«Αυτό που με εκνευρίζει στη σύγχρονη μουσική, είναι ότι όλοι βασίζονται στο Eγώ τους. Το μόνο που μετράει σήμερα είναι να πουλάς και να βγάζεις λεφτά. Δεν έχει να κάνει με το ταλέντο. Υπάρχουν γκρουπ που πουλάνε εκατομμύρια δίσκους και μετά εξαφανίζονται. Αραγε θα θυμόμαστε τους εγωκεντρικούς U2 σε 30 χρόνια; Ή τις Σπάις Γκερλς; Πολύ αμφιβάλλω».

Τον Τζορτζ Χάρισον, πάντως, θα τον θυμόμαστε. Γιατί προκάλεσε με τη σιωπή του, αμφισβητήθηκε με τη μουσική του, αποθεώθηκε, απομονώθηκε, έγινε μύθος. Εφυγε γρήγορα, στα 58 του χρόνια, χωρίς να αφήσει την κιθάρα του ούτε στιγμή, χωρίς να προδώσει την τέχνη του ούτε να προκαλέσει οίκτο. Θύμωσε με τον καρκίνο, τον «διέψευσε» στον εαυτό του και στα Μέσα, πολέμησε μέχρι το τέλος, μόνος.

Mε μία σκέψη

«Δεν παραμυθιάζομαι κάθε μέρα λέγοντας ότι είμαι ο Τζορτζ Χάρισον από τους Μπιτλς. Aνήκω στο ζώδιο των Iχθύων, ένας άνθρωπος ακραίος». Το νεότερο και πιο ήσυχο «Σκαθάρι», ο τραγουδιστής, συνθέτης και στιχουργός, ο κιθαρίστας των Fab Four, πέθανε την Πέμπτη στο σπίτι του φίλου του Γκάβιν ντε Μπέκερ στο Λος Αντζελες (13.30 τοπική ώρα). Οπως δήλωσε εκείνος: «Εφυγε με μία σκέψη μόνο: να αγαπάμε αλλήλους». Τόσο η γυναίκα του Ολίβια (η δεύτερη σύζυγός του από το 1978) όσο και ο 24χρονος γιος του Ντάνιν βρίσκονταν στο πλευρό του, διαρκώς. Kαι όταν έκανε χημειοθεραπεία στην Ελβετία, τον περασμένο Ιούλιο, και στην εγχείρηση στην οποία υποβλήθηκε για τον καρκίνο στο πνεύμονα και για να τον αποχαιρετίσει με τον δικό της τρόπο: «Αφησε τον κόσμο όπως ακριβώς έζησε σε αυτόν, με δέος απέναντι στον Θεό, θαρραλέος απέναντι στον θάνατο και γαλήνιος, περιτριγυρισμένος από την οικογένεια και τους φίλους του. Συνήθιζε να λέει: «Οτιδήποτε άλλο μπορεί να περιμένει. Εκτός από την αναζήτηση για τον Θεό και την αγάπη για τον άλλο».

Δεν αναλώθηκε ποτέ σε περιττά λόγια. Επέλεγε πάντα τον συνομιλητή του, μιλούσε μόνο όταν υπήρχε λόγος. Oπως τότε, το 1964, στα 21 του γενέθλια, μακριά από το σπίτι του, που έλεγε πόσο ευτυχισμένος ήταν στο γκρουπ, προβλέποντας όμως ότι δεν θα γίνονταν ποτέ εκατομμυριούχοι(!) «Απογοητεύτηκα που γίναμε τελικά τόσο διάσημοι, γιατί σαν μουσικοί, τα πρώτα χρόνια ήμαστε πολύ καλοί, αλλά όσο πιο γνωστοί γινόμασταν, τόσο κάναμε εκπτώσεις». Ή αργότερα, το 1985, όταν εξέφρασε το πάθος του για τον κινηματογράφο και το 1987, όταν σε μια σπάνια εξομολόγηση, 17 χρόνια μετά τη διάλυση των «Σκαθαριών», είπε: «Δεν έγραψα όσα κομμάτια ήθελα. Ηταν σαν να έχεις διάρροια και να μη σε αφήνουν να πας στην τουαλέτα».

Υπήρξε ο λιγότερο ομιλητικός από τους Μπιτλς, πάντα στη σκιά του Τζον και του Πολ. Είχε περιγράψει κάποτε τον εαυτό του ως «το Σκαθάρι της οικονομικής θέσης. Ενιωθα σαν ένας παρατηρητής των Μπιτλς, ακόμη κι αν ήμουν μαζί τους. Νομίζω ότι ο Τζον και ο Πολ ήταν οι σταρ».

