Είμαι μόνος
χωρίς το βλέμμα σου
σαν δυσοίωνο νυχτοπούλι
που ταράζει
τoν ύπνο των ανθρώπων
με τη βραχνή του φωνή.
Η σκέψη σου
με βασανίζει
δε χωράς
σε κανένα ποίημα
μα δεν μπορώ έτσι άστεγη
απόψε
που κάνει τόσο κρύο
να σ' αφήσω.
Τ' όνειρο μ' εγκατέλειψε
σε μια στυγνή πραγματικότητα
κι εσύ αρνείσαι να γίνεις
ανοιξιάτικη χλόη
πάνω σου να κυλιστώ
μήπως και βρω
τη χαμένη μου παιδικότητα.
Είσαι όμορφη
μες στο λευκό σου πουκάμισο
σαν να κερνάς καφέ
τα άστρα.
Θέλω να φτιάξω
κάτι λευκό απόψε
όπως ένα σπίτι
στην ακρογιαλιά
κι εκεί να σε γνωρίσω
στην πιο καλή μου φίλη:
τη θάλασσα.
Μοιάζουμε όλοι
με ήχους
εγώ της βροχής
εσύ της θάλασσας.
Θάλασσά μου
κι αν είσαι μίλια
μακριά
ο αγέρας
φέρνει ως εδώ
τη μυρωδιά σου
κι όλα τριγύρω
καλοκαίρι.
Κοντά σου
βρίσκω
τη ζεστή
αχυρένια
φωλιά μου
και γίνομαι
ξανά πουλί.
Αν ήμουν πουλί
θα πέταγα
κι εκεί
στο δωμάτιό σου
πάνω απ' το κρεβάτι σου
θα εγκαθιστούσα
το καλοκαίρι.
Κάποτε
είχες στα χέρια σου
ένα πουλί
και το ζέσταινες
με την αναπνοή σου.
Δεν έχει σημασία
αν έγινε αϊτός
ή περιστέρι.
Τώρα εκεί ψηλά
στον ουρανό
κάνοντας κύκλους
θα κρώζει πάντα
το όνομά σου.
Η φωνή σου
μπορεί ν' αλλάξει τον κόσμο.
Τη θάλασσα
να κάνει ουρανό.
Κι εγώ
που έρμο ψάρι
στα μαύρα βάθη κολυμπώ
μ' ένα σου γέλιο
πουλί να γίνω
να πετώ.
Πάμε να φύγουμε μαζί
για ένα νησί
που δεν υπάρχει.
Έτσι κι αλλιώς
το μόνο αληθινό
σ' αυτόν τον κόσμο
είμαστε οι δυο μας.
Υπάρχει ένα νησί
το δικό μας το νησί
με τις ακρογιαλιές
τους γλάρους
τις λευκές του εκκλησιές.
Πάντα οι δυο μας
θα συναντιώμαστε
λαθραία
εκεί.
Και κανείς
ποτέ
όσο κι αν ψάξει
δε θα μπορέσει
να το βρει.
Η ποίηση
μακριά σου
είναι νησί
χωρίς λιμάνι
που βλέπει τα πλοία
να προσπερνούν.
Απόψε ταξιδεύεις
με το φεγγαρόφωτο
με την αστροφεγγιά.
Στην κάμαρά μου
μπαίνεις
σαν σκιά.
Ο ήλιος
κοιμάται στην αγκαλιά σου.
Το πρωί σαν κλέφτης
πηδά απ' το παράθυρο
στον κήπο της ανατολής.
Δε χωράς πουθενά.
Ξεχειλίζεις απ' τα μάτια μου
απ' τα ρούχα μου
από τα δάχτυλά μου.
Προσπαθώ να σε κρύψω
να μη σε δει κανείς
μα όλοι καταλαβαίνουνε
πως έκλεψα τον ήλιο.
Όσο κι αν καίγεται
σε εκατομμύρια βαθμούς
ο ήλιος
δυο μάτια είναι
που του χαρίζουνε
το φως.
Το πρόσωπό σου
θαυματουργή εικόνα.
Το περιφέρω
στου μυαλού μου τα σοκάκια
να ησυχάσουν
της ψυχής μου οι φουρτούνες.
Ο χειμώνας
είναι η βροχή
το βράδυ
που έρχεται νωρίτερα
η θάλασσα που ανεβαίνει
ως τις άδειες καρέκλες.
Η άνοιξη
είσαι απλά,
εσύ.
Μ' αγκαλιάζεις
και τα κτίρια
γίνονται βουνά
οι άνθρωποι δέντρα
και τ' αυτοκίνητα
πουλιά
που χαρούμενα
γύρω μας πετούν
και τραγουδάνε.
Σου δίνω το χέρι μου.
Το παίρνεις για μαργαρίτα
κι ένα ένα
σαν πέταλα
μαδάς τα δάχτυλά μου.
Στο τέλος
πάντα σ' αγαπώ
μα δεν μπορώ πια
να σ' αγγίξω.
Στην τσέπη μου
ένα κουτί καραμέλες.
Τις φύλαγα για σένα
μα σε πίκρανε τόσο
ο καιρός.
Λιώσανε
ζάρωσαν
κύλησαν
πάνω στα γράμματά σου
που κουβαλάω πάντοτε μαζί μου.
Δεν είναι ευανάγνωστα πια
μα είναι τόσο γλυκά.
Τώρα που θ' αποσύρεσαι
απ' τη ζωή μου
σαν θάλασσα
τι κοχύλια
θα βρω στον πυθμένα
να κάνω βούκινο
το όνομά σου.
Πρέπει να ζήσω λοιπόν
χωρίς εσένα
σαν δέντρο γυμνό
σε ξεραμένη γη
για να θυμίζω σε όλους
πως κάποτε
πέρασε από εδώ
η άνοιξη.
Πώς μπόρεσες
να μ' αφήσεις μόνο
σ' αυτό το δάσος
που καίγεται
εσύ
που ήσουν θάλασσα
και μ' ένα σου κύμα
μπορούσες
να σβήσεις τη φωτιά
να κάνεις την πυρκαγιά
που με κατακαίει
ένα ναυάγιο
ξεχασμένο στο βυθό.
Πες μου
θά ΄ρθουν ξανά
οι μέρες οι παλιές
να μου χαρίζεις
τον ήλιο
σαν ένα πορτοκάλι
κι εγώ
απ' τη χαρά μου
να το δαγκώνω λαίμαργα
με τη φλούδα.
Μπορεί να φύγεις
να χαθείς
να ξεχαστείς
ν' αλλάξεις
μα για χρόνια η μορφή σου
θα περιδιαβάζει
στα ποιήματά μου
-το ρούχο σου στον άνεμο-
με την έπαρση
ενός ονείρου
μιας ανάμνησης.
Οι λέξεις θα σε δείχνουν
στους περαστικούς
αναγνώστες
και θα ψιθυρίζουν:
είναι αυτή που αγάπησε.