Σταύρος
Αμπελάς Ποίηση
Εαρινή
Ισημερία 2004
Αν μια φορά
χάσεις το δρόμο
πάει χάθηκες.
Μπορεί να φτάσεις
τελικά στον προορισμό
από άλλους δρόμους
πιο πολύπλοκους
να δεις ομορφιές
που οι άλλοι
ποτέ τους δε θα δούνε
μα για αυτούς
θα είσαι πάντα
ο χαμένος.
Είχα ένα δέντρο στην
αυλή μου
μα κάθε βράδυ
λίγο, λίγο
μες στον ύπνο μου
το έκοβα.
Τώρα στη ρίζα του
κάθομαι και κλαίω
κι ο ήλιος
πυρώνει το κορμί μου.
Άνθρωποι τυφλοί
πηγαίνουν στα ψαχτά
τα πρόσωπα ψηλαφώντας
για την ομορφιά
με δάχτυλα κομμένα
απ’ τις δαγκωματιές.
Βγαίνοντας απ’ το πλοίο
βρήκα τον εαυτό μου
να με περιμένει
στην ίδια θέση
που τον άφησα φεύγοντας
μόνο λίγο πιο νέο
και γυρνώντας πίσω
να κοιτάξω
δεν υπήρχε πλοίο
μόνο η θάλασσα.
Τούτη τη θάλασσα
θέλω να τη μοιραστώ μαζί
σου
σαν ένας κλέφτης
που δεν αντέχει
να σηκώσει μόνος
το βάρος
μιας τόσο μεγάλης
κλοπής.
Ένα σάπιο σχοινί
ριγμένο απ’ το παράθυρο
του πύργου της ύπαρξης
η ποίηση
και πασχίζω ν’ ανέβω.
Το παιδί
θυσιάζει το ποδήλατό του
στο μεσημέρι.
Πάρ’ το ήλιε
και κάν’ το κύμα
να κρατά για πάντα
την ισορροπία
η θάλασσα.
Λέξεις κλειδιά
που ανοίγουν θύρες
κουδουνίζοντας.
Πονά το όνειρο
όταν το ξεριζώνουν
σαν δόντι χαλασμένο
κι είν’ όλοι τους
γιατροί κομπογιαννίτες.
Διάθλαση
Έξω απ’ το κορμί μου
σπαθί
κι από μέσα
ρόδο.
Στους δικούς μου
βρικόλακες
καρφώνω
ένα τριαντάφυλλο
στο στήθος.
Μπλοκ ιχνογραφίας.
Νησί
που λάθος αποτυπώσαμε
κι όλες οι γραμμές
μας φύγαν κατά τη
θάλασσα.
Μέσ’ απ’ τη θάλασσα
βαθιά
οι φωνές των λουομένων
στην ακρογιαλιά
μοιάζουν με φωνές
ναυαγών
που βουλιάζουν στην
ξηρά.
Στην προθήκη
σε βάζο φυλαγμένο
ένα κομμάτι
αφρισμένης θάλασσας
απ’ τη δεξιά πλευρά
πλώρης ναυαγίου.
Μου ‘δωσε
ο Θεός
τη φωνή των λουλουδιών
για να μ’ ακούνε
τις νύχτες τ’ αστέρια
και να ‘ρχονται να
ζωγραφίζουν
πάνω στο άδειο μου
κρεβάτι
το σχήμα του κορμιού
σου.
Ξυπόλυτη
σε σπασμένων άστρων
τα θραύσματα πάνω
χορεύεις.
Δώσ’ μου να πιω
απ’ το σπασμένο σου
ποτήρι
του έρωτα κρασί
και κομμάτια από γυαλί.
Θα σου κλέψω τα μάτια
να μην αντικρίζουν
των ανθρώπων την ασχήμια
και θα τα στείλω
ψηλά στον ουρανό
να βλέπουν μόνο
βουνά και θάλασσα
και να λάμπουν
σαν αστέρια.
Θεέ μου
βάλε λίγο ήλιο
στο πιάτο μας
λίγη θάλασσα
στο ποτήρι μας
μοχθήσαμε και σήμερα
σκληρά
για το ποίημα.
Ο έρωτάς μας
στην ακρογιαλιά
έσπειρε
μικρά, μικρά
καλοκαίρια.
Όταν ξεχνιέμαι στην
ακρογιαλιά
η μάνα μου ανησυχεί
γιατί κατά βάθος
γνωρίζει
πως είμαι της θάλασσας
παιδί
και κάποια μέρα
κοντά της θα γυρίσω.
Αιώνια ταξιδεύω
με μια μικρή βαρκούλα
δίχως πανιά, τιμόνι και
κουπιά
όπου με πάει της
θάλασσας το λίκνισμα
και του ανέμου
τ’ απαλό μουρμουρητό
που γνωρίζουν καλύτερα
της ψυχής μου
τον κρυφό προορισμό.
Έδωσα το στίγμα μου
και τώρα ήρεμος και
σιωπηλός
δίχως της πρώτης ώρας
την ταραχή και φασαρία
προσμένω
τους επίδοξους
εξερευνητές
να βρουν στο βυθό
το άδειο μου κουφάρι.