τους.

   Ιδιαίτερα αποτελεσματικός θα λέγαμε σε αυτόν τον τομέα φάνηκε ο σουλτάνος Αβδουλχαμίτ Β’. Μιας που οι έμποροι, οι τοκογλύφοι και οι φοροεισπράκτορες ήταν συχνά Αρμένιοι, δεν χρειάστηκε ιδιαίτερη προσπάθεια για να πείσει τις κουρδικές φυλές της Ανατολής, να κατασφάξουν τους Αρμένιους. Το ίδιο εύκολα έπειθε να πολεμήσουν οι σιιτικές φυλές των Δρούζων με τους χριστιανούς Μαρονίτες στο Λίβανο, οι Σουνίτες με τους Αλεβίτες στη Συρία, οι σουνίτες νομάδες του Ιράκ με τους σιίτες αγρότες του Νοτίου Ιράκ, κλπ. Μια πολιτική, που στους ίδιους γεωγραφικά χώρους συνεχίζεται και σήμερα αποτελεσματικά, αυτήν τη φορά από το διεθνή ιμπεριαλισμό.

   Η εναπόθεση στην εκάστοτε αστική τάξη τόσο των ελπίδων όσο και της ηγεσίας του αγώνα ενάντια στη βάναυση εθνική καταπίεση, σε μια περίοδο μάλιστα που η αστική τάξη είχε παγκοσμίως προ πολλού αποβάλλει τον οποιονδήποτε προοδευτικό της ρόλο, αντικειμενικά πια δεν μπορούσε να συμβάλλει στην συνεπή διεξαγωγή οποιουδήποτε αστικοδημοκρατικού  ή εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.

   Αυτό φάνηκε ήδη με το ριζοσπαστικό ρεύμα του Νεοτουρκισμού, που ξεκινώντας από το 1889 και μετά από σκαμπανεβάσματα θα καταλήξει το 1907 στη νικηφόρα επανάσταση των Νεότουρκων. Μιας αστικής κατά τον αντικειμενικό ταξικό της χαρακτήρα και κατά τους υποκειμενικούς στόχους που έθετε (επαναφορά συντάγματος, περιορισμός της απολυταρχίας), που ακριβώς λόγω της κοινότητας των συμφερόντων διέθετε ένα μεγάλο λαϊκό έρεισμα σε όλες τις εθνότητες. Οι φορείς της όμως προτίμησαν να μην ριζοσπαστικοποιήσουν περισσότερο αυτές τις μάζες στην κατεύθυνση ενός πλήρους, αστικού έστω εκσυγχρονισμού της κοινωνίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οδηγήθηκαν στον εκφυλισμό (στον συμβιβασμό με τους φεουδάρχες και με το ξένο μεγάλο κεφάλαιο) και συνεπακόλουθα στην αντίδραση.

   Σταδιακά, οι Νεότουρκοι όχι απλά απομακρύνονται από τις παλιότερες δεσμεύσεις τους για λαϊκές και εθνικές ελευθερίες, ακόμα και για πραγματικό αστικό κοινοβούλιο, αλλά και θα καταστείλουν βίαια οποιουσδήποτε εργατικούς αγώνες και διεκδικήσεις εθνοτήτων, ερχόμενοι σε άμεση ρήξη και με τα τμήματα των αστών και του ανώτερου κλήρου των άλλων εθνοτήτων (των εκεί Ελλήνων συμπεριλαμβανομένων), που αρχικά είχαν ένθερμα υποστηρίξει αυτήν την επανάσταση.

   Χωρίς να έρθουν σε κανενός είδους ρήξη με το ξένο κεφάλαιο θα καλλιεργήσουν την ιδεολογία του Παντουρκισμού (Τουρανισμού) για την καταπίεση των άλλων εθνοτήτων. Είναι οι ίδιοι που θα χρεωθούν κατά κύριο λόγο τις βαρβαρότητες ενάντια στις άλλες εθνότητες, με αποκορύφωμα τη σφαγή του αρμένικου λαού (1915/1916). Ο εθνικισμός κι η «εθνικοφροσύνη» τους όμως δεν θα αποτελέσει εμπόδιο, ούτε βέβαια θα τους αποτρέψει από το να δώσουν π.χ. το 1909, τη συγκατάθεσή τους στην προσάρτηση της (τότε ακόμα) οθωμανικής Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην Αυστροουγγαρία, έναντι του όχι ευκαταφρόνητου ποσού των 2,5 εκ. τουρκικών λιρών (60 εκ. φράγκων). Και βεβαίως η πρόσδεσή τους στο γερμανικό ιμπεριαλισμό, ακόμα και η ανάθεση της στρατιωτικής διοίκησης σε αυτούς δεν έγινε με βάση θρησκευτικά, ή εθνοφυλετικά κριτήρια, αλλά με βάση τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. 

