να βαδίζω δίπλα
στη θάλασσα.
στο πλάι μου
σαν σκυλί πιστό.
επιστρέφω σπίτι
έξω απ’ την πόρτα
να με περιμένει
το πρωί να βγω.
Αδιέξοδο.
Βαδίζω στο σκοτάδι.
πως συνεχίζω να προχωρώ.
για πόσο ακόμη.
μπορεί να δω κάποιο φως.
να συντριφτώ.
ουράνιο, θαλάσσιο
γκρεμνούς, κακοτοπιές
στου σπιτιού μου
το στρωτό σοκάκι
καταλήγω.
στης αυλής μου
τα ήμερα δέντρα
είμαι ταμένος
κι άλλος κόσμος
δε μου μέλλει.
σχεδόν όση το σύμπαν
μπορώ να συνομιλώ
σαν ίσος προς ίσον
μαζί του.
να απαιτώ ανταλλάγματα.
Η επιβίωσή του εξαρτάται
και από εμένα.
«Τα πάντα ρει».
Κανείς δεν μπήκε δυο
φορές
στο ίδιο ποτάμι.
μετατραπεί γύρω σου σε
λίμνη
ακίνητη.
βαπτίζεσαι;
ή πνίγεσαι;
Μα δεν μπορείς να
τραγουδήσεις
μέσα απ’ την κρύπτη σου
πρέπει να βγεις γυμνός
στους δρόμους
να δείξεις σε όλους
του σώματός σου τις
πληγές
κυρίως αυτή τη μεγάλη
που έχεις μπροστά στο
στήθος σου
ίσως να τους αφήσεις
κιόλας
να βάλουν μέσα
το βρώμικό τους δάχτυλο
κι ας σε μολύνουν
γιατί ‘ναι όλοι τους
άπιστοι Θωμάδες
και γιατί ο καλύτερος
τάφος
για τα πουλιά
είναι ο ουρανός.
γεμάτη αίμα
ο ποιητής.
προσέχεις.
λερώνεσαι.
μια και καλή
μαζί της.
κι εσύ αύρα φθινοπωρινή.
Που τον πας;
Τι θα τον κάνεις;
και λουλούδια.
των ερωτευμένων.
στη θάλασσα της μουσικής
και του κορμιού σας τις
γραμμές
χαμένα
κάτω από το νερό
χορεύετε
και στην επιφάνεια
σαν τα δελφίνια
μόνο για να πάρετε
αναπνοή
ανεβαίνετε.
μου χάρισε μια λέξη
τη λέξη αδόκητος.
Χωρίς αυτόν
ποτέ δε θα έψαχνα στο
λεξικό
για να τη βρω.
αξίζει πολύ περισσότερο
από μια λέξη.
για μένα
σ’ αυτή τη λέξη
θα ζεις για πάντα εσύ.
ένα φύλλο χαρτί
που καίγεται.
-εκεί που το κρατούσες
καθώς του έβαζες φωτιά-
με μια μισοκαμένη λέξη
αφορμή για εικασίες
γραφής
ο μονοπόδαρος άγγελος.
Ήταν νέος πολύ,
χαρούμενος
κι όλο ενέργεια.
Τα πόδια του τα είχε και
τα δυο.
Πίσω του το γκρεμισμένο
κτίριο
έστεκε ξανά στη θέση
του.
Οι γέροι μουσικοί
είχαν γίνει πάλι παιδιά
και κρατώντας στα χέρια
τα μικρά τους όργανα
κελαηδούσαν σαν πουλιά.
Αυτός κοιτούσε πέρα
μακριά.
έτοιμος να ξεκινήσει
μια συμφωνία ή έναν
πόλεμο.
που ποτέ δε γνώρισα.
