ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΠΡΟΣΚΕΚΛΗΜΕΝΟΙ
Άρχισε, χάρε
μ, άρχισε και γράψε με μολύβι
Γράψε σε μελαμψό
χαρτί τα θλιβερά μας πάθη.
Στα χίλια
εννεακόσια και είκοσι και δύο
Μας πλάκωσε
ανήμερο το τούρκικο θηριό.
Κι ας ήταν να
μην έλαμπε τη λάμψη του ο γήλιος,
Να δη ο κόσμος
το φριχτό κακό που μας εγίνη.
Έτσι
στιχούργησε και τραγούδησε ο ξεριζωμένος λαός τον καινούργιο του
διωγμό.
Στους Θράκες
ανήκει ένα μοναδικό προνόμιο. Έζησαν τη μεγαλύτερη σε διάρκεια
Οθωμανική νύκτα. Μια νύκτα που κράτησε πεντέμισι αιώνες. Ποτέ όμως
δεν ξέχασαν, και είναι χρέος τιμής να μη ξεχάσουμε και εμείς
ποτέ, ότι Θρακιώτες ήταν ο Δημόκριτος ο ερευνητής και εισηγητής
της ατομικής θεωρίας. Ο Λεύκιππος, φιλόσοφος και ατομικός
ερευνητής, ο σοφιστής Πρωταγόρας, ο Μυθογράφος Αίσωπος και οι
νεώτεροι Γεώργιος Βιζυηνός, ο Πατριάρχης Κων/λεως Κύριλος ο
Αριστοτέλης Κουρτίδης, ο Ιωσήφ Ραπτόπουλος, ο Κώστας Βάρναλης,ο
Πολύδωρος Παπαχριστοδούλου, η Δόμνα Βισβίζη, η Μπουμπουλίνα της Θράκης, η Σοφία Βέμπο, καθώς και τόσοι
άλλοι. Όλοι τους φυσιογνωμίες που κυκλοφορούν στις μνήμες μας μαζί
με νόμους, θεωρήματα, απόψεις, σκέψεις. Η ανθρώπινη όψη των
προσωπικοτήτων της Θράκης γίνεται θεωρητική σχηματοποίηση, κάτι
αντίστροφο από τη ζωή. Πόση αλήθεια άραγε μπορούν να προσφέρουν?
Το παιχνίδι της αλήθειας πάει μακριά. Η Θράκη μας όμως αγαπητοί
μου είναι πολύ κοντά. Τόσο κοντά που απόψε θα αγγίξουμε την ψυχή
της, θα ακούσουμε όλοι μαζί τον σφυγμό της. Η Θράκη δεν είναι
θεώρημα ούτε τόπος που καταγράφεται με χάρακα και διαβήτη.
Η ΘΡΑΚΗ
ΕΙΝΑΙ ΖΩΗ ΠΟΥ ΓΕΝΝΑ ΖΩΗ
Τα παιδιά της
ζουν μέσα μας και γύρω μας. Είναι πρόσωπα που συναντάμε κάθε μέρα
κάτω από τον Ελληνικό ήλιο. Αιώνες τώρα συζητάμε μαζί τους. Μας
βλέπουν και τους βλέπουμε. Χορεύουμε μαζί τους στα ίδια βήματα. Οι
χορδές από την λίρα του Ορφέα μεθάνε και σήμερα τις καρδιές μας.
Στο ίδιο αμόνι θα πρέπει να συνεχίσουμε να ζυμώνουμε και σήμερα
αλλά και πάντοτε τον λογισμό και την σκέψη μας.
