ΝΕΟ-ΟΘΩΜΑΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ

 

Το βιβλίο αποτελείται από μια συλλογή κειμένων γύρω από το φαινόμενο του νέο-οθωμανισμού, εκ των οποίων τα μισά περίπου έχει γράψει ο Γιώργος Καραμπελιάς[1] ο οποίος είχε και την επιμέλεια του έργου.

Στην εισαγωγή ο Γ. Καραμπελιάς τονίζει ότι ο νέο-οθωμανισμός αποτελεί επέκταση του κεμαλισμού και συμβαδίζει με τους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και Αγγλίας στην περιοχή, σχεδιασμούς που προβλέπουν την κονιορτοποίηση κυρίως των ορθοδόξων πληθυσμών των Βαλκανίων και την υπαγωγή τους «εν τέλει» σε αμερικανική εποπτεία. Ο νέο-οθωμανισμός δεν αποτελεί κατά τον Γ. Καραμπελιά μόνο εξωτερική απειλή για την Ελλάδα αλλά ταυτόχρονα και εσωτερική, αφού τον υποστηρίζουν και τον προωθούν ομάδες πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων στην Ελλάδα και την Κύπρο.

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη. Το πρώτο επιγράφεται «Διαστάσεις του νέο-οθωμανισμού», το δεύτερο «Ιδεολογική αλλοτρίωση» και το τρίτο «Αναζητώντας όραμα».   

Στο «Νέο-οθωμανισμός: Έννοια κλειδί για την κατανόηση της σημερινής Τουρκίας», ο Στέφανος Κωνσταντινίδης[2], αναφέρεται στην ιστορία του φαινομένου που ξεκινά από τα τέλη του 19ου αιώνα, που όμως στη σημερινή του μορφή είναι τέκνο του μεταπολεμικού τουρκικού πολιτικού ισλάμ. Η εξωτερική πολιτική της γείτονος αποβλέπει στο να καταστήσει την Τουρκία ισχυρή περιφερειακή δύναμη, επιδίωξη που δεν είναι νέα, καθίσταται όμως περισσότερο ευέλικτη με τον ιστορικό συμβιβασμό του νέο-οθωμανικού μοντέλου, εκφραστής του οποίου είναι το πολιτικό ισλάμ και ο κεμαλισμός. 

Στο άρθρο του Γεωργίου Ρακκά[3] «Η οικονομία της Τουρκίας και οι ελληνοτουρκικές οικονομικές σχέσεις», καταγράφεται η τουρκική οικονομία και η δυναμική της. Η Τουρκία από αγροτική χώρα εξελίσσεται ταχύτατα σε μια βιομηχανική τόσο από απόψεως εισοδήματος όσο και απασχολήσεως. Στο κείμενο γίνεται επίσης αναφορά στις ελληνοτουρκικές οικονομικές σχέσεις, σχέσεις που θεσμικά ξεκίνησαν από τον Ανδρέα Παπανδρέου και τον Τουργκούτ Οζάλ. Κατά το συγγραφέα η Ελλάδα αντί να συγκροτήσει ένα βαλκανικό οικονομικό χώρο αντίβαρο στον τουρκικό επεκτατισμό, εντάσσεται σε ένα τουρκοβαλκανικό οικονομικό χώρο. Προσβλέποντας ο ελληνικός οικονομικός παράγοντας σε περισσότερα κέρδη, παραθεωρεί ένα σοβαρό κίνδυνο, τη φιλανδοποίηση της ελληνικής οικονομίας και πολιτικής.

Το άρθρο του Όγκνυαν Μίντσεφ[4] «Το ζήτημα της ένταξης της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση», απόσπασμα ευρύτερης μελέτης, υποστηρίζει ότι η είσοδος της Τουρκίας στην Ε.Ε είναι αναπόφευκτη, γιατί το επιθυμούν οι ισχυρότεροι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες της Δύσης, παρά την αντίθεση της κοινής γνώμης των κρατών μελών και την «έλλειψη προσαρμογής» της ίδιας της Τουρκίας.

