ΔΙΔΥΜΟΤΕΙΧΟ

 

Η ΑΚΡΙΤΙΚΗ ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΘΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΚΑΣΤΡΩΝ

   Μοναδικό σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών, με ένα σταθερό παρόν στο ιστορικό γίγνεσθαι, το Διδυμότειχο ατενίζει το μέλλον μέσα από την ιστορία του. Η πόλη απλώνεται επάνω στο σμίξιμο του Ερυθροποτάμου με τον ποταμό Εβρο, το μεγάλο, μυθικό ποτάμι των Βαλκανίων που οι συγκυρίες της εποχής το θέλουν σύνορο δύο λαών.

   Η ιστορία του Διδυμοτείχου ξεκινά από την Νεολιθική περίοδο, όταν ο λόγος της Αγίας Πέτρας στο νοτιανατολικό άκρο της σημερινή πόλης και πιθανότατα και οχυρός λόφος του Καλέ στο δυτικό της άκρο κατοικούνταν, όπως αποδεικνύουν τα ενδιαφέροντα ευρήματα, τυχαία και ανασκαφικά, όπως η κεραμική και τα λίθινα, τυπικά της περιόδου εργαλεία.

    Το ιδιάζον αυτό δίδυμο των γειτονικών λόφων - οικισμών- διατηρείται και κατά την Εποχή του σιδήρου, όταν έχουμε και την τελική εγκατάσταση των Θρακικών φύλων στην περιοχή, συνεχίζοντας με τον τρόπο αυτό αδιάλειπτα την ιστορία της πόλης μέσα στους αιώνες.

     Η αφθονία των κινητών ευρημάτων από την κλασική αρχαιότητα δείχνει ότι ο οικισμός της Αγίας Πέτρας διατηρούσε στενές σχέσεις με τις ελληνικές μητροπολιτικές πόλεις και ανάμεσά τους με την Αθήνα. Την αρχαία άγνωστη πόλη  διαδέχεται η ελληνιστική. Από την περίοδο τα λίγα ερείπια αρχιτεκτονημάτων και άλλα τυχαία ευρήματα υπαινίσσονται την ύπαρξη ενός ευημερούντος οικισμού.

    Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα, ο ρωμαίος αυτοκράτορας Τραϊανός επανιδρύει την πόλη προικίζοντας την με το όνομα της συζύγου. Η Πλωτινούπολις καθίσταται μία από τις σημαντικές αυτόνομες πόλεις της Θράκης με τη δική της Βουλή και Δήμο, όπως αυτό αποδεικνύεται από σειρά αναθηματικών στηλών, οι οποίες ταυτόχρονα αποκαλύπτουν την ιδιαίτερη σχέση κάποιων από τους ρωμαίους αυτοκράτορες με την πόλη.

    Οι βαρβαρικές επιδρομές του 3ου μ.Χ αιώνα ανάγκασαν τους ρωμαίους να προχωρήσουν στην οχύρωση των δύο απέναντι κείμενων λόφων, του Καλέ και της Αγίας Πέτρας. Πιθανότατα μπορούμε ακριβώς στην περίοδο αυτή να αποδώσουμε τη δημιουργία και στη συνέχεια την επιβολή του ονόματος « Διδυμότειχον», με τη σημασία ακριβώς των δίδυμων κάστρων», των «δίδυμων οχυρωματικών περιβόλων»

    Η Πλωτινούπολις φαίνεται ότι επιβίωσε μέχρι τα μέσα του 7ου αιώνα, όταν και εγκαταλείφθηκε  οριστικά, ενώ ταυτόχρονα αμέσως μετά,  το Βυζαντινό Διδυμότειχο αναπτυσσόταν στο λόφο του Καλέ.

    Κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων η σημασία της πόλης του κάστρου του Διδυμότειχου διαρκώς αύξαινε λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης και του ισχυρότατου οχυρωματικού περιβόλου που την περιέβαλε. Μετά την ανακατάληψη της Κων/πολης στα 1261 το Διδυμότειχο ανάγεται στην πλέον σημαντική πόλη της Θράκης. Γίνεται μάρτυς της γέννησης αυτοκρατόρων, όπως του Ιωάννη Γ΄ του Βατάτζη, του Ιωάννη Ε’ του Παλαιολόγου αλλά και των πλέον κρίσιμων γεγονότων των υστεροβυζαντινών χρόνων. Αποτελεί την έδρα των αυτοκρατόρων Ανδρόνικου του Γ’ Παλαιολόγου και Ιωάννη του Στ’ Καντακουζηνού κατά την διάρκεια των δύο καταστροφικών εμφυλίων πολέμων του πρώτου μισού του 14ου αιώνα. Χρησιμεύει ως ορμητήριο για τον αυτοκρατορικό στρατό και βάση για τις επιχειρήσεις του, χώρος υποδοχής των επισήμων ξένων αλλά ταυτόχρονα και τόπος εξορίας των πλέον επικίνδυνων εχθρών του θρόνου της Κων/πολης και αγαπημένος κυνηγότοπος  των αυτοκρατόρων και στη συνέχεια των σουλτάνων.