Να λοιπόν γιατί
εμείς οι Θρακιώτες επιμένουμε και λέμε ότι για να παρουσιάσει
κάποιος ή κάποιοι αυτήν την αλησμόνητη και αλύτρωτη πατρίδα, την
παράδοσή της, τα ήθη και έθιμα της, τον πολιτισμό της και την
παιδεία της, πρέπει πρώτα και πάνω από όλα να την έχουν νοιώσει
στο πετσί τους, να την έχουν ερωτευθεί, να την έχουν αγαπήσει, να
την έχουν ονειρευτεί και να την έχουν ζήσει Μόνον έτσι μπορούν να
την εκφράσουν και να μεταλαμπαδεύσουν στα ευλογημένα νιάτα αυτά
που μεγαλούργησε στο διάβα της. Να γιατί υποστηρίζουμε και
επιμένουμε ότι οι καλύτεροι εκφραστές της δεν μπορεί να είναι
άλλοι από τους Θρακιώτες, τους Θρακιώτικους συλλόγους και τη
Θρακική Εστία η οποία 80 χρόνια ζυμώνει συνεχώς στην ίδια σκάφη το
χθες με το σήμερα και αγωνίζεται για τη διατήρηση και διάδοση της
παράδοσης, των ηθών και εθίμων και προσπαθεί να μεταλαμπαδεύσει
στους νέους την ιστορία της Θράκης μας.
Σήμερα διπλή
γιορτή. Γιορτάζουμε τα 80 χρόνια από τον ξεριζωμό αλλά και τα 80
χρόνια ύπαρξης και λειτουργίας της ΘΡΑΚΙΚΗΣ ΕΣΤΙΑΣ Ν. ΣΕΡΡΩΝ.
Η σημερινή μας
εκδήλωση ας θεωρηθεί σαν ένα Αγιοκέρι, λίγο θυμίαμα, λιβάνι,
νερό, σπονδή στους τάφους των προγόνων μας που κοιμούνται χρόνια
τώρα στα Αγια χώματα τα πάντα Ελληνικά, αλλά και δώρο, για κείνους
που γεννήθηκαν Θρακιώτες στην Ελλάδα μας καθώς και στους φίλους
μας.
Σας ευχαριστώ.
Η ΧΑΜΕΝΗ ΘΡΑΚΗ
Είμαι η Θράκη, η
χώρα που την περιβάλλουν θρύλοι και παραδόσεις.
Η γεωγραφική μου
διάπλαση με κάνει χώρα, όπου η φαντασία δημιουργεί και τοποθετεί
τα πιο απίθανα γεγονότα.
Στη Θράκη,
εμένα, γεννήθηκε κι ανατράφηκε ο Διόνυσος ο Βάκχος Σε μένα, οι
Μαινάδες κι οι Σάτυροι χοροπηδούν ανεμπόδιστοι,
μέσα σε παρθένα
δάση, όπου αναβρύζουν τα ποτάμια μου αμέτρητα κι ανάριθμα με τις
νεράιδες αντάμα. Σε μένα αναβρύζουν τα ιερά αγιάσματα με το νερό
το αγιασμένο και σταλάζουν οι βράχοι ρουμπίνια τις δροσοσταλίδες.
Είμαι η χώρα των
πιο απίθανων, των πιο παράδοξων συμπτώσεων.
Από μένα
επήγασεν η θρησκεία. Στην άπλα μου γεννήθηκαν ο Ορφέας, κι ο
Θάμυρις κι ο Μουσαίος, μεγάλοι μουσικοί, και κορυφώθηκε ο μύθος
της Ευρυδίκης και το τραγούδι αναδείχτηκε η πιο ευδαίμονη
εκδήλωση του ανθρώπου. Στους κάμπους μου τους απλόχωρους
λατρεύτηκε η Δήμητρα και ο Διόνυσος, και το κρασί το ιερό, έγινε
ποτό του Βάκχου κι ο χορός απέβηκε το μέσο που εκδηλώνεται το
πάθος της ψυχής και της καρδιάς.
Στα ακρογιάλια
μου τα βορινά η ψαρική γίνεται τέχνη υπέροχη και επική, στου
Εύξεινου Πόντου τα τρικυμισμένα μαύρα νερά.
