Στον ιδιόμορφο χώρο του θεάματος και της μουσικής ελάχιστοι είναι οι καλλιτέχνες εκείνοι των οποίων η πορεία έχει επανεκτιμηθεί τόσο ριζικά όσο του κιθαρίστα των Μπιτλς Πολ Μακάρτνεϊ. Τα τελευταία χρόνια όχι μόνο οι καλλιτεχνικές του «μετοχές» έχουν ανεβεί σημαντικά αλλά και ο ανταγωνισμός του με τον Τζον Λένον έχει αντιμετωπιστεί με τόσο διαφορετικό τρόπο ώστε του έχουν αποδοθεί καλλιτεχνικές τιμές που ως τώρα αποδίδονταν μόνο στον Λένον

Η συνέντευξη του Πολ Μακάρντεϊ στο βρετανικό περιοδικό Q (τεύχος Ιουνίου) ρίχνει φως στις σχέσεις του με τον Λένον. Κανένας από τους βιογράφους του διάσημου γκρουπ από το Λίβερπουλ δεν είχε εκτιμήσει ποτέ εκείνο που ο Πολ γνωρίζει πολύ καλά και υποστηρίζει σταθερά, ότι δηλαδή πολλές από τις καλλιτεχνικές καινοτομίες των Μπιτλς οφείλονται σε αυτόν και όχι στον Τζον Λένον.

«Με αναστατώνει η ιδέα ότι, μελλοντικά, όλοι θα σκέφτονταν ότι ο Τζον ήταν "cool", ενώ ο Πολ δεν ήταν και τίποτα σημαντικό», δηλώνει με παράπονο ο Μακάρτνεϊ. Με τα λεγόμενά του ανατρέπει τον μύθο με τον οποίο ανατράφηκαν γενιές ολόκληρες, ότι από την ομάδα των Μπιτλς ο Τζον ήταν ο πιο ανοιχτός από όλους στον πειραματισμό και στα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα.

Στη συνέντευξή του αυτή ο Πολ θυμάται ότι οι μουσικές καινοτομίες, από την εποχή ακόμη της κυκλοφορίας του άλμπουμ Sergent Pepper's (1967), οφείλονται στη δική του προσωπική συνεισφορά και ότι, μετά το επόμενο «Λευκό Αλμπουμ» (1968), ο Τζον θα αρχίσει να θεωρείται από το κοινό ο πιο δεκτικός σε καινοτόμα μουσικά πειράματα.

Μάλιστα, ο Μακάρτνεϊ θεωρεί ότι η γνωριμία του Τζον με τη Γιόκο Ονο, τη μελλοντική σύζυγό του, έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη βελτίωση της δημόσιας εικόνας του.

«Με εκνεύριζε το γεγονός ότι ο Τζον θεωρούνταν από όλους περισσότερο καινοτόμος, ενώ στην πραγματικότητα ζούσε μια εντελώς συμβατική ζωή σε ένα προάστιο του Λονδίνου», υπογραμμίζει σήμερα ο Μακάρτνεϊ, προσθέτοντας ότι το ίδιο χρονικό διάστημα εκείνος δεν έχανε συναυλίες καλλιτεχνών που είχαν κάτι καινούργιο να παρουσιάσουν, όπως ο Λουτσιάνο Μπέριο και ο Κορνήλιος Κάρντιου. Από αυτούς, μάλιστα, γεννήθηκε η τεχνική που ονομάζεται «loops» και αφορά εγγραφές που συνδυάζουν ήχο και θορύβους, η οποία εφαρμόστηκε αργότερα στα τραγούδια.

«Είχα καταγράψει πάρα πολλά παραδείγματα της νέας αυτής τεχνικής. Κάποια στιγμή, προς έκπληξή μου, εκείνες οι εγγραφές κατέληξαν στο "Tomorrow never knows", ενώ εγώ τις είχα κρατήσει για μένα και τους φίλους μου», σημειώνει ο Μακάρτνεϊ.

