ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΕΜΕΚΕΝΙΔΗΣ

Ιστορικός – Φιλόλογος

(1Ο Επιστημονικό Συνέδριο Συλλόγου Καυκασίων Καλαμαριάς 11-13/5/2007)

 

Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

Η ιστορική περίοδος που μας απασχολεί σήμερα αποτελεί, πράγματι, μια από τις τραγικότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Οι συνέπειές της έγραψαν την πιο θλιβερή σελίδα του εξωελλαδικού ελληνισμού. Ένας ελληνισμός που κράτησε κοντά 3.000 χρόνια σε μια περιοχή που αποτέλεσε, από πολλές πλευρές, τη μήτρα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού στην τέχνη, στην επιστήμη, στην πορεία της ανθρώπινης σκέψης.

Η Εθνική συμφορά κόστισε 125.000 νεκρούς και τραυματίες. Αρκετοί μελετητές της εποχής εκείνης υπολογίζουν άλλους 600.000 νεκρούς Έλληνες Μικρασιάτες (δες «Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια» τόμος 22, σελ 94) και 1.500.000 ξεριζωμένους πρόσφυγες από τους οποίους υπολογίζεται ότι 800.000 ήταν Πόντιοι.

Η επίσημη αστική ιστοριογραφία αποσιωπά σκόπιμα το ρόλο των ιμπεριαλιστών εκείνης της περιόδου (Αγγλίας, Γαλλίας, Γερμανίας, Αμερικής) καθώς και τον υποτελή ρόλο των αστικών ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, είτε των Φιλελεύθερων του Ελ. Βενιζέλου, είτε των Λαϊκών του Δημ. Γούναρη, καθώς και των συνεργατών τους.

Δύο ήταν οι στόχοι των ιμπεριαλιστών: Η κατάλυση του νεαρού σοβιετικού κράτους, που λειτουργούσε με την ακτινοβολία του ως πόλος έλξης για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, και το ξαναμοίρασμα του κόσμου, οι νέες αγορές, η ιδιοποίηση των πηγών ενέργειας, κυρίως του πετρελαίου. Η εκστρατεία στην Ουκρανία είναι ακριβώς η πρακτική έκφραση αυτών των επιδιώξεων, στην οποία ο Ελευθέριος Βενιζέλος ενέπλεξε την Ελλάδα, χωρίς να υπάρχει κανένας απολύτως εθνικός λόγος παρά μόνο ταξικός. Σημειώνουμε ότι, παρά τις συνεχείς προσπάθειες της νεαρής σοβιετικής εξουσίας να αναπτυχθούν με την Ελλάδα διπλωματικές σχέσεις, οι απαντήσεις ήταν σταθερά απορριπτικές. Αρκούμαι σε ένα μόνο γεγονός: Όταν η ηγέτης του ΣΕΚΕ Γιάννης Κορδάτος επισκέφτηκε τον υπουργό Αντώνιο Καρτάλη, για να του μεταφέρει την απόφαση της ΕΣΣΔ να μεσολαβήσει με την άσκηση της απαραίτητης πίεσης, ώστε η Ελλάδα να βγει από το αδιέξοδο της μικρασιατικής εκστρατείας με την αυτονόμηση της παραλιακής ζώνης της Μικράς Ασίας, όπου κατοικούσαν πολλοί χριστιανοί, και με μόνο αντάλλαγμα την αναγνώρισή της, έστω και ντε φάκτο, ο υπουργός τον έβρισε με χυδαίες εκφράσεις  και τον έδιωξε! Δεν ξέρω αν θα μιλούσαμε σήμερα για μικρασιατική καταστροφή, στην περίπτωση που η μεσολάβηση αυτή θα έβρισκε ανταπόκριση από την ελληνική κυβέρνηση. Μόλις στις 8 Μαρτίου 1924 η Ελλάδα ευδόκησε να επισημοποιήσει τις σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση. Χρειάστηκαν άλλα δύο χρόνια (1926), για να υπογραφεί μία πρώτη εμπορική συμφωνία ανάμεσα στις δύο χώρες. Να πώς εκτίμησε ο Πόντιος διανοούμενος Σταύρος Κανονίδης, το 1921, την ελληνική στάση: «Δεν πρέπει να λησμονήσει η ελληνική κοινή γνώμη ότι η στάσις του ελληνικού βασιλείου απέναντι της Δημοκρατίας των Σοβιέτ ευθύς εξ αρχής υπήρξεν εξαιρετικώς κακόπιστος και άστοχος. Μία από τας απαισιωτέρας πράξεις της βενιζελικής κυριαρχίας υπήρξεν η εκστρατεία της Νοτίου Ρωσίας, εις την οποίαν δια πρώτην φοράν καθ’ όλην την ελληνικήν ιστορίαν, τα ελληνικά όπλα εχρησιμοποιήθησαν προς εξυπηρέτησιν ξένων ποταπών συμφερόντων και προς εκβιασμόν της θελήσεως ενός λαού επιζητούντος την πολιτικήν και οικονομικήν του απελευθέρωσιν»). (Κ. Φωτιάδης, σελ. 344-345).

Εύλογο είναι, λοιπόν, το ερώτημα: Τι δουλειά είχαν οι Έλληνες στην Ουκρανία; Η απάντηση είναι μία και μόνη: Ο αντικομμουνισμός του λεγόμενου «Εθνάρχη» ήταν απόλυτα ταυτισμένος με τον αντικομμουνισμό των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων. Στην ίδια βάση θα λειτουργήσει λίγο αργότερα και η Μικρασιατική εκστρατεία με την τραγική κατάληξη για τον ελληνικό λαό. Η ελληνική αστική τάξη λειτούργησε και στις δύο περιπτώσεις ως το μακρύ χέρι κυρίως της Αγγλίας, που επιδίωκε το άνοιγμα νέων δρόμων επικοινωνίας με την αποικία της στην Ινδία, καθώς και τον πλήρη έλεγχο των πετρελαίων της Μέσης Ανατολής (Μοσούλη κ.τ.λ.). Για να επιτευχθούν οι στόχοι, ένας ήταν ο δρόμος: η κατάκτηση των αραβικών περιοχών και ιδίως το κομμάτιασμα της Τουρκίας. Άλλος δρόμος δεν υπήρχε. Και σ’ αυτό δεν υπήρξε κανένας δισταγμός. Η Γαλλία εποφθαλμιούσε την Κιλικία, τη Συρία και το Λίβανο, η Αμερική επιδίωκε να κυριαρχήσει στην Κωνσταντινούπολη και στα Στενά, στη Μικρά Ασία και στην Αρμενία, ενώ η Ιταλία, ύστερα από μυστικές συνεννοήσεις με τους Αγγλογάλλους, τη νοτιοδυτική Μικρά Ασία μαζί με την περιοχή της Σμύρνης. Τα αλληλοσυγκρουόμενα αυτά συμφέροντα οδηγούσαν σε πλήρη διάλυση – κομμάτιασμα της Τουρκίας και ήταν φυσικό να προκαλέσουν αντιστασιακό ξεσήκωμα των Τούρκων. Αυτό ακριβώς το ξεσήκωμα ανέδειξε και καθοδήγησε ο Κεμάλ Ατατούρκ στην  πορεία των γεγονότων.