Είμαι η χώρα των
πιο φιλελεύθερων ανθρώπων, καθώς η παράδοση ιστορεί, και ο
Ηρόδοτος μας σώζει, που θα μάχονται αιώνια για την ελεύθερη ζωή.
Στην απλόχωρη μου έκταση εικοσιδυό έθνη κατοικούσαν και θα
κυριαρχούσαν αν είχαν την χρειαζούμενη ενότητα. Στην απλοχωριά μου
συγκεράστηκε ο Ελληνικός πολιτισμός με τη φιλόξενη Θρακιώτικη ζωή
και τη διάθεση.
Από τα
ακρογιάλια μου η ελληνική γλώσσα και ψυχή ξεχύθηκε και σαν τη
λαδιά απλώθηκε ως τα πέρατα της Δακίας υπερβαίνοντας τον Ίστρο-τον
Δούναβη τον δυνατό-που ως τα τελευταία τον αυλάκωναν τα σλέπια της
ελληνικής μου ναυτικής δύναμης και τέχνης, κατηφορίζοντας τον
χιονοσκέπαστο Αίμο, που ήταν το όριο το Βορινό στα χρόνια τα
Βυζαντινά. Σε μένα επέζησαν η αρχαία ζωή αυτούσια μέσα στο
χριστιανικό πλαίσιο συγκερασμένη με την υμνωδία τη Βυζαντινή και
τη μυστικόπαθη και κατανυχτική μελωδία του.
ΚΑΤΕΥΘΥΝΘΗΤΩ Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΜΟΥ
Η φύση μου είναι
όμορφη, χαρά Θεού ο κάμπος, το βουνό δροσιά αλλόκοτη, όνειρο τα
αμέτρητα ποτάμια, που συμπλέκονται με τον Εργίνη. Τα απάτητα βουνά
μου τραγουδούν και ιστορούν τα πιο απίθανα. Είναι η φύση μου
υποβλητική, και δημιουργεί καταστάσεις καταληψίας, υποβολής και
ακράτητων παραισθήσεων.
Στις άπλες μου ο
νέος μαίνεται, κι ο γέρος ηβάσκει την ώρα της θρησκευτικής
κατανύξεως η του πιοτού ή του χορού, ως τα σήμερα. Γίνονται όργιο
και θάμβος όλα, όταν ο λαός από την δραστική πίστη ποτισμένος
οιστρηλατείται και νιώθει στα στήθια του έξαψη νεανική και διάθεση
ακατανίκητη στο υπερφυσικό και το απίθανο. Είμαι η χώρα των
αναστενάριων και των Αναστενάρηδων, που μάχονται να σβήσουν την
θρακιά με το χορό και το ηρωικό τραγούδι των Δημήτριων και των
Καλόγηρων, των Σειμένηδων και των Πιτεράδων που συμπληρώνουν τα
λατρεία της ευετηρίας – της καλοχρονιάς – του δουλευτή λαού..
Αυτήν την Θράκη
θα την αγαπήσεις και συ ξένε. Γιατί όταν θα την επισκεφθείς θα
νιώσεις να σε παίρνει από το χέρι να σε ανεβάζει ψηλά στις
ουρανογείτονες κορφές της Στράντζας του Ισμαρου και της Ροδόπης
και θα σου λέει.
Κοίτα δω.
Εδώ πάνω στα Ανάκτορα του υλάτη Απόλλωνα γεννήθηκαν οι θεοί κι οι
θεές των δασών της Θράκης. Απ εδώ από τους Ορφικούς αυτούς
δρυμώνες ξεκίνησε το Ορφικό Θεϊκό τραγούδι και έγινε τραγούδι όλου
του κόσμου.
ΘΡΑΚΗ ΜΟΥ ΣΕ
ΝΟΣΤΑΛΓΩ
ΘΡΑΚΗ ΜΟΥ ΕΙΣΑΙ
ΖΩΗ ΠΟΥ ΓΕΝΝΑΣ ΖΩΗ
ΘΡΑΚΗ ΜΟΥ ΓΙ
ΑΥΤΟ ΣΕ ΑΓΑΠΩ ΚΑΙ ΔΕΝ ΣΕ ΛΗΣΜΟΝΩ
27
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 1922. ΑΠΑΡΧΗ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ.