Το «Tomorrow never knows» ήταν το πιο σημαντικό τραγούδι στο άλμπουμ «Revolver» (1966), που προκάλεσε το κύμα της ψυχεδέλειας στη μουσική και για το οποίο τα εύσημα απονεμήθηκαν, κυρίως, στον Τζον Λένον.

Τελικά ποιος ήταν η ιδιοφυΐα;

Η συνέντευξη αυτή του Πολ Μακάρτνεϊ δεν έπεσε ως «κεραυνός εν αιθρία» στα μουσικά πράγματα. Στην πραγματικότητα, αποτελεί την τελευταία από μια σειρά μαρτυρίες που συντείνουν στην επανεκτίμηση του μουσικού αυτού, ιδιαίτερα κατά τα δύο τελευταία χρόνια.

Εδώ και πολύ καιρό, η εικόνα που επικρατούσε ήταν ότι ο Πολ Μακάρτνεϊ ήταν ένα παιδί ικανό να γράφει μελωδίες, γλυκές ίσως αλλά συντηρητικές, όπως άλλωστε και η προσωπική του ζωή, ενώ ο Τζον Λένον ήταν η ιδιοφυΐα των Μπιτλς χάρη στις εξαιρετικές πνευματικές ικανότητές του και στις καινοτόμες, εντυπωσιακές και εφευρετικές επιλογές που έκανε για λογαριασμό του συγκροτήματος.

Το στερεότυπο αυτό συμμορφωνόταν, εξάλλου, με την εξέλιξη της σόλο καριέρας που ακολούθησαν οι καλλιτέχνες αυτοί, μετά τη διάλυση των Μπιτλς, τον Απρίλιο του 1970.

Για αρκετά χρόνια, η μοναχική πορεία του Πολ Μακάρτνεϊ έφθασε να γίνει για πολλούς ακόμη και ενοχλητική. Κάθε φορά που έβγαινε ένα καινούργιο του άλμπουμ, ελάχιστα συνέβαλε στη βελτίωση της εικόνας του. Καθόλου δεν βοηθούσαν, εξάλλου, οι ανακατατάξεις στην προσωπική ζωή του και η προτίμησή του για την εξοχή.

Τα δύο τελευταία χρόνια, όμως, έχουν αλλάξει σχεδόν τα πάντα. Αρχικά, η εμφάνιση της «Ανθολογίας» 1, 2 και 3 των Μπιτλς, συνοδευόμενης από ντοκουμέντα της εποχής, δημιούργησε μια νέα εικόνα για τον νεαρό τότε Πολ, καταδεικνύοντας ταυτόχρονα τις πολλαπλές αποχρώσεις των μουσικών ικανοτήτων του.

Κατά τις δεκαετίες 1980 και 1990, εξάλλου, οι περισσότεροι μουσικοί εμπνέονταν από τον πειραματισμό του Λένον, του οποίου άλλωστε οι πολιτικές θέσεις, καθοδηγούμενες από τη γιαπωνέζα σύζυγό του, δημιουργούσαν γι' αυτόν μια εικόνα ενός «αριστοκρατικού επαναστάτη».

Σήμερα εκείνο που εκτιμά ιδιαίτερα η κριτική είναι το στυλ του Μακάρτνεϊ, το οποίο μάλιστα εμπνέει και την «Brit-pop», το πιο πρόσφατο κοινωνικό - μουσικό αγγλικό φαινόμενο. Μάλιστα ο κιθαρίστας των Μπιτλς θεωρείται, από τους εκφραστές της τάσης αυτής, το κλειδί για την αναβίωση των ήχων της δεκαετίας του 1970.

