Η Καλυψώ κατά τον Όμηρο ζούσε στο νησί Ωγυγία. Κατοικούσε σε ένα μεγάλο σπήλαιο, κοντά στην είσοδο του οποίου υπήρχαν φυσικοί κήποι, δάσος και πηγές. Εκεί περνούσε τη μέρα της η νύμφη υφαίνοντας. Ήταν μια καλλίκομη νεράιδα, με όμορφες πλεξούδες, και αρχοντική. Επίσης, οι ασχολίες της στο νησί (όπως τις είδε και ο Ερμής) ήταν όμοιες με αυτές μιας νοικοκυράς: κόρωνε στη σχάρα μια φωτιά μεγάλη και τραγουδούσε με την ουράνια φωνή της, υφαίνοντας στον αργαλειό με τη χρυσή σαΐτα.
Η Καλυψώ υποδέχτηκε τον Οδυσσέα στο νησί της ως ναυαγό, τον ερωτεύθηκε και γι’ αυτό τον κράτησε κοντά της πάνω από εφτά χρόνια. Όμως υπήρξε κτητική. Ανάγκασε τον Οδυσσέα να μοιράζεται τη ζωή μαζί της και τον έφτασε στο σημείο να καταφεύγει κάθε μέρα στην ακτή και να κλαίει, αγναντεύοντας με λαχτάρα και νοσταλγία το πέλαγος.
Ωστόσο, την ευτυχία της Καλυψώς ήρθε να διασαλεύσει η επίσκεψη του Ερμή, αγγελιαφόρου των θεών και απεσταλμένου του Δία σε αυτήν. Η θεά τον υποδέχτηκε με χαρά, τον φρόντισε, του έδωσε νέκταρ και αμβροσία, όπως άρμοζε στους θεούς, τηρώντας το τυπικό της φιλοξενίας των θνητών. Στη συνέχεια, του ανακοίνωσε ότι πρόθυμα θα πραγματοποιούσε την επιθυμία του καλεσμένου της.
Παράλληλα, παρουσιάζεται και η ευαίσθητη γυναικεία φύση της Καλυψώς, που ?ρίγησε?, όταν άκουσε τα λόγια του Ερμή ότι έπρεπε να αφήσει τον Οδυσσέα να φύγει από το νησί της. Ξαφνιάστηκε, αφού δεν περίμενε να ακούσει κάτι τέτοιο ύστερα από τόσα χρόνια που είχε μείνει μαζί της ο Οδυσσέας. Οργίστηκε με τους θεούς και τους αποκάλεσε άσπλαχνους και ζηλόφθονες (αναφέροντας παρόμοιες περιπτώσεις έρωτα θεάς με θνητό), επειδή από ζήλια σκότωσαν τους θνητούς. Η ίδια θεωρεί πως δικαιούται να κρατήσει κοντά της τον Οδυσσέα, αφού τον έσωσε από βέβαιο θάνατο, όταν ο ίδιος ο Δίας είχε στραφεί εναντίον του. Η Καλυψώ ?προκειμένου να δελεάσει τον Οδυσσέα να μείνει κοντά της? του υποσχέθηκε αθανασία και αιώνια νεότητα με τίμημα τη λήθη, αλλά ο Οδυσσέας δεν εγκαταλείφθηκε στη γοητεία της, γιατί ο βαθύτερος εσωτερικός πόθος του ήταν η επιστροφή του στην Ιθάκη.
Παρ’ όλα αυτά, η Καλυψώ δεν αντιτάχθηκε στην εντολή του βασιλιά των θεών και πήρε την τελική απόφαση να αφήσει τον Οδυσσέα να γυρίσει στην πατρίδα του, αποδίδοντας μάλιστα την απόφαση αυτή σε δική της πρωτοβουλία και αποκρύβοντας για δύο λόγους την αλήθεια (ότι δηλαδή η απόφαση για την επιστροφή του Οδυσσέα στον τόπο του είναι θέλημα των θεών), επειδή:
α) ήθελε να του δείξει πόσο μεγάλη ήταν η αγάπη της γι? αυτόν, και
β) ο Οδυσσέας δεν έπρεπε να ξέρει ότι η επιστροφή τού χαρίστηκε από τους θεούς, αλλά να αγωνιστεί και να την κερδίσει με τις δικές του δυνάμεις.
Παρ’ όλα αυτά, η Καλυψώ συνέχισε να είναι μια ερωτευμένη γυναίκα, που νοιαζόταν και ενδιαφερόταν για τον Οδυσσέα. Έτσι, του ανέφερε τον τρόπο με τον οποίο θα γύριζε ασφαλής στην Ιθάκη. Στην ύστατη προσπάθειά της να κρατήσει κοντά της τον Οδυσσέα η Καλυψώ ταπεινώθηκε, αφού θεά αυτή συνέκρινε την ομορφιά της με την ομορφιά της θνητής Πηνελόπης.
Μετά από αυτό, η Καλυψώ με μεγάλη της λύπη τον άφησε να φύγει, αφού πρώτα του έδωσε ξυλεία και πανί για να κατασκευάσει μία σχεδία, καθώς και προμήθειες για το ταξίδι του. Επίσης, του υπέδειξε τους αστέρες που έπρεπε να παρατηρεί, για να ρυθμίζει την πορεία του.
Από όλα τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι η Καλυψώ, παρά τη θεϊκή της υπόσταση, κυριαρχούνταν από ανθρώπινα αισθήματα και συμπεριφερόταν ως μια κοινή θνητή γυναίκα (ανθρωπομορφισμός). Επιμελούνταν την εμφάνισή της, φρόντιζε το νησί της, υποδεχόταν τους ξένους όπως αρμόζει σε μία οικοδέσποινα, και τέλος έτρεφε αισθήματα για έναν άντρα-θνητό και τον διεκδικούσε, όπως θα έκανε κάθε θνητή γυναίκα για τον άντρα που αγαπάει. Αγαπούσε έναν θνητό με στοργή και τρυφερότητα και ζέσταινε στον νου της την ιδέα να τον καταστήσει αθάνατο, ώστε να τον έχει πάντοτε κοντά της.