Κάθε βράδυ
γυρνώντας σπίτι
ανεβαίνω σκάλες,
αμέτρητες σκάλες,
τόσες που πλαγιάζω
κατάκοπος να κοιμηθώ.
Και κάθε πρωί
έχω την ίδια απορία:
πως γίνεται να ξυπνώ
μέσα σ’ένα υπόγειο;
Φτύνουν το μέλλον μου
όσοι θαυμάζω
θυμίζοντάς μου
πόσο νέος πέθανα
πόσο νεκρός γεννήθηκα.
Βοηθήστε με να χτίσω κι εγώ
έναν Παρθενώνα
ή έστω να γκρεμίσω
το μικρό δάχτυλο
ενός μαρμάρινου Θεού.
Τώρα που οι Θερμοπύλες
έχουν γυάλινους φρουρούς
και την Ιθάκη
μπορείς να τη βρεις
και στους πιο φτηνούς χάρτες.
Σε ποιον στίβο κατεβαίνεις;
ποιον καλόν αγώνα να αγωνισθείς;
που έχουν οι αφέτες
τα πιστόλια τους γεμάτα,
είν’ οι κριτές αλλήθωροι
και το νήμα του τερματισμού
συρματόσχοινο χοντρό
να κόψει το λαιμό σου.
Δεν είμαστε εμείς
είν’ οι σκιές μας
πάνω σε ξερολιθιές
που άλλοι πέτρα την πέτρα
σώριασαν
κάτω από έναν ξένο ήλιο
που λίγο λίγο με το φως του
μας ξεθωριάζει.
Δεν έχει αιτία
αυτή η σιωπή
δεν έχει λόγο.
Είναι μια λίμνη
που μας περιβάλλει
κι είμαστε βότσαλα
καθισμένα στον πυθμένα της
σκεπασμένα από την λάσπη της.
Μικρά, θαμμένα βότσαλα
που ‘χαν την αυταπάτη
πως μπορούν να την ταράξουν.
Μας καθορίζουν
κάτι ασήμαντα συμβάντα
σαν στίγματα
αόρατα
στο μάτι της αιωνιότητας.
Κι εμείς
που θα μπορούσαμε
να μη χαθούμε
έτσι
αναίτια
κι ανώφελα
χανόμαστε
κουβαλώντας τα
σαν αποδείξεις
της αθωότητάς μας.
Φύγαν
που πήγαν;
οι μέρες
με τα σαν ανοιχτά ροδοπέταλα
στήθια.
Μα θα ξανάρθουν.
Θαμμένες σε ξανθούς γιαλούς
θα τις ξεθάψουν μικρά παιδιά
παίζοντας με τα κουβαδάκια τους.
Μενεξεδένιες νύχτες, φεύγουνε.
Στη γωνιά στρίβει
με το καροτσάκι του ο ήλιος
πλανόδιος
να πουλήσει τις ώρες.
Το εκμαγείο της νύχτας σπάζει.
Τι μας φέρνει;
Ποια μορφή είχε το πρόσωπό μας
πριν την τελευταία ανάσταση;
Στα ράφια τοποθετημένες οι απαντήσεις:
λ ι γ ο σ τ ε ύ ο υ μ ε .
Πού είναι εκείνο το παιδί
με το απονεκρωμένο
νευρικό σύστημα.
Τώρα ένα ξεγδαρμένο κορμί
που αποκαλύφθηκε
ο υποδόριος ιστός.
Όπου τ’ αγγίξεις πονάει.
Θα περνάς σκυφτός
με βήμα αργό
μετρώντας τα πλακάκια
του πεζοδρομίου
με την ελπίδα να τα βρεις
λιγότερα από χθες
γιατί όλη η ζωή
ένα λάθος
που δεν έγινε.
Ψάχνοντας
για το χαμένο Ίλιον
τρυπώ τα μάτια μου
κι οι νύμφες
απ’ τις εφτασφράγιστες κόρες μου
δραπετεύοντας
μ’ αμανέδες
μου τουρκεύουν την Τροία.
Ο χρόνος λιγόστεψε το μολύβι του
πάνω στα πρόσωπά μας.
Δυσδιάκριτα χαραγμένες πια
στο μέτωπο
οι παιδικές μας ζωγραφιές.
Παίζοντας κρυφτό
κρυφτήκαμε για λίγα χρόνια
σ’ άλλες πολιτείες
κι ήρθαμε τώρα εδώ
να πούμε το φτου ξελεφτερία.
