Η αρπαγή της ωραίας Ελένης

 

Οι Θρακιώτες από την φύση τους άνθρωποι γλετζέδες, τους άρεζε το γλέντι η καλή παρέα, το κρασί, τα αστεία και όταν μαζεύονταν για να διασκεδάσουν έλεγαν διάφορες  κωμικές ιστορίες, γλωσσοδέτες και διάφορα άλλα. Στην Αδριανούπολη, την ωραία αυτή πόλη της Ανατολικής Θράκης που την τραγούδησε η μούσα και την έκλαψε ο κόσμος, με τις συνοικίες της τις ωραίες, όπως ο Κιρισχανές, το Κιίκ και το Ιλνερίμ, στο οποίο είχαν και μία ιδιαίτερη διάλεκτο, το Κολωνάκι θα λέγαμε σήμερα.

Στις διασκεδάσεις τους συνήθιζαν να αφηγούνται την αρπαγή της ωραίας Ελένης, ένα μέρος από τον Τρωικό Πόλεμο με την δική τους διάλεκτο.

 

Έναν κιρό κι ένα ζαμάν ήταν ένας καλός βασιλιάς που τουν έλιγαν Μινέγαλου κι τη γυναίκατ’ γκιουζελίμ Ιλένκου, αμά ντουνιά γκιζελίμ Ιλένκου ήταν. Μια μέρα ντραν χτυπούν πορτάρις στου Μινέγαλου του σπίτ’.

- Κείνους που μέσα ρουτάει.  Κιμ ό, ποιος είσι του λόους?

- Η Πάρης είμι, του Πρίαμου του τσιοτζουκλάρ τουν λέει κείνους.

- Πλάληξη Μινέγαλους κι άνοιξι την πόρτα.

Ω καλούς ουρίστι μπε Πάρη; Του λόους είσι μπε γιολντασίμ; Ουρίστι μέσα. Τουν πήρι απ’ του χέρ’ κι πήγαν ίσια στουν μουσαφίρ οντασί, τουν καλόν τουν οντά μι τα δυό τα σιντίρια. Ε πως είσι μπε ολούμ, τι κάνουν στου σπίτ’ μπαμπάς, νινές, τα καρντάσιας; Τουν ρουτάει Μινέγαλους.

- Δόξα του Θειό,καλά είμιστι ούλτισκις, λέει κείνους.

Η Μινέγαλους τουν έδουσι τσιγάρου κι ύστερα λέει στη γυναίκα τα’ τη γκιουζελίμ Ιλένκου.

-Γκιουζελίμ Ιλένκου,άιντι γλήουρα να μας φέρς δυό ρακιά.

Η γκιουζελίμ Ιλένκου πιτίκ-πιτίκ μι τα γκαλιτσούδια τα έφιριτου δίσκου μι τα ρακιά κι τουρλιου-τουρλιού μιζέδις μαζί. Αφσιτου δίσκου κι είπι.

- Ουρίστι

Η Μινέγαλους γιόμισι τα ποτήρια κι άιντι χαιρλισίν, είπι κι αρχίμσαν να πίνουν. Ηπιαν ένατσκου, κόμα ένατσκου, κόμα ένατσκου, του ρακί σώθκι κι Μινέγαλους τσιακίρ κέφι ίνκι..

Γκιουζελίμ Ιλένκου πιτίκ-πιτίκ μι τα γκαλιτσιούδια τα κι μι του δίσκου έφιρι κι άλλου κι άλλου ρακί κι άλλις μιζέδις.

Αμά Πάρης ούλου τσακμάκια έριχνι την γκιουζελόιμ Ιλένκου, που την καλουφαίνουνταν κι κείναν.

Μιζέδις όριξι τις άνοιξαν κι ήπιαν ένατσκου, κόμα ένατσκου, κόμα ένατσκου όσου που η Μινέγαλους ίνκι τάπα.

Τότι η Πάρης ήβρι αραλίκ κι λέει στην Ιλένκου. Αμάν κουζούμ γκιουζελίμ Ιλένκου πουλύ σ’ αγαπώ.

Κειν λόυ δεν είπι, μον καρδούλα τις χτυπούσι.

Η Πάρης τότε βήκι όξου, φώναξι τέσσερις τουλουμπατζήδες μι τα κόκκινα τα ζουνάρια κι την καβράτησαν την γκιουζελίμ Ιλένκου, την πάν’ στου καράβ’ κι άμπρε μαλίμ με τις κοντάρες παν στην Τροία…………….

 

 

Νοέμβριος 2004

Έρευνα-σχολιασμοί-παρουσίαση

   Ελευθέριος Θ. Χατζόπουλος

Μέλος Δ.Σ. της  Θ.Ε.Ν. Σερρών