Στην Ελλάδα οι νεοφιλελεύθεροι και οι βασιλόφρονες Λαϊκοί, απόλυτα ταυτισμένοι και στεγασμένοι κάτω από την εθνικιστική «Μεγάλη Ιδέα» θα σύρουν το λαό μας στη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε ποτέ στην ιστορική του διαδρομή. Οι αστικές αυτές δυνάμεις έκαναν ό,τι μπορούσαν, για να καθυποτάξουν το λαϊκό κίνημα και την αντίστασή του στην εμπλοκή της Ελλάδας, στο ιμπεριαλιστικό αυτό κακούργημα. Το μόνο κόμμα που είδε από την πρώτη στιγμή την τραγική προοπτική αυτής της ιμπεριαλιστικής επιχείρησης ήταν το νεαρό τότε ΚΚΕ, γνωστό στην αρχή με την επωνυμία ΣΕΚΕ. Οι έλληνες εργαζόμενοι, με μπροστάρη τη νεοϊδρυμένη ΓΣΕΕ και πρωτομάχο της Εργατικής Τάξης το ΚΚΕ έδωσαν σκληρές μάχες για την προστασία της Ελλάδας από την επερχόμενη βέβαιη συμφορά, αντιμετωπίζοντας διώξεις, φυλακίσεις, εκτοπισμούς και εξορίες, άγριο κυνηγητό.

Είναι μεγάλο λάθος να χαρακτηρίζουμε ως ελληνοτουρκικό πόλεμο την περίοδο εκείνη, αφού στην ουσία ο ελληνικός στρατός δρούσε κυριολεκτικά ως μισθοφορικός στρατός στην υπηρεσία του αγγλικού ιμπεριαλισμού. Δεν ήταν πόλεμος ανάμεσα στον ελληνικό και τούρκικο λαό. Ο ίδιος ο Ευάγγελος Αβέρωφ το αναγνωρίζει, έστω και έμμεσα, με την απάντηση που έδωσε στον Τούρκο συνάδελφό του το 1957 από το βήμα του ΟΗΕ: «… ο πόλεμος αυτός έγινε, διότι προσεκλήθημεν όπως συμμετάσχωμεν εις αυτόν υπό της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, αι οποίαι, δυνάμει της Συνθήκης των Σεβρών, εισέβαλαν εις την Μικράν Ασίαν και εκάλεσαν την Ελλάδα να καταλάβει την ακτήν… Πρέπει να αναγνωρίσωμεν ότι η Τουρκία απήντησεν με μιαν υπερηφάνειαν και μίαν γενναιότητα, η οποία της έδωσε την εθνικήν της ανεξαρτησίαν… ήτο πόλεμος συμμαχικής κατακτήσεως εις την οποίαν η Ελλάς εκκλήθη να λάβει μέρος, αλλά βεβαίως δεν ήτο ελληνικός πόλεμος». (Εφημερίδα «Το Βήμα»24/12/1957).

Από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας του το ΣΕΚΕ κατάγγειλε την εκστρατεία ως ξένη και αντίθετη με τα λαϊκά συμφέροντα. Βροντοφώναξε την αλήθεια, παρά τις ανελέητες διώξεις και λασπολογίες, ότι ο πόλεμος αυτός εξυπηρετούσε μόνο τα αστικά συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, ντόπιου και ξένου. Και ενώ τα αστικά κόμματα πανηγύριζαν με παράτες και παχιά λόγια την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (που να σημειωθεί δεν εφαρμόστηκε ούτε από αυτούς που την υπέγραψαν), το ΣΕΚΕ με προκήρυξή του τόνιζε: «Όλοι οι προλετάριοι, όλοι οι εκμεταλλευόμενοι, όλοι οι πονεμένοι και οι δυστυχείς, οι εργάται, οι υπάλληλοι, οι αγρόται, οι στρατιώται, όλοι οι βιοπαλαισταί, ας ενωθούμε. Όλοι ας απαντήσουμε στους σωβινιστικούς και καρναβαλικούς εορτασμούς δια μίαν δήθεν ειρήνην, με μιαν φωνήν και μίαν ψυχήν: Κάτω οι πόλεμοι και η αλληλοσφαγή των λαών! Ζήτω η Ειρήνη μεταξύ όλων των λαών της Ανατολής και όλου του κόσμου».

Τον Οκτώβρη του 1920 το ΣΕΚΕ οργανώνει προεκλογική συγκέντρωση στην Αθήνα που μετατρέπεται σε μεγάλη διαδήλωση με κύριο σύνθημα «Κάτω ο πόλεμος» και με την παρουσία 50.000 κόσμου. Είναι οι εκλογές εκείνες που έδωσαν κοινοβουλευτική πλειοψηφία στους αντιβενιζελικούς, που όμως εξαπάτησαν το λαό με την υπόσχεση ότι θα τερματίσουν τον πόλεμο. Στις 14/11/1920 και πάλι το ΣΕΚΕ καταγγέλλει στο λαό τον εμπαιγμό του από τους λαϊκούς που τώρα είναι κυβέρνηση: «… χωρίς σήμερον μετά το επελθόν εκ των εκλογών αποτέλεσμα ουδέ κατά ελάχιστον να κλονίζεται εις την στάσιν του έναντι του κόμματος των Φιλελευθέρων, το ΣΕΚΕ οφείλει να διακηρύξει ότι η πολεμική και ιμπεριαλιστική πολιτική την οποία συνεχίζει η νέα κυβέρνησις, χάριν της επιστροφής του Κωνσταντίνου, δεν ανταποκρίνεται προς τους πόθους και τα συμφέροντα της μεγάλης τάξεως των προσφύγων του έθνους. Η πολιτική αυτή ανταποκρίνεται προς τα συμφέροντα ορισμένων κύκλων και άλλων επιχειρηματιών της πολιτικής και κεφαλαιοκρατικών κύκλων, οι οποίοι επείγονται να συναγωνισθούν το βενιζελικόν κόμμα εις την πολεμικήν και τυχοδιωκτικήν του πολιτικήν και να αναγνωρισθούν αυτοί ως οι εγκυρότεροι  πράκτορες των ανταντικών συμφερόντων εν Ελλάδι».

Τον ίδιο μήνα του 1920 με προκήρυξή τους κομμουνιστές στρατιώτες στο μέτωπο υπογραμμίζουν: «… Ο πόλεμος θα εξακολουθεί να ρουφάει το αίμα και κάθε ζωτική δύναμη του λαού, ενόσω θα υπάρχει αστικό κράτος που δεν είναι παρά η κτηνωδέστερη εκδήλωση της οικονομικής κυριαρχίας του δυνατού πάνω στους αδύνατους, η οργανωμένη βία μιας ληστρικής τάξεως, της πλουτοκρατίας» (Το ΚΚΕ, Επίσημα Κείμενα, τόμ. 1, σελ. 170-171).

