Σταύρος Αμπελάς Ποίηση

 

Fuga   2011

 

 

 

 

 

 «Το Μελτεμάκι»

 

 

 

Ήρθ’  ένα μελτεμάκι

κι όλα στην παραλία

-βάρκες τραπέζια-

τα σάρωσε

κι όλοι κάναν το σταυρό τους

τι θαύμα είναι και τούτο.

 

 

 

 

 

 

 

Σκεύος

 

Γνωρίζεις άραγε

τι είναι η ομορφιά

που διάλεξε για σκεύος

το κορμί σου;

Ποιος άγνωστος δρόμος

σ’ έφερε εδώ;

Χαμένη μοιάζεις

μες στο θαύμα.

 

 

 

 

 

 

Το μυστικό βουνό

 

Πηγή ζωής π’ ανάβλυσες

δυόσμο και βασιλικό

στο νάμα σου θα πιω

της λήθης το νερό

μαζί σου ν’ ανεβώ

το μυστικό βουνό

δίχως γυρισμό.

 

 

 

 

 

 

Να σε ταξιδέψω

 

Να σε ταξιδέψω

τίποτα να μην ρωτάς

μόνο να βλέπεις

τον κόσμο γύρω μας

να γίνεται ελάχιστος

και να μας προσκυνά.

 

 

 

 

 

 

Μη φοβηθείς

 

Μη φοβηθείς

ο Ποσειδώνας με την τρίαινα

κι ο Δίας με τους κεραυνούς

αν στάθηκαν μπροστά σου

τρελοί απ’ την ομορφιά σου.

 

 

 

 

 

 

Αλύτρωτος

 

Να σε τραγουδήσω δεν μπορώ

ούτε να κλάψω.

Φωτιά που καίει τον ουρανό

στα στήθη μου θ’ ανάψω.

Αγέρας παίρνει τα τραγούδια μου

η θάλασσα τα δάκρυά μου.

Ανέκφραστος

αλύτρωτος

ο πόνος της καρδιάς μου.

 

 

 

 

 

 

Πηγή

 

Μια καθάρια

γάργαρη πηγή

έτρεχε όλο το καλοκαίρι

δίπλα στη θάλασσα.

 

 

 

 

 

 

Ευδία

 

Τα φαντάσματα είχαν κρυφτεί.

Τα τρόμαξε η θάλασσα

κι ο ήλιος.

Στο δάσος σεργιανούσαν ξωτικά

παίζοντας μουσική.

 

 

 

 

 

 

Όρια

 

Δεν ξέρω

πού σταματά η αγάπη

πού ξεκινάει ο έρωτας.

 

Ίσως εκεί

που τελειώνει η θάλασσα

κι αρχίζει ο ουρανός.

 

 

 

 

 

 

Λεωφόρος

 

Δεν γνωρίζεις

τον πόνο της καρδιάς

μόνο τη χαρά

και τη μεγάλη λεωφόρο

ενώ για μένα

στενεύουν συνεχώς

τα όρια

 

 

 

 

 

 

Αόρατα νήματα

 

Τα αόρατα νήματα

που με κόπο

οι ματιές μας έπλεξαν

ένα ένα

ο καιρός

τα κόβει.

 

 

 

 

 

 

Ομορφιά

 

Με τρομάζει η ομορφιά

φουσκώνει,

αγριεύει

σαν κύμα

όλο πιο βίαια

στα βράχια με πετά.

 

 

 

 

 

 

 

«FUGA»

 

 

Άμμος έγινε η καρδιά μου

που σε κλεψύδρα κλεισμένη

το χρόνο της απουσίας μετρά.

 

 

 

 

 

Σωματοποίηση

 

Είναι τ’ αγέννητα ποιήματα

που ρίχνοντας γέφυρες

σε φέρνουν πιο κοντά

σωματοποιώντας

την απουσία σου.

 

Η πάλη με το κενό

δημιουργεί μικρά σύμπαντα

που σφύζουν από ζωή

και έρωτα.

 

 

 

 

 

 

Ο θρίαμβος

 

Ο θρίαμβος.