«Ανακοινώστε,
παρακαλώ, τηλεγράφημα εις πληρεξουσίους Θράκης, Ανατολική Θράκη
απωλέσθη ατυχώς δι Ελλάδα και επανέρχεται εις άμεσων κυριαρχία
Τουρκίας, αποκλειόμενης πάσης διαμέσου λύσεως. Υποχρεούμεθα να
εκκενώσωμεν από τούδε Θράκην. Ολόκληρος προσπάθεια μου στρέφεται
πως χάνοντας Θράκην να σώσωμεν εν μέτρω δυνατώ Θράκας….»
Με αυτές τις
συνταρακτικές φράσεις στις 25 Σεπτεμβρίου του 1922 ο Ελευθέριος
Βενιζέλος έκλεινε μια από τις τραγικότερες σελίδες Ιστορίας της
νεότερης Ελλάδας.
O
ίδιος πολιτικός άνδρας με το ίδιο του το χέρι σε κάποια
άλλη εποχή, πριν από δύο χρόνια, στις 09 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1920 έδινε ένα άλλο
δείγμα ήθους του Έλληνα πολιτικού. Ήταν οι πρώτοι μήνες μετά την
απελευθέρωση της Ανατολικής Θράκης από τον Ελληνικό στρατό κα οι
εντολές απευθυνόταν στον Ύπατο Αρμοστή της Ελλάδος στη Θράκη, Αντ.
Σαχτούρη.«Πρέπει
να καταστρώσετε ένα σχέδιο που να εμπνέει εμπιστοσύνη σε όλες τις
εθνότητες, να εξασφαλίζει ισονομία και ισοπολιτεία μεταξύ των
διαφόρων εθνοτήτων και να επιβάλει λήθη στα εγκλήματα που είχον
διαπραχθεί, ώστε να ακολουθήσει ειρηνική και αρμονική συμβίωση των
λαών της απελευθερωμένης Ανατολικής Θράκης.»
Παράξενα τα
παιγνίδια της Μοίρας του ανθρώπινου γένους
Τελικά η 27η
Σεπτεμβρίου 1922 έγινε η απαρχή μιας άλλης τραγωδίας του
Ελληνισμού. Τα αμέτρητα καραβάνια αμαξών κατευθύνονται προς τα
δυτικά «προχωρούν από κάθε δρόμο και ξεχύνονται προς τα γιοφύρια
σαν δραδύπορη γραμμή της κάμπιας που ανεβαίνει τον ανήφορο στο
πεύκο το δασύπυκνο» γράφει ο ιστορικός λογοτέχνης Πολύδωρας
Παπαχριστοδούλου. Ενώ ο τότε υποδιοικητής Αρκαδιουπόλεως κ.Λέφας
γράφει. «Αστοί, πλούσιοι και φτωχοί, μεγάλοι και μικροί, παιδιά,
ηγωνίζοντο να περισυλλέξωσιν ό,τι ηδύνατο να μεταφερθεί. Είδον
γυναίκα πεσούσαν εξ εξαντλήσεως από την υπερπληρωμένην άμαξαν και
εκπνεύσασαν.Είδον πρόσφυγα εξ ατονίας μη συγκρατηθέντα επί των
ποδών του και πεσόντα άπνουν εκ του βαγονίου.Είδον βρέφη
αποθανόντα εξ ασφυξίας εις τας αγκάλας δύστυχων χωρικών μητέρων.
Οι ασθενείς κατέκειντο υπό βρεγμένα εφαπλώματα πυρέσσοντες..»
Τα παραπάνω
λόγια δεν είναι αποσπάσματα από χορικό αρχαίας ελληνικής
τραγωδίας, γραμμένα από κάποιον σμιλευτή
του λόγου. Είναι το μήνυμα της τραγικότητας που βγαίνει μέσα από
την ρεαλιστική περιγραφή ενός κρατικού οργάνου, ίσως γραφειοκράτη,
ο οποίος όμως απέδωσε με ακρίβεια ό,τι έβλεπε.