Η κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου προσπάθησε με βίαια μέσα, από την αρχή κιόλας της αντίστασης των εργαζομένων, να στομώσει τη φωνή της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ. «Με την απαγόρευση της διοργάνωσης των συνεδρίων της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ, με τις φυλακίσεις και τις εξορίες των πρωτοπόρων εργαζομένων, ευελπιστεί ο Βενιζέλος … με λιγότερες πιέσεις να προχωρήσει στην υλοποίηση των «εθνικών» του στόχων». (Πέτρος Πετράτος, Λόγος και Πράξη, 1993, τ. 54). Τακτική που συνέχισαν στην πορεία και οι βασιλικές κυβερνήσεις με ακόμα μεγαλύτερη ένταση.

Αλλά το κυνηγητό μελών και στελεχών του ΣΕΚΕ και της ΓΣΕΕ δεν σταμάτησε σε όλη τη διάρκεια της πολεμικής σύγκρουσης. Και ενώ ο λαός οδηγούνταν στα έσχατα όρια φτώχειας και οικονομικής εξαθλίωσης και σε μία σειρά απεργιακών κινητοποιήσεων σε όλα τα σημεία της Ελλάδας, με κυρίαρχα αιτήματά του τον τερματισμό του πολέμου και την ειρηνική διευθέτηση των όποιων διαφορών με την Τουρκία, την ώρα μάλιστα που η Ελλάδα είχε εγκαταλειφθεί μόνη της να βγάλει το φίδι από την τρύπα, από τους σατανικούς ψευτοσυμμάχους, η βασιλική κυβέρνηση προχώρησε σε ακόμα σκληρότερες διώξεις. Στις 2 Ιούλη του 1922 συλλαμβάνει τον Γιάννη Πετσόπουλο, διευθυντή του «Ριζοσπάστη», και τον φυλακίζει στις περιβόητες φυλακές Συγγρού για αντιπολεμική δράση. Λίγες μέρες αργότερα κλείνει στις ίδιες φυλακές τη διοίκηση της ΓΣΕΕ καθώς και τμήμα της ΚΕ του ΣΕΚΕ (Κ) με την κατηγορία της «εσχάτης προδοσίας». Απελευθερώνονται το Σεπτέμβρη του 1922, αφού στο διάστημα της φυλάκισής τους έγιναν ανεπιτυχείς προσπάθειες να τους δολοφονήσουν άνθρωποι της κυβέρνησης. Δεν είναι τυχαίο ότι χιλιάδες αγρότες και εργάτες, αγανακτισμένοι από τη συνέχιση του πολέμου, είτε λιποτάκτησαν από το στρατό, είτε κηρύχτηκαν ανυπότακτοι. Ας μην ξεχνάμε επιπλέον ότι αναφερόμαστε σε μια εποχή όπου ο ένας πόλεμος διαδεχόταν τον άλλο, χωρίς διακοπή, χωρίς ανάπαυλα (Βαλκανικοί πόλεμοι, Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, εκστρατεία στην Ουκρανία, Μικρασιατική εκστρατεία). Το χακί είχε γίνει πια η μόνιμη ενδυμασία. Πολύ εύστοχα ο ιστορικός Χρήστος Τσιντζιλώνης σημειώνει ότι όλη αυτή η πολεμική τραγική περιπέτεια: «… έγινε για την εξυπηρέτηση των οικονομικών, πολιτικών και στρατηγικών συμφερόντων των ιμπεριαλιστών και της ντόπιας ολιγαρχίας στην περιοχή της Εγγύς και Μέσης ανατολής και καθόλου για την εξυπηρέτηση των εθνικών μας συμφερόντων. Τα συμφέροντα του ελληνικού λαού βρίσκονταν σε ριζική αντίθεση με τα συμφέροντα των ιμπεριαλιστών και την ντόπιας ολιγαρχίας. Κι όσο η εκστρατεία προχωρούσε, τόσο μεγάλωνε προς αυτήν και η αντίθεση των λαϊκών μαζών που είχαν κουραστεί από τους πολέμους και ζητούσαν ειρήνη και ψωμί» (Η Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή ΚΜΕ, σελ. 56).

Όσο για την αναλγησία και την αναισθησία των «συμμάχων» μας νομίζω ότι αρκούν λίγα μόνο στοιχεία: καμία απάντηση δεν έδωσε ο άγγλος αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρι, όταν του ζητήθηκε από τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο, τον μητροπολίτη των Αρμενίων και τον Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης να παρέμβει στην αγγλική κυβέρνηση, για να εμποδίσει την είσοδο των Τούρκων στη Σμύρνη. Η απάντηση ακόμα αναμένεται! Κι όταν μάλιστα πανικόβλητος ο μικρασιατικός πληθυσμός, την ημέρα που οι Τούρκοι μπήκαν στη Σμύρνη και άρχιζε πλέον η τραγωδία του ξεριζωμού και της προσφυγιάς, επιχειρούσε τη διάσωσή του, το μόνο που έκαναν τα συμμαχικά πολεμικά σκάφη (11 αγγλικά, 2 ιταλικά, 5 γαλλικά και 3 αμερικάνικα) ήταν να στείλουν τους ναύτες τους, για να προστατεύσουν τα εθνικά τους προξενεία και τις εθνικές τους αποστολές, ενώ τις ίδιες ώρες τα πληρώματά τους κλωτσούσαν απάνθρωπα όσους προσπαθούσαν μέσα στην απόγνωσή τους να σκαρφαλώσουν στα καράβια και τους έριχναν στη θάλασσα. Όσο για τους Πόντιους που έφταναν εξαθλιωμένοι στην Κωνσταντινούπολη, οι «σύμμαχοί» μας έδειξαν την ίδια αναλγησία, αφού δεν έδειξαν καμία συγκίνηση για το δράμα τους για κάποια υποτυπώδη, έστω, περίθαλψη και στέγαση. Πόσο, αλήθεια, είναι σοφός ο λαός, όταν λέει «όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς;».