Η κεφαλή μου επί πίνακι.

Τα επινίκια

σε κυκλικούς χορούς.

Το έπαθλο του νικητή

ο έρωτάς σου.

 

 

 

 

 

 

 

Χρυσή σιωπή

 

Όλα τα λόγια της αγάπης

τα ‘γραψα πάνω στην άμμο.

Χρυσή σιωπή

σκέπασε τα μάτια σου.

Ανυποψίαστη σαν δέντρο

περπάτησες

πάνω στη θάλασσα.

 

 

 

 

 

 

Το χιόνι

 

Το χιόνι

σκληρό σαν πέτρα

μαύρο σαν σκοτάδι.

Γέμισε την αυλή

Κάλυψε την πόρτα

τα παράθυρα.

Μ’ εγκλώβισε μέσα

στο άδειο σπίτι.

Κι εσύ νιφάδα

που την πήρε ο βοριάς.

 

 

 

 

 

 

Γέλιο

 

Κάθε λέξη

μαχαιριά και γέλιο.

Το χέρι οδηγούν

τα μεγάλα σου μάτια.

 

 

 

 

 

 

Χαμηλά τείχη

 

Χαμηλά τείχη

που περνώ

για να σε βρω

στην άλλη πλευρά

του ονείρου.

 

 

 

 

 

 

Χαμένες στιγμές

 

Τόσες χαμένες στιγμές

που τα κορμιά μας

για να μεταδώσουν

στον κόσμο

το ρεύμα του έρωτα

δεν ενώθηκαν.

 

 

 

 

 

 

Παραδοχή

 

Πότε θα ‘ρθείς

με την παραδοχή του λάθους.

Θα ‘χω τα μάτια στραμμένα

μακριά απ’ το φως.

Λησμονημένος αγέρας

στα μαλλιά σου

και φωνές νερών

που άγγιζα με τα δάχτυλα

το μεσημέρι.

 

 

 

 

 

 

Μέτρο

 

Παν μέτρον άριστον

μέτρια

άμετρα

μετριοπάθεια

αμετροέπεια

παντού το μέτρο

καθώς το ορίζουν

οι εκάστοτε καιροί

οι εκάστοτε άνθρωποι

ο βηματισμός των ευδαιμόνων

κι εμείς τα μέτρα

του χωρισμού και της έλλειψης

δεν μπορέσαμε να ορίσουμε.

 

 

 

 

 

 

Ρίψασπις

 

Σε βλέπω πάντα

να φεύγεις καλπάζοντας

δίχως ασπίδα και σπαθί.

Μόνο τον ήλιο

καρφωμένο στα μαλλιά.

 

 

 

 

 

 

Χρυσός

 

Κάποια στιγμή

ένα αστέρι θα πέσει

ανάμεσα στα πόδια σου.

Θα σκύψεις να το σηκώσεις

και θα λάμψεις

στους ουρανούς

χρυσός.

 

 

 

 

 

 

Σύντροφοι

 

Ψάχνω να βρω

τους παλιούς καλούς νεκρούς

που με συντρόφευαν

στα ακίνητα ταξίδια μου

χαρίζοντάς μου

μικρές καλοκαιρινές ιστορίες.

Βαρέθηκα τους ζωντανούς

με όψη θυμωμένη

γιατί δεν έμαθαν ακόμα

να πετάνε.

Παλιές ιστορίες θα μου πεις

μα η Άνοιξη ψάχνει πάντα

τέτοιες αθέατες ρωγμές

να κάνει την εμφάνισή της

σαν τα μάτια της γάτας

που ξαφνικά

γυαλίζουν στο σκοτάδι.

Και το μολύβι ώρες ώρες

μεταμορφώνεται σε πεταλούδα

πετά ένα γύρω στο δωμάτιο

και τελικά

κάθεται πάνω στο τετράδιο

που εν το μεταξύ

έχει μεταμορφωθεί

σε λουλούδι.

 

 

 

 

 

 

Τροία

 

Σ’ έφερα στην ακρογιαλιά

να δεις πως σαπίζει

η σάρκα των πλοίων.

