Ο Ποντιακός ελληνισμός στην ΕΣΣΔ ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (εισήγηση Νο 1)

(1ο επιστημονικό συνέδριο Συλλόγου Καυκασίων Καλαμαριάς «Ο Προμηθέας» 11-13/5/07)

 

Ομολογουμένως είναι αδύνατο να καλύψει κανείς το θέμα αυτό μέσα σε 20 λεπτά. Προκειμένου η παρουσίασή μας να περιοριστεί στα προτεινόμενα χρονικά πλαίσια, πολλά από όσα θα έπρεπε να αναφερθούν εν τέλει παραλείφθηκαν. Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη για τις ελλείψεις, ελπίζοντας πως και με την δική σας συνδρομή, πολλά από τα κενά θα καλυφθούν στη συνέχεια στη συζήτηση.

Η διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην Σοβιετική Ένωση ξεκινάει στις αρχές της δεκαετίας του 1920 μέσα στις πλέον δυσμενείς συνθήκες, μέσα από τα ερείπια που άφησαν πίσω τους ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Εμφύλιος και η ξένη ιμπεριαλιστική στρατιωτική επέμβαση 16 κρατών (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα). Παρόλα αυτά, η νεαρή σοβιετική πολιτεία έδωσε από νωρίς δείγματα γραφής αναφορικά με τους ελληνοποντιακούς πληθυσμούς. Μερίμνησε άμεσα για την επανεγκατάσταση όσων είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους κατά τη διάρκεια των εθνικιστικών συγκρούσεων, ενώ για όσους ήταν είτε πρόσφυγες από τον Πόντο (τους οποίους η ελληνική κυβέρνηση δεν δέχθηκε να μεταφέρει στην Ελλάδα) είτε άστεγοι λόγω της ολοκληρωτικής καταστροφής των χωριών τους, η σοβιετική εξουσία διέθεσε γη προκειμένου να εξασφαλίσουν τους όρους επιβίωσής τους.

Στον τομέα της πολιτιστικής / εκπαιδευτικής ανάπτυξης, η σοβιετική πολιτική προσανατολίστηκε στην συστηματική προώθηση της ιδιαίτερης εθνικής ταυτότητας και συνείδησης μεταξύ των μη-ρωσικών λαών της ΕΣΣΔ. Αυτό επιδιώχθηκε κυρίως μέσω α) της δημιουργίας εθνικών περιοχών, με διευρυμένο καθεστώς αυτονομίας και αυτοδιοίκησης, και β) μιας δυναμικής προώθησης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που στοιχειοθετούσαν μια δοσμένη εθνική-πολιτιστική ταυτότητα: ήθη και έθιμα, γλώσσα, μουσεία, λογοτεχνία και ποίηση, ακόμα και εθνικές ενδυμασίες και κουζίνες. Ο μακροπρόθεσμος στόχος αυτής της πολιτικής θα μπορούσε συνοπτικά να αποδοθεί ως η επίτευξη μιας αρμονικής-δημιουργικής συνύπαρξης μεταξύ των ιδιαίτερων εθνικών ταυτοτήτων και μιας αναδυόμενης σε πανενωσιακό επίπεδο σοσιαλιστικής κουλτούρας.[1]

Έτσι, ιδρύθηκε Ελληνικό Τυπογραφείο, εκδόθηκαν πολλές εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία στα ελληνικά, αναδείχθηκαν σημαντικές μορφές της σοβιετικής ποίησης και λογοτεχνίας, μεταφράστηκαν έργα τόσο της κλασσικής όσο και της νεότερης ελληνικής φιλολογίας (από τον Όμηρο μέχρι τον Παπαδιαμάντη και τον Παλαμά), δημιουργήθηκε η Ελληνική Παιδαγωγική Σχολή, οργανώθηκε Ελληνικό Δραματικό Τμήμα στο Κρατικό Θέατρο της Αμπχαζίας, καθώς και Ελληνικά Θέατρα, εργατικές, επαγγελματικές και ανώτερες σχολές, μορφωτικοί όμιλοι, ελληνικές παιδαγωγικές ακαδημίες, κλπ. Οι εξελίξεις αυτές αποκτούν ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα αν συνυπολογίσει κανείς πως στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν «το μορφωτικό επίπεδο του συνόλου των ελληνικών πληθυσμών ήταν γενικά χαμηλό με υψηλότερα ποσοστά αναλφαβητισμού ανάμεσα στους Πόντιους και τους Μαριουπολίτες».[2]