Τα ελληνικά αστικά κόμματα, το βενιζελικό και το αντιβενιζελικό, φέρνουν και τα δύο τις ίδιες ευθύνες για το ξερίζωμα του ελληνισμού από τις πατρογονικές εστίες. Καθοδηγημένα από στενά ταξικά κίνητρα και από τη «Μεγάλη Ιδέα» «των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών», πλειοδότησαν σε υποτέλεια και δουλικότητα. Η δίκη και η εκτέλεση των 6 δεν ήταν τίποτα άλλο παρά ένας τρόπος εκτόνωσης της λαϊκής οργής και της επίρριψης της ευθύνης για την εθνική τραγωδία στον έναν μόνο πόλο του δικομματισμού και την απαλλαγή του άλλου, που όμως ήταν αυτός που ξεκίνησε την πορεία προς τον όλεθρο. Όλη και όλη η διαφορά ανάμεσά τους ήταν αν θα έπρεπε να ακολουθήσουμε το δρόμο της υποταγής στην Αντάντ ή το δρόμο της υποταγής στις Κεντρικές αυτοκρατορίες. Και τα δύο αστικά κόμματα υπηρέτησαν πιστά το ίδιο αφεντικό, το ένα το σατανά και το άλλο το διάβολο. Υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ τους; Ένα χρόνο πριν από την κατάρρευση του μετώπου έγραφε ο Αρχιστράτηγος Λεωνίδας Παρασκευόπουλος: «Φοβούμαι ότι και τη Θράκη θα την χάσωμεν. Απ’ ό,τι βλέπω εκεί βαδίζομεν. Η Γαλλία και η Ιταλία είναι άσπονδοι εχθροί μας. Αλλά μήπως και η Αγγλία πάει πίσω; Σήμερον έχει συμφέρον να παρατείνει αυτήν την κατάστασιν, θέλει ελληνικάς λόγχας. Όταν αύριο θα τα φκιάσει με τον Κεμάλ, θα μας δώσει την κλωτσιά κατάστηθα και ευρισκόμαστε πολύ πλησίον της εποχής αυτής». (Εφημερίδα «Το Βήμα» 7/11/1972). Όλα έδειχναν ότι η συμφορά ήταν πολύ κοντά.

Για τις ευθύνες και των δύο κομμάτων και τις ολέθριες συνέπειες της πολιτικής τους είναι πολύ ενδιαφέρουσα η επιστολή που έστειλε στις 25/8/1922 στον Ελ. Βενιζέλο ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος: «Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικό κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει πλέον εις τον Άδην, από του οποίου καμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και να το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής, βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και οι προσωπικοί Σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος. Ζήτημα είναι εάν, όταν το παρόν μου γράμμα αναγιγνώσκεται υπό της Υμετέρας Εξοχότητος, αν ημείς πλέον υπάρχωμεν εν τη ζωή προοριζόμενοι εις θυσίαν και μαρτύριον» (Στρατιωτική ιστορία, τ. 8). Το μόνο κόμμα, η μόνη πολιτική δύναμη, παρά το νεαρό της ηλικίας του, που είδε από την αρχή το ζήτημα με σωστό φιλολαϊκό, ταξικό κριτήριο και αγωνίστηκε μέσα και έξω από τα εθνικά εδάφη να ενημερώσει και να ξεσηκώσει το λαό για την επερχόμενη θύελλα ήταν το ΣΕΚΕ μαζί με τις κοινωνικές δυνάμεις (ΓΣΕΕ, εργατικά κέντρα και εργατικά σωματεία) που επηρέαζε. Όπως έγραψε ο Βάσος Γεωργίου (Νέος Κόσμος, αρ. 9, 1957): «Ένας από τους διεθνιστικούς και πατριωτικούς τίτλους που έγραψε στην ιστορία του το νεαρό τότε κόμμα μας είναι η κατηγορηματική αντίθεσή του και η θαρραλέα πάλη του ενάντια στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και την εκστρατεία του Σαγγάριου. Στελέχη, μέλη και οπαδοί του κόμματος, στελέχη και μέλη της Γενικής Συνομοσπονδίας των Εργατών Ελλάδας, αψηφώντας την τρομοκρατία και τη λογοκρισία, το στρατιωτικό νόμο και τα στρατοδικεία ανέπτυξαν σοβαρή αντιπολεμική δράση στο μέτωπο και τα μετόπισθεν. Στη διάρκεια του ελληνοτουρκικού πολέμου κηρύχτηκαν πανελλαδικές απεργίες των σιδηροδρομικών, καπνεργατών, εργατών ηλεκτρισμού, που αποτέλεσαν αξιοσημείωτη πάλη για την καλυτέρευση του βιοτικού τους επιπέδου και ταυτόχρονα πράξη επαναστατικού διεθνισμού. Χιλιάδες εργάτες πιάστηκαν τότε, επιστρατεύθηκαν και στάλθηκαν στο μέτωπο. Το κόμμα μας εκτέλεσε το διεθνιστικό και πατριωτικό χρέος του, καταγγέλλοντας τον αντιλαϊκό και τυχοδιωκτικό χαρακτήρα αυτού του πολέμου, στον οποίο έριξαν τη χώρα οι πλουτοκρατικοί κύκλοι της Ελλάδας, για να εξυπηρετήσουν τα δικά τους στενά εγωιστικά, ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Με δικαιολογημένη υπερηφάνεια τόνιζε τότε το κόμμα μας ότι την εκστρατεία στη Μικρά Ασία «εμείς και μόνο εμείς εξ όλων των άλλων κομμάτων καταδικάσαμεν από την πρώτην στιγμήν, συρθέντες μέχρι των στρατοδικείων». Η ιστορία, όπως είναι γνωστό, δικαίωσε την πολιτική και τη δράση του κόμματός μας στο ζήτημα αυτό».

Ήταν, πράγματι, το μόνο κόμμα που αγωνίστηκε να προλάβει την καταστροφή. Όπως γράφει ο Ιωάννης Κωτούλας: «Εξαίρεση αποτελούσε η στάση της κομμουνιστικής αριστεράς. Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (ΣΕΚΕ) διακήρυξε εξαρχής την αντίθεσή του προς τις εθνικές διεκδικήσεις του ελληνικού κράτους και του λαού, τόσο στο χώρο της Βαλκανικής όσο και στη Μικρά Ασία. Οι πρώτοι αυτοί κομμουνιστές ήταν αντίθετοι όχι μόνο στη διεξαγωγή της Μικρασιατικής Εκστρατείας, αλλά και στις αποφάσεις της Συνθήκης των Σεβρών για απλή στρατιωτική παρουσία στη Ζώνη της Σμύρνης. Θεωρούσαν το στρατιωτικό εγχείρημα ιμπεριαλιστικό πόλεμο… Ενώ δεν έλειπαν και οι αντιπολεμικές απεργίες, με αποτέλεσμα αρκετοί να φυλακιστούν…» (Στρατιωτική Ιστορία, τ.8).