Ένα φθινόπωρο
μουχρωμένο ακούστηκε η σπαρακτική κραυγή.
ΠΕΡΑΣΤΕ ΤΑ
ΓΕΦΥΡΙΑ
Τα γεφύρια που
ζεύουν τον Έβρο, τα γεφύρια τα παμπάλαια με τις θαυμάσιες καμάρες
της Αντριανούς, τις εκατό καμάρες της Μακρογέφυρας της ξακουστής.
Περάστε τα
γεφύρια, συμμαζεύοντας το είναι σας. Δέστε τα γκιότσια σας,
στοιβάζοντας τους κόπους σας και φορτώνοντας τα τετράτροχα σας
αμάξια με τα διπλά ζευγάρια, τα στριφτοκέρατα, τα ελικόποδα βόδια
και τα κατάμαυρα βουβάλια των βάλτων της Θράκης και των πράσινων
βυρών.
ΞΕΚΙΝΗΣΤΕ
Αυτή η θλιβερή
κραυγή υψώθηκε και ο Θρακιώτικος κάμπος σείστηκε και βόγκηξε Ένας
κόσμος αμέτρητος στέναξε και θρηνολόγησε βαριά. Από το μωρό στην
κούνια ως την γιαγιά, σπάραξαν από θλίψη.
Άφηναν οι
Θρακιώτες τους χρυσαφένιους κάμπους και τις απέραντες κοιλάδες.
Άφηναν τους
Θρακικούς δρυμώνες, τις λαγκαδιές και τα δάση τα απάτητα.
Άφηναν τη γη των
τριών χιλιετηρίδων του γένους, όπου ανθοβολούσε η Ελληνική σκέψη
και προκοπή.
Άφηναν τους
παμπάλαιους τάφους των προγόνων και τις εκκλησίες τους και
έπαιρναν το φως της ελεύθερης ψυχής τους, τη φλόγα των θερισμένων
κάμπων, την απεραντοσύνη της ανατολής, τη σοφία των αιώνων της
φυλής στις αιώνιες πολιτείες τους, τις πνοές των ακρογιαλιών.
Φεύγουν με την ψυχή της πατρίδας τους, την ανάσα και την πνοή
τους. Κι ο Θρακικός λαός, σπαραγμένος από λύπη, συμμαζεύοντας το
είναι του μπήκε στον δρόμο της εξορίας και της προσφυγιάς.
Η ΦΥΓΗ ΜΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΣΤΑΜΠΟΛΗ
(Από τις
αφηγήσεις προσφύγων πρώτης γενιάς)
Πέρασε το
καλοκαίρι του 1922 και η γεωργική συγκομιδή ήταν πλούσια..
Γεμίσανε τα
αμπάρια αγαθά και το σπίτι ζυμαρικά, ρετσέλια, κρασιά, ούζο,
πετιμέζι, σταφίδες, μουσταλευριές. Ήμουν τότε 10 χρονών παιδί,
πρόσεξα όμως πως τον κόσμο τον κατείχε ανησυχία και κατήφεια, και
άκουγα να λένε οι μεγάλοι. Δεν πάμε καλά, και ρώτησα. «γιατί
άμνια λένε οι μπαρμπάδες στο τσαρσί ότι δεν πάμε καλά ?»
και μου το εξήγησε.
«Αχ
Γιάννημ,τα πράγματα δεν πάνε καλά στον πόλεμο και θα μας διώξουν,
και τούτο Το μπερεκέτ που θαν τα αφήκουμ, και που θα πάμι πάλι ?»
Πόσο δίκιο είχε,
το μπερεκέτι ήταν πολύ, τα αμπάρια και τέσσερα δωμάτια ήταν
γεμάτα, σιτάρι, κριθάρι, καλαμπόκι, σίκαλη και βρώμη, όλα αυτά
μείνανε άθικτα την ημέρα της φυγής.