   Ο εθνικισμός τους εξαντλούνταν αποκλειστικά στην μαζική εξόντωση των καταπιεσμένων εθνοτήτων και αφού αυτό συνέφερε (ή ακόμα και επιβάλλονταν από) τους επίσης «αλλόφυλους», «αλλοεθνείς» και «αλλόθρησκους» ιμπεριαλιστές (στην προκειμένη Γερμανούς) συμμάχους τους. Η σύνδεση των αστών των υπόλοιπων εθνοτήτων  με τα συμφέροντα της Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας αποτελεί άλλωστε και την πηγή ανησυχίας του γερμανικού ιμπεριαλιστικού παράγοντα, που από το 1905 με το «σιδηρόδρομο της Βαγδάτης» εισέρχεται με έντονους ρυθμούς στην οικονομία και στην πολιτική της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι Γερμανοί στρατιωτικοί είναι αυτοί που στις αρχές του Παγκοσμίου Πολέμου πιέζουν και πετυχαίνουν την εφαρμογή δικού τους σχεδίου απομάκρυνσης –και μ’ αυτόν τον τρόπο εξόντωσης - του ελληνικού πληθυσμού από την Ανατολική Θράκη και τα παράλια της Μικράς Ασίας, σχέδιο που συνέχεια θα εφαρμοστεί και στους Έλληνες του Πόντου..[2]     

   Για τα ομοεθνή με αυτούς φτωχά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, η «εθνική» πολιτική των Νεότουρκων όχι μόνο δεν στόχευε στην έστω και στοιχειώδη βελτίωση των άθλιων συνθηκών διαβίωσής τους, αλλά και συνέβαλε τα μέγιστα στην μαζική εξολόθρευσή τους, ως στρατιώτες στα μέτωπα του Α’ Παγκόσμιου Πόλεμου.

   Ο υπερτονισμός της κοινότητας των θρησκευτικών ή εθνοφυλετικών κοινών στοιχείων αποτέλεσε απλά το - ομολογουμένως πολύ επιτυχημένο και γι αυτό ακόμα επίκαιρο - εργαλείο των μεγαλοαστών, για των εγκλωβισμό αυτών των στρωμάτων στις εκάστοτε στρατηγικές επιδιώξεις της άρχουσας τάξης.    

   Αυτό βεβαίως δεν αφορά μόνο στην «από κει» πλευρά αλλά και στην «καθ’ ημάς». Μήπως δεν ήταν στην ουσία αυτή η «ομόφυλη» στοίχιση πίσω από τις ανταγωνιζόμενες μεταξύ τους ελληνική και αρμενική μεγάλη αστική τάξη, που αδυνάτισε π.χ. τόσο τις εθνικοαπελευθερωτικές προσπάθειες των Αρμενίων (κυρίως μέχρι το 1896), όσο και τις δυνατότητες της ένταξης του (αριθμητικά σαφώς μικρότερου) ποντιακού ελληνισμού σε μια ευρύτερη σε έκταση Αρμενία (1918/1920);[3]

   Στην Ελλάδα μάλιστα η αστική τάξη διασπάστηκε σε δύο τμήματα, όχι βεβαίως στη βάση του αν η χώρα θα έπρεπε ή όχι να συμμετάσχει στον αιματηρό, πολυδάπανο και άδικο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά με βάση ποια από τις δύο εμπόλεμες ιμπεριαλιστικές συμμαχίες είχε τις περισσότερες πιθανότητες να αναδειχθεί νικήτρια και να παράσχει στην ελληνική αστική τάξη έστω και την ελάχιστη στήριξη για την διεύρυνση της επικράτειάς της. Η διάσπαση αυτή εγκλώβισε συνολικά τα λαϊκά στρώματα εντός αμφοτέρων των στρατοπέδων ακριβώς κάτω από τα ψευδεπίγραφα συνθήματα περί «εθνικής ιδέας» και περί «εθνικών συμφερόντων», που χρησιμοποίησαν εξίσου και οι δύο αντίπαλες πλευρές.