Στο σημείο αυτό καλό είναι να ρίξουμε μια ματιά στο κατά πόσο ανταποκρίθηκαν οι ελληνικές κυβερνήσεις στις απεγνωσμένες εκκλήσεις των κυνηγημένων Ποντίων και Μικρασιατών, για παροχή κάποιας βοήθειας, ώστε η μετάβασή τους στην Ελλάδα να γίνει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη. Και ακόμα να ρίξουμε μια ματιά στο πώς αντιμετώπισαν τα κύματα των προσφύγων οι ίδιες αυτές κυβερνήσεις, όταν πάτησαν, σε κατάσταση εξαθλίωσης, το ελληνικό χώμα. Πώς τους αντιμετώπισαν και οι ίδιοι οι ντόπιοι πληθυσμοί, όταν η προσθήκη νέου εργατικού δυναμικού μείωνε αυτόματα τη δική τους διεκδικητικότητα για καλύτερες συνθήκες δουλειάς και καλύτερες αποδοχές, κάτι για το οποίο έκανε, φυσικά, το ελληνικό κεφάλαιο να τρίβει από τη χαρά τα χέρια του, αφού ο εφεδρικός στρατός της ανεργίας αυξανόταν κατακόρυφα. Είναι πολύ χαρακτηριστικά αυτά που γράφει ο Δημήτρης Κ. Νικόλης στο έργο του «Ιστορική Πορεία του Ελληνικού Έθνους» (1863-1941 τόμ. Γ-Δ): «Εκεί όμως που η απόγνωση και η εξαθλίωση θα πάρει τις πιο δραματικές διαστάσεις, είναι οι Έλληνες του Πόντου. Γιατί ο λαός αυτός δεν δέχεται την ταπείνωση της ήττας από τους Τούρκους, οργανώνει αντάρτικα σώματα και πολεμάει γι’ αυτή τούτη την ύπαρξή του. Η συμφωνία βρίσκει τους Πόντιους μακριά από τους δικούς τους τόπους. Άλλοι βρίσκονται στην Αρμενία, άλλοι στο Κουρδιστάν κι άλλοι τραβούν για τη Συρία. Το ποντιακό ελληνικό στοιχείο, παρά την πείνα και τις αρρώστιες, παρά το χαλασμό που έχουν ξεσηκώσει οι Τούρκοι εναντίον του, δεν χάνει την ελπίδα για τη ζωή, δεν χάνει την ελπίδα για την πατρίδα, για την Ελλάδα. Ο δρόμος του γυρισμού, σαν μόνη ελπίδα πια, είναι κι αυτό ένα μεγάλο δράμα. Πολλοί μήνες θα χρειαστούν, για να μπορέσουν να ξεφύγουν από τα παράλια της Μικράς Ασίας. Μαρτυρική και βασανιστική η πορεία επιστροφής προς την Ελλάδα, για να ξαναρχίσουν τη ζωή τους. Αλλά οι Πόντιοι μόλις βγαίνουν στον Πειραιά, βασανιστικά και με υπομονή θα προσπαθήσουν να φτιάξουν τη νέα τους ζωή. Οι εδώ κρατούντες όμως, επειδή γνωρίζουν το δημοκρατικό φρόνημα των Ποντίων, με διάφορες ανεπαίσθητες δικαιολογίες, τους ρίχνουν στο Μακρονήσι, εκεί που η παλιά ρωμαϊκή αυτοκρατορία έστελνε όλους εκείνους που ήθελε να τους στείλει στον άλλο κόσμο. Κουρεύουν άνδρες, γυναίκες, παιδιά, κορίτσια, με την ψιλή μηχανή, γιατί είχαν … ψείρες! Λείπει το νερό, τα τρόφιμα, κάθε ιατρική περίθαλψη, κάθε στοιχειώδη κατοικία για ανθρώπινα πλάσματα. Έτσι, όλοι οι πρόσφυγες και μαζί τους και οι Πόντιοι που έφτασαν στην Ελλάδα σαν θλιβερές φάλαγγες, είναι υποχρεωμένοι να αντιμετωπίσουν τις καινούργιες συνθήκες της ζωής τους. Οι διοικητικές ελληνικές αρχές, με αντιφατικές και αλληλοσυγκρουόμενες διαταγές, σπρώχνουν όλον αυτόν τον κόσμο στη Μακεδονία, Θεσσαλία, Πελοπόννησο, Κρήτη, Ήπειρο και Θράκη. Ένας εξαθλιωμένος πληθυσμός καλείται να αρχίσει τη ζωή του από την αρχή, κάτω από τις πιο δυσμενείς συνθήκες» (σελ. 321-322).

Η προσφυγιά έμοιαζε με κοινωνικό τσουνάμι. Στα 1922 με τη συνενοχή και των δύο αστικών κομματικών δυνάμεων, βενιζελικών και αντιβενιζελικών, η «Μεγάλη Ιδέα» μπαίνει στο φέρετρο της Ιστορίας. Η ταφόπετρα ρίχνεται με τη συνθήκη της Λωζάνης. Στα εκατομμύρια των εξαθλιωμένων ντόπιων Ελλήνων προστίθεται τώρα άλλο 1,5 εκατομμύριο βασανισμένων προσφύγων. Ένα κομμάτι από αυτούς αποβιβάστηκε στην Καλαμαριά. Δανείζομαι εδώ δύο αποσπάσματα από το βιβλίο «Η Καλαμαριά στο μεσοπόλεμο» (1920-1940) έκδοση του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού του Δήμου Καλαμαριάς. Το πρώτο: «Το 1920 άρχισαν να φτάνουν στην Καλαμαριά οι πρώτοι πρόσφυγες από τον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία, ειδικά από την περιοχή Καρς. Έρχονται κατά χιλιάδες, με ελάχιστα υπάρχοντα, εξαντλημένοι και προσβεβλημένοι από διάφορες αρρώστιες. Στην παραλία της Καλαμαριάς περνούσαν από το γνωστό «απολυμαντήριο» και στεγάζονταν στους θαλάμους που είχαν αφήσει τα συμμαχικά στρατεύματα και σε σκηνές. Η θνησιμότητα ήταν πολύ μεγάλη και γενικά οι συνθήκες ζωής σκληρές και άθλιες.

 

Καλαμαριά, Καλαμαριά,

τριγύλ’- τριγύλ’ ταφία,

ανοίξτε και τερέστ’ ατα

απές Καρσί παιδία».

 

 

 

Μετάφραση:

Καλαμαριά, Καλαμαριά,

γύρω-γύρω τάφοι,

ανοίξτε και κοιτάξτε τους

μέσα γεμάτοι παιδιά από το Καρς.

 

Το δεύτερο: «… ερχόμαστε εδώ, που είναι η πλαζ, απέναντι μας έβγαλε το πλοίο, με σιδερένιες μαούνες… Ήταν μια ξύλινη σκάλα… Εκεί ήταν κάτι απολυμαντήρια και παίρναν τον κόσμο για απολύμανση και τους κόβαν τα μαλλιά, γυναίκες και άνδρες. Τι να κάνει ο μπαμπάς! Κάτι λεφτουδάκια που είχε, τάισε εκεί έναν, του λέει, «Βάστα τα και μη μας κάνετε κλίβανο, ούτε να μας κόψετε τα μαλλιά». Ήταν οι αδερφές μου με μεγάλα μαλλιά. Τα πήραν τα χρήματα, μας άφησαν…» (από προφορική μαρτυρία του πρόσφυγα Παναγιώτη Ευθυμιάδη).