Μπορεί να υπήρξε φειδωλός αλλά δεν φοβόταν τις λέξεις. Οταν μάλιστα είχε κυκλοφορήσει η φήμη για επανασύνδεση του γκρουπ, είχε πει: «Δεν θέλω να ξαναπαίξω ποτέ στο ίδιο γκρουπ με τον Πολ Μακ Κάρτνεϊ». Μόλις ανακοινώθηκε η είδηση του θανάτου του, όλοι έσπευσαν να δημοσιοποιήσουν τη θλίψη τους. Ολοι, από τον βιογράφο του Αλαν Κλέισον («απεχθανόταν τη Σκαθαρομανία») μέχρι τον Μπομπ Γκέλντοφ («η θέση του στην ποπ κουλτούρα είναι απολύτως ασφαλής») και τη Γιόκο Ονο, χήρα του Τζον Λένον («ευχαριστώ, Τζορτζ, ήταν τιμή μου που σε γνώρισα»). Αν και ο πρωθυπουργός της Αγγλίας, Τόνι Μπλερ, δεν τον γνώριζε προσωπικά, δήλωσε: «Οι άνθρωποι της γενιάς μου μεγάλωσαν με τους Μπιτλς». Ο σερ Πολ Μακ Κάρτνεϊ είπε: «Είμαι συντετριμμένος και πολύ, πολύ λυπημένος. Ξέραμε ότι ήταν άρρωστος εδώ και καιρό. Υπήρξε ένας αξιαγάπητος και ένας εξαιρετικά γενναίος άνθρωπος με υπέροχη αίσθηση του χιούμορ. Τον θεωρούσα πάντα τον μικρό μου αδελφό».

Tρόπος ζωής

Εχουν γραφτεί ήδη πολλά για τη ζωή του Τζορτζ Χάρισον και τώρα θα γραφτούν πολλά ακόμη. Επέλεξε τον διαλογισμό ως τρόπο ζωής. Δεν έβγαινε συχνά, τα τελευταία χρόνια είχε κόψει το κάπνισμα, ήταν χορτοφάγος, δεν διάβαζε εφημερίδες, δεν έβλεπε τηλεόραση, δεν πήγαινε σε συναυλίες. Θα μάθουμε κάθε λεπτομέρεια για την απόπειρα δολοφονίας που είχε δεχτεί στο σπίτι του στο Oxfordshire το 1999 («τότε που σχεδόν δολοφονήθηκα»).

Για την πρώτη του συνάντηση με τον Τζον Λένον, τον Πολ Μακ Κάρτνεϊ, τον Ρίνγκο Σταρ, στο Λίβερπουλ, στον τόπο όπου μεγάλωσαν, στην πόλη που σήμερα πενθεί. Για τον πατέρα του, οδηγό λεωφορείου, τα φτωχικά παιδικά του χρόνια, την υποτροφία στο Liverpool Institute, την πρώτη του κιθάρα, τους Quarrymen, τον ήρωά του, Καρλ Πέρκινς. Αλλά και για τη μετα–Μπιτλς εποχή, το τριπλό σόλο άλμπουμ, «All things must pass», το οποίο επανακυκλοφόρησε φέτος, την κηπουρική ως αγαπημένο χόμπι. Για τον ρόλο του ως κινηματογραφικό παραγωγό.

Για τη φράση του Φρανκ Σινάτρα, «το “Something” είναι το μεγαλύτερο ερωτικό τραγούδι που γράφτηκε ποτέ», ένα κομμάτι που είχε γράψει για τον Ρέι Τσαρλς. Για τη συνεργασία του με τον Μπομπ Ντίλαν, τον Ραβί Σανκάρ, τον Ερικ Κλάπτον, τον Ρόι Ορμπισον. «Η μουσική μου δεν πηγαίνει ανάλογα με τις τάσεις της μόδας. Τα παντελόνια μου δεν αλλάζουν γραμμή κάθε έξι μήνες. Η μουσική μου παραμένει αναλλοίωτη». Και ο θάνατος; «Ο θάνατος είναι το πανωφόρι που φεύγει. Το πνεύμα μένει»

01/12/2001

Καθημερινή

Σαντυ Τσαντακη
 
Λίστα όλων των άρθρων