ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΠΡΩΤΗΣ ΓΕΝΙΑΣ
Αναντίρρητα η
σημασία της διάσωσης και της επαναλαμβανόμενης διήγησης των ιστοριών
αυτών, που εξιστορούν τον τρόπο ζωής και τα πάθια των πατεράδων μας και
των παππούδων μας, είναι πολύ μεγάλη.
Δίνεται η
δυνατότητα στις επερχόμενες γενιές, επειδή τα σχολικά βιβλία δεν
περιλαμβάνουν κεφάλαια, όσα θα έπρεπε, για τους Θράκες, να γνωρίσουν
καλύτερα την παιδεία, την ιστορία, τα ήθη και έθιμα και γενικά τον
πολιτισμό της Θράκης μας. Πιστεύω ότι είναι το έναυσμα για τους νέους
μας να ξεκινήσουν την δική τους έρευνα για απόκτηση γνώσεων και
επικοινωνίας με το παρελθόν, με τις ρίζες τους, για να έχουν την
δυνατότητα να απαντούν τεκμηριωμένα στους παραχαράκτες της ιστορίας και
να αντιστέκονται στους διάφορους φαλκιδευτές της πολιτιστικής μας
κληρονομιάς.
Να φροντίσουμε να
ασχοληθούν με την λαογραφία για να γνωρίσουν τις ρίζες τους, για να
μπορέσουν να επιβιώσουν αφ΄ενός και αφ΄ετέρου για να θεμελιώσουν τις
γνώσεις τους για να στηρίξουν τον λαικό μας πολιτισμό. Μετά από ώριμη
σκέψη και αρκετό διάβασμα, επέλεξα τις παρακάτω ιστορίες που πιστεύω ότι
ανταποκρίνονται τόσο στον τρόπο ζωής όσο και στα πάθια των δικών μας
ανθρώπων.
1) "Σώπα θα σι δώκου στουν πρόσφυγα να σε φάει"
(Μέσα από την
αφήγηση αυτή αντιλαμβανόμαστε κάτω από ποιες συνθήκες βρέθηκαν οι
πρόσφυγες παππούδες και γιαγιάδες μας με τις οικογένειες τους και
προπαντός την αντιμετώπιση που είχανε από τους ντόπιους κατοίκους των
περιοχών που βρέθηκαν. Αλλά πάντοτε με την θέληση τη δύναμη και την
πίστη τους κατόρθωσαν να επιβιώσουν και όταν τους ταλαιπωρούσαν αυτοί
πάντοτε είχανε να λένε ένα καλό λόγο όπως ο παππούς ο Θανασάκ΄ς "Ο Θεός
καλό να δώσει").
Το 1914 με τον
πρώτο διωγμό των Ελλήνων από τις πατρογονικές τους εστίες, οι πρόσφυγες
Θρακιώτες που ήρθαν από την Ανατολική Θράκη τα καράβια τους αποβίβασαν
στη Θεσσαλονίκη.
Τους έδουκαν,
λέγει ο κυρ Αριστείδης Αδάμογλου από το χωριό Μεσινή της περιφέρειας
Τσόρλου( Τυρολόη) απ ένα αντίσκηνου στην καθι οικουγένεια κι τα στησαν
στους συνοικισμούς. Αρχισαν οι μεγαλ να γυρνούν στα γύρου χωριά για να
βρούν τόπο για εγκατάσταση.
Οι δικοί μας λέει
( οι Μισνιάτες ) πήγανε άλλοι στη σημερινή Νέα Μεσημβρία κι άλλοι στην
Τόχοβα(Παλιονέλληνη) κι άλλοι στον Τρίλοφο. Τυχεροί ήταν όσοι
εγκαταστάθηκαν στη Νέα Μεσήμβρια. Τους έδωκαν απ ένα βόδ’ κι πο μισό
αμάξ’. Αμα όντας ήρταν οι σύμμαχοι Αγγλογάλλοι, τότις γιόμ’ σαν οι
τσέπες τους παράδες. Ούλα τα παιδιά π’λούσαν στους συμμάχους τσιγάρα, κι
γλυκά. Οι μιγάλ’ έκαμαν ούλοι π’ ένα ζευγάρ’ κι αμάξι δικό τους, γιατί
είχε πουλλές δ’λιές, άμα κι νερό να επιναν, έλιγαν, εις υγείαν κι καλή
πατρίδα. Τα χρόνια κείνα ήταν γιουμάτα λεφτά γιαυτούς, όπους ακ’σα τους
μεγάλους να διηγέντι, πως φόρτουναν που τη Σαλονίκη κι πήγαιναν μακριά,
ως την Κοριτσά έφταναν. Απού κει πάλι ξανά φόρτουμα για τη Σαλουνίκ’.