Φυσικά προκύπτει αυτόματα ένα ερώτημα: Και το αστικό κράτος τι έκανε; Πως αντιμετώπισε την προσφυγική αυτή τραγωδία; Ας δούμε τι κατέγραψε στις 8/11/22 η «Εφημερίς των Βαλκανίων»: «Πρόσφυγες εθελοντές εις τα γραφεία μας μας κατήγγελον ότι εις τους πρόσφυγας τους διαμένοντας εις Καλαμαριάν δεν εδόθησαν ούτε κλινοσκεπάσματα ούτε είδη ιματισμού, παρ’ όλας τας καθημερινάς υποσχέσεις των διαφόρων επιτροπών. Επίσης ότι καθημερινώς αποθνήσκουσι 10-15 άτομα, τα οποία αφήνουν εντός σταύλου χοίρων επί τινας ημέρας εκτεθειμένα εις το έλεος αυτών των χοίρων, τα οποία τα περιγλύφωσι  και κατόπιν τα μεταφέρουν και τα θάπτουν μέσα σε ένα λάκκο. Επίσης ότι οι πρόσφυγες στερούνται ύδατος καθ’ όλην την ημέραν». Εξαθλίωση δηλαδή.

Και δεύτερο: Πώς αντιμετώπισαν αυτήν τη δυστυχία των προσφύγων οι αστικές κυβερνήσεις του τόπου μας, τη δυστυχία που κράτησε χρόνια και χρόνια; Ας δούμε τι γράφει στις 18 Φεβρουαρίου 1928 η «Εφημερίς των Βαλκανίων»:

«Καμία Κυβέρνησις από την ημέραν της προσφυγιάς μας δεν εσκέφτηκε να φροντίση για την καλυτέρεψη της κατάστασής μας και για την εξασφάλιση μιας στέγης ανθρώπινης. Η τούρκικη περιουσία, με την οποία τόσο μας κορόιδεψαν, από μέρα σε μέρα εξατμίζεται και μπαίνει σε κάσες των προσφυγοπατέρων με επικεφαλής την Εθνικήν Τράπεζαν και ανταλλάσσεται με λίγα κουρελόχαρτα ονομαζόμενα ομολογίες…». Κάτι έχει αλλάξει. Τότε τα έλεγαν ομολογίες. Σήμερα τα λένε ομόλογα. Πράγματι κάτι έχει αλλάξει!

Προσθέτω δύο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το γνωστό ιστορικολογοτεχνικό έργο «Ματωμένα Χώματα» της μεγάλης κυρίας της λογοτεχνίας μας Διδώς Σωτηρίου: Το πρώτο αναφέρεται στις ατέλειωτες πορείες των προσφύγων από την ώρα που ξεσπιτώθηκαν: «… Σήκωναν οι μάνες τα μωρά τους απ’ τις κούνιες, σήκωναν τους γέροντες και τους αρρώστους. Φορτώνονταν οι άντρες τους μπόγους. Παρατούσανε δουλειές, βιος, σπίτια ξεκλείδωτα και ξεκινούσαν ομαδικά για τις ανεμοδαρμένες στράτες της Ανατολής. Με χιόνια σε απάτητα βουνά και σε φαράγγια, με κάψες στην έρημο, εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιοι άφησαν στους δρόμους τα κόκαλά τους…». Να συμπληρώσω: όχι μόνο Έλληνες και Αρμένιοι, αλλά και χιλιάδες χιλιάδων Τούρκοι άφησαν τα κόκαλά τους στα βουνά και τις πεδιάδες της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Και όλα αυτά, για να κερδίσουν λεφτά οι τσέπες των μεγαλοκαρχαριών της καπιταλιστικής Ευρώπης. Το παρακάτω απόσπασμα  από το βιβλίο «Ιστορική πορεία του Ελληνικού Έθνους» τα λέει όλα: «… τα κόκαλα των χιλιάδων Τούρκων και Ελλήνων στρατιωτών, καθώς και τα κόκαλα των χιλιάδων αμάχων Ελλήνων και Τούρκων στη Μικρά Ασία, που ήταν γεμάτα τα φαράγγια και οι πεδιάδες, συγκεντρώνονταν στα λιμάνια της Σμύρνης και των Μουδανιών και μεταφέρονταν με τα πλοία σε γερμανικά εργοστάσια, τα άλεθαν και τα έκαναν λίπασμα, για να λιπαίνουν τις μικρασιατικές πεδιάδες. Έτσι οι πασάδες και τσιφλικάδες Τούρκοι, λίπαιναν τη γη τους, για να βγάζουν άφθονα προϊόντα…» Και καταλήγει ο συγγραφέας: «Κατακαημένοι λαοί, που σας κοροϊδεύουν με φαντασιώσεις και στο τέλος χρησιμεύετε για λίπασμα των χωραφιών!...». Ανατριχιαστική, βέβαια, αλλά και πόσο αληθινή η εκτίμηση αυτή!

Διαβάζουμε την ομηρική Οδύσσεια και μας συγκινεί η δεκάχρονη προσπάθεια του Οδυσσέα να ξαναδεί τα χώματα της πατρίδας του Ιθάκης. Για όλους τους ξενιτεμένους και πιο πολύ για τους πρόσφυγες ο νόστος είναι οδυνηρός. Το δεύτερο απόσπασμα της Διδώς Σωτηρίου αυτήν τη νοσταλγία της χαμένης πατρίδας τη δίνει με λίγα λόγια στο βιβλίο που προαναφέρθηκε: «Τόσα φαρμάκια, τόση συμφορά κι εμένα ο νους μου θέλει να γυρίσει οπίσω στα παλιά! Να ‘ταν, λέει, ψέμα όλα όσα περάσαμε και να γυρίζαμε τώρα δα στη γη μας, στους μπαξέδες μας, στα δάση μας με τις καρδερίνες, τις κάργιες και τα πετοκοτσύφια, στα περιβολάκια μας με τις μαντζουράνες και τις ανθισμένες κερασιές, στα πανηγύρια μας με τις όμορφες… Ανάθεμα στους αίτιους!».

«Ανάθεμα στους αίτιους»! Μια κραυγή πόνου και οδύνης. Κραυγή οργής και σπαραγμού. Την πρώτη και την κύρια ευθύνη έχει ο αρχηγός των Φιλελεύθερων Ελ. Βενιζέλος. Είναι αυτός που από την αρχή κιόλας πρόσδεσε στο άρμα των Άγγλων ιμπεριαλιστών το ελληνικό κράτος λειτουργώντας ως πράκτοράς τους. Σε ένα άρθρο του ο διευθυντής της «Καθημερινής» Γεώργιος Βλάχος γράφει σχετικά μ’ αυτό: «Οι σύμμαχοί, λοιπόν, οι οποίοι φλυαρούντες και ψευδολογούντες, αφ’ ενός δια των εδώ πρέσβεών των, αφ’ ετέρου δε δια του αντιπροσώπου των κ. Ελ. Βενιζέλου, προσέφερον λαγούς με πετραχήλια, δεν ηθέλησαν εν τούτοις ποτέ, οσάκις προσεκλήθησαν, να εκδηλωθούν προς τούτο σαφώς, ουδέ την εδαφικήν μας ακεραιότητα ν’ ασφαλίσουν. Ούτω, κατόπιν όσων έγιναν εν Ελλάδι, από του 1915 μέχρι του 1917, εξήλθομεν της ουδετερότητος υπό του κ. Ελ. Βενιζέλου, παρά το πλευρόν των συμμάχων ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ. Εις τον αγώνα αυτόν τον συμμαχικόν, η Ελλάς του κ. Ελ. Βενιζέλου έδωσε από της στιγμής κατά την οποίαν εισήλθεν, ό,τι διέθετε, ό,τι είχε. Έδωσε τα χρήματά της, τους άνδρας της την ησυχίαν της, την γαλήνην της, το καθεστώς της και έφτασεν μέχρι των πάγων της Ουκρανίας, δια να ευχαριστήσει τους αυθέντας αυτούς υπέρ των οποίων εμάχετο…»(Ιστορικός Τύπος – Μικρασιατική καταστροφή).