Να δεις τον τυφλό μάντη Τειρεσία

και τη σφαγμένη Ιφιγένεια.

Στην Τροία

ανάμεσα σε όμορφα κορίτσια

με χρυσά ποτήρια

πίνουν κρασί

που τους κερνάει ο θάνατος.

 

Μ’ ένα δίχτυ να σφυρίζει

πάνω απ’ το κεφάλι μας

πολεμήσαμε.

 

 

 

 

 

 

Αποκαθήλωση

 

Κι έρχεται μετά η αποκαθήλωση

αυτό που λένε

συμβιβασμός

ή επιβίωση

ή μετά θάνατον ζωή

 

και ζωντανός νεκρός

αναπολείς

την ευκαιρία που είχες

να πεθάνεις.

 

 

 

 

 

 

Οδυσσέας

 

Οι παγιδευμένοι

μέσα μου

σύντροφοι

προσμένουν

-τυφλός πια-

το μεγάλο βράχο

να κυλήσω.

 

 

 

 

 

 

Το αίμα των αιώνων

 

Το αίμα των αιώνων

έγινε σύννεφο κι ομίχλη.

Παντού η ταγκή του αποφορά.

Και ματωμένοι ως το κόκαλο

επιστρέφουμε απ’ τους δρόμους

τρομάζοντας στο σπίτι τα παιδιά

το μέτρημα των πληγών

πιάνοντας απ’ την αρχή ξανά.

 

 

 

 

 

 

Δολιοφθορά

 

Η ζωή με πολεμά

με φτηνά κόλπα

και τεχνάσματα.

 

Επιστρατεύει

γελοία υποκείμενα.

 

Ποντάρει στην κούραση

και την παραίτηση.

 

Ένας ανορθόδοξος πόλεμος

καθημερινής δολιοφθοράς.

 

 

 

 

 

 

Το παιχνίδι των λέξεων

 

Το παιχνίδι των λέξεων.

Μια λέω εγώ

χίλιες μ’ απαντούν

τα χίλια πρόσωπα

της μοναξιάς.

 

 

 

 

 

 

Χρόνος φίλος

 

Ο χρόνος τελικά

ίσως και να είναι φίλος.

Δύστροπος

σκληρός

εκδικητικός

μα στο τέλος

μια έγκυρη γνώμη

θα στη πει

όταν όλοι γύρω

σιωπούν ή ψεύδονται.

 

 

 

 

 

 

Προς ομοτέχνους

 

Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,

ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει;

 

Σιγά, σιγά, θα μείνω

χωρίς ούτε μια λέξη

στην αφιλόξενη επικράτεια της σιωπής

κατηγορούμενος για πλαστοπροσωπία

να χαίρονται οι ψευδομάρτυρες

κι οι μαστροποί.

 

 

 

 

 

 

Ο πόνος του καλλιτέχνη

 

Αυτοί είναι

ταγεράκι και βιτρίνα.

Λυπούνται μόνο

για το δεύτερο εξοχικό

και το σκάφος

που δεν έχουν.

Δεν ξέρουν τι θα πει

να σκορπάς

να χαραμίζεις τη ζωή σου

να πονάς

για άυλα πράγματα

που σε σφίγγουν σαν μέγγενη

δίχως περιθώριο επιλογής.

 

 

 

 

 

 

Ασφυξία

 

Τι λίγοι και μικροί

που αποδειχθήκαμε.

Πήγαμε να πιάσουμε το νήμα

από κει που το ‘κοψε ο σεισμός

κι εν τέλει

δεν κάναμε βήμα προς τα μπρος

παρά μείναμε στην ίδια θέση

να στριφογυρίζουμε αυτάρεσκα

γύρω απ’ τον εαυτό μας

και το νήμα

κουβάρι στο λαιμό

που πάει να μας πνίξει.

 

Μα ίσως να μην υπήρξε νήμα ποτέ

μόνο μια λεπτή κλωστή

αόρατη απ’ τους πολλούς

που κάποιοι λίγοι

τρελοί και τολμηροί

έδεσαν στον ουρανό.

 

 

 

 

 

«Αρχική σελίδα»