Στο κείμενο του Θεόδωρου Μπατρακούλη[5]: «Η στρατηγική τακτική της Τουρκίας στα Βαλκάνια» υποστηρίζεται ότι μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού στα Βαλκάνια η Τουρκία δημιούργησε πλαίσιο επανασύνδεσης με το οθωμανικό παρελθόν, μέσω των τουρκικών και ισλαμικών κοινοτήτων της περιοχής. Πρόκειται για μια μορφή παντουρκισμού, που ο συγγραφέας ονομάζει νεο-οθωμανισμό. Γίνεται επίσης αναφορά στις σκέψεις του Αχμέτ Νταβούτογλου για το «στρατηγικό βάθος» της νέας τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, που προϋποθέτει «γεωγραφικό και ιστορικό βάθος». Τέλος αναφέρεται στην υποχωρητικότητα της Ελλάδος της οποίας η εξωτερική πολιτική χαρακτηρίζεται με το «ό,τι θέλει η Τουρκία», ενώ η τελευταία προβάλλει συνεχώς τις διεκδικήσεις της σε βάρος της Ελλάδος.

Το άρθρο του Θανάση Τζιούμπα[6]: «Εξοπλιστικές κούρσες και ασθμαίνοντες δρομείς» αναφέρεται στις στρατιωτικές δαπάνες της Τουρκίας και της Ελλάδος. Η τουρκική βιομηχανία πολεμικού υλικού επενδύει στην έρευνα καθώς και την παραγωγή οπλικών συστημάτων υψηλής τεχνολογίας, με την ανάπτυξη εγχωρίων δυνατοτήτων, με αποτέλεσμα να επιστρέφουν πόροι στην εθνική της οικονομία. Τουρκικά οπλικά συστήματα εξάγονται σε διάφορες χώρες, ακόμη και με προηγμένη τεχνολογία, όπως Ολλανδία και ΗΠΑ. Η τουρκική πολεμική βιομηχανία συνεργάζεται και με άλλες χώρες, ενώ υπάρχει παραγωγή του μαχητικού F16. Η σύγκριση με την ελληνική πραγματικότητα προκαλεί μελαγχολία. Τα σκάνδαλα, οι προμήθειες και η κακοδιοίκηση, έχουν ως αποτέλεσμα μόνο το 10% του ποσοστού των πολεμικών δαπανών να καλύπτεται από την εγχώρια παραγωγή, ενώ ο τουρκικός στόχος για το 2020 είναι 50%. «Αν μείνουμε στο δίλημμα «όπλα ή νοσοκομεία» κινδυνεύουμε να μείνουμε χωρίς όπλα και νοσοκομεία, καθώς και τα δύο θέλουν μια έγερση από το ενύπνιον της νεοελληνικής ταυτότητας, μιας ταυτότητας που απεχθάνεται τις θυσίες που απαιτεί κάθε μακρόχρονη προσπάθεια και αποστρέφει το βλέμμα από το μέλλον, ζώντας την ατελείωτη νύχτα του σκυλάδικου»[7]

Το κείμενο του Γεράσιμου Καραμπελιά[8] «Σπύρος Βρυώνης: ο μηχανισμός της καταστροφής» με αφορμή την έκδοση ενός βιβλίου[9] του Σ. Βρυώνη αναφέρεται στα γεγονότα της 6ης και 7ης Σεπτεμβρίου 1955 στην Κωνσταντινούπολη. Δεν πρόκειται για μεμονωμένα γεγονότα, αλλά ένα ακόμα παράδειγμα άσκησης ωμής βίας του τουρκικού κράτους απέναντι στις μειονότητες. Στο βιβλίο του ο καθηγητής Σ. Βρυώνης αποδεικνύει ότι τα Σεπτεμβριανά δεν ήταν μια αυθόρμητη συναισθηματική αντίδραση του τουρκικού όχλου έναντι των εξελίξεων στο Κυπριακό, αλλά μεθοδευμένη ενέργεια του τουρκικού κράτους. Τα γεγονότα κατέστρεψαν όχι μόνο την οικονομική βάση της ελληνικής κοινότητας αλλά και την οικονομική βάση της θεσμικής της ζωής. Η υποτονική αντίδραση του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας στα γεγονότα κρίνεται από τραγική έως εγκληματική.     