Μαζί του συνυπεύθυνοι είναι όλοι οι πολιτικοί εκπρόσωποι της οικονομικής ολιγαρχίας που στήριξαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το μεγάλο κεφάλαιο, για να ανοίξουν νέες αγορές και να αποκομίσουν νέα κέρδη σε βάρος των λαών, σε βάρος της Εργατικής Τάξης που εκείνη την περίοδο έκανε τα πρώτα της βήματα να συγκροτηθεί ως τάξη για τον εαυτό της. Οι κερδισμένοι, βέβαια, από την πονεμένη αυτή ιστορία δεν είναι άλλοι παρά οι γνωστοί έχοντες και κατέχοντες, δηλαδή οι κεφαλαιούχοι. Και να πώς: «… η ελληνική βιομηχανία, εκμεταλλευόμενη την αφόρητη αυτή για τους πρόσφυγες κατάσταση, φρόντισε να στήσει τα εργοστάσιά της μέσα στα σπλάχνα των προσφυγικών συνοικισμών, για να έχει στη διάθεσή της μια πάμφθηνη εργατική δύναμη. Την εποχή εκείνη, χωρίς καμιά κοινωνική ασφάλιση, με 12ωρη εργασία και με αμοιβή 7-10 δραχμές την ημέρα  … βρήκαν τη δυνατότητα κυριολεκτικά να θησαυρίσουν ολιγάριθμοι βιομηχανικοί και χρηματιστηριακοί κύκλοι… Και μόνο η Λαϊκή Τράπεζα… που μ’ ένα σαράφικο αγόραζε για μια μπουκιά ψωμί από τους πρόσφυγες κάθε πολύτιμο μέταλλο, δίνει το μέτρο της από κάθε πλευράς εκμετάλλευσης της ανθρώπινης αυτής δυστυχίας… Πολλοί πολιτικοί, ως εκπρόσωποι της οικονομικής ολιγαρχίας απόχτησαν τεράστιες περιουσίες, γιατί από τις αποζημιώσεις που πήραν από το τουρκικό κράτος, για να βοηθήσουν τους πρόσφυγες, πολλά από τα λεφτά αυτά κύλησαν στις τσέπες επιτήδειων δημαγωγών και αδίστακτων «σωτήρων» - μπισναδόρων…». (Ιστορική πορεία του Ελληνικού Έθνους, Δημ. Νικόλη, τ. Γ-Δ, σελ. 323).

Ο Νίκος Μπελογιάννης στο θαυμάσιο έργο του «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα» (Σύγχρονη Εποχή, 1998, σελ. 184) δίνει πολύ παραστατικά την εικόνα της τραγωδίας: «Μ’ ένα λαό, λοιπόν, γονατισμένο από τους δεκάχρονους πολέμους κι ένα στρατό άοπλο, αποκαμωμένο και δεκατισμένο, η κυβέρνηση των αντιβενιζελικών με το μεγάλο βασιλιά και γενναίο στρατηλάτη, που ’φερε το ’97 τον τούρκικο στρατό κοντά στην Αθήνα, προσπάθησαν, αδιαφορώντας για τις συνέπειες μια αποτυχίας, να φτάσουνε στην Άγκυρα! Η καταστροφή και το προσφυγικό δράμα ήταν το επακολούθημα μιας τέτοιας πολιτικής. Η «Μεγάλη Ιδέα» θάφτηκε στις απέραντες ερημιές και στα φαράγγια της Μικράς Ασίας, εκεί που έμειναν άθαφτα και άκλαφτα εκατοντάδες χιλιάδων κορμιά δυστυχισμένων παιδιών του λαού, που πολέμησαν τόσα χρόνια και πότισαν με το αίμα τους τα αμέτρητα εκατομμύρια που κέρδισαν από τον πόλεμο οι «Έλληνες» αστοτσιφλικάδες. Ο μεγάλος μύθος, που του φόρεσαν τόσο λαμπρή φορεσιά και θάμπωσαν και πλάνεψαν με δαύτον κοντά έναν αιώνα τις λαϊκές μάζες, που ποθούσαν την ένωση με τον έξω ελληνισμό, έμεινε τώρα ολόγυμνος κι έδειξε το πραγματικό του περιεχόμενο. Η καινούργια καταστροφή ήταν η μοιραία συνέπεια της αντεθνικής πολιτικής της πλουτοκρατικής κλίκας, πολιτική που είχε σαν αρχή και βάση της την ιμπεριαλιστική εξάπλωση και τον τυχοδιωκτικό πόλεμο με το αίμα και τα έξοδα του λαού. Μια τέτοια τακτική μονάχα συμφορά και πένθος μπορούσε να χαρίσει στην Ελλάδα και όπως το 1897 έτσι και το 1922 - και πολύ χειρότερα - η χώρα μας βγήκε από τον πόλεμο σακατεμένη αγιάτρευτα. Οι δρόμοι της Αθήνας, του Πειραιά και κάθε πόλης πλημμύρισαν από τα τραγικά θύματα της πολιτικής αυτής, όσα εννοείται γλίτωσαν το λεπίδι, την πείνα, τη χολέρα και τον τύφο. Η υπεύθυνη όμως κυρίαρχη τάξη δεν συγκινήθηκε καθόλου από το τραγικό τούτο θέαμα, γιατί στο κάτω - κάτω της παρουσιαζότανε πάλι μια καινούργια και θαυμάσια ευκαιρία να πλουτίσει περισσότερο με την εκμετάλλευση της δυστυχίας και της συμφοράς που σκόρπισε η ίδια. Οι  βιομήχανοι βρήκανε φτηνά εργατικά χέρια, οι κάθε λογής προμηθευτές μοναδική ευκαιρία για να {…} ό,τι σάπιο και άχρηστο πράγμα είχανε, οι πολιτικάντες και η Εθνοτράπεζα έκαναν τις μπάζες τους με την ανταλλαγή και την αποκατάσταση, οι προσφυγοπατέρες βρήκανε δουλειές με φούντες, οι βενιζελικοί ψήφους {…} οι σωματέμποροι πηδούσαν από τη χαρά τους, οι γκαρσονιέρες στολίστηκαν με τις όμορφες αλλά άτυχες κοπέλες που η προσφυγιά τις έριξε γδυτές κι απροστάτευτες στο δρόμο και η Λαϊκή Τράπεζα του μεγάλου τοκογλύφου Λοβέρδου, που ήταν προστατευόμενη της Εθνικής, μόλις ήρθαν οι πρόσφυγες, πρόσθεσε - ανάμεσα στις άλλες δουλειές της - και τα δάνεια μ’ ενέχυρο τιμαλφών κι επίπλων ακόμα. Μ’ αυτό τον τρόπο γδύσανε την προσφυγιά, παίρνοντάς τους για ένα κομμάτι ψωμί όλα τα χρυσά τους κειμήλια που είχαν καταφέρει να πάρουν μαζί τους. Οι αγιογδύτες μάλιστα φτάσανε στο σημείο ν’ αγοράσουν από τους πρόσφυγες ακόμα και εικονίσματα μεγάλης αξίας για λίγες πενταροδεκάρες. Ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι η μικρασιατική καταστροφή δεν στάθηκε στο τέλος - τέλος ένα ευτυχές γεγονός για την κυρίαρχη τάξη της χώρας μας;».