Μια μέρα πήγε ου
παππούςιμ’ Θανασάκ’ς στ’ Σαλουνίκ’ να ψ’νισ’ κατ’ πράματα. Κει που
πιρνούσι απ ένα σουκάκ’ ένα πιδί έκλιγι. Ακούει παππούςιμ Θανασάκ’ς πού
λέι η μάνα τα’ στου πιδί. Σώπα μην κλαίς, γιατί θα σι δώκου στουν
πρόσφυγα να σι φάει.
Ου
παππούςιμ,ήντανα κουμάτ’ ντικς ( αψύς). Σταματάει, κατιβάζ’ του δισάκ’
που του νώμου τα’ κι λέι στη γναίκα που φουβέρζει του πιδί. Δε ντρέπισι,
μαρή,κοσκουτζιά γναίκα που φουβιρίζεις του πιδί σ’ . Τι είμι γώ κανάς
αγριάνθρουπους. Ουχτώ πιδιά έχου. Ελα δω πιδί μ’. Κι βγάζ’ που μεσ’ του
ζ’νάρτ καραμέλις, κι του πιδί τουν εγλιπι, μα πήρε τσ’ καραμέλις
φουβισμένα. Μη φουβάσι αγόρι μ’ που μι γλέπ’ς μι τα ζ’νάρια κι τα
πουτούρια κι τα μεγάλα τα μουστάκια. Εχου κι γω πιδόπλα κι αυτά τα
πράματα θα τα πάου στα πιδιάμ’, κι μην ακούς τ’μάνασ’ τ’μπουνάκου που σι
φουβερίζ’. Του βράδ’ που ήρτι στου χουριό, του έλεγι κι γελούσαν.
"Θαρρείς ημ’ να κανένας αγριάνθρουπους να του φάου". "Αλλάχ χαίρ βερσίν"
(Ο Θεός καλό να δώσει) μπάμπου. Δεν πειράζ’ Θανασάκ’,τουν είπι η γιαγιά
μ’.
2) Πανηγύρ’ στου Γκερντελή
(Το Γκερντελή ήταν
τσιφλίκι κι αγοράστηκε στα 1883 από τρία χωριά, το Σκόπελο, την Πέτρα
και το Καράχαλη. Στα πανηγύρια ο κόσμος εκκλησιαζότανε, γλεντούσε και
απολάμβανε τις εκδηλώσεις, που ήταν κυρίως η πάλη, οι ιπποδρομίες, και
χορός τρικούβερτος, όπου ο κόσμος πιασμένος χέρι με χέρι αισθανότανε ο
ένας τους σφυγμούς του άλλου, και οι νέοι είχανε τη δυνατότητα να
γλυκοκοιτάξουν ο ένας τον άλλο και να εκφράσουν των έρωτά τους και την
αγάπη τους ).
Στου Γκερντελή
μπακαλούμ γίντανα μιγάλου πανηγύρ της Ζωοδόχου Πηγής, την πρώτ’
Παρασκευή μετά του Πάσχα. Κείν’ τη χρουνιά ειδοποιά το ου Δεσπότ’ς τνε
επιτροπή "ότι την Παρασκευή θα νάρτου στου χωριό κι θα κάνουμι πανηγύρ’
μαζί".
Η επιτροπή
ειδουποίησι τα λόιρνα τα χουριά. Πήγανα πουλ’τίδες πελιβανοί, οι νταήδες
πε τα διπλανά τα χουριά, είπκανα τση Κουρκούγιες, έβαναν τα δαχταλίδκα
τα ντημιά, νέβασαν τα κουρίτσια, τα παλ’κάρια παν’ στα αμάξια, ζέψανα τα
ζευγάρια, τραβήξανα πε κατ’ πε τα δέντρα. Πόλκανα τα ζευγάρια να πάνα
βοσκή, πήρανα τσι γ’ ναίκες, τα κουρίτσια, πήγανα σ’νεκκλησιά. Ηρτε ου
Δεσπότ’ς, κατήβ’ικε στη νταή τη Νικόλα του σπιτ.