Ο Θέμος Στοφορόπουλος[10] στο κείμενό του «Θράκη: μια άλλη Κύπρος», χρησιμοποιώντας ισχυρά αποδεικτικά στοιχεία, προβάλλει τον κίνδυνο να συμβεί στη Θράκη ότι συνέβη στην Κύπρο. Ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι ήδη η διαδικασία έχει ξεκινήσει, διαδικασία που έχει ευρύτερες βλέψεις από μεριάς Τουρκίας, αφού περιλαμβάνει και τους μουσουλμάνους της Βουλγαρίας. Η Τουρκία επιδιώκει και έχει επιτύχει μέχρι ενός βαθμού συνένωση και εκτουρκισμό των μουσουλμανικών μειονοτήτων στην Θράκη. Κατεπείγουσα ενέργεια κατά τον Θ. Στοφορόπουλο είναι η κατάργηση του τουρκικού Γενικού Προξενείου στην Κομοτηνή, χωρίς όμως να θιγούν τα δικαιώματα των Ελλήνων μουσουλμάνων πολιτών.

Το τελευταίο κείμενο του πρώτου μέρους του βιβλίου είναι το άρθρο του Φοίβου Αποστολόπουλου:[11] «Ισορροπία δυνάμεων στην Κύπρο και προοπτικές αυτής». Η ισορροπία δυνάμεων στην Κύπρο επηρεάζεται από τους παρακάτω αντικειμενικούς παράγοντες: α) τη γεωγραφική εγγύτητα της Τουρκίας, β) τη διπλωματική αβελτηρία της Ελλάδος, γ) την απουσία στρατηγικού σχεδιασμού μεταξύ Ελλάδος και Κύπρου, δ) την υπογεννητικότητα Ελλάδος και Κύπρου και τέλος ε) την έλλειψη αμυντικής βιομηχανίας στην Ελλάδα. Όσον αφορά τη δομή των δυνάμεων στο νησί, ο στρατός στα κατεχόμενα είναι τουρκικός, ενώ στο ελεύθερο τμήμα είναι κατά βάση ελληνοκυπριακός με αποτέλεσμα να υπάρχει πρόβλημα διοικητικής μέριμνας, αλλά και επιχειρησιακής εναλλαγής μονάδων. Στα τεθωρακισμένα, τις μηχανοκίνητες δυνάμεις και το πυροβολικό η κατάσταση είναι υπέρ των ελληνικών δυνάμεων. Η απόσυρση των S-330 λόγω των φοβικών συνδρόμων της κυβερνήσεως Σημίτη αλλά και των μετέπειτα, στέρησε την Ελλάδα από τη δυνατότητα να καταστρέψει το τουρκικό ναυτικό σχεδόν με την έναρξη των επιχειρήσεων. Τα τουρκικά μαχητικά ελικόπτερα είναι απασχολημένα στις επιχειρήσεις εναντίον των Κούρδων. Η χρησιμότητα των ελληνικών ελικοπτέρων έγκειται μόνο σε προληπτικά χτυπήματα τις πρώτες ώρες των εχθροπραξιών, λόγω της εγγύτητας των τουρκικών αεροδρομίων. Η σύγκριση μεταξύ των ναυτικών δυνάμεων δεν είναι δυνατή λόγω της διαφοράς αποστάσεως. Επιτακτική προβάλλει η ανάγκη αγοράς καινούργιου και ηλεκτρονικά προηγμένου πολεμικού υλικού.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου ξεκινά με το άρθρο του Γ. Καραμπελιά «Έθνος και Γένος». Μέχρι την επανάσταση του 1821 το ελληνικό έθνος οριζόταν συχνά και ως γένος. Μετά την επανάσταση του 21 οι δύο όροι διαφοροποιούνται, το γένος αφορά το σύνολο του ελληνισμού, ενώ το έθνος ταυτίζεται με το έθνος κράτος. Πρόσφατα και μάλιστα μετά το 1980 η διαφοροποίηση επανέρχεται με το γένος να αντιπαρατίθεται στο έθνος. Το νέο φαντασιακό γένος επιτίθεται στον «εθνοφυλετισμό», υποστηρίζοντας την οικουμενικότητα του ελληνισμού. Το κέντρο του γένους είναι η Κωνσταντινούπολη, παρόλο τον κίνδυνο υποταγής του ελληνισμού στον νεο-οθωμανισμό. Οι υποστηρικτές του νέου γένους παρουσιάζονται κυρίως ως φιλοαμερικανοί συνδεδεμένοι με το διεθνοποιημένο ελληνικό κεφάλαιο. Επικρατεί σε αυτούς τους κύκλους ο «ρεαλισμός» της υποταγής στους Αμερικανούς καθώς και στους σχεδιασμούς του νεο-οθωμανισμού. Ως μόνη δυνατή επιλογή προτείνεται η οικονομική και πολιτική αυτονομία της χώρας μας η άρρηκτη συμμαχία της με την Κύπρο και η συνεργασία με τις βαλκανικές χώρες, στις οποίες δεν έχει καμιά θέση η Τουρκία.

