ΠΑΣΧΑ ΣΤΗΝ ΚΑΣΤΑΜΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
Τα δέντρα
άνθισαν και άπλωσαν τις φυλλωσιές τους. Τα λουλούδια άνθισαν και
έχυσαν τα μύρα τους. Οι βιόλες, οι πασχαλιές δίνουν το δικό τους παρών
μέσα στους καταπράσινους κήπους. Οι αμυγδαλιές και τόσα άλλα δέντρα
ομορφαίνουν το περιβάλλον. Ήλθε η Άνοιξη, άνοιξη για την φύση αλλά
και για την ψυχή και μαζί με την άνοιξη θα έλθει και η Λαμπρή. Από
το μυαλό μου σαν κινηματογραφική ταινία πέρασαν τα όσα η γιαγιά Ελέγκω
μας έλεγε για το Πάσχα στην Πατρίδα. Για την γιαγιά Ελέγκω Πατρίδα
είναι ο τόπος που γεννήθηκε και αναστήθηκε, η Καστάμπολη στην
Ανατολική Θράκη, κοντά στα Γανόχωρα ( Γάνος, Χώρα, Μυριόφυτο,Αυδήμι,
Καστάμπολη…….) που είναι το 'να πα στ’ άλλο καβάλα και στη σειρά
στην κατηφοριά του Ιερού Όρους, στη περιφέρεια της Ραιδεστού..
Ειλικρινά δεν
ξέρω γιατί, αλλά ήθελα να ξανακούσω τα όσα μας έλεγε γι αυτές τις
ημέρες και δεν με ενοχλεί όσες φορές κι αν τα ακούσω. Ετσι για απόψε
το βράδυ είπα θα ανοίξω ένα καλό μπουκάλι κρασί κόκκινο, θα ψήσω λίγο
ψωμί, θα του ρίξω λίγο λαδάκι, ρίγανι και κόκκινο πιπέρι και θα
προσπαθήσω να παρασύρω την γιαγιά Ελέγκω στην Θράκη.
Το βράδυ η
γιαγιά βλέποντας την ετοιμασία που έκανα, θαρρείς κατάλαβε τι θα την
ζητούσα κι άρχισε να κλαίει και να λέει.
«Τι ζωή εν’
αυτή, παιδιά μ’, λέγει τι ζωή….δω είμαι κι ο νους μου ζει εκεί, και
σφουγγεί τα μάτια της και σιάζει τα μαύρα γυαλιά της και ξαναλέει.
«Θα τυφλωθώ, παιδιά μ’ λέγει, τα μάτια μ’ νταριάνζα, ζαλίζουμ’» Έλα
γιαγιά Ελέγκω, τίποτε δεν είναι, έτσι σε φαίνεται. Για πες μας σε
παρακαλώ, Πάσχα έρχεται, στην Καστάμπολη τι κάνατε τις ημέρες της
Μεγάλης βδομάδας ?
Η γιαγιά Ελέγκω
έβγαλε και πάλι ένα μεγάλο αναστεναγμό όπως το συνηθίζει σ αυτές τις
περιπτώσεις και άρχισε να λέει.
«Ξέρεις καλά ότι
ο μπαμπάς της γιαγιάς σου της Πουπούλας ( Βασιλικούλας ) ήταν ο παπάς
μας. Ναι, το ξέρω αυτό της απάντησα. Από την Κυριακή του Βαγιού και
μετά όλος ο κόσμος ήτανε στην εκκλησιά γιατί ξεκινούσε η Μεγάλη
Βδομάδα. Οι δουλειές σταματούσαν, ούτε στον αργαλειό δουλεύαμε.
Τις ημέρες αυτές μόνο εκκλησία είχε. Θυμάμαι που λέγαμε
Μεγάλη Δευτέρα –
μεγάλη μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη –
μεγάλη κρίση
Μεγάλη Τετάρτη –
μεγάλη ζάλη
Μεγάλη Πέφτη –
σκιέται ο ουρανός και πέφτει
Μεγάλη Παρασκευή
– Ο Χριστός στη φυλακή
Μεγάλο Σάββατο –
Ο Χριστός στο Θάνατο.