Ου Νικόλας ήτανα
επίτροπος κι αζάς είχι δυο μιανέτια. Πήγανα ου Μουχτάρ’ς οι αζάδες,
πήρανα του Δεσπότ’ κι πήγανα στ’ν εκκλησιά. Διάβασε, είπι κι καλά λόγια
π’άκ’σε γούλους ου κόσμους. Σχόλασι η εκκλησιά. Άλλοι πήγανα στα θ’ κάτς
τα σπίτια, έφαγανα ψουμί κι άλλοι πήγανα στ’ αμάξια τς. Του Δεσπότ’ τουν
είφκανα τραπέζ’ στη Νικόλα του σπίτ’. Η τέτε η Τζηβανιώ η καπήλ’ η
Θαλασσιανιώ, γούλες βόηθσανα. Εστρουσαν του τραπέζ’. Εκατσι ου Δεσπότ’ς
, ου Μουχτάρ’ ς, οι αζάδες κι οι Τσουρμπατζήδις, βλόηση του τραπέζ’ ου
Δεσπότ’ς έφαγανα, κουνούσ’τσανα διάφορα.
Ξίβκανα στ’
αλώνια. Είχανα ένα μιγάλου τσαρδάκ’, μι τα μαξιλάρια κι τα καλά τα
γιουργάνια. ΄Εκατσι ου Δεσπότ’ ς, ου Μουχτάρ’ς κι οι άλλοι να
σιργιανίσνα του πανηγύρ’. Οι άλλες οι τετέδες απλώσανα τση ρογοδίνς,
ερ’ξανα κι τα γιουργάνια πεάν, έκατσανα οι νταήδες, τουτούστσανα
τσιγάρις τσαργασμένες. Εβγανάνα κι τα τεσχτίχια κι τα παίζανα.
Ακούσ’κε ότι ήρτι
ο Γιωργής, ο μπάς πεχλιβάν’σ πε τ’νη Χάφσα. Ήτανα μουσαφίρ’ς στου
Χριστάκ’. Ου Χριστάκ’ς είχι ναι θυγατέρα, Ελέν’νη λέγανα κι καμπόσου πε
το Γιωργή γλυκοκοιτάζνα κρυφά-κρυφά.
Ήρτε κι ένας
Τούρκος,πεχλιβάν’ς πε τις Σαράντα Εκκλησιές. Ξίβκανα κατ’ κατσάλκοι
πεχλιβάνοι,παλαίψανα, πήρανι τα μπάσια τα.
Ξεκινάνι ου
Γιωργής μι τουν Τούρκο. Αρκέψανα να παλαίβνα, καταματώθ’κανα.Λέι η Ελέν
του Γιωργή.
Άμα σι νικήσ’ αυτό
του παλιόσκλου, ξανά του κρύουμ’ του νιρό δε θα του δ’γείς. Γιουρουντίζ’
ου Γιωργής, γιόβ τουν παίρνει, γιόβ τουν καβραντίζ’ κι τουνι χτυπάει
καταγίς. Ογράντσανα τα μάτια τ’. Τελειώσανα οι πεχλιβάνοι, ερκέψανα νια
γκάιντα.
Ου Αγγελής
κιγιαμέτ σεμπαίν’ πρώτους. Ου Κωσταντής ου Τσετίνκος πε του τοκά στου
χέρ’ αραδιάσκανα αντάν στου χουρό. Τρυφεροί, τρυφερές, κορίτσια κι
παλ’κάρια, χουρέψανα, πηδήξκανα, πουλλοί χουροί. Ου Κωνσταντής χτυπούσι
καιμιά φουρά και πε το τοκά.
Προς το κεντί, σ’
κώθ’κι ου Φεσπότ’ς να πάει στις Σαράντα Εκκλησιές. Σκώθ’κανα γούλ’ οι
νταήδες να τουν ξιπροβιδίσ’να. Πήγανα στην νταή τη Νικόλα του σπίτ’ οπ’
ήτανα του παιτ΄’ον. Μόν’πήγι να’νέβ’ στου παιτόν’ ου Δεσπότ’ς ξίβκι η
τέτε Τζιβανίώ τη Νικόλα η γ’ναίκα.
Αντε, τα δέοντα
τα’ Δεσπότνα κι τα Δεσπουτούδια…. Ιλα ξίβου κι ‘γώ στου πανηγύρ’, πόνισι
η βούζα μ’.
3) Ο Θέρος και τ’αλώνια
(Στο χωριό Αζ
Μπουγάζ, περιοχής Βιζύης. Την ιστορία αφηγήθηκε ο κ/. Αριστείδης
Αδάμογλου, πρόσφυγας πρώτης γενιάς, σχετική με τον θερισμό και αλωνισμό
των γεννημάτων, για τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν , για τα μπερεκέτια
που περίμεναν για να αγοράσουν τα απαραίτητα και κανά δώρο για τα
παιδιά, μια τόπκα…..