Ο ίδιος συγγραφέας υπογράφει και το επόμενο κείμενο: «Η γενοκτονία της μνήμης». Η αποεθνικοποιητική αντίληψη της ιστορίας καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση στα Πανεπιστήμια, τα Ερευνητικά Κέντρα, τα ιστορικά βιβλία και τα ΜΜΕ. Ιδεολογική απάντηση στην προηγούμενη αντίληψη εμφανίζεται σε ενδιαφέρουσες εκδόσεις που δεν εισέρχονται όμως παρά την ευρεία αποδοχή ορισμένων από αυτά, στα Πανεπιστήμια. Ο Γ. Καραμπελιάς αναφέρεται και στην προσπάθεια να αλωθεί η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι τα βιβλία Ιστορίας (βλ. περίπτωση Ρεπούση), που προσπαθούν να περάσουν την αντίληψη ότι η αφύπνιση των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατία οφείλεται μόνο στο δυτικό διαφωτισμό, παραβλέποντας τον ρόλο της Εκκλησίας, παραβλέπουν επίσης την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού, αποσιωπώντας το Βυζάντιο. Τέλος γίνεται προσπάθεια να ωραιοποιηθεί η τουρκοκρατία. Καίριο ρόλο στην όλη προσπάθεια παίζουν ιδρύματα του εξωτερικού με αμερικανικά και γερμανικά κεφάλαια (ίδρυμα CDRSEE[12]), καθώς και διάφορες ΜΚΟ της εθνοαποδόμησης όπως της ονομάζει ο συγγραφέας.

Στο κείμενο του «Η υποταγή της ελληνικής στην τουρκική ιστοριογραφία» ο Χρήστος Κορκόβελος[13] εξετάζει με βάση την περίπτωση της Χριστίνας Κουλούρη και Μαρίας Ρεπούση την προσπάθεια υπαγωγής της ελληνικής ιστοριογραφίας στην τουρκική με απαξίωση των αγώνων για ελευθερία εθνική ανεξαρτησία και ευνομία. Το ζητούμενο των αναθεωρητών της ιστορίας είναι η νομιμοποίηση και δικαίωση της οθωμανικής κυριαρχίας και ο εξαγνισμός του τουρκικού δεσποτισμού.