Όπως ανέφερε ο μεγάλος μας συγγραφέας Ν. Καζαντζάκης επισκεπτόμενος την Σοβιετική Ένωση το 1925-1930: «Η εργασία που γίνεται τώρα στη Ρουσία για να ξυπνήσει ο άνθρωπος είναι καταπληκτική. Οι οχτροί την παραγνωρίζουν και τη γελοιοποιούν, οι τυφλωμένοι φίλοι την υπερβάλλουν. Μα και οι δύο έχουν άδικο. Η εργασία που γίνεται εδώ για τις εθνότητες είναι πολύ σημαντική, μα δύσκολη πολύ και δεν έδωκε ακόμα όλους της τους καρπούς. Μα θα τους δώσει.»[3] Οι επισημάνσεις του Καζαντζάκη αποκτούν ακόμα ιδιαίτερη σημασία αν αναλογιστεί κανείς πως μόλις λίγα χρόνια πριν βρέθηκε επίσης στην επαναστατημένη Ρωσία -ως αποσταλμένος αυτή τη φορά του Βενιζέλου- με σκοπό το αποτράβηγμα των Ελλήνων της Γεωργίας από τον σοσιαλισμό.[4]

Πόσο διαφορετικά διαγραφόταν πραγματικά το μέλλον ενός ελληνόπουλου στην Σοβιετική Ένωση, από το αντίστοιχο ενός ελληνόπουλου στην Ελλάδα την δεκαετία του 1920…Σύμφωνα με σχετική απογραφή του 1930, το ποσοστό της ανήλικης εργασίας στις βιομηχανικές επιχειρήσεις της Αθήνας και του Πειραιά κυμαινόταν στο 31% για τους άνδρες και στο 56,09% για τις γυναίκες στο σύνολο των εργαζομένων. Τα ποσοστά της ανήλικης εργασίας ανάμεσα στους προσφυγικούς πληθυσμούς ήταν ακόμα υψηλότερα.[5] Εξίσου υψηλά ήταν και τα ποσοστά αναλφαβητισμού. Το ποσοστό των εγγράμματων κατά την απογραφή του 1928 ήταν μόλις 59,09 για τους «γηγενείς» και 57,62% για τους πρόσφυγες.[6]

Παρόλα αυτά, η μεταναστευτική τάση προς την Ελλάδα συνεχίστηκε και κατά την δεκαετία του 1920. Πολλές παρερμηνείες έχουν αποδοθεί στην επιθυμία των Ελλήνων να γυρίσουν στην Ελλάδα, οι περισσότερες εκ των οποίων επαναλαμβάνουν το «κλασσικό» μοτίβο περί καταπίεσης, διώξεων, κλπ. Οι παρακάτω μαρτυρίες σκιαγραφούν μια τελείως διαφορετική εικόνα:

«-Εμείς ήρθαμε το 1930, ήμασταν Έλληνες, είχαμε ελληνικά διαβατήρια, ήρθαμε εθελοντικά.

-Ήσασταν Έλληνες υπήκοοι.

-Ήρθαμε στην Ελλάδα το 1930.

-Γιατί φύγατε από κει;

-Για να έρθουμε στην πατρίδα.

-Μήπως υπήρχαν κάποιες διώξεις;

-Τίποτε. Καμία δίωξη δεν υπήρχε, άνετα ζούσαμε, πλουσιοπάροχα ζούσανε όλοι.

-Δηλαδή παρά το κομμουνιστικό καθεστώς δεν είχατε κάποιο πρόβλημα;

-Όχι…ανεξαρτήτως πολιτικών φρονημάτων και πεποιθήσεων ζούσαν καλά. Όσο να ναι το 1930, υπήρχε κομμουνισμός από το 1917. Ζούσαμε καλά. Ήθελε ο πατέρας μου μόνο και μόνο να έρθουμε στην Ελλάδα. Η μάνα μου αντιδρούσε για να είμαι ειλικρινής…Ο αδερφός μου σπούδαζε τότε στην σχολή καλών τεχνών…τα διακόψαμε όλα και ήρθαμε. Και μ’ όλα ταύτα αγαπητέ, ήρθαμε, [και] σε οκτώ μήνες ο πατέρας μου πέθανε. Πέθανε από τον καημό του. Σου λέει, πως την νιώθαμε την Ελλάδα, πως την ονειρευόμαστε και [πως] την βρήκαμε εδώ. Με τις μπαγαποντιές, με τις ραδιουργίες, τον μπλέξανε αυτόν, του φάγανε ότι λεφτά είχε…Ονειρευόμασταν την Ελλάδα σαν έναν επίγειο παράδεισο. Ε, όσο και καλά να ζεις δεν παύεις να νοιώθεις ξένος σε ένα ξένο κράτος.» Ερχόμενοι αντιμέτωποι με τον ρατσισμό και την επιθετικότητα των ντόπιων, αναφέρει τέλος πως στην Ελλάδα αισθάνθηκαν για πρώτη φορά ως «πολίτες δεύτερης κατηγορίας…ντρεπόμασταν να λέμε ότι είμαστε Πόντιοι».[7]

