Η Ανακύκλωση στην Ελλάδα

Τρία εκατομμύρια τόνοι οικιακών απορριμμάτων παράγονται ετησίως στην Ελλάδα. Τα απορρίμματα αυτά αρκούν για να καλύψουν με τον όγκο τους
ην εθνική οδό από το Ναύπλιο ως την Αλεξανδρούπολη, με ένα στρώμα ύψους ενός μέτρου! Αν σ'αυτά προσθέσουμε και τις χιλιάδες τόνους
βιομηχανικών και νοσοκομειακών αποβλήτων, καθώς και τις ακόμη μεγαλύτερες ποσότητες των αδρανών υλικών που καταλήγουν στις χωματερές,
εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί η διαχείριση των απορριμμάτων έχει εξελιχθεί σε εφιάλτη της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Η έλλειψη οργάνωσης και υποδομής στο τοπικό επίπεδο έχει ως αποτέλεσμα την απευθείας πολλές φορές απόρριψη των σκουπιδιών σε χαράδρες,
σε ποτάμια, στη θάλασσα ή στον πιο πρόχειρο δημόσιο ή απερίφρακτο χώρο. Μια πρώτη απόπειρα καταγραφής αναφέρει σχεδόν 3.000 χωματερές
σε ολόκληρη τη χώρα, το 70% των οποίων είναι τελείως ανεξέλεγκτες, δεν πληρούν ούτε τις στοιχειώδεις προδιαγραφές και οι οποίες, παρόλα αυτά,
δέχονται πάνω από ένα εκατομμύριο τόνους απορριμμάτων το χρόνο.
Μια απ τις λύσεις που συχνά προτείνονται, ιδιαίτερα για τα οικιακά και τα νοσοκομειακά απορρίμματα, αλλά συχνά και για τα βιομηχανικά απόβλητα
είναι η καύση ή όπως αλλιώς λέγεται η θερμοκαταστροφή τους. Όμως η μέθοδος αυτή απειλεί το περιβάλλον και την υγεία των ανθρώπων μέσω της
εκπομπής ιδιαίτερα τοξικών ρύπων, όπως είναι οι διοξίνες και εκατοντάδες άλλες χλωριωμένες ενώσεις. Εξάλλου, τα ενεργειακά οφέλη από την καύση
είναι σχετικά μικρά αν τα συγκρίνουμε με το περιβαλλοντικό και το επενδυτικό κόστος, πράγμα που κάνει έτσι κι αλλιώς την όλη επιχείρηση
ασύμφορη για τα ελληνικά δεδομένα.

Στην Ελλάδα, η ανακύκλωση έχει σχεδόν ταυτιστεί με την απλή συλλογή του χαρτιού και του αλουμινίου από τα αναψυκτικά και οι
περισσότερες προσπάθειες έμειναν στο στάδιο των πιλοτικών προγραμμάτων, τόσο από τους δήμους, όσο και από τους ιδιώτες. Απουσίασαν οι
ολοκληρωμένες θεωρήσεις και κυρίως η εξασφάλιση της αγοράς για την προώθηση των πρώτων υλών από τα χρησιμοποιούμενα προϊόντα.
Για πολλά υλικά, όπως για παράδειγμα το γυαλί, η απορρόφησή του από τις δύο υπάρχουσες βιομηχανίες είναι προβληματική, και το κόστος
μεταφοράς του τεράστιο, ιδιαίτερα από την περιφέρεια. Σε ότι αφορά στο χαρτί, παρά τα σχετικά ικανοποιητικά ποσοστά συλλογής τόσο από
ιδιώτες όσο και από ποικίλους φορείς, η τιμή της αγοράς από τις χαρτοβιομηχανίες έχει μεγάλες διακυμάνσεις, οι απαιτήσεις για την ποιότητα
της χαρτόμαζας συχνά δεν μπορούν να ικανοποιηθούν και εν τέλει το κόστος από την όλη επιχείρηση είναι συνήθως τόσο υψηλό, που καθιστά
προβληματική την οικονονική βιωσιμότητα των φορέων διαχείρισης. Οι περισσότεροι, ύστερα από ένα πρώτο διάστημα ευφορίας, συνήθως
εγκαταλείπουν την προσπάθεια. Στην περίπτωση τέλος του αλουμινίου τα πράγματα είναι κάπως καλύτερα. Σε αυτό συνέβαλε σημαντικά η
εμπλοκή των εταιρειών εμφιάλωσης καθώς και η εισαγωγή κάποιων κανόνων στην κατασκευή και τη σύνθεση των συσκευασιών.

Μια τυπική ανάλυση των απορριμμάτων της Αθήνας και άλλων αστικών κέντρων, δείχνει ότι το 50% περίπου του φορτίου των
απορριμματοφόρων αποτελείται από οργανικά υλικά (κατάλοιπα τροφίμων δηλαδή), τα οποία θα μπορούσαν υπό προϋποθέσεις να
μετατραπούν σε χρήσιμο λίπασμα και εδαφοβελτιωτικό, ενώ ένα ποσοστό 40% είναι υλικά συσκευασίας (δηλ. χαρτί, γυαλί και μέταλλα).
Θεωρητικά λοιπόν το 90% των απορριμμάτων μπορεί να ανακυκλωθεί, ενώ το υπόλοιπο 10% αποτελείται από αδρανή κυρίως υλικά
(υφάσματα, ξύλο κλπ), που μπορούν να καταλήξουν σε χώρους διάθεσης χωρίς σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα.
Δεδομένου μάλιστα ότι η συσκευασία αποτελεί το 40% (ή και 60% σε ορισμένες περιπτώσεις όπως οι τουριστικές περιοχές το καλοκαίρι)
του όγκου των σκουπιδιών, τα περιθώρια παρέμβασης και βελτίωσης της κατάστασης είναι τεράστια.

Το 2010 η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς την ανακύκλωση. Ένας λόγος είναι ότι δεν υπάρχουν
για τους πολίτες και τις εταιρίες κίνητρα να συμμετέχουν σε προγράμματα ανακύκλωσης.

Πηγή:www.anakyklosi.idx.gr