Ακολουθεί ένα εκτενές και λίαν ενδιαφέρον κείμενο του Γιώργου Καραμπελιά: «Η επανάσταση του ’21 ήταν ... «λάθος»;». Ανασκευάζεται η άποψη, άποψη και του Χ. Γιανναρά, ότι ο ελληνισμός ως μοναδική πιθανότητα επιβίωσης έχει μόνο να δραστηριοποιηθεί μέσω των νεο-οθωμανικών επιδιώξεων, υπαγόμενος σε αυτές! «Η ιδέα μιας ανασύστασης της Βυζαντινής αυτοκρατορίας πέθανε μέσα στη φωτιά της επανάστασης του ’21», υποστηρίζουν κάποιοι διανοούμενοι του εκσυγχρονιστικού, ανανεωτικού και πατριαρχικού χώρου. «Εν κατακλείδι [] επειδή νιώθουμε το ίδιο-αν όχι περισσότερο-«κοσμοπολίτες», με τους ποικιλώνυμους «διεθνιστές» και «οικουμενιστές», έχουμε ανάγκη από το έθνος μας, διότι, όποιος δεν έχει πίσω του μια ισχυρή ταυτότητα, είναι ένα «οικουμενικό» ανδράποδο, ένας υποτελής.[14]»

Ο Σπύρος Κουτρούλης[15] στο άρθρο του: «Η «πατρική διδασκαλία» του Χρήστου Γιανναρά» κάνει κριτική σε δύο επιφυλλίδες του τελευταίου που δημοσιεύθηκαν στην Καθημερινή (30-8-2009 και 6-9-2009) στις οποίες προβάλλεται ως μοναδική λύση του νέου ελληνισμού, η υπαγωγή του στον νεο-οθωμανισμό. Κατά το Σπύρο Κουτρούλη ο Γιανναράς διατείνεται ότι τη συνεργασία της Ανατολής με τη Δύση μπορούν να τη χειριστούν οι Έλληνες για λογαριασμό των Τούρκων. Ο Κουτρούλης κατηγορεί τον Γιανναρά αλλά και το Στέλιο Ράμφο, ότι βρίσκονται μακριά από την πραγματικότητα και διαφωνεί με τον ισχυρισμό του πρώτου ότι ο νέος ελληνισμός δεν παράγει πλέον πολιτισμό. Τελικά ο Σπύρος Κουτρούλης καταλογίζει και στους δύο πλήρη απουσία ρεαλιστικής ανάλυσης της διεθνούς και περιφερειακής πραγματικότητας.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου τελειώνει με τρία ακόμη άρθρα του Γιώργου Καραμπελιά. Στο πρώτο «Ο Πόντος, η γενοκτονία και το ελληνικό δίλημμα», ο συγγραφέας υποστηρίζει πως ο τουρκισμός δια του Ισλάμ είναι ο σημαντικότερος αντίπαλος του ελληνισμού και όχι ο ξεπερασμένος κεμαλισμός. Ο εχθρός του ελληνισμού και των Ποντίων είναι ο τουρκισμός, που έχει προσλάβει ισλαμοκεμαλικά και νεο-οθωμανικά χαρακτηριστικά. Ο Γ. Καραμπελιάς με μια σειρά επιχειρημάτων απορρίπτει τον ισχυρισμό ότι το βαθύ κράτος της Τουρκίας προξενεί προβλήματα στην Ελλάδα και αρνείται κατηγορηματικά την «αγιογράφηση» του τουρκικού ισλαμισμού και του Ερτογάν.

Στο κείμενο που επιγράφεται «Οικουμενισμός, Παγκοσμιοποίηση και Αυτοκεφαλία» ο συγγραφέας σημειώνει πως για δεύτερη φορά μέσα σε δέκα χρόνια η ελληνική κοινωνία ασχολήθηκε με δύο εκκλησιαστικά θέματα, αυτό των ταυτοτήτων και της αυτοκεφαλίας της Ελλαδικής Εκκλησίας και πως πίσω από αυτά κρύβονται βαθύτατα πολιτισμικά και πολιτικά ζητήματα που αφορούν όλους τους Έλληνες. Πρόκειται όπως υποστηρίζει ο Γ. Καραμπελιάς για την αντιπαράθεση δύο αντιλήψεων μετοχής στην καθολικότητα του ανθρωπίνου πολιτισμού. Η πρώτη υποστηρίζει πως αυτό πρέπει να γίνει μέσα από τη διάλυση οποιουδήποτε συλλογικού υποκειμένου και η δεύτερη πως αυτό θα γίνει μέσα από την επιβεβαίωση αυτού του υποκειμένου.