Και ακόμα:

«-Διωγμούς εκεί από το κομμουνιστικό καθεστώς είχατε;

-Όχι! Όχι δεν το είπαμε; Παρακαλώ…

-Γιατί φύγατε;

-Υπήρχε μια αρρώστια να πάμε στην Ελλάδα. Όταν ήρθανε οι δικοί μου στην Ελλάδα (21 Αυγούστου 1937) εγώ δεν έφυγα μαζί τους…

-Για την Ελλάδα τι ακούγατε;

-Για την Ελλάδα; Θαύμα! Γι’ αυτό μαζεύτηκαν όλοι και φύγανε εδώ…»[8]

Τέλος:

«-Δηλαδή από φόβο φύγατε; Γιατί φύγατε; Φοβόσασταν και φύγατε;

-Το 1939 που φύγαμε από φόβο δεν φύγαμε. Με την άδεια φύγαμε. Ελεύθερα. Αν είχες διαβατήρια και άδεια απ’ την πρεσβεία πήγαινες στην Ελλάδα.

-Δηλαδή γιατί φύγατε;

-Γιατί θέλαμε να πάμε στην Ελλάδα, στην πατρίδα. Σε ξένα μέρη ήμασταν.»[9]

Συμπληρωματικά δεν πρέπει να λησμονούμε και τα εξής:

α) Πως ένα μεγάλο τμήμα των Ελληνοποντίων που επιθυμούσε να μεταναστεύσει στην Ελλάδα ήταν πρόσφυγες του Πόντου, άνθρωποι οι οποίοι κατέφυγαν στα Ρωσικά παράλια ως ενδιάμεσο σταθμό προς τον τελικό προορισμό τους: την Ελλάδα. Επομένως, για ένα εκτεταμένο χρονικό διάστημα –το οποίο παρατεινόταν συνεχώς από την άρνηση της ελληνικής κυβέρνησης να τους δεχτεί- οι πληθυσμοί αυτοί δεν θεωρούσαν την κατάστασή τους μόνιμη.

β) Πως όντας ουσιαστικά «πληθυσμοί εν αναμονή» ήταν επόμενο η συμμετοχή τους στην κοινωνικοπολιτική ζωή της χώρας να είναι σχετικά περιορισμένη. Το ίδιο παρατηρήθηκε άλλωστε και ανάμεσα στους προσφυγικούς πληθυσμούς στην Ελλάδα, ωσότου η υπογραφή της Ελληνοτουρκικής Συνθήκης μεταξύ του Βενιζέλου και του Κεμάλ το 1930 διέλυσε κάθε ελπίδα επιστροφής Ποντίων και Μικρασιατών στις προγονικές τους εστίες, σηματοδοτώντας μια αργή αλλά σταθερή πορεία ένταξής τους στους κοινωνικούς αγώνες της νέας τους πατρίδας.

Οι Ελληνοποντιακοί πληθυσμοί στην Ρωσία που ματαίως περίμεναν να εμφανιστούν τα πλοία από την Ελλάδα να τους παραλάβουν, διατηρούσαν τα ελληνικά διαβατήρια (που είχαν για ευνόητους λόγους εκδοθεί σκοπίμως και μαζικά από τις προξενικές αρχές τα πρώτα χρόνια μετά το 1917 - έως τότε οι Έλληνες της Ρωσίας είχαν Ρωσική υπηκοότητα, ενώ οι Έλληνες της Τουρκίας την αντίστοιχη Οθωμανική) ελπίζοντας στην μελλοντική τους παλιννόστηση. Έτσι, οι πληθυσμοί αυτοί θα βρίσκονταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα «εγκλωβισμένοι» σε μια κατάσταση που οι ίδιοι δεν επιθυμούσαν, με άμεσες συνέπειες για την ποιότητα της ζωή τους στην ΕΣΣΔ και με μια συνεχιζόμενη αβεβαιότητα για το μέλλον.

