Tο 1966, η 25χρονη Λίντα Ιστμαν εργαζόταν στη γραμματεία ενός μικρού νεοϋορκέζικου περιοδικού, του «Town & Country», όταν στα χέρια της έπεσε μια πρόσκληση για τη συνέντευξη Τύπου που οι Ρόλινγκ Στόουνς θα έδιναν σε μια αποβάθρα του Χάντσον Ρίβερ. Η «ανήσυχη» και φιλόδοξη νεαρή δεν δίστασε καθόλου. Πήρε την πρόσκληση, πέρασε το λουρί της φωτογραφικής μηχανής της γύρω από το λαιμό της (η φωτογραφία ανέκαθεν ήταν το μεράκι της) και, μαζί με δεκάδες δημοσιογράφους και φωτογράφους, ήταν στην ώρα της για το προκαθορισμένο ραντεβού. Λίγες ώρες μετά, όταν το γιοτ του γκρουπ αναχωρούσε για μια μικρή κρουαζιέρα στον ποταμό, η κατάξανθη Αμερικανίδα ήταν η μοναδική από τους ανθρώπους του Τύπου που είχε επιβιβαστεί μαζί τους.

Λέγεται πως η μέρα εκείνη ήταν η απαρχή ενός βραχύβιου αλλά φλογερού ειδυλλίου με τον Μικ Τζάγκερ. Αλήθεια ή όχι, γεγονός είναι πως όταν το πολυτελές σκάφος έριξε ξανά άγκυρα, η ζωή της είχε αλλάξει για πάντα. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που η Ιστμαν τράβηξε εν πλω -και φυσικά «μοσχοπούλησε»- έμελλε να είναι οι πρώτες σε μια μεγάλη καριέρα, γεμάτη επιτυχίες, συγκινήσεις και χρήμα: ένα τρίπτυχο που η Αμερικανίδα φωτογράφος γνώρισε καλά...

Στη θέση της γραμματέως η Λίντα δεν έμεινε για πολύ μετά την αποκλειστικότητα που πέτυχε, σε μια εποχή που το κοινό διψούσε να μάθει ολοένα και περισσότερα για τους Βρετανούς ροκ σταρ. Το διάσημο μουσικό περιοδικό Rolling Stone τής πρότεινε μόνιμη συνεργασία και, πριν καλά καλά καταλάβει τι της συνέβαινε, βρέθηκε να φωτογραφίζει τον Τζίμι Χέντριξ, τον Μπομπ Ντίλαν και τον Μοχάμεντ Αλι, να βγαίνει για ψώνια με την Τζάνις Τζόπλιν και να τα πίνει στα μπαρ του Μανχάταν με τον Τζιμ Μόρισον. Τον Μάιο του 1967, μόλις ένα μήνα πριν από το θάνατό του, ο Μπράιαν Επστάιν, μάνατζερ των Μπιτλς, έχοντας μάθει για τη δουλειά της νέας φωτογράφου που έκανε αίσθηση στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αποφάσισε να την καλέσει στο Λονδίνο για να φωτογραφίσει τα «Σκαθάρια» εν δράσει - σε μια συναυλία τους. Εκείνη κολακεύτηκε πολύ από την πρόταση και χάρηκε ιδιαίτερα στην προοπτική να γνωρίσει το ίνδαλμά της: τον Τζον Λένον!

Μπαίνοντας στο κλαμπ Bag O'Nails της βρετανικής πρωτεύουσας, η ματιά της Λίντας αναζήτησε τον Λένον, όμως μεμιάς το βλέμμα της διασταυρώθηκε μ' αυτό του Πολ ΜακΚάρτνεϊ. Ολα τα υπόλοιπα είναι απλώς ιστορία: ο γάμος τους, στις 12 Μαρτίου 1969, «χάλασε κόσμο» - με μια στρατιά από φωτορεπόρτερ να ακολουθεί τους νεονύμφους κατά πόδας και εκατοντάδες κοριτσόπουλα να σπαράζουν στο κλάμα από ζήλια… Στο μεταξύ, τον Μάιο του 1968, εκείνη είχε πετύχει μια σημαντική πρωτιά: ήταν η πρώτη γυναίκα φωτογράφος που υπέγραφε το εξώφυλλο του Rolling Stone - με ένα πορτρέτο του Ερικ Κλάπτον.

Ο έγγαμος βίος και η αναγκαστική μετακόμιση στο Λονδίνο δεν μετρίασαν το πάθος της Λίντας ΜακΚάρτνεϊ για τη φωτογραφία. Αλλωστε, και στη νέα πατρίδα της, οι σταρ ήταν πολλοί και η νέα της ιδιότητα της έδινε μεγαλύτερη ευκολία στο να τους προσεγγίζει. Ομως, ο προσανατολισμός της άρχισε με τα χρόνια να αλλάζει. Αγαπημένα «μοντέλα» της ήταν πλέον ο Πολ και τα παιδιά τους: η Μαίρη, η Στέλλα, ο Τζέιμς και η Χίδερ (από τον πρώτο, σύντομο γάμο της με έναν συμφοιτητή της στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνας, τον Τζον Μέλβιν), την οποία ο ΜακΚάρτνεϊ είχε σπεύσει να υιοθετήσει. Στις ασπρόμαυρες -στην πλειονότητά τους- εικόνες της καταγράφονται οι ευτυχισμένες στιγμές μιας τυπικής, λες, αγγλικής οικογένειας: τα ξέγνοιαστα πρωινά στο κτήμα τους στη Σκωτία, τα παιχνίδια των παιδιών, τα ταξίδια του ζευγαριού.