   Σε σχέση με τα ακριβώς προηγούμενα θα ήθελα να επισημάνω και το εξής γεγονός: Ενώ κατά την εμπλοκή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον παγκόσμιο πόλεμο, ακόμα και σε περιοχές που οι διώξεις του ελληνισμού δεν έχουν πάρει ευρύτερες διαστάσεις, υπάρχουν Πόντιοι που σωστά αρνούμενοι τη συμμετοχή τους στον πόλεμο, είτε λιποτακτούν, είτε αποφεύγουν τη στρατολόγησή τους, παρά τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορούσε να επιφέρει αυτή τους η πράξη στον οικογενειακό τους περίγυρο, ταυτόχρονα, ένας μικρότερος αλλά σημαντικός αριθμός Ποντίων προστρέχει εθελοντικά στον ελληνικό στρατό, για να συμμετάσχει με την άλλη βεβαίως πλευρά, αλλά στον ίδιο άδικο πόλεμο!    

  Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν έφερε την Τουρκία απλά στη θέση του ηττημένου. Εκτός από τις εσωτερικές οξύτατες κοινωνικές αντιθέσεις είχε να αντιμετωπίσει και τις ορέξεις των νικητριών δυνάμεων του πολέμου, που όλες τους ήθελαν κι από ένα κομμάτι της χώρας. Ο σουλτάνος Μεχμέτ Στ’ Βαχεντίν καθώς και η άρχουσα τάξη (μαζί με τους Νεότουρκους) προθυμοποιήθηκαν να προβούν σε οποιαδήποτε υποχώρηση με αντάλλαγμα την διατήρηση της έστω και κουτσουρεμένης από την κηδεμονία των ιμπεριαλιστών εξουσίας τους.

   Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν σχεδόν φυσικό να αποδιώξουν με προθυμία την μέχρι τότε ηγετική ομάδα των Νεότουρκων και να επιρρίψουν αποκλειστικά σε αυτήν όχι μόνο τις ευθύνες του πολέμου, αλλά ακόμα και αυτές για τις σφαγές των αρμένικων και ελληνικών πληθυσμών[4].

   Την ίδια περίοδο, η κάθε νικήτρια μεγάλη δύναμη (συνήθως πίσω από τις πλάτες των υπολοίπων) έπαιρνε ήδη το «μερίδιό της» από τα απομεινάρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Είχε προηγηθεί κατά τη διάρκεια του πολέμου το μοίρασμα ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γαλλία οθωμανικών περιοχών, όπως η Παλαιστίνη, ενώ ταυτόχρονα παρακινούσαν τους εκεί φύλαρχους να πολεμήσουν στο πλευρό τους με δήθεν αντάλλαγμα την ανεξαρτησία τους!  

   Στις 15 (με το παλιό ημερολόγιο 2) /5/1919, με την προτροπή των βρετανών ιμπεριαλιστών, ελληνικά στρατεύματα αποβιβάζονταν στη Σμύρνη. Την ίδια περίοδο, και με προτροπή των ίδιων «προστατών», η εθνικιστική κυβέρνηση των «Ενωτικών» (Ντασνάκ) του νεοσύστατου (28/5/1918) αρμενικού κράτους ενθαρρύνονταν να δημιουργήσει την «Μεγάλη Αρμενία» με την απόσπαση τμήματος της ανατολικής Ανατολίας.