Τη Μεγάλη
Δευτέρα άρχιζαν οι «Καλονυχτιές». Όποιος δεν μπόρεσε να νηστέψει τη
μεγάλη σαρακοστή, νήστευε υποχρεωτικά την Μεγάλη βδομάδα. Ούτε λάδι
τρώγανε. Οι μόνες δουλειές που κάνανε οι νοικοκυρές ήταν η «πάστρα»
του σπιτιού.
Τη Μεγάλη Τρίτη
με λαχτάρα περιμέναμε να ακούσουμε το τροπάριο της Κασσιανής
«Κύριε η εν
πολλαίς αμαρτίαις….» Ο ψάλτης που είχαμε το έλεγε πολύ καλά. Οι παλιοί
λέγανε ότι έμαθε την ψαλτική τέχνη στις εκκλησιές της πόλης.
Τη Μεγάλη
Τετάρτη γινότανε το ευχέλαιο στην εκκλησία, το οποίο όμως μπορούσε να
γίνει και στο σπίτι. Ο παπάς ευλογούσε τα αυγά και το αλεύρι. Θυμάμαι
τον προπάπουσ’, τον Παπαγιώργη που με τη βαριά του φωνή και κουνώντας
το θυμιατό έψελνε το «κατευθυνθήτω η προσευχή μου» και οι γυναίκες
έβαζαν μετάνοια μέχρι τα μάρμαρα της εκκλησίας.
Τη Μεγάλη
Πέμπτη, τη λέγανε Κόκκινη Πέμπτη και χαλαζοπέφτη. Δεν δούλευε κανείς
για να μην πέσει χαλάζι και καταστρέψει τα σπαρτά. Από το πρωί οι
γυναίκες ξεκινούσαν με το βάψιμο των αυγών και με το ζύμωμα της
Πασχαλιάτικης κουλούρας. Οι νοικοκυρές προσπαθούσαν να βάλουν όλη τη
τέχνη τους για να φουσκώσουν οι κουλούρες καθώς και για το στόλισμά
τους. Τα αυγά είχαν κόκκινο χρώμα γι αυτό και λένε τη Μεγάλη Πέμπτη
και Κόκκιν’ Πέφτη. Για να βάψουμε τα αυγά χρησιμοποιούσαμε διάφορα
χόρτα όπως φιδολάπατα, κρεμμυδότσουφλα και τσουκνίδες. Θυμάμαι που η
μάνα μ’ μας ξυπνούσε πολύ πρωί και στο χαγιάτι έβαζε ένα κόκκινο πανί,
ή κρεμούσε τα κόκκινα χράμια στο παράθυρο. Όταν τη ρωτούσα γιατί μάνα
μ’, έλεγε για το καλό του σπιτιού, και το πρώτο κόκκινο αυγό που
έβγαζε από τον τέντζερε, το έβαζε στο εικονοστάσι και το
χρησιμοποιούσε για ξεμάτιασμα και όταν είχε κακοκαιρία το έβγαζε έξω
με την πυροστιά ανάποδα για να σταματήσει η θεομηνία. Το απόγευμα
δυο παιδιά παίρνανε τον σταυρό, τον βάζανε σε ένα δίσκο με λουλούδια
και γυρνούσανε σε όλα τα σπίτια και μαζεύανε κόκκινα αυγά, τα οποία
ο παπάς θα τα μοίραζε στη Δεύτερη Ανάσταση.
Οι νοικοκυρές
την ώρα που βάφανε τα αυγά ή ζυμώνανε τα τσουρέκια τραγουδούσανε το
Σήμερα μαύρος
ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
Σήμερα όλοι
θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
Σήμερα έβαναν
βουλή οι άνομοι οι εβραίοι,
Οι άνομοι και τα
σκυλιά οι τρισκαταραμένοι
Για να κρεμάσουν
το Χριστό των πάντων βασιλέα
Κ.λ.π………………
Και το βράδυ
πηγαίνανε στην εκκλησία για να ακούσουν τα δώδεκα ευαγγέλια και να
ακούσουν «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου» και θυμάμαι τον καντηλανάφτη τον
κύρ Σιταύρου, που με το σφυρί στο χέρι κτυπούσε για να θυμίσουν τα
κτυπήματά του το αληθινό Σταύρωμα του Χριστού μας. Το φαγητό μας ήτανε
νερόβραστη φακή με μπόλικο ξύδι.