Τα «κλικ» του αποχαιρετισμού

Σε λίγες μέρες, ο σερ Πολ ΜακΚάρτνεϊ θα βρεθεί λίγα μέτρα από το ιστορικό κλαμπ των σίξτις όπου γνώρισε και ερωτεύθηκε κεραυνοβόλα τη Λίντα. Στην γκαλερί James Hyman του Λονδίνου, στις 25 Απριλίου, θα γίνουν τα εγκαίνια της πρώτης αναδρομικής έκθεσής της στη Βρετανία, με αφορμή τη συμπλήρωση δέκα ετών από το θάνατό της - από καρκίνο του μαστού. Ο ίδιος και η κόρη του Μαίρη, η οποία φαίνεται να έχει κληρονομήσει το φωτογραφικό ταλέντο της μητέρας της, επί τρία χρόνια προετοίμαζαν αυτή τη ρετροσπεκτίβα. Ανέσυραν χιλιάδες φωτογραφίες από το ογκωδέστατο αρχείο της και επέλεξαν μόλις 30, αυτές που περισσότερο αποτυπώνουν «την ευαισθησία της, την εντιμότητά της, την ικανότητά της να βλέπει πίσω από την επιφάνεια και την τάση της πάντα ν' ακολουθεί την καρδιά της» - σύμφωνα με τη λιτή ανακοίνωση που έδωσαν στον Τύπο.

Και αυτή την περίοδο, που το πρώην «σκαθάρι» μόλις κατάφερε να βγει από τις Συμπληγάδες ενός πικρού διαζυγίου από τη δεύτερη σύζυγό του, Χίδερ Μιλς, το οποίο μάλιστα του στοίχισε 24,3 εκατομμύρια στερλίνες, πιθανότατα θα σταθεί με γλυκιά νοσταλγία -και ίσως δακρύσει- μπροστά στην τελευταία φωτογραφία που η Λίντα τράβηξε πριν πεθάνει, ένα αυτοπορτρέτο: την αντανάκλαση του προσώπου της, πάνω σ' ένα ραγισμένο καθρέφτη, στο στούντιο του ζωγράφου Φράνσις Μπέικον. Αδυνατισμένη και χλωμή, κοίταξε το δικό της φακό και χαμογέλασε, πριν ακουστεί το τελευταίο «κλικ» της ζωής της. Ο αποχαιρετισμός έγινε με τους δικούς της όρους...

Info: James Hyman Gallery, Λονδίνο, από τις 25 Απριλίου.

Μύθοι και αλήθειες για τη «βασίλισσα των γκρούπις»

• Επί χρόνια κυκλοφορούσε η φήμη ότι η Λίντα ήταν η κληρονόμος της δυναστείας Ιστμαν - Κόντακ (των γνωστών φωτογραφικών ειδών). Κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Πρόκειται περί συνωνυμίας. Ο πατέρας της ήταν δικηγόρος.
• Η ίδια, μετά το γάμο της, ανέπτυξε μια πολύ επιτυχημένη επιχειρηματική δραστηριότητα. Ιδιαίτερα μετά την απόφασή της να γίνει χορτοφάγος και την κυκλοφορία ενός βιβλίου της με συνταγές. Το «Home Cooking» (1989) παραμένει το απόλυτο μπεστ σέλερ στο είδος του, στη Βρετανία και τις ΗΠΑ.
• Την άνοιξη του 1991 δέχθηκε πρόταση για συνεργασία από μια μεγάλη αμερικανική εταιρεία να λανσάρει έτοιμα κατεψυγμένα γεύματα για χορτοφάγους. Μέχρι το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς οι πωλήσεις είχαν ξεπεράσει τα 5 εκατομμύρια!
• Μετά τη διάλυση των Μπιτλς, το 1970, η Λίντα έπαιζε πλήκτρα στο γκρουπ που έφτιαξε ο Πολ, τους Wings.
• Σύμφωνα με μια τηλεοπτική βιογραφία της, που προβλήθηκε από το αμερικανικό δίκτυο CBS, ήταν «η βασίλισσα των γκρούπις» της δεκαετίας του '60 - κατάφερε να ξεφύγει από την ανωνυμία χιλιάδων θαυμαστριών και να δημιουργήσει ερωτικές σχέσεις με δεκάδες ροκ σταρ. Σεναριογράφος της σειράς ήταν ο Ντένι Φιλντ, στενός φίλος της οικογένειας ΜακΚάρτνεϊ.

Τασούλα Επτακοίλη

Πηγή: Περιοδικό «Κ»
 
Λίστα όλων των άρθρων