τον χαιρέτησα εγκάρδια
όλο χαρά
που τον είδα τόσο καλά
μετά το θλιβερό γεγονός
του θανάτου του
κι έφυγα γρήγορα
σαν κυνηγημένος
γιατί αντίθετα μ’ όλα
αυτά
που είχαν τόσο πολύ
προς το καλύτερο αλλάξει
εγώ ήμουν πάντα ο ίδιος
και θα μου ήταν
εξαιρετικά δύσκολο
να του εξηγήσω όσα
μετά την αναχώρησή του
συνέβησαν
αφού για τους νεκρούς
ο χρόνος
είναι μια γελοία
δικαιολογία.
από φωτιά και αγέρα
κι όσο δυναμώνει ο
αγέρας
τόσο φουντώνει η φωτιά
και μέσα σου και γύρω
σου
όλα τα καις
κι οι πέτρες κοντά σου
ανασαίνουν και λιώνουν
και σαν τον Φοίνικα
μέσα απ’ τις φλόγες σου
ξαναγεννιέσαι.
που διαπερνά στη σειρά
όλη την ανθρωπότητα
τη δένει με χρυσή κλωστή
απ’ τις καρδιές
και την κρεμά σαν
γιρλάντα
γύρω από τον ήλιο.
σε βλέπω που τρέχεις
που φεύγεις, που έρχεσαι
μα μέσα και πίσω από
σένα
βλέπω τις πέτρες
τα δέντρα, τη θάλασσα
μα μέσα και πίσω από
σένα
βλέπω το χρόνο
πικρά να μου χαμογελά.
με τη μεγάλη σπηλιά του
πόνου
να μπεις μέσα να
κρυφτείς
αγρίμι κυνηγημένο.
άλλες γυναίκες
αντίζηλες.
που σε χώρισαν από μένα
γιατί ‘σουν απ’ αυτά
πολύ πιο όμορφη.
που δε βγάζει πουθενά.
κι όταν σε ρωτάνε πού
χαμηλώνεις τα μάτια.
να σας μιλήσει καλύτερα
για τα ποιήματά μου.
Η φλόγα θα σας τα
τραγουδά.
σαν μέσα σε καινούργιο
ρούχο.
που ο ένας στου άλλου
το χέρι περνά
με προσοχή μη σπάσει
ο υδάτινος κόσμος
μέσα τους.
μια φυλακή
δίχως κάγκελα
απ’ όπου κανείς
δεν μπορεί
να αποδράσει.
Άνοιξη
και μέσα μου ανθίζει
σαν σπόρος κρυμμένος
στων χαλασμάτων τη ρωγμή
η ποίηση.
θα σ’ ακολουθώ
κι ένα, ένα
πίσω σου θα ρίχνω
τα ποιήματά μου
στους τέσσερις ανέμους
σκορπώντας
όλα τα υπάρχοντά μου.
τα πήλινα ομοιώματα
από μέσα.
στο τελευταίο άθραυστο
μαζεύοντας συντρίμμια.
φθόγγο, φθόγγο
αναπλάθω το είδωλό σου.
δεν είσαι κορμί
είσαι τραγούδι.
δώρα
λουλούδια
και τα κομμένα χέρια
του έρωτα.
είναι ουράνιο σώμα
που ταξιδεύει φλεγόμενο
στο διάστημα.
υψώνοντας τα μάτια
βλέπεις τη φωτεινή του
πορεία
στον ουρανό.
Κάποτε
ήρθε ο Ξένος.
Εδώ είπε θα μείνω
δίπλα σου.
Κάναμε τις αναγκαίες
συστάσεις
μέσα στα μάτια του
και ξεκινήσαμε
μια μακρά κι
εποικοδομητική
συνεργασία
που μια μέρα
πήρε αναπάντεχα τέλος.
στο άδειο σου πουκάμισο
που όλοι οι ανέμοι του
τυραννούν το κορμί μου
και το κενό του
εισχωρεί βαθιά στη
μοναξιά μου
και κάθε κύτταρό μου
ανθεί ένα ματωμένο δάκρυ
κι όλος φλόγα χάνομαι
σε μια κόκκινη θάλασσα.