Από την άλλη μεριά, η Σοβιετική κυβέρνηση βρισκόταν σε ιδιαίτερα δύσκολη θέση, αντιμετωπίζοντας μια κατάσταση κατά την οποία ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων -ως πληθυσμός εν αναμονή- παρουσίαζε δυσκολίες στην ένταξη και την συμμετοχή του σε μια χώρα την οποία και θεωρούσε ξένη.

Η Ελληνική πλευρά όμως δεν είχε κανένα σκοπό να τους δεχθεί: Απαντώντας σε σχετική ερώτηση στο κοινοβούλιο το 1930, ο τότε πρωθυπουργός Βενιζέλος απάντησε πως «οι Έλληνες της Ρωσίας, ερχόμενοι εις την Ελλάδα, μεταφέρουν εις τας αποσκευάς των και τα μικρόβια του κομμουνισμού. Μας αρκεί η επίδρασις που ασκεί ο εγχώριος κομμουνισμός. Δεν μας χρειάζεται και άλλος.»[10]

Στο μεταξύ, η διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ προχωρούσε, με την ταξική πάλη να οξύνεται, λαμβάνοντας στην πορεία και νέες μορφές. Έτσι, κατά την διάρκεια του κινήματος της κολεκτιβοποίησης, το προσωρινά ευνοημένο από την ΝΕΠ τμήμα της αστικής τάξης και των καπιταλιστών της υπαίθρου (κουλάκων), πέρασε στην αντεπίθεση, οργανώνοντας ένοπλα κινήματα, δολοφονώντας κομμουνιστές, μέλη των σοβιέτ και κολχόζνικους, καταστρέφοντας τις περιουσίες των κολχόζ, κλπ.

Το ελληνικό κολχόζνικο κίνημα, ωστόσο, σημείωσε σημαντικές επιτυχίες, κατακτώντας πρωτοπόρες θέσεις, για παράδειγμα στην Ουκρανία (όπου είχαν σχηματιστεί συλλογικά αγροκτήματα πολύ πριν την επίσημη έναρξη της κολεκτιβοποίησης). Πολλοί Έλληνες τιμήθηκαν με τίτλους όπως «Διακεκριμένος Αγρότης» ή «Ήρωας της Σοσιαλιστικής Δουλειάς». Αναδείχθηκαν πανεθνικά σύμβολα του κινήματος, όπως στην περίπτωση της Πάσα Αγγελίνα.

Πολλές μαρτυρίες συνηγορούν στα παραπάνω. Ο Γιώργος Πασαλίδης αναφέρει πως οι Έλληνες διαπρέπανε στο κολχόζ κατακτώντας υψηλό βιοτικό επίπεδο.[11] Ο δε Χαράλαμπος Καλπακίδης σημειώνει πως με την ένταξή τους στο κολχόζ (1930), το κράτος τους έδωσε σπίτι, καθώς και ένα κομμάτι γης (3 στρέμματα) για ατομική χρήση. Τα προϊόντα που παρήγαν προορίζονταν είτε για ατομική κατανάλωση είτε πωλούνταν στη λαϊκή αγορά. Στο παρελθόν, οι κάτοικοι του χωριού όπου ζούσε –στην πλειοψηφία τους Πόντιοι πρόσφυγες-  νοικιάζανε τη γη την οποία καλλιεργούσαν.[12] Υπήρχαν περιοχές όπου το ποσοστό των ακτημόνων Ελλήνων πριν την κολεκτιβοποίηση έφτανε ακόμα και το 1/3 του συνόλου του αγροτικού πληθυσμού.

Αντίθετα στην παγιωμένη εικόνα στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, αναφορές του ελληνικού Υπουργείου των Εξωτερικών, επιβεβαιώνουν πως οι όποιες αυθαιρεσίες της κολεκτιβοποίησης υπήρξαν μεμονωμένα περιστατικά, οφειλόμενα κυρίως σε εθνικές αντιπαλότητες (π.χ. μεταξύ Ελλήνων και Τατάρων). Ίδιες πηγές φέρουν ως «χαμένους» της αναδιοργάνωσης της αγροτικής παραγωγής μια μικρή μειοψηφία μεγάλων γαιοκτημόνων που αποτελούσαν «εν ύπαιθρω αληθινήν αριστοκρατίαν». [13]