-Εσείς
δε γνωρίσατε πόλεμο
δε γνωρίσατε πείνα
δε γνωρίσατε φυλακή.
-Μα όταν θα έρθει ο πόλεμος
δε θα βρει
παρά μονάχα αιχμαλώτους
κι η πείνα πνευματικούς λιμούς
κι όταν θα μας οδηγούν στη φυλακή
θα έχουμε ήδη εκτίσει
ολόκληρη την ποινή της ζωής μας.
Γύρω γύρω σπίτια
και στη μέση έν' ακρογιάλι
χωρίς θάλασσα.
Γύρω γύρω σπίτια
και στη μέση ένα πουλί
χωρίς ουρανό.
Γύρω γύρω σπίτια
και στη μέση ένα δέντρο
χωρίς χώμα.
Γύρω γύρω σπίτια
και στη μέση ένας άνθρωπος
χωρίς ζωή.
Κατοικία μου είναι το σούρουπο
την ώρα εκείνη
που ο ήλιος γείρει
ενώ οι ακτίνες του
ακόμα κρατούν.
Κι αν ψάχνεις να με βρεις
είμαι εκείνος !
ο ήλιος !
ο ήλιος ,
που δεν υπάρχει.
Απόψε θα σε περιμένω
δίπλα στη σιγανή φωτιά μιας καρδιάς
να ‘ρθείς όλη ένα διαμαντένιο δαχτυλίδι
απ’ τον αρραβώνα των Θεών.
Ακούω τα βήματά σου
στα σκαλοπάτια της ζωής μου
γεμάτα ερχομό να μουδιάζουν το χειμώνα
και προσμένω ν’ ανθίσουν στην πόρτα μου
τα χτυπήματά σου
για να κλέψει τα παράθυρά μου ο ωκεανός
και ν’ ανατείλει το τραγούδι του ο ήλιος.
Μόνοι, ιδρωμένοι,
σχεδόν γυμνοί.
Κοντά στη θάλασσα
πάνω στα χόρτα
δίπλα στου τρένου τις γραμμές.
Και το δικό μας λάθος ποιο;
Που αφήσαμε τον έρωτα
στο μουσκεμένο χώμα.
Και πέταξε ρίζες
φύτρωσε
και έγινε λουλούδι
κι άνθισε στο καλοκαίρι μέσα.
Κι ήρθε ο χειμώνας
και το μάρανε.
Δε θέλω απόψε
να σε δώσω του ανέμου.
Θέλω Παναγιά Παρθένα
να σε κρεμάσω στο προσκεφάλι μου
γιατί φουρτουνιάζει η νύχτα
κι ο καιρός γύρισε τ’ ανάποδα
κι όλο γίνομαι και πιο παιδί.
Το παιχνίδι του έρωτα
το έμαθες
στις ρωμαϊκές αρένες
αφήνοντας να πέσει
απ’ τα χέρια
το μαντίλι σου.
Σ’ αναζητώ
μέρες τώρα.
Μαζί με σένα
και το ποίημα.
Δεν ξέρω πια
τι απ’ τα δυο
πιότερο αναζητώ.
Δεν ξέρω πια
τι απ’ τα δυο
πιότερο είσαι.
Τώρα θα είσαι άνεμος
σηκώνοντας
σαν αδειανό πουκάμισο
τα μυστικά σου.
Η βροχή είναι
δώρο για τους λίγους
που δεν πονάν
από την αφόρητη έλλειψη της άνοιξης.
Που πίσω απ’ τα κλειστά
της κάμαρας
και όχι της ψυχής
παραθυρόφυλλα τη βλέπουν.
Πρέπει να σβήσω μια θέα
απ’ του μυαλού μου το μπαλκόνι
που μετά τις κυριακάτικες βροχές
ο καθαρός ορίζοντας μου φέρνει.
Γιατί είναι ένας απατηλός αντικατοπτρισμός
φερμένος απ’ την απόσταση του χρόνου.
Όταν έρχεσαι
μεσ’ απ’ τους δρόμους του καλοκαιριού
με δυο φεγγάρια για μάτια
ασημώνει ο Θεός τον κόσμο
και σ’ αγγίζω
σε κάθε φύλλο του δέντρου
και σε κάθε φύσημα τ’ αγέρα
με τα λόγια μου τραγούδι
πρωτοτραγουδισμένο.
Ο ασθενής
με μια ανοιχτή πληγή στο στήθος
που αιμορραγεί στεναγμούς.