    Αυτή η κατάσταση οδήγησε σε μια νέα αστική επανάσταση, απελευθερωτικού πλέον χαρακτήρα με ηγεσία τα ριζοσπαστικά τμήματα της τουρκικής αστικής τάξης, μιας εκμεταλλευτικής δηλαδή τάξης. Μια επανάσταση που από τον Ιούλη του 1919, θα συντονίζει υπό την ηγεσία του στρατηγού (πασά) Μουσταφά Κεμάλ όλο και περισσότερες οργανώσεις και αντάρτικα τμήματα και θα οδηγήσει τελικά στη σύγκληση της ‘Α Μεγάλης Εθνοσυνέλευσης της Άγκυρας (10-23/4/1920), που αποτελεί και την απαρχή της οριστικής ρήξης με το φεουδαρχικό κατεστημένο της Κωνσταντινούπολης και με τους προστάτες «συμμάχους» της. Από δω και πέρα οι επαναστατικές δυνάμεις ξεκινούν έναν περίπλοκο και δύσκολο πόλεμο με διάφορες δυνάμεις. Εκτός από το στρατό του σουλτάνου (που αποτελείται από κάθε λογής οπαδών του φεουδαρχικού συστήματος) έχουν να αντιμετωπίσουν και τις εμπειροπόλεμες ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές δυνάμεις αλλά και τους ντόπιους μη τουρκικούς πληθυσμούς, που ξεσηκώνονται στο πλευρό της Υψηλής Πύλης (του τυραννικού θεσμού που χρόνια τους καταπίεζε και τους αφάνιζε) καθ’ υπόδειξη των κατοχικών δυνάμεων.

   Οι Πόντιοι  ξεσηκώνονται με προτροπή της «μητέρας πατρίδας» (της τυχοδιωκτικής ελληνικής αστικής τάξης), οι Κούρδοι με προτροπή των Άγγλων ενώ οι Αρμένιοι όπως προαναφέραμε εισβάλλουν στο ανατολικό τμήμα. Είναι κατανοητό, ότι μόνο με μεγάλη αποφασιστικότητα (αλλά και σκληρότητα ταυτόχρονα) θα μπορούσε ο κεμαλικός στρατός να αντεπεξέλθει σ’ έναν τόσο πολυμέτωπο αγώνα. Τελικά κατάφερε να υποχρεώσει τις γαλλικές και ιταλικές δυνάμεις να αποσυρθούν από την κυρίως Τουρκία, (Δεκέμβρης 1919-Μάης 1920) . Οι εθνικιστικές αρμένικες δυνάμεις των Ντασνάκ μετά από πανωλεθρία θα ανατραπούν από τα αρμένικα λαϊκά στρώματα, εγκαθιδρύοντας τη σοβιετική εξουσία στο Ερεβάν (29/11/ - 3/12/1920).

   Το 1921, ο ελληνικός στρατός θα παραμείνει μοναδική εμπόλεμη ξένη στρατιωτική δύναμη στο τουρκικό έδαφος, καθώς οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αναπροσανατολίζονταν πλέον προς μια συμμαχία με την τουρκική αστική τάξη, ώστε με μικρότερο ρίσκο να εξασφαλίσουν τα συμφέροντά τους στην περιοχή.

   Αυτό δεν θα επιφέρει μόνο την καταστροφή του ελληνικού στρατού, ένα χρόνο αργότερα (Αύγουστος 1922) αλλά και τον αιματηρό ξεριζωμό του ελληνισμού.

   Άσχετα από το πώς εκτιμούμε συνολικά την τελική έκβαση αυτής της τουρκικής επανάστασης και τους συμβιβασμούς στους οποίους κατέληξε, είναι καθαρό ότι το κάθε ένα από τα εμπλεκόμενα μέρη επωμίστηκε συγκεκριμένες ευθύνες απέναντι σ’ αυτήν την επανάσταση καθώς και τις συνέπειες των επιλογών του. Μόνο που οι «μικρές» εθνότητες αποδεκατίστηκαν, ενώ οι ιμπεριαλιστές (που τις είχαν ξεσηκώσει) συνέχιζαν να πλουτίζουν σε βάρος του τουρκικού λαού ακόμα και μετά την επανάσταση και σε στενή συμμαχία με την νέα άρχουσα, πλέον τουρκική αστική τάξη.