Είχε σταματήσει
ο χαιρετισμός της καλημέρας και εγένετο κλαυθμός στις γειτονιές.
«Τι
θα απογίνουμε μαρή, που θαν τα αφήκουμ αυτά και που θα μας πάνε ?»
Οι δουλειές
σταματήσανε και όλοι μαζευότανε στα καφενεία για να μάθουν νέα.
Και ήρθε ο μοιραίος Οκτώβριος, και η φοβερή διαταγή να φύγουμε από
τα σπίτια μας, από τον τόπο μας, από την Πατρίδα μας, και το
σήμερα ήταν χειρότερο από το χτές.
Ήταν απόγευμα
όταν ήρθε η οριστική διαταγή για να φύγουμε. Οι γυναίκες
τρομαγμένες ρωτούσαν τους άντρες τους. «μαρή
τι γίνκι? Μαρή τι κακό μας πάντυχει, μαρή τι λόγο θα ακούσουμι και
άλλη, μαρή μας διώχνουν ? »
Και ήρθε η
φοβερή απάντηση.
«Γίνκι
διωγμός, θα φύβγουμ ταχιά»
και η καμπάνα της εκκλησίας άρχισε να κτυπά καλώντας τους άντρες
στην κοινότητα και όχι για να καλέσει τους Χριστιανούς στην
Εκκλησιά όπως χαρμόσυνη σήμαινε Χριστούγεννα και Πασχαλιές.
Η ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Και πέρασαν
στην αντίπερα όχθη του Έβρου, όπου τους προσμένει ένας αδελφός
λαός. Λουλουδίζουν φθινοπωρινά τα ξεροτόπια κι οι πλαγιές
χαμογελούν. Ξεπροβάλλουν πολιτείες άλλες, άγνωστες πανάρχαιες,
βυζαντινές, χωριά και τοπία συγγενικά με χαμόγελο και αγκαλιά
ζεστή. Είναι η ελεύθερη Θράκη και η Μακεδονία. Εδώ, παιδιά,
φωνάζει ο παπα-Μανώλης, ο παπάς κι ο δάσκαλος στους συντοπίτες
του. Ξεζέψτε και λύστε τους ζυγούς, εδώ θα χτίσουμε ξανά τις
ορφανές πλια και χαμένες μας Πατρίδες. Καρτερείτε.
Και οι
πλαγιές, οι λαγκαδιές, και οι κάμποι μοσχομύρισαν από το άνθισμά
τους και τους καρπούς που έφερε η καλλιέργεια τους από τους νέους
αυτούς κατοίκους. Ημέρεψε ο τόπος και φυτεύτηκε από νέους
οικισμούς όπως,
Τα Νέα Μάλγαρα, οι Σαράντα Εκκλησιές, η Νέα Μάδυτος, οι Νέοι Επιβάτες, ο
Νέος Σκοπός, η Νέα Αγχίαλος, η Στενήμαχος. η Νέα Τυρολόη, η Νέα
Μάκρη, η Νέα Πέραμος, το Σκούταρι, η Νέα Πέτρα η Νέα Καλικράτεια
και τόσες άλλες πολιτείες και χωριά που ξεπετάχτηκαν στους
τόπους εγκατάστασης των προσφύγων με τα αξέχαστα ονόματα των
αλησμόνητων πατρίδων.
Και γίνανε
δέντρα μεγάλα… ξανάβγαλαν κλαριά και φύλλα της ελπίδας πράσινα. Κι
απάνω στα κλαριά τους – σαν τα πουλιά – κελαηδούν τα παιδιά τους,
δεύτερη, Τρίτη και τέταρτη γενιά της προσφυγιάς. Γενιές που
πρόκοψαν γιατί γνώριζαν τι θα πει τιμή, τι θα πει αρχοντιά, τι
θα πει πίστη και αγώνας.
Γίνανε
δέντρα μεγάλα, στον ίσκιο τους ξαναστήθηκε ο χορός, ξανάνθισε το
χαμόγελο στα χείλη τους κι η Μαρίτσα ξανατραγούδησε. Άλλωστε
πέρασαν 80 ολόκληρα χρόνια από εκείνη τη μαύρη χρονιά. Και θα
περάσουν κι άλλα… κι άλλα80….κι άλλα 80. Μα τούτα τα δέντρα Δε θα
ξεχάσουν ποτέ πως η ρίζα τους είναι απέναντι. Και προσπαθούν να
την θυμούνται με το μέτρο της φλόγας του κεριού, όπως λέει και ο
Σεφέρης. Τη φλόγα εκείνη που όταν θυμάται καίει, αλλά κι όταν δεν
θυμάται καθόλου σβήνει.
ΘΡΑΚΗ
Εις της Θράκης
την ένδοξη χώρα
Σέρναν
μάγισσες μεγάλο χορό
Μα εφύσησε
αγέρι ψυχρό
Κι εσκορπίσθηκαν
τώρα
Και μια μάγισσα
μένει θαμένη
Στη βαθειά της
κρυμμένη σπηλιά
Όπου δεν φθάνει
καμιά αντηλιά
Και πιστή
παραμένει
Απ τον μάγο της
εζήτησε χάρη
Εις την Θράκη
της να κοιμηθεί
Στη σπηλιά της
να λησμονηθεί
Χωρίς ήλιο ή
φεγγάρι.
Και εμάγεψε το
ακρογιάλι
Όποιος έλθει εδώ
σταματά
Λογισμός και
καρδιά εδώ πετά
Με λαχτάρα
μεγάλη.
Το φυλάει καλά
το ακρογιάλι
Αγρυπνά για να
διώχνει θεριά
Που πλακώσαν
ψηλά από το βοριά
Με βοή και με
ζάλη
Κι άλλες
μάγισσες γύρισαν τώρα
Ποια κρατεί το
ραβδί το αργυρό
Για να σύρουν
χορό ?
Ήλθε πάλι η ώρα
Θ αληθεύσουνε
όνειρα άγια
Και με χίλια
βαρειά Ωσανά
Τα ψηλά θ
αντηχήσουν βουνά
Θα λυθούνε τα
μάγια
Της ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Πόλη 1918
ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ
Αγαπητοί
προσκεκλημένοι,
Στην αποψινή
μας εκδήλωση συμμετείχαν 110 χορευτές και χορεύτριες,
10 μουσικοί και
τρεις τεχνικοί.
Επιτρέψτε μου να
εκφράσω τα αισθήματά μου μέσα από θερμές ευχαριστίες
-
Για όλους εσάς
που με την παρουσία σας τιμήσατε την εκδήλωσή μας αυτή.
-
Για τα μέλη
και τους φίλους της Εστίας
-
Για τους κάθε
ηλικίας χορευτές μας, παλαιούς, νέους, μικρούς και μεγάλους
-
Για τους
χοροδιδασκάλους μας τον Αλέξανδρο Ομηριάδη και την Φιλιώ
Ορφανίδου και την χοράρχησα μας την Στέλλα την Βλαχοπούλου
-
Για τους
μουσικούς μας
-
Για την
Διοίκηση των Τ.Ε.Ι. Σερρών
-
Για τους
χορηγούς μας, τον ΝΙΚΟ ΠΕΤΡΙΔΗ (Hondos Center
)την ασφαλιστική εταιρία VICTORIA
Α.Α.Ε.Ζ., την ΣΕΡΚΟ ΑΕ και τον κ. Δημήτριο Τσερκέζη Δ/ντή
της Τράπεζας Εργασίας Σερρών.
-
Για τον
Σύλλογο του Νέου Σκοπού
-
Για την
ΘΡΑΚΙΚΗ ΕΣΤΙΑ ΔΡΑΜΑΣ.
|