Ο χρόνος της επέμβασης
μεγάλος
ίσως και μια ολόκληρη ζωή.
Θα χρειαστούν
πολλές φιάλες απ’ την αγάπη σου.
Χειρουργικό κρεβάτι
ο έναστρος ουρανός.
Χειρούργος ο χρόνος.
Νυστέρι το αντίο σου.
Έξω απ’ την πόρτα μου
περνά η πομπή.
Βάζω το σακάκι μου
κι έρχομαι.
Θα σας προφτάσω.
Αν δεν είναι
από κείνα τα όνειρα
που όλο τρέχεις να ξεφύγεις
κι όλο στο ίδιο σημείο βρίσκεσαι.
Ο φανοστάτης του δρόμου
που γύρω του γυρνούν
οι πεταλούδες της νύχτας.
Όμοια σαν τις άλλες, τις πραγματικές
τις καίει, τις τσουρουφλίζει
τις ζαρώνει.
Κι εκεί στο φως
μπρος στα έκπληκτα μάτια όλων
τις εξαφανίζει.
Μόνο την ξαφνική
κάθετη πτώση τους βλέπεις
σαν αεροπλάνο που πέφτει
ή σαν αυτοκίνητο
που στριγκλίζοντας οι τροχοί
χάνεται στο σκοτάδι.
Βλέπω την όμορφη ουσία του ανθρώπου
που κυλά
απ’ τα δάχτυλα στο άγγιγμα
απ’ τα χείλη στο φιλί
απ’ το μυαλό στη σκέψη
και βάφει τα γκρίζα σύννεφα λευκά
τη γλυκιά ώρα της βροχής
κάθε που ξημερώνει φθινόπωρο
όταν η ψυχή μου
σαν άσπρο περιστέρι
ξεκολλά απ’ το παράθυρο
και πετά.
Αυτή η θάλασσα
αυτά τα δέντρα
αυτή η απέναντι ξηρά
δεν είναι δικά μου.
Όταν φύγω
μπορεί να μην ξαναγυρίσω
να μην τα ξαναδώ.
Κι αν με αναζητήσουν
τι θα τους πω;
Δεν καταλαβαίνει η θάλασσα
από ιδιοκτησίες.
Ήλιος ξυπόλυτος
με πληγιασμένες τις πατούσες
κοιμάται με τη θάλασσα
φιλά το φουσκωμένο στήθος της
ο έρωτάς τους
σηκώνεται στον ουρανό
φεγγάρι κόκκινο.
Η θάλασσα
μας έγλειφε τα πόδια
κι ο ήλιος
κρεμασμένος στη δαντέλα της
εκλιπαρούσε να μη δύσει.
Κι άναβε στης γης το καντήλι η νύχτα
άναβε στις καρδιές μας
το αεράκι του καλοκαιριού
και στης σελήνης το μοναχικό ναό
αρχινάγαμε την προσευχή
με των λιγόφωτων άστρων
το κομποσχοίνι.
Όλη μέρα πάσχιζα
πίσω απ’ τους πράσινους λόφους
να διακρίνω τη θάλασσα.
Μα η ζεστή, βαριά ατμόσφαιρα
αχνίζοντας δε μ’ άφηνε.
Μόνο κατά το βράδυ
όταν το φεγγάρι
φωτεινό και μεγάλο
ανέβηκε στον ουρανό
φάνηκε στο βάθος
σαν νεογέννητο παιδί
να ροδίζει το πέλαγο.
Αν τώρα
σκαρφαλώσω στην κουπαστή
και βάλω ένα τέλος
πηδώντας
στις αργυρές ανταύγειες
του φεγγαριού
ερωτική απογοήτευση
κάποιοι θα πουν
άλλοι επαγγελματική αποτυχία.
Κανείς δεν θα υποπτευθεί
το φεγγάρι.
Ζηλεύω τους ναυτικούς
που επιστρέφουν
με την κούραση του ταξιδιού
ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους.
Εγώ αναλώθηκα
να συνάζω προμήθειες
όλο και για πιο μακρύ
ταξίδι υπολογίζοντας.
Κι από το μεγάλο βάρος
άρχισε το καράβι να μπατάρει
και μες στο λιμάνι
κινδυνεύει να βουλιάξει.
Πάντα με βρίσκει το ταξίδι
απροετοίμαστο.
Να φτιάχνω βαλίτσες
να βγάζω διαβατήρια
να χάνομαι σε χάρτες.
Και οι εποχές
περνούν γρήγορα.
