Εν ακαρεί
2001
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που δεν κοιτάζουν
το φεγγάρι στα μάτια
τις νύχτες του Αυγούστου
που είναι ολόγυμνο.
Όσοι μας πλήγωσαν
θα μας ξαναπληγώσουν
σε μια προσπάθεια
να μας κάνουν
καλύτερους ποιητές.
Έπεσε στη θάλασσα
και πνίγηκε
δένοντας στο λαιμό του
ένα άστρο.
Τοίχους
υψώνει η ψυχή σας
μα η δική μου παιδί
τους δρασκελάει.
Μη φοβηθείς
τα ουρλιαχτά της νύχτας.
Είναι το τραγούδι της ψυχής μου
που μαθητεύει
στην ανάγνωση
του πόνου.
Κι όσοι ακούσετε
στα ποιήματά μου
την κραυγή
θα βγείτε στο παράθυρο
να ουρλιάξετε μαζί μου;
Η παρουσία μου
σ' αυτόν τον κόσμο
άφησε τα ίχνη
μιας παραμορφωμένης πατούσας
σ' ένα μολυσμένο βούρκο.
Παιδί μου
όταν θά 'ρθεις
θα βρεις γραπτά
που θα εξηγούν
γιατί απέτυχα
γιατί έπαιξα τη ζωή μου
στα χαρτιά.
Όταν σε συναντήσω Θεέ μου
θα σου φέρω ένα δείγμα
απ' τα όνειρά μου
να δεις
πως θά 'θελα
τον κόσμο μου
να φτιάξεις.
Θέλω να γίνω
ένα σύννεφο
μαλακό κι αφράτο
και πάνω μου
να κοιμηθεί
όλος ο κόσμος
έναν ύπνο
γαλήνιο κι ατάραχο.
Τη θάλασσα
θέλω να βρω
να τη ρωτήσω
αφού με γέννησε
τι μ' άφησε
στα ξένα χέρια
της ξηράς
να μεγαλώνω;
Η ποίηση
έρχεται τη νύχτα
και γεμίζει
με φτερά και πούπουλα
το άλλο μισό
σκληρό μου στρώμα.
Κάθε λέξη
έχει το δικό της ήχο
όπως οι καμπάνες.
Αν κατέχεις τη τέχνη
να τους αναγνωρίζεις
μια καινούργια γιορτή
σημαίνει μέσα σου.
Αδειάζει ο κόσμος
σε κενά
κατοικούν οι άνθρωποι
σε γυάλινα μπουκαλάκια
ξεθυμασμένων αρωμάτων.
Μας μιλούν αγάλματα
μετρίων γλυπτών
εξασκημένα
στην απομνημόνευση
απλών
μονοσύλλαβων
λέξεων.
Στη θέση του λεωφορείου
ένας νεκρός
σηκώνουν τα πράγματά του
τον βοηθούν να κατέβει
στο πιο κοντινό νεκροταφείο.
Οι δρόμοι
γίναν νεκροταφεία.
Στα σταυροδρόμια
έξαλλοι νεκροί
καυγαδίζουν
για την προτεραιότητα
στο θάνατο.
Οι ποιητές
πεθαίνουν στο δρόμο
μ' έναν κόμπο στο δάχτυλο
από κάποιο ραντεβού
που ξέχασαν.
Οι άνθρωποι πεθαίνουν
κρεμασμένοι στο συρματόπλεγμα
μιας ανύπαρκτης χώρας
δραπετεύοντας
απ' το πουθενά.
Τη ζωή μας
παίζει στα ζάρια
ένας Θεός
χαρτοκλέφτης.
Η ανέμη
όλο γυρίζει
γυρίζει
γυρίζει
και το παραμύθι
δεν αρχίζει.
Όλη νύχτα
κοιτώ τον ήλιο
στα μάτια.
Το πρωί
γυρνώ στους δρόμους
τυφλός.
Μες στο σκοτάδι
θα ζωγραφίσω
το πρόσωπό μου
και θά 'ναι αυτό
τ' αντίγραφό μου
το πιο πιστό.
Ο Διάβολος απέθανε.
Θλιβερά υποκατάστατα
ερίζουν
για το θρόνο της κόλασης.
Απ' όλον αυτόν τον πόνο
δε θα μείνει τίποτα
δυο τρεις λέξεις μόνο
κι αυτές
για πράγματα άλλα
που δεν κλάψαμε.
Πραιτόριο
Δε θα σε ξεχάσω είπες
κι όλοι οι πετεινοί
λάλησαν ταυτόχρονα
γιατί η αγάπη είναι
του καθενός μας
το πραιτόριο.
Τα όνειρά μας ξαποσταίνουν
πίνουν τ' αθάνατο νερό
κι όμως πεθαίνουν.
Τα ποιήματα αυτά
τα καταθέτω ενόρκως
ως ο μόνος αυτόπτης μάρτυρας
της αυτοκτονίας μου.