   Ως υποστήριξη στα όσα προανέφερα επιτρέψτε μου να παραθέσω και ορισμένες πλευρές των εξελίξεων στον ίδιο τον Πόντο, κατά τη διάρκεια και μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

  Ο Διοικητής της Ελληνικής Μεραρχίας του Καυκάσου γράφει χαρακτηριστικά στην αυτοβιογραφία του: «Με την υποχώρηση των Ρώσων ο Ελληνικός πληθυσμός του Πόντου βρέθηκε σε άσχημη θέση. Ως την τελευταία στιγμή κανείς δεν πίστευε ότι ο Ρωσικός στρατός μπορούσε να υποχωρήσει. Όταν όμως τον είδαν να εγκαταλείπει τα πάντα και να φεύγει, άρχισαν να σκέφτονται και τη δική τους υποχώρηση. Δυστυχώς δεν είχαν τα μέσα και έφευγαν όσοι ήταν οικονομικά ισχυροί…

…Τότε η ηγεσία της Τραπεζούντας κινήθηκε και παρήγγειλε σ’ όλες τις περιφέρειες, που βρίσκονταν κατά μήκος των συνόρων, να οργανωθούν, να οπλιστούν και να κρατήσουν το μέτωπο. Επειδή όμως οι Έλληνες αυτής της περιοχής δεν ήταν δυνατόν ν’ αποτελέσουν μια αξιόλογη στρατιωτική δύναμη που να κρατήσει το μέτωπο, άρχισαν να διαδίδουν παντού ότι στο Καρς, την Τιφλίδα, κλπ οργανώθηκε μια ελληνική Μεραρχία, που θα έτρεχε να βοηθήσει τους Ποντίους, ότι σύντομα θα πρόφταιναν και τα Αρμένικα, Γεωργιανά και Κοζάκικα στρατεύματα κλπ. Με τις διαδόσεις αυτές ο ελληνικός πληθυσμός πίστεψε ότι θα μπορούσε να κρατήσει το μέτωπο και άρχισε να οργανώνεται…Τότε ακριβώς ρίχτηκεν η ιδέα του Ελεύθερου Πόντου.»

«Αλλά (…) η πρόχειρη οργάνωση και ο εξοπλισμός μερικών τμημάτων, δεν μπόρεσαν να δημιουργήσουν σοβαρή αντίσταση. Οι υποσχέσεις για στρατιωτική βοήθεια απ’ τον Καύκασο, κλπ έμειναν απραγματοποίητες…Οι Έλληνες αρχηγοί της πρωτεύουσας του Πόντου αναγκάστηκαν να φύγουν και ο λαός έμεινε με τα όπλα στα χέρια, εκτεθειμένος στην τουρκική προέλαση, δίχως οδηγίες, δίχως αρχηγούς και πρόγραμμα ενεργειών.»[5]

Πρέπει να επισημάνω ότι αρκετές πλούσιες οικογένειες Ποντίων προπαγάνδιζαν την ιδέα του Ελεύθερου Πόντου, εκ του ασφαλούς, από τα απέναντι, βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου, όπου είχαν μετεγκατασταθεί για να εξασφαλίσουν την απρόσκοπτη αναπαραγωγή του πλούτου τους. Ακόμα και όταν με αφορμή την εγκατάσταση του αγγλικού στρατού στην Υπερκαυκασία, η ιδέα αυτή αναζωογονείται, οι ίδιες αυτές οικογένειες παρακινούν τους άλλους να κατευθυνθούν προς την Τραπεζούντα ή την Αμισό προς καταγραφή του «πλειοψηφούντος» ελληνικού πληθυσμού, ενώ οι ίδιες αποχωρούν από τους νέους τόπους τους, μόνο όταν διαφαίνεται ο κίνδυνος για τις περιουσίες τους από την επεκτεινόμενη επαναστατική σοβιετική εξουσία.