Και κει που ξεκινήσαμε
να πάμε καλοκαίρι
τώρα έχει φανεί χειμώνας.
Στα ταξίδια μου ελάτε
ως ναυτικοί
ως καπετάνιοι
ή ως απλοί συνταξιδιώτες.
Στα ταξίδια μου ελάτε
ως ναυαγοί.
Παλεύω με το κάθε λεπτό.
Το ξεμοναχιάζω και το νικώ
βασισμένος στο μόνο του μειονέκτημα
τη μικρή διάρκεια ζωής.
Μα όταν έρχονται σε ομάδες
κατά ώρες, κατά μέρες
κατά μήνες
υποχωρώ
και νιώθω πως χάνω.
Δεν ωφελεί να κάνεις μπροστά
ούτε πίσω, ούτε δεξιά.
Σ’ όλες τις οδούς την ίδια ονομασία θα βρεις:
«λάθος δρόμος».
Μα μην πανικοβάλλεσαι
γιατί δε βρίσκεσαι
απλώς σε λάθος δρόμο.
Βρίσκεσαι σε λάθος πόλη
και ίσως, ίσως
και σε λάθος ζωή.
Εγώ ο πρώην ηχηρός
με λέξεις εύηχες
μα άηχες
τη μελωδία μου συνθέτω
πάντα τονίζοντας
το μέρος το ασθενές
σε μέτρο ελλειπτικό
με συνεχές ντιμινουέντο.
Κι η απάντησή σου παύσεις.
Εκφράζομαι με λόγια απλά
γιατί απευθύνομαι
στο παιδικό εκείνο κομμάτι
της ψυχής των ανθρώπων
που ακόμα ξεχωρίζει τα πράγματα
απ’ τη μυρωδιά και το χρώμα τους.
μια κηλίδα φως
απ’ τη νύχτα
που αιμορράγησε.
μας εμβόλισε η μέρα
και το σκοτεινό μας πλοίο
βυθίστηκε
στα βάθη της αυγής.
στο χρυσό βουτιέται
τ’ αργυρό σκεύος του κόσμου
κι επιχρυσώνεται.
φασκιώνοντας
σε γαλάζιες γάζες
το απέραντο.
Όταν αξόδευτα
τα χρόνια σου κρατάς.
Όταν στο κελάρι
σε μεγάλα βαρέλια
το λάδι της ζωής σου
συσσωρεύεται,
η πιο μεγάλη σπατάλη
είναι ο θάνατος
Οι ώρες μας πήγαν στους τόπους που ο αέρας με τα
πεσμένα φύλλα κρατούν τα σκήπτρα και λίγα μόνο νεκρά πλαστικά λουλούδια ανθούν
μες στο χειμώνα.
Χιλιάδες μάτια με σβησμένες τις κόρες, σαν ν’
αντάμωναν καράβι, όλο λαχτάρα μας ρωτούσαν για τους Μεγαλέξανδρους.
Κι εμείς τους ρωτούσαμε για το δικό τους άγνωστο
κόσμο, την τεράστια αυτή νερορουφήχτρα που μας κλέβει στα σπλάχνα της όλα αυτά
που οι ώρες όλο και μεγαλώνουν, όλο και πιο δικά μας κάνουν, τα δικά μας από
πρώτα, απ’ την πρώτη στιγμή της δημιουργίας τους και της δημιουργίας μας.
Και στο ερώτημά μας σφραγίζονταν οι πλάκες μ’ έναν
κωφό θόρυβο, ένα συννεφιασμένο πάταγο.
Και φτάσαμε εκεί, που άλλοτε δεν υπήρχαν βαρείς
συλλογισμοί και ήταν τα παράθυρα ανοιχτά και τα τραγούδια μεγάλα.
Κι είδα τις φίλες να μιλούν κι η μια να μην ακούει.
Κι αυτή που μιλούσε δε μιλούσε, έκλαιγε κι η άλλη δεν
έκλαιγε, γελούσε.
Κι ώρα πολλή κράτησε ο ανύπαρκτος διάλογος, ώρα πολλή
που λεπτό δεν ήταν.
Είπαμε για τα λευκά απογεύματα, πριν απ’ τις λευκές
νύχτες και τα τραπέζια, τα στρωμένα με τα κεντητά τραπεζομάντιλα.
Είπαμε για το φως που φώτιζε το πρόσωπο, πριν το
πρόσωπο βυθιστεί στο σκοτάδι, και μαζί πλανηθήκαμε στους δρόμους.
Και φτάσαμε εκεί.