Υπήρξαν αλλαγές στην σοβιετική πολιτική στο εθνικό ζήτημα κατά την δεκαετία του 1930; Παλαιότερες μελέτες, στρατευμένες στο κλίμα και τις σκοπιμότητες του λεγόμενου «Ψυχρού Πολέμου», υποστήριξαν πως η σοβιετική πολιτική των «μερικών υποχωρήσεων» έναντι των εθνοτήτων της δεκαετίας του 1920, αντικαταστάθηκε το αμέσως επόμενο διάστημα από μια πολιτική «εθνοκαθάρσεων», «εθνικής τρομοκρατίας», και «αφομοίωσης» (ρωσοποίησης). Ωστόσο, πιο πρόσφατες μελέτες, οπλισμένες με πλούσιο πρωτογενές υλικό που κατέστη προσβάσιμο με το άνοιγμα των Κρατικών Αρχείων (μετά το 1991), διαπίστωσαν –με έκπληξη, όπως πολλοί εξ αυτών παραδέχονται- μια «εντυπωσιακή συνέχεια στην σοβιετική προσήλωση στην ανάπτυξη των εθνοτήτων καθ’ όλη τη διάρκεια της Σταλινικής περιόδου και αργότερα.»[14]

Με την πάροδο του χρόνου πραγματοποιήθηκαν όντως ορισμένες αλλαγές, οι οποίες ανά καιρούς παρερμηνεύτηκαν και διαστρεβλώθηκαν κατά το δοκούν. Χρήζουν επομένως μιας ιδιαίτερης προσοχής. Πράγματι, μια δεκαετία μετά την θέσπισή της, η σοβιετική πολιτική έναντι των εθνοτήτων (η λεγόμενη πολιτική της Korenizatsiia) άρχισε να προκαλεί έντονες συζητήσεις και προβληματισμό γύρω από την αποτελεσματικότητά της.

Δεν ήταν λίγες οι Εθνικές Περιοχές και τα κατά τόπους εθνικά σοβιέτ, τα οποία είχαν δημιουργηθεί τεχνητά ή επιπόλαια. Μέσα στον γενικότερο ενθουσιασμό που πήγαζε από τις νέες δυνατότητες τις οποίες προσέφερε η σοβιετική πολιτική της Korenizatsiia σημειώθηκαν ομολογουμένως ουκ ολίγες υπερβολές. Οι υπερβάσεις αυτές στην εφαρμογή της πολιτικής έναντι των εθνοτήτων τέθηκαν σε δημόσιο διάλογο το 1933. Κατά τη διάρκεια αυτού αποκαλύφθηκε πως στην Ουκρανία, για παράδειγμα, το 40-60% των Ρώσων αναγκαζόταν να φοιτά σε μη – ρωσόφωνα σχολεία. Υπήρχαν πόλεις, όπως η Χερσώνα, όπου δεν υπήρχε ούτε καν ένα ρωσόφωνο σχολείο![15]

Τα πρακτικά προβλήματα οργάνωσης, συντονισμού και λειτουργίας έως και 192 διαφορετικών διοικητικών μηχανισμών, απόρροια της ύπαρξης 192 διαφορετικών «εθνικών» γλωσσών (που απαιτούσαν παράλληλα και αντίστοιχο αριθμό «εθνικών δομών»), δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Μόνο για το εκπαιδευτικό σύστημα, για παράδειγμα, απαιτούνταν αντίστοιχη παροχή υποδομών, βιβλίων, δασκάλων, κλπ, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου ο ελλιπής αριθμός των μαθητών δεν δικαιολογούσε μια τόσο τεράστια χορήγηση πόρων. Μια ορθολογικότερη λοιπόν προσέγγιση του όλου ζητήματος απαιτούσε ουσιαστικές αναδιαρθρώσεις, υπολογίζοντας ταυτόχρονα τις υπαρκτές δυσκολίες, τις πραγματικές ανάγκες και τις αντικειμενικές δυνατότητες που επιβαλλόταν να προσφέρει μια περισσότερο ισορροπημένη πολιτική έναντι των εθνικών δομών όλων των μορφών.[16]

Όλες οι προκλήσεις και οι προβληματισμοί που προαναφέραμε στο εθνικό ζήτημα αποτελούσαν ουσιαστικά συνέχεια αντίστοιχων προκλήσεων και προβληματισμών του παρελθόντος. Ωστόσο, στο μεταξύ, νέες παράμετροι είχαν κάνει την εμφάνισή τους: α) Η άνοδος του ναζισμού στη Γερμανία και η διαπίστωση ότι ένας δεύτερος ιμπεριαλιστικός πόλεμος ήταν αναπόφευκτος. β) Η αποκάλυψη της δράσης εθνικιστικών-φασιστικών οργανώσεων στην Ουκρανία, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανικής Στρατιωτικής Οργάνωσης (UVO) και της Οργάνωσης των Ουκρανών Εθνικιστών (OUN).  Πρόκειται για οργανώσεις, οι οποίες κατά την διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου αποτέλεσαν την μαγιά της ουκρανικής ‘πέμπτης φάλαγγας’ που συνεργάστηκε με τους φασίστες εισβολείς.[17]