   Οι παροτρύνσεις από το εξωτερικό –για διαφόρους λόγους η κάθε μία- είχαν σημαντικό μερίδιο ευθύνης ως προς την τελική έκβαση του εγχειρήματος του Ανεξάρτητου Πόντου. Σε μια συνάντηση Ποντίων εκπροσώπων του εξωτερικού με την ελληνική αντιπροσωπία, ένας Πόντιος από την Ρωσία τόνιζε προφητικά: «Εσείς…φωνάζετε για τον Ελεύθερο Πόντο, αλλά κανείς από σας δεν βρίσκεται εκεί πέρα να οργανώσει επανάσταση ή να ενεργήσει επικεφαλής του έθνους…Ο Πόντος όμως δεν ελευθερώνεται, αν δεν χύσουμε αίμα. Εμπρός λοιπόν κύριοι. Πηγαίνετε στον Πόντο, τεθείτε επικεφαλής του Έθνους και αγωνιστείτε για την ελευθερία του. Εγώ σας δίνω τον λόγο μου ότι με τον εδώ στρατό μας θα σας συνδράμω. Δεν πηγαίνετε όμως. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα που φέρνετε με τις φωνές σας από δω; Θα ξυπνήσετε το μίσος των Τούρκων και μια μέρα ο λαός του Πόντου, που είναι ανίδεος και δεν ξέρει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά σας, θα πληρώσει τα αποτελέσματα των ενεργειών σας.»[6]

Καθ’ όλη την περίοδο αυτή είχαν πραγματοποιηθεί διάφορες ενέργειες από πλευράς της Ποντιακής ηγεσίας για υπαγωγή της περιοχής υπό Βρετανική ή Αμερικανική εντολή (και αφού είχε διαφανεί πλέον η απροθυμία του Βενιζέλου να στηρίξει την υπόθεση ενός ανεξάρτητου Πόντου). Μετά το ναυάγιο των προσπαθειών αυτών, ο Μητροπολίτης Χρύσανθος ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για την ίδρυση Ποντο-Τουρκικού Κράτους: «Αλλά λίγο αργότερα, μόλις ψιθυρίστηκε ότι ήταν ενδεχόμενο να ανατεθεί στους Έλληνες η εκκαθάριση της Ανατολικής Θράκης και σε αντάλλαγμα να επιδικαστεί αυτή στην Ελλάδα…ο Έλληνας πρωθυπουργός διέταξε να διακοπούν οι διαπραγματεύσεις με τη δικαιολογία ότι οι προθέσεις των Τούρκων δεν ήταν ειλικρινείς.»[7]

   Σε έκθεση του Α. Α. Πάλλη αναφέρεται σχετικά με τον ελληνικό πληθυσμό του Πόντου πως «πολιτικοί και στρατιωτικοί λόγοι απαιτούν να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τους κρατήσουμε εκεί…Η ύπαρξη ενός ελληνικού Πόντου με κάποια αυτονομία και με κοινό σύνορο με μια ανεξάρτητη Αρμενία είναι απαραίτητη προκειμένου να ανακουφιστεί η πίεση του Τουρκικού μπλοκ στην κεντρική Μικρά Ασία ενάντια στην ελληνική ζώνη της Σμύρνης.»[8]

   Παρά τις επανειλημμένες διαπιστώσεις σε εκθέσεις του Υπουργείου Εξωτερικών ότι η κατάσταση των Ποντίων ήταν τραγική, η ελληνική άρχουσα τάξη προτίμησε να τους κρατήσει εκεί ώστε να αποτελέσουν ένα είδος αντιπερισπασμού στις επιδιώξεις της στη Μικρά Ασία. Η ελληνική αστική τάξη χρησιμοποίησε τους ελληνικούς πληθυσμούς του Πόντου αποκλειστικά και μόνο ως στρατηγικό αντιπερισπασμό ή διαπραγματευτικό χαρτί προκειμένου να πετύχει τη διεύρυνση της επικράτειας του ελληνικού κράτους, ως ανταλλάγματα για τις πιστές της υπηρεσίες στο πλευρό των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων.

   Από την άλλη πλευρά, η τουρκική αστική τάξη, στα πλαίσια της συγκρότησης του δικού της έθνους-κράτους και μη μπορώντας να αφομοιώσει το εγχώριο ελληνικό κεφάλαιο, ένα κεφάλαιο άκρως ανταγωνιστικό και επικίνδυνο για το «ζωτικό της χώρο», καθώς αυτό αποτελούσε τον φορέα της ένωσης με την Ελλάδα και στηρίζονταν και στις λόγχες του ελληνικού στρατού έστρεψε τις ενέργειές της προς τον αφανισμό του.[9] Συσπείρωσε γύρω της και κινητοποίησε με σοβινιστικά συνθήματα σημαντικά τμήματα του τουρκικού λαού εναντίον όχι μόνο της αστικής τάξης της Ελλάδας, αλλά και ενάντια στους ελληνικούς πληθυσμούς της Τουρκίας, στους οποίους βεβαίως συμπεριλαμβάνονταν και οι Έλληνες του Πόντου.

   Τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής είναι γνωστά: όχι μόνο δεν πραγματοποιήθηκαν τα τυχοδιωκτικά σχέδια προσάρτησης της Ανατολικής Θράκης, και της περιοχής της Σμύρνης αλλά επήλθε και ο ολοκληρωτικός ξεριζωμός 1.500.000 ανθρώπων από τις περιοχές του Πόντου και της Μικράς Ασίας καθώς και ο αφανισμός εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.

   Σε αυτόν τον αφανισμό συνέβαλλε ασφαλώς και η στάση Ελλήνων παραγόντων όπως του ύπατου αρμοστή της Σμύρνης Στεργιάδη, που δεν προτρέπει τον εκεί ελληνικό πληθυσμό να εγκαταλείψει έγκαιρα την περιοχή, επειδή κατά τη γνώμη του: «Καλύτερα να μείνουν εδώ (σ.σ. στη Μ. Ασία) να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα.»[10]

   Αντί επιλόγου να προσθέσω μια επισήμανση σχετική με τους άλλους γειτονικούς με τους Πόντιους λαούς. Κατά τα τέλη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η εγκατάσταση των αγγλικών στρατευμάτων στην Υπερκαυκασία απέβλεπε τόσο στην εξάσκηση πίεσης προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία για να συνθηκολογήσει συντομότερα, όσο και στην ανάσχεση των επαναστατικών διαδικασιών στο εσωτερικό της Ρωσίας. Για την υλοποίηση αυτών των στόχων ως «πρόθυμοι σύμμαχοι» προσφέρθηκαν τότε οι Γεωργιανοί μενσεβίκοι και οι Αρμένιοι «ενωτικοί», που έλαβαν ως αντάλλαγμα την ηγεσία των νεοσύστατων εθνικών κρατών. Οι ανταγωνισμοί όμως μεταξύ αυτών των «συμμάχων» οδήγησε σε σφοδρότατες πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ τους. Οι συγκρούσεις αυτές σταματούν οριστικά με την εξάλειψη των αιτιών τους, όταν με την αποχώρηση των Άγγλων, τα καταπιεσμένα στρώματα (κύρια εργάτες και αγρότες) ανατρέπουν τα εθνικιστικά αστικά καθεστώτα και εγκαθιδρύουν μια νέα εξουσία, που δεν επιδιώκει πλέον την αναπαραγωγή του καπιταλιστικού κέρδους, αλλά την πλήρη ανάπτυξη των δικαιωμάτων και της προσωπικότητας των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων.

 

στοιχείου, μέχρι και του τελευταίου, είναι αναγκαία για την εθνική μας πολιτική, πολύ περισσότερο είναι αναγκαία για την εδραίωση της εθνικής μας οικονομίας.» (Όπως παρατίθεται στο Κ. Φωτιάδης, Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, Αθήνα 2004, σελ.146. Η έμφαση δική μας.)

[1] Δαφνής: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», σελ. 16, όπως παρατίθεται στο Γιάννης Κορδάτος, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, 5η εκδ., «Εκδόσεις 20ος Αιώνας»,τόμος 13, σελ. 575.