Εκεί που ένα βράδυ βρήκες μια μεγάλη πόρτα και άξαφνα,
χωρίς να ρωτήσεις κανέναν, με τη γνωστή σου αφέλεια την άνοιξες «την άνοιξες
και μπήκες».
Και ένα μόνο ματωμένο αντίο άφησες στην άσφαλτο για να
ξηγήσεις την απόφασή σου εκείνη.
Εις μνήμην του δασκάλου μου
Κώστα Σαμψαρέλου
Αυτό το κρεβάτι
ήταν χωράφι
σπαρμένο με τους σπόρους
το πόνου και της θλίψης.
Και το κορμί σου πάνω του
αργολιώνοντας
έγινε λίπασμα
για να καρπίσει ο θάνατος.
Να ‘ρθείς ξανά την άνοιξη
με την παλιά σου μορφή.
Θα σου φυλάξω ως τότε
σ’ ένα μικρό κουτί
όλες τις αναμνήσεις
που μου χάρισες.
Θα μου δείχνεις
τα χέρια σου
τα πόδια σου
πόσο νέος ήσουν
πόσο ζωντανός.
Μόνο να ‘ρθείς μέρα
γιατί τη νύχτα
σας ονομάζουν φαντάσματα.
Δε γνώριζε
τι ήταν κλειδαριά
αυτό το σπίτι,
δε γνώριζε τι ήταν κλειδιά.
Αρκούσε να σπρώξεις την πόρτα
που κι αυτή
τις περισσότερες φορές
ήταν ορθάνοιχτη
για να μπεις.
Μια μικρή προέκταση της θάλασσας.
Το ίδιο ανοιχτό
το ίδιο ζωντανό και θορυβώδες.
Τώρα το γέμισαν λουκέτα.
Τώρα κι η θάλασσα
φαντάζει αλλιώς.
Κλείδωσαν την πόρτα με λουκέτο.
Μας κλείδωσαν τις αναμνήσεις
τα δροσερά απογεύματα
τις νύχτες του αγέρα.
Μας άφησαν δικό μας
όλον τον υπόλοιπο κόσμο.
Μάταιο.
Γιατί δικό μας
είναι μόνο εκείνο
το μικρό κλειδωμένο σπίτι
στην ακρογιαλιά.
Γύρισε κι αυτή η σελίδα
κι απ’ τη μια της πλευρά
είχε μια μεστή, βαθιά ζωή
γεμάτη
πόνο και έρωτα
μνήμη και ιστορία
πειράγματα και τραγούδια.
Κι απ’ την άλλη
λίγο χορταριασμένο χώμα.
Αύριο
θα ‘ρθω να σε συναντήσω
κάτω απ’ το παγωμένο
μάρμαρο.
Μα εκεί
δε θα βρω εσένα
θα βρω
τα παιδικά μου χρόνια
τα παιδικά μου όνειρα
παγωμένα
μαρμαρωμένα.
Ήμουν κι εγώ εκεί
ήταν κι άλλοι πολλοί
ίσως να ήσουν κι εσύ.
Η αυλή σου χορτάριασε.
Άνθρωποι μπαίνουν, βγαίνουν
λεηλατούν ό,τι τους είναι χρήσιμο
απ’ το εγκαταλειμμένο σπίτι.
Τις αναμνήσεις όμως
κανείς δεν τις άγγιξε
μένουν πάνω στο τραπέζι
που έγραφες.
Τώρα κι αυτό
έχει χάσει το ένα του πόδι
όπως κι εσύ πριν το μοιραίο.
Η θάλασσα στη μοναξιά
μουρμουρίζει τις ιστορίες
που κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο
κρυφάκουγε.
Σε πήρε η θάλασσα.
Μια νύχτα φούσκωσε
μπήκε στην αυλή σου
και χάθηκες.
Το αποδεικνύει η αλμύρα.
Δεν μπορεί να είναι από δάκρυα.
Δεν είχες κανέναν να σε κλάψει.
ήσασταν μόνοι οι δυο.
Εσύ και η θάλασσα.
Στο τέλος σμίξατε.
Τώρα που είσαι
ένα κομμάτι κάγκελο
δίπλα στη θάλασσα
ένα λευκό πανί
στο βάθος του ορίζοντα
πες μου
που θα ξεχειμωνιάζουν
πια τα καλοκαίρια;
Σε ποια γωνιά
της χορταριασμένης σου αυλής
θα κλωσάει τα αυγά της
η άνοιξη;