Την αφιερώνω στους
Θρακιώτες του Σιδηροκάστρου Σερρών που έχουν την καταγωγή τους από το
χωριό Αζ Μπουγάζ..).
Κείν’ τα’ χρουνιά
είχε μπερεκέτ μιγάλου. Κατ γεννήματα,του φίδ’δε μπορούσι να τα σκίσ’.
Θερίζαμ’ πε τα τραγούδια. Γούλους ου κόσμους γιμάτους έρεξκι μιράκ’.
Ξιθέρσαμ’. Έκαμαμ τ’αμάξια για διμάτια άρκιψαμ του κουβάνμα.
Ένα προυί. Πήγαμ
στου χουράφ’ να φουρτώσουμ’ ‘ένα κριθάρ’. Νεβαίν’ ου Κατσικλής παν’ στ’
αμάξ’ κι’ γώ πεκάτ’ έδινα τα διμάτια. Νιαν αλιπού κ’μούντανα πεκάτ’ πε
τα διμάτια. ΄Οπουςσάλτσα να πάρου του διμάτ’νε είδα, νε τραβίζου ένα
δουκράν’, χτυπάει του δουκράν’στου ντουκουρτζούν’,
τσακίσκι τόνα του δόντ’,
πέμνε τσελέκ’κου. Γιουρουντίζ’ η αλιπού, μι πιάν’πε το μπατζάκ’. Πηδάει
ου Κατσικλής πε πάν’ πε τ’ αμάξ’νε πιάν’πε την ουρά, νε φέρνει μια
σφουντούλα, νε χτυπάει καταγής. ¨Αρκεψ να γυρνά κατλαβάκες. Εμείς
γελούσαμ και οι δυό. Εμέν σκώνετι και παίρνει δρόμου και φεύγει.
Φόρτωσαμ τα’
αμάξια, πήγαμ στ αλώνια, τα’ αδειάσαμ. Τέλειουσι το κουβάν’μα,
καθαρίζουμ’ τα’ αλών’ τους πάτσαμ μι του γιουβαρλάκ κι ξικίν’σαμ ν’
αλουνίζουμ.
Κείν’ τα χρόνια
ήντανα βάσανου μιγάλου ου αλωνισμός. Του πρωί να στρώσεις τα διμάτια, να
ξέψεις τη δουκάν’, απάν’ έπρεπε να έχ’ς του φκιάρ, τουν τενεκέ. Μον’
έκανε του βόδ’ να κουπρίσ’, έβανις του φκιάρ’ κι μάζονις την κουπριά
στουν τενεκέ. ΄Οντε πάλε θα να κατρίσ’ του βόδ,σταματούσις τη δουκάν’
έβανις τουν τενεκέ κι μάζωνις του κατούρμα κι τόριχνις όξου πε τ’ αλών.
Κι του πιο μεγάλου βάσανου ήντανα ου αέρας. Γιατί πότι φ’σούσι να
λιχνίσουμ’κι πότι δε φ’σούσι κάνα δυο μέρις κι μαζόνταν τα σέτια στοπυ
πλάι τ’ αλών. Τελειώσαμε’ μι του καλό. Ξαλών’σαμ, έβαναμ τα γεννήματα
στ’ αμπάρια τ’αχυρα στα’ αχυρώνις. Πήγαμ κι κάμπουσα σεφέρια στο
βουνό,ηφέραμ τα ξύλα μας.
Ναι μέρα φουνάζου
τουν Καμτσικλή κι με βόηθησι, γιουμίζουμ τα τσουβάλια στάρ’, τα
φουρτώνουμ πάν’στ’αμάξ κι τα’ν άλλ’ τα’ μέρα του πρωί ζέβου τσ’μπτέκες,
βάνου Η γυναίκα κι του πιδί απάν.
Η διξιά η μπτέκα
δε παέν’. Ε! κι παίρνου του κάτσνου κι νι μπήκα πε του πλάι κι νε χώθ’κα
μπογιονά να δγείς,παέν’ ή δε παέν’.
Παγαίνουμ’ στου
Μπουργκάζ, στου παζάρ’. Πλώ του στάρ’,γουράζω γούλα τα τεταρίκια για του
χ’μώνα,παίρνου κι μια μιγάλ’ τόπκα του πιδί κι γύρ’σαμ πίσου στου χουριό.
Νοέμβριος
2004
Έρευνα-σχολιασμοί-παρουσίαση
Ελευθέριος Θ.
Χατζόπουλος
Μέλος Δ.Σ. της
Θ.Ε.Ν. Σερρών
|