Εξαιρετικά σημαντικοί καλλιτέχνες, εξάλλου, εκτιμούν ότι ο Μακάρτνεϊ είναι ο πατέρας των πιο σημαντικών στοιχείων που χρησιμοποιεί η σύγχρονη μουσική. Αρκεί να ακούσει κανείς το καινούργιο άλμπουμ των Oasis για να δει πώς έχουν χρησιμοποιηθεί οι μουσικές τεχνικές των Μπιτλς.

Συμβολική έκφραση όλων αυτών των ανατροπών αποτελεί η μουσική συνεύρεση του Πολ Μακάρτνεϊ με τους καλλιτέχνες Πολ Ουέλερ και Νόελ Γκάλαχερ, για τη νέα έκδοση του «Come Together», που συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ «Help», το οποίο ηχογραφήθηκε υπέρ της Βοσνίας το 1995. Με τον τρόπο αυτό, ο Μακάρτνεϊ αναγνωρίστηκε ως ο «βασιλιάς του "cool" της δεκαετίας του '60».

Ο Τζον ήταν ένας μεγάλος άνδρας που χάθηκε με σκληρό τρόπο
Σήμερα ο Πολ Μακάρτνεϊ επιστρέφει με έναν καινούργιο δίσκο, τον «Flaming pie», που οι βρετανοί κριτικοί χαρακτηρίζουν ως επιστροφή σε παλαιότερες μορφές. Σίγουρα πρόκειται για την καλύτερη δουλειά του μετά το «Tug of Love» του 1982.

Πρόσφατα, εξάλλου, ο Μακάρτνεϊ υπήρξε το κεντρικό πρόσωπο της μεγαλύτερης συνέντευξης που μεταδόθηκε ποτέ από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, αφού συγκέντρωσε ένα ακροατήριο περίπου τριών εκατομμυρίων φίλων του, ανάμεσα στους οποίους, καθώς λέγεται, και τον πρόεδρο Κλίντον.

Ο σερ McCartney

Σε μιαν άλλη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Echo» του Λίβερπουλ, ο Μακάρτνεϊ αποκάλυψε ότι υπάρχει μια κασέτα με κοινές ηχογραφήσεις δικές του και τον Τζον Λένον, που έγινε το 1974 στα στούντιο Hit factory του Λος Αντζελες. Η κασέτα αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική, επειδή όλοι θεωρούσαν ότι, την εποχή εκείνη, οι δύο καλλιτέχνες δεν μιλούσαν καν ο ένας στον άλλον, επομένως δεν ήταν δυνατόν να ηχογραφήσουν κάτι από κοινού.

Εκτιμάται ότι μια τέτοια κασέτα θα πουληθεί προς το αρκετά σεβαστό ποσό των τριών εκατομμυρίων στερλινών. Εξάλλου, την αξία των 25 εκατομμυρίων δολαρίων έχει αγγίξει το σημείωμα που έγραψε ο Μακάρτνεϊ το βράδυ της δολοφονία του Λένον και είναι γνωστό ως «ο επιτάφιος του Πολ για τον Τζον»: «Ο Τζον ήταν ένας μεγάλος άνδρας. Χάθηκε με σκληρό τρόπο και θα λείψει σε όλον τον κόσμο, που θα τον θυμάται για τη μοναδική συνεισφορά του στην τέχνη, στη μουσική και στην ειρήνη».

Το κερασάκι σε όλο αυτό το ανταγωνιστικό κλίμα που υποβόσκει και εξελίσσεται εδώ και χρόνια ήταν η απόφαση της βασίλισσας Ελισάβετ να απονείμει στον Πολ Μακάρντεϊ τον τίτλο του Mbe (Μέλους της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, Member of the British Empire). Προς στιγμήν δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι ο τίτλος αυτός ανήκε σε όλα τα μέλη των Μπιτλς. Λάθος! Ο πιο ταπεινός από τα «Σκαθάρια», ο Πολ Μακάρτνεϊ, είναι ο μόνος που μπορεί να αποκαλείται «sir».


15/06/1997
Το ΒΗΜΑ
 
Λίστα όλων των άρθρων