 

                                                                                 18.6.2007

Νίκος Παπαγεωργάκης - Ιστορικός


 

[1] Έτσι ενώ π.χ ο ελληνοτουρκικός πόλεμος με, αφορμή την επανάσταση στην Κρήτη (1897) καταλήγει σε ήττα της Ελλάδας, οι μεγάλες δυνάμεις επεμβαίνουν αμέσως για να εξασφαλίσουν μια ενδιάμεση λύση, προς όφελος της Ελλάδας (αυτονομία της Κρήτης υπό Έλληνα πρίγκιπα), στην περίπτωση όμως των Αρμενίων, όταν δηλαδή, ο Αβδουλχαμίτ Β’ στέλνει φανατικές ισλαμικές κουρδικές φυλές να ξεκάνουν δεκάδες χιλιάδες Αρμενίων (1894-1896), η «δυτική χριστιανοσύνη» περιορίστηκε μόνο στα κροκοδείλια δάκρυα κι αργότερα στην καταγραφή των βαρβαροτήτων.  Οι οικονομικές τους συναλλαγές με τον Σουλτάνο παραήταν τότε καλές για να τις διακινδυνέψουν. (Χώρια που οι Αρμένιοι αλληθώριζαν πιο πολύ προς τη Ρωσία απ’ ότι προς αυτούς!)

[2] «Στην προσπάθειά τους για εμπορική κατάκτηση οι Γερμανοί είχαν αντιμέτωπους, εκτός από τους Άγγλους και τους Γάλλους, και τους αυτόχθονες χριστιανικούς λαούς, τους Αρμένιους και τους Έλληνες, που είχαν στα χέρια τους, μέχρι την εμφάνισή τους, το μικρασιατικό εμπόριο και την βιομηχανία. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στην Δυτική Μικρά Ασία, πριν από την μικρασιατική καταστροφή σε σύνολο 5.308 εργοστασίων τα 4.008 ήταν ελληνικά, ποσοστό 75,51%. Δικαιολογημένα, λοιπόν, οι Γερμανοί θεωρούσαν τους Έλληνες σοβαρό εμπόδιο για την οικονομική τους διείσδυση στην περιοχή.» (Κ. Φωτιάδης, Η Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, Αθήνα 2004, σελ.112)

[3] Άσχετα από το βαθμό προοδευτικότητας που είχε παρόμοια πρόταση του Ελ Βενιζέλου και του Μητροπολίτη Τραπεζούντας, Χρύσανθου προς τις νικήτριες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Αντάντ, όταν αυτές θεωρούσαν το κίνημα Ατατούρκ ακόμα ως αντίπαλο, φαίνεται καθαρά ότι δεν μπορούσε να υλοποιηθεί κυρίως λόγω αυτών των αντιθέσεων που αναφέραμε.

[4] Για να επισημοποιήσουν μάλιστα αυτήν την απόδοση ευθυνών, οι Νεότουρκοι ηγέτες καταδικάστηκαν και από δικαστήριο, που συστάθηκε με επιμονή και των κατοχικών δυνάμεων. Μόνο που το δικαστήριο στήθηκε αφού οι κατάδικοι κατέφυγαν με τις περιουσίες τους στο εξωτερικό. Ο γοργός αναπροσανατολισμός της πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων ήταν τέτοιος που καμιά από αυτές δεν έκανε τη παραμικρή προσπάθεια, ώστε οι καταδίκες να εφαρμοστούν στην πράξη. Αρκετοί από τους καταδικασμένους τριγύριζαν ανενόχλητοι ανά την Ευρώπη, όσο βέβαια δεν αντιμετώπιζαν τις πράξεις αντεκδίκησης των Αρμενίων της διασποράς.

[5] Χειρόγραφο 2: Περιοχή Καυκάσου: Καλτσίδης Ιωάννης (1963) «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», σελ.75-76. Αρχείο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών

[6] ο.π. σελ.163-164

[7] Κασαπίδης Μ Λ (2004) «Χρύσανθος: Ο Αρχιερέας-Εθνάρχης των Ποντίων» (ΕΚΕΜΕ: Μελβούρνη) σελ.σελ.93

[8] Α. Α. Πάλλη ‘Exchange and Settlement of Minorities of Populations in the Balkans 1912-1920’ (Κωνσταντινούπολη, 1920), σελ.10 Αρχείο Βενιζέλου, Φάκελοι Υπουργείου Εξωτερικών (173/27) Μουσείο Μπενάκη

[9] Χαρακτηριστική ως προς αυτό είναι η ακόλουθη δήλωση που διατυπώθηκε κατά την διάρκεια σύσκεψης παραγόντων του κόμματος των Νεότουρκων το 1915: «Αν η εξόντωση του αναγκαία για την

 ΠΟΝΤΟΣ