     Σήμερα το κάστρο διατηρείται στο μεγαλύτερο μήκος του με τους 24 πύργους του,κάποιοι από τους οποίους φέρουν μονογράμματα βυζαντινών προσωπικοτήτων ή διακοσμητικά και συμβολικά μοτίβα. Ακόμη μπορεί να επισκεφθεί κανείς τους μικρούς ναούς και τα αυτοκρατορικά παρεκκλήσια, σε ένα από τα οποία αποκαλύφθηκαν πρόσφατα τμήματα τοιχογραφιών με μοναδικές παραστάσεις φτερωτών αυτοκρατόρων. Στο μεταβυζαντινό ναό του Χριστού Σωτήρος ο επισκέπτης μπορεί να προσκυνήσει τη θαυματουργή αμφιπρόσωπη εικόνα της Βρεφοκρατούσας Θεοτόκου «Δυμοτειχίτισσας»  με την Σταύρωση στην οπίσθια όψη, ένα αυτοκρατορικό δώρο προς την πόλη, όπως επίσης και την έξοχη υστεροβυζαντινή εικόνα του Χριστού Παντοκράτορα. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι εκατοντάδες των τεχνητών λαξευμάτων σπηλαίων, τα οποία είχαν διαμορφωθεί από τους ίδιους τους βυζαντινούς κατοίκους του κάστρου ως βοηθητικά τμήματα των κατοικιών τους.

    Το Διδυμότειχο καταλήφθηκε οριστικά από τους Οθωμανούς Τούρκους στα 1361 και αποτέλεσε την πρώτη τους πρωτεύουσα στην ευρωπαϊκή ήπειρο. Εδώ ο σουλτάνος Μουράτ ο Α’ έκτισε τα ανάκτορά του και εδώ, σε ένα μικρό πύργο, φυλαγόταν ο αυτοκρατορικός θησαυρός. Παρά το γεγονός ότι η πόλη βαθμιαία έχασε την γεωστρατηγική της σημασία, εξακολούθησε να είναι διάσημη για την κεραμική της παραγωγή και την εξέχουσα θέση της ως πνευματικό κέντρο του ισλαμισμού. Ανάμεσα στα μνημεία της περιόδου η προσοχή του επισκέπτη εστιάζεται στο διάσημο επιβλητικό Μεγάλο Τέμενος, γνωστό ως τέμενος του Σουλτάνου Βογιαζήτ του Κεραυνού, κτισμένο στις αρχές του 15ου αιώνα. Στην ίδια περίπου εποχή χρονολογούνται και τα λεγόμενα «Λουτρά των Ψιθύρων», τα αρχαιότερα Οθωμανικά λουτρά  στην Ευρώπη τα οποία σώζονται και σήμερα.

      Οι δραματικές μεταβολές που έλαβαν χώρα στις δομές της Οθωμανικής εξουσίας και η παρακμή του κράτους κατά τον 18ο  και 19ο αιώνα  συνοδεύτηκαν από μεταβολές στην πολεοδομική διάρθρωση της πόλης και την προβολή του ελληνικού στοιχείου ως του εξέχοντος οικονομικού, κοινωνικού και πολιτιστικού παράγοντα στην ζωή της πόλης. Την ίδια ώρα η εβραϊκή και αρμενική κοινότητα κάνουν αισθητή την παρουσία τους και αυξάνονται πληθυσμιακά.

    Η μεταβυζαντινή πόλη διατηρείται ακόμη σε τμήματα του παλαιού παραδοσιακού Διδυμοτείχου. 49 κτίρια έχουν κηρυχθεί ως Μνημεία Τέχνης και υπόκεινται σε καθεστώς προστασίας.

    Όπως διαπιστώνουμε το Διδυμότειχο, η πόλη αυτή της Θράκης, διαθέτει πλούσια ιστορία και αρκετά μνημεία και αξιοθέατα. Απέχει 99 χιλιόμετρα από την Αλεξανδρούπολη, 437 χλμ από την Θεσ/κη, 948 χλμ από την Αθήνα και 50 χιλ. από την Αδριανούπολη.

    Οι κάτοικοι του Διδυμοτείχου, όπως και ολόκληρης της επαρχίας, ασχολούνται με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Τα εύφορα εδάφη της περιοχής παράγουν δημητριακά, όσπρια, τεύτλα, ηλιόσπορο, σκόρδα. Στις ημιορεινές περιοχές ακμάζει η κτηνοτροφία κυρίως αγελαδοτροφία και παράγονται μεγάλες ποσότητες κρέατος, τυριού, βουτύρου και γιαουρτιού.