Τα προβλήματα αυτά αναζητούσαν λύσεις σε μια περίοδο που η ταξική πάλη στην ΕΣΣΔ λάμβανε οξύτερες μορφές. Σε αυτή, το εθνικό και το ταξικό ταυτίστηκαν στο βαθμό που η αντίδραση επιχείρησε να ντύσει κατά καιρούς και κατά περίπτωση με «εθνικό μανδύα» τις αντεπαναστατικές της επιδιώξεις.

Πως φτάσαμε στις διώξεις της περιόδου 1937-1939; Η Αμερικανίδα ανταποκρίτρια των Moscow Times, A. L. Strong, η οποία έζησε και κατέγραψε από κοντά τα γεγονότα έγραψε: «Ο αντισοβιετικός Τύπος έχει μια εύκολη απάντηση. Ισχυρίζεται πως ο σοσιαλισμός είναι από την φύση του ‘ολοκληρωτικός και αδίστακτος’. Κανείς ο οποίος γνωρίζει τη δυναμικότητα των σοβιετικών ανθρώπων τα τελευταία χρόνια και το πάθος τους για αυτό που αποκαλούν την ‘δική τους ελευθερία’ αποδέχεται μια τέτοια άποψη.»[18]

Σε γενικές γραμμές, η διαστρέβλωση της ιστορικής πραγματικότητας γύρω από τις διώξεις πραγματοποιήθηκε σε δύο κυρίως άξονες: α) τον χαρακτήρα των διώξεων και β) την έκτασή τους. Μια πρόσφατη έρευνα Αμερικανών ιστορικών στα κρατικά αρχεία της ΕΣΣΔ, που δημοσιεύτηκε στο American Historical Review (όπως και στο LHistorie του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Έρευνας της Γαλλίας), προσφέρει μια σειρά ακράδαντων στοιχείων που αποδομούν από τα θεμέλιά τους τις διάφορες «θεωρίες» περί εθνοκάθαρσης των μειονοτήτων στην ΕΣΣΔ[19]. Η έρευνα αυτή κατέληξε συμπερασματικά πως η λεγόμενη «περίοδος της τρομοκρατίας» (αναφέρονται στην περίοδο 1936-1940) «στόχευε κυρίως στις ελίτ παρά στις εθνικές ομάδες αυτές καθαυτές.» Επηρέασε δηλαδή μέλη εθνοτήτων τα οποία ανήκαν στη διοικητική και οικονομική ελίτ (και τα οποία αντιμετώπιζαν κατηγορίες διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας, κλπ.), λόγω της θέσης που κατείχαν και όχι εξαιτίας της καταγωγής τους. Ιδιαίτερα για «τους λαούς του Καυκάσου», τα αρχειακά ευρήματα αποδεικνύουν πως «αντιπροσωπεύονταν σε μικρότερο ποσοστό στο σύστημα GULAG από ότι τους αναλογούσε στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας: ως εθνικές ομάδες επηρεάστηκαν λιγότερο συγκριτικά κατά το 1937-1938».[20]

Τα ποσοτικά και ποιοτικά στοιχεία που προκύπτουν από τα Σοβιετικά Κρατικά Αρχεία, επιβεβαιώνονται αναφορικά με τους Έλληνες και από τα αντίστοιχα ελληνικά. Συγκεκριμένα, αναφορές του Υπουργείου των Εξωτερικών κάνουν λόγο για 2.177 συλληφθέντες ως το 1939 (και όχι δεκάδες χιλιάδες όπως ισχυρίζονται ορισμένοι), εκ των οποίων οι 86 αντιμετώπιζαν κατηγορίες επί παραβάσει του άρθρου 58 για αντεπαναστατική δράση. Η πλέον συνήθης κατηγορία που προκύπτει επανειλημμένα στις αιτήσεις των ίδιων των ομογενών στη Πρεσβεία της Μόσχας, αφορούσε την παράνομη κατοχή και διακίνηση συναλλάγματος, καθώς και το μαύρο εμπόριο.