Στο τελευταίο κείμενο γίνεται λόγος για το ανολοκλήρωτο εικοσιένα. Επιγράφεται «... Γυρεύω τις αιτίες που μ’ αφήνουνε μισό». «Η διαμάχη για το ’21, που το κάνει τόσο ζωντανό ακόμα και στις μέρες μας, δεν γίνεται μόνο περί «τεθνεώτων», αλλά και υπέρ των επερχομένων γενεών. Διότι το ’21 παραμένει όντως ανολοκλήρωτο. [ ] Γι’ αυτό παραμένουν τόσο επίκαιροι ο Κολοκοτρώνης και ο Μακρυγιάννης. Γι’ αυτό και οι εθνομηδενιστές θέλουν να αμαυρώσουν την εικόνα τους, διότι αποτελούν σύμβολα αντίστασης του σήμερα.»[16].  

Το τρίτο και τελευταίο μέρος καταλαμβάνει το άρθρο του Γιώργου Καραμπελιά «Αναζητώντας όραμα». Κατ’ αρχήν αναφέρεται στην ανεπιτυχή προσπάθεια ολοκληρώσεως του ελληνικού κράτους-έθνους μετά τη λήξη του απελευθερωτικού αγώνα που ξεκίνησε το ’21 και τελείωσε το ’22. Τώρα που το κράτος-έθνος φαίνεται να ψυχορραγεί, παλεύουμε για να επιζήσει τουλάχιστον το ελληνικό έθνος. Η μόνη εφικτή πρόταση στο γεωπολιτικό πεδίο είναι η ανασυγκρότηση του ιστορικού χώρου, στο οποίο κινούνταν το γένος μας κατά το παρελθόν τα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η ανασυγκρότηση πρέπει να γίνει με όρους ισοτιμίας και όχι υποταγής στο νεο-οθωμανισμό.

Ως επίλογος στην παρουσίαση του βιβλίου μπορεί να γραφεί η τελευταία πρόταση του προλόγου και είναι ρήση του Αντόνιο Γκράμσι: «Απαισιοδοξία του λογικού και αισιοδοξία της βουλήσεως».

 

Μιχαήλ Μανωλόπουλος

 

[1] Γιώργος Καραμπελιάς, συγγραφέας.

[2] Στέφανος Κωνσταντινίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ, Διευθυντής του Κέντρου Ελληνικών Ερευνών Καναδά.

[3] Γεώργιος Ρακκάς, πολιτικός επιστήμονας.

[4] Όγκνυαν Μίντσεφ, διευθύνων σύμβουλος του Ινστιτούτου Περιφερειακών και Διεθνών Μελετών της Βουλγαρίας.

[5] Θεόδωρος Μπατρακούλης, διδάκτωρ διεθνών σχέσεων του Πανεπιστημίου των Παρισίων.

[6] Θανάσης Τζιούμπας, οικονομολόγος.

[7] Σελ. 98 του βιβλίου.

[8] Γεράσιμος Καραμπελιάς, επίκουρος καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

[9] Σπύρος Βρυώνης, Ο Μηχανισμός της Καταστροφής: Το τουρκικό Πογκρόμ της 6ης -7ης Σεπτεμβρίου 1955 και ο αφανισμός της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, Εστία, Αθήνα 2007. Ο Σπύρος Βρυώνης, είναι κορυφαίος βυζαντινολόγος, γεννήθηκε το 1928 στο Μέμφις του Τεννεσή των ΗΠΑ από οικογένεια κεφαλληνιακής καταγωγής. Δίδαξε εκτός των άλλων και στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ.

[10] Θέμος Στοφορόπουλος, πρέσβης επί τιμή.

[11] Φοίβος Αποστολόπουλος, πολιτικός επιστήμονας διεθνολόγος.

[12] Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.

[13] Χρήστος Κορκόβελος, εκπαιδευτικός.

[14] Σελ. 194 του βιβλίου.

[15] Σπύρος Κουτρούλης, συγγραφέας.

[16] Σελ. 230 του βιβλίου.