Απόσπασμα από το κείμενο «Ένας ποιητής» με το οποίο ο λογοτέχνης Γρηγόριος Ξενόπουλος παρουσίασε τον Κ.Π. Καβάφη στο αθηναϊκό κοινό το 1903.1
«Οπωσδήποτε, κατά μέσον όρον, κάθε ποίημα του Καβάφη κυοφορείται όσον και ο άνθρωπος: εννέα μήνας. Η έμπνευσις, η σύλληψις, δεν ειμπορεί παρά να είναι στιγμιαία• αλλ' εις τον Καβάφην έρχεται ως αποτέλεσμα και ούτως ειπείν ως αμοιβή της μακράς και επιμόνου προσηλώσεώς του εις ωρισμένον αντικείμενον, εις ωρισμένον κύκλον ιδεών.
Τώρα εσχημάτισε τον πυρήνα του, κατέχει την ιδέαν του, ηξεύρει καλά τι θα ειπή. Αλλά πώς θα το ειπή; πώς θα το αισθητοποιήση; με τι υλικόν θ' αποτελέση την βαθυτέραν εκείνην μορφήν, την ουσιαστικωτέραν, η οποία δεν έχει σχέσιν ούτε με την λέξιν, ούτε με τον ρυθμόν, ούτε με την ρίμαν; την καθαυτό καλλιτεχνικήν μορφήν, η οποία μένει και αφού τυχόν αλλαχθούν ολ' αυτά; Υποθέτω, ότι δια τον Καβάφην και η εργασία αυτή, η ολωσδιόλου διανοητική, απαιτεί πολύν χρόνον.
Αλλ' αφού τελειώση, το ποίημα, κατ' ουσίαν, είναι έτοιμον. Δεν μένει παρά να εκφρασθή. Να εκλεχθούν δηλαδή αι απολύτως αναγκαίαι λέξεις, ώστε να μη περισσεύη, να μη λείπη καμμία, και να παραταχθούν κατά τρόπον ώστε ν' αποτελέσουν μίαν εξωτάτην μορφήν, τελείως αρμόζουσαν, τελείως ανταποκρινομένην προς την ιδέαν.
Και η εργασία αυτή απαιτεί τον περισσότερον χρόνον. Τώρα ο ποιητής θα λεπτολογήση -με όλον του το δικαίωμα πλέον- και θα έχη να κάμη με όλα εκείνα τα «μικρά πράγματα» του Μιχαήλ Αγγέλου, τα βασανιστικά, που αποτελούν την τελειότητα, η οποία όμως δεν είναι «μικρόν πράγμα»...
Και από το απελπιστικόν εκείνον χάος των σβυσιμάτων, των προσθηκών, των παραπομπών, των αλλεπαλλήλων διορθώσεων, από τον λαβύρινθον του χειρογράφου, που μαρτυρεί τόσους αγώνας, τόσην μακροχρόνιον προσπάθειαν, τόσον δισταγμόν, ο ποιητής, διστάζων ακόμη, θα ξεχωρίση τους ολίγους του τελευταίους στίχους, θα τους καθαρογράψη, και με την γενναιοτέραν προσπάθειαν, καταπνίγων τον τελευταίον, τον επιμονώτερον δισταγμόν -αν το κατορθώση- θα τους υπογράψη».
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