Ήταν αυτά τα μέτρα αναγκαία; Η A. L. Strong, έγραψε σχετικά: «…Ο συντάκτης μου, όταν διαμαρτυρήθηκα για την σύλληψη τριών υπαλλήλων της εφημερίδας μας, μου έκανε μια ακόμα πιο αφοπλιστική δήλωση ως προς το λόγο γιατί ο σοβιετικός λαός δεν αντιδρούσε [για το κύμα συλλήψεων].

‘Γιατί δεν βλέπεις την βασική εικόνα; Οι κορυφαίοι μας οικονομολόγοι πιστεύουν ότι ο κόσμος θα έρθει στο χείλος του γκρεμού το 1939. Η μεγαλύτερη μάχη που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα πλησιάζει. Η μάχη αυτή θα καθορίσει αν η ανθρωπότητα θα κατρακυλήσει πίσω στον μεσαίωνα της δουλείας και του πολέμου, ή αν η ανθρωπότητα θα νικήσει δημιουργώντας έναν καλύτερο κόσμο…Ολόκληροι πολιτισμοί κατέρρευσαν στο παρελθόν. Ποιο είναι το καθήκον μας μπροστά στην επερχόμενη παγκόσμια κρίση; Πρέπει να είμαστε σε θέση να την αντιμετωπίσουμε όσο το δυνατόν πιο δυνατοί, με όσο το δυνατόν περισσότερη σοφία και σύνεση, με όσο το δυνατόν περισσότερους υγιείς ανθρώπους και όσο το δυνατόν λιγότερους δολιοφθορείς»[21]

Ο Αμερικανός Πρέσβης στην Μόσχα υπήρξε επίσης κατηγορηματικός: «Η κάθαρση [της περιόδου 1936-1939] καθάρισε την χώρα και την εξασφάλισε από την προδοσία.»[22]

Πράγματι, η Σοβιετική Ένωση ήταν η μόνη που στάθηκε όρθια στην επέλαση του φασισμού στην Ευρώπη, όταν οι υπόλοιπες ηπειρωτικές δυνάμεις (όπως η Γαλλία) έπεφταν η μία μετά την άλλη σε διάστημα μόλις λίγων εβδομάδων. Το γεγονός αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα όσα είχαν προηγηθεί την αμέσως προηγούμενη περίοδο.

Εν κατακλείδι, οι οποιεσδήποτε ενέργειες από πλευράς Σοβιετικού κράτους είχαν συγκεκριμένα αίτια και σκοπούς, που καθορίζονταν από τον χαρακτήρα και την όξυνση της ταξικής πάλης στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες, την άνοδο του φασισμού και την απειλή του πολέμου. Αποτελεί λίαν υποτιμητικό, κατά την γνώμη μου, για τον ποντιακό ελληνισμό, για την πορεία και την προσφορά του στην Σοβιετική Ένωση, να ταυτίζεται τόσο ισοπεδωτικά και εξολοκλήρου με τις διώξεις του 1937-1939, όπως έχει επικρατήσει να αποτυπώνεται σε μερίδα της ιστοριογραφίας. Οι εκδοχές αυτές της Ιστορίας, απογυμνώνοντας τις μερικές εξελίξεις από το γενικότερο πλαίσιο που τις επέβαλλε –και εν πολλοίς τις καθόρισε- προσπάθησαν να στοιχειοθετήσουν μια σχεδόν μεταφυσική ανθελληνική εμμονή στην πολιτική της Σοβιετικής Πολιτείας.

Και όμως, ο ποντιακός ελληνισμός, ως εθνική κοινότητα στο σύνολό της, διέπρεψε σε όλα ανεξαιρέτως τα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας, στις Τέχνες, τις Επιστήμες, τα Γράμματα, την Πολιτική, κλπ. Μορφές του σοβιετικού και παγκόσμιου πολιτισμού, όπως οι Οδυσσέας Δημητριάδης (στη Μουσική) και ο Αλέξανδρος Σγουρίδης (στο Κινηματογράφο), διέγραψαν τα πρώτα βήματα της λαμπρής τους καριέρας στην κατά τ’ άλλα «ανήσυχη» δεκαετία του 1930. Το 1939, πάνω από 1 στους 10 Έλληνες στην ΕΣΣΔ είχε ανώτατη μόρφωση.

Ο ποντιακός ελληνισμός, μετείχε ενεργά στις κοινωνικές διεργασίες, καθώς και σε όλες τις πτυχές / περιόδους της σοσιαλιστικής οικοδόμησης (κολεκτιβοποίηση, βιομηχανική ανάπτυξη, και ούτω καθεξής). Απέδειξε έμπρακτα το ποιόν της σχέσης του με το σοβιετικό καθεστώς, όταν με ηρωισμό και αυταπάρνηση ρίχτηκε στα πεδία των μαχών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπερασπιζόμενος την σοσιαλιστική του πατρίδα, ακόμα και με τίμημα την ίδια του την ζωή.