Στο σημείο αυτό θέλω να υπογραμμίσω ότι μαζικές εξοντώσεις ολόκληρων πληθυσμών δεν εντοπίζονται μόνο στη σύγχρονη εποχή! Ίσα-ίσα βρίσκουμε παρόμοιες ανατριχιαστικές περιπτώσεις σε πολύ παλιότερες ιστορικές περιόδους, όπως π.χ. στον Τρωικό πόλεμο καθώς και στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου: στην ομηρική Ιλιάδα (Ραψ.Ζ, στ. 57-60) ο Αγαμέμνονας απευθυνόμενος στο Μενέλαο εκφράζει την ευχή: «Κανένας από αυτούς (Τρώες) να μην ξεφύγει τον τραχύ θάνατο από τα χέρια μας ούτε καν και το έμβρυο ακόμα στην κοιλιά της μάνας του, αλλά όλοι τους να χαθούν από την Τροία άθαφτοι και άκλαφτοι». Αυτή η «ευχή» του Αγαμέμνονα δείχνει ακριβώς την αγριότητα του πολέμου. Ο Θουκυδίδης (Ε΄ , κεφ.116) αναφέρεται όχι σε μία ευχή αλλά σε πραγματικό γεγονός, σχετικά με τη σύγκρουση Αθηναίων και Μηλίων: «Αυτοί (δηλ. οι Αθηναίοι) σκότωσαν τους ενήλικους Μηλίους, ενώ τα παιδιά και τις γυναίκες τους πούλησαν για δούλους. Και τη Μήλο την έκαναν αποικία με την αποστολή 500 Αθηναίων».

Κλείνω την εισήγησή μου με ένα απόσπασμα από το πρωτοποριακό έργο του μεγάλου φιλοσόφου της Γαλλικής Επανάστασης Ζαν Ζακ Ρουσό «Λόγος για την ανισότητα» που δίνει καταλυτική απάντηση στο μεγάλο κοινωνικό ερώτημα: Γιατί οι άνθρωποι οδηγούνται σε σφαγές και σε πολέμους; Ποια είναι η αιτία που τους οδηγεί σε φριχτές εξοντώσεις ολόκληρων πληθυσμών, ολόκληρων λαών; Ποια είναι η αιτία που γεννάει τις ανθρώπινες συμφορές;

«Ο πρώτος που αφού περιέφραξε ένα οικόπεδο, τόλμησε να πει: αυτό εδώ είναι δικό μου, και βρήκε ανθρώπους αρκετά αφελείς να τον πιστέψουν, υπήρξε ο πραγματικός ιδρυτής της πολιτικής κοινωνίας. Από πόσα εγκλήματα, πόσους πολέμους, πόσους φόνους, από πόση αθλιότητα και τρόμο θα γλίτωνε το ανθρώπινο γένος αυτός που θα ξερίζωνε τα παλούκια ή θα γέμιζε το χαντάκι και θα φώναζε: Μην τον ακούτε αυτόν τον απατεώνα. Είστε χαμένοι, αν ξεχάσετε ότι τα φρούτα ανήκουν σε όλους και ότι η γη δεν ανήκει σε κανένα!».

Αιτία λοιπόν για τις ανθρώπινες συμφορές είναι η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, όπως θα διακηρύξει αργότερα ο Καρλ Μαρξ, που θα δώσει την κοινωνικοταξική επιστημονική εξήγηση.

Συμπέρασμα: Μόνο η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής θα καταργήσει και τις καταστροφές ολόκληρων λαών. Τέτοιες που γίνηκαν, τέτοιες που γίνονται, τέτοιες που θα γίνουν. Αυτό δεν πρέπει να το ξεχάσουμε ποτέ!

 Βιβλιογραφία

 

  1. «Η Μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή» (Επιστημονικό Συνέδριο του ΚΜΕ. Β΄ έκδοση. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα 1984
  2. «Θέματα Ελληνικής Ιστορίας». (ΚΜΕ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1995).
  3. National Geographic «1922 Ο Μεγάλος Ξεριζωμός».
  4. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα» (τ. Α΄, 1918-24. Σύγχρονη Εποχή. Αθήνα, 1974).
  5. Λόγος και Πράξη, τ. 54, 1995
  6. «Όψεις του Μικρασιατικού ζητήματος» (Επιστημονικό Συμπόσιο ΑΠΘ, 1994).
  7. «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» Γιάννης Κορδάτος (εκδόσεις 20ος αιώνας, τ. 13).
  8. «Το Ποντιακό Θέατρο» Ερμής Μουρατίδης
  9. «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα» Νίκος Μπελογιάννης (Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1998)
  10. Στρατιωτική Ιστορία, τ. 8
  11. Ιστορικός Τύπος. «Μικρασιατική καταστροφή».
  12. «Ιστορική πορεία του Ελληνικού Έθνους, 1863-1941», Οι νεώτεροι ελληνικοί χρόνοι  Δημήτρης Κ. Νικόλης, τ. Γ-Δ.
  13. Ιστορικό Αρχείο Προσφυγικού Ελληνισμού. Η Καλαμαριά στο Μεσοπόλεμο (1920-1940).
  14. Εφημερίς των Βαλκανίων
  15. «Ματωμένα Χώματα» Διδώ Σωτηρίου
  16. «ΡΟΥΣΟ, ΜΑΡΑ, ΡΟΒΕΣΠΙΕΡΟΣ μορφές της Γαλλικής Επανάστασης» Άλφρεντ Μάνφρεντ (Σύγχρονη Εποχή, 1989).
  17. «Το ξένο κεφάλαιο στην Ελλάδα» (Σύγχρονη Εποχή, 1998) Νίκος Μπελογιάννης.

ΠΟΝΤΟΣ