Τη Μεγάλη
Παρασκευή, μαζεύαμε όλες οι κοπέλες λουλούδια και τρέχαμε στην
εκκλησιά να στολίσουμε τον επιτάφιο με βιολέτες, τριαντάφυλλα και
πασχαλιές. Το πένθος ήτανε μεγάλο. Όλες οι γυναίκες φορούσανε σκούρα
φορέματα για πένθος και ξενυχτούσανε στην εκκλησιά για να φυλάξουν το
λείψανο του Χριστού και σιγομουρμούριζαν το μοιρολόγι «Σήμερα μαύρος
ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα» Η περιφορά του επιταφίου ήταν πολύ ωραία.
Τα παιδιά του σχολείου έψελναν τα εγκώμια και οι μυροφόρες έριχναν τα
λουλούδια που είχαν περισσέψει από το στόλισμα του επιταφίου και η
καμπάνα κτυπούσε λυπητερά. Για να δείξουμε ότι το πένθος για το Χριστό
μας ήτανε πολύ μεγάλο, ολόκληρη την ημέρα ούτε τρώγαμε ούτε πίναμε κάν
νερό. Μόνο όταν τελείωνε ο επιτάφιος και γυρνούσαμε στο σπίτι, τότε
τρώγαμε νερόβραστα και πίναμε νερό.
Το Μεγάλο
Σάββατο όλος ο κόσμος με τα κεριά στο χέρι πήγαινε στην εκκλησία για
να πάρει το Άγιο φως και να ακούσει το Χριστός Ανέστη. Όταν ο παππούς
σου έλεγε το «Δεύτε λάβετε φως» η εκκλησιά άστραφτε από τις λαμπάδες
και όταν έψελνε το Χριστός Ανέστη με τη μπάσα φωνή του, έπεφταν
τουφεκιές. Μετά μπαίναμε μέσα στην εκκλησία, παρακολουθούσαμε την
λειτουργία και ξημερώματα γυρνούσαμε στο σπίτι για να φάμε ζεστή σούπα
και να τσουγκρίσουμε τα αυγά μας. Πριν μπούμε στο σπίτι ο παππούς
Γιωργής Συρόπουλος, σταύρωνε με τη φλόγα του Αναστάσιμου κεριού το
ανώφλι του σπιτιού και η μάνα μ’ άναβε το καντήλι και προσπαθούσε 40
μέρες να μην σβήσει. Κυριακή του Πάσχα και το γλέντι αρχινούσε στην
πλατεία. Χορός, τραγούδι, όλοι πιασμένοι χέρι χέρι στη σειρά, γέροι,
γριές, κορίτσια και παιδιά θα χόρευαν και θα τραγουδούσαν μέχρι αργά
το βράδυ.
Γιαγιά πέ μ’
εκείνο το τραγούδι που σ’ άρεζε. Πιο μπρέ γιόκα μ’. Εκείνο που έλεγες
όταν γλυκοκοίταζες τον παππού. Α καλά μπρέ.
Ναργκαβάνι μ’
σιβνταλί, πόντι ήγινες και πλάτινες
Κι έδισις αυτά
τα ντάλια, τα κουρφουντάλια.
Τσ’ Πασχαλιάς
κα’ του κιντί, Ελέγκω μ’, αμάν
Καλός λόους
διαβάζουνταν, τα κουρίτσια χόριβαν.
Θεολόγης σέρνει
του χουρό, Ελέγκω τουν καμαρών’
Ισια Θεολόγη
μ΄του χουρό, ίσια το φεσάκι σου.
Το Πάσχα παιδιά
μ’ είναι η «πιο τρανύτερη γιορτή του χρόνου» έτσι το ‘χουμε εμείς οι
Θρακιώτες.
Τελειώνοντας την
αφήγησή της η γιαγιά Ελέγκω σκούπισε τα μάτια της έβαλε μια μπουκιά
στο στόμα της, μια δεύτερη, έπιασε το ποτήρι με το κρασί και είπε
πάλι τα όσα λέει κάθε φορά.
«Μεις οι παλιές
τι την θέλουμ’ τη ζωή; Σεις παιδιά είστε, θα ζήστε, θα τα ξεχάσετε.
Μεις δε μπορεί να λυτρωθούμ’ π’ αυτό τον καημό, ξον πε το θάνατο.
Έφερε στο στόμα της το ποτήρι ήπιε μια δυο γουλιές, κοίταξε το ποτήρι
και είπε. Καλό είναι τούτο το κρασί γιόκα μ’