 

Αναστάσης Γκίκας

Δρ. Πολιτικών Επιστημών

 

Τέλος 18.6.2007


 

[1] Martin T (2001) «The Affirmative Action Empire: Nations and Nationalism in the Soviet Union, 1923-1939» (London: Cornell University Press) σελ.13

[2] Καρποζήλου Α και Καρποζήλου Μ (1988-1989) «Ελληνοποντιακά βιβλία στην Σοβιετική Ένωση», στο «Αρχείον του Πόντου», τόμος 42ος (Αθήνα: Επιτροπή Ποντιακών Μελετών) σελ.60-61

[3] Καζαντζάκης Ν (2000) «Ταξιδεύοντας: Ρουσία» (Αθήνα: Εκδόσεις Καζαντζάκη) σελ.41-44

[4] Βλέπε Κορδάτος Γ (1955) «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμος XIII (Αθήνα: 20ος Αιώνας) σελ.523

[5] Γενική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδας, «Απογραφή των εργατών και υπαλλήλων των βιομηχανικών και εμπορικών επιχειρήσεων ενεργηθείσα τον Σεπτέμβριον του 1930», Αθήνα 1940

[6] Στατιστική Επετηρίς της Ελλάδος, 1935, σελ.4 και 47

[7] Συνέντευξη Ρ20: Κυνηγόπουλος Μιχάλης, Μπακού Ρωσίας (ΙΑΠΕ)

[8] Συνέντευξη Ρ17 και  Ρ18: Κουκοζίδης Ηρακλής και Κουκοζίδου Ευτυχία, Κερτς Κριμαίας (ΙΑΠΕ)

[9] Συνέντευξη Ρ30: Ελευθεριάδης Χρήστος, Σούλι Αμπχαζίας (πρόσφυγας από Πόντο), ΙΑΠΕ

[10] Όπως παρατίθεται στο Αυγητίδης Κ (1999) «Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στην Σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα (1918-1920)» (Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή) σελ.289

[11] Συνέντευξη Ρ41: Πασαλίδης Γιώργος, Πετιγκρόρσκ (ΙΑΠΕ)

[12] Συνέντευξη Ρ67: Χαράλαμπος Καλπακίδης, Γιούρεβιτς, Άντλερ Σότσι Γεωργίας (ΙΑΠΕ)

[13] Ελληνική Πρεσβεία της Μόσχας, 2 Μαρτίου 1930, Φάκελος Β/8/1/Α, Ιστορικό και Διπλωματικό Αρχείο Υπουργείου Εξωτερικών (Συλλογή Ν. Σαλπιστή) και σχετικό έγγραφο πως παρατίθεται στο Τσαλαχούρης Κ (-) «Ο Ελληνισμός της Σοβιετικής Ένωσης» (Αθήνα: Νέα Σύνορα-Α. Α. Λιβάνη) σελ.146-147.

[14] Βλέπε Suny G (1993) «The Revenge of the Past» (Stanford), Slezkine Y (1994) «The USSR as Communal Apartment, or How a Socialist State Promoted Ethnic Particularism», στο Slavic Review 53, Martin T (2001) κ.α.

[15] Κρατικά Αρχεία Ουκρανίας (TsDAHOU και TsDAVOU), στο Martin T (2001) σελ.354-355

[16] Slezkine Y. (2000) σελ.332-333.

[17] Conquest R (1967) «Soviet Nationalities Policy in Practice» (London: Bodley Head Ltd) σελ.95.

[18] Strong A L (1957) «The Stalin Era» (New York: Mainstream Publishers) σελ.58

[19] Getty J A, Rittersporn G T, Zemskov V N (1993) «Victims of the Soviet Penal System in the pre-war Years: A First Approach on the Basis of Archival Evidence», στο «American Historical Review», τόμος 98, τεύχος 4 Οκτωβρίου

[20] Getty J A, Rittersporn G T, Zemskov V N (1993) σελ.1028-1029

[21] Strong A L (1957) σελ.69

[22] Davis J E (1944) «Mission to Moscow: A Record of Confidential to the State Department, Official and Personal Correspondence, Current Diary and Journal Entries, including Notes and Comment up to October 1941» (London: Gollancz) σελ.280

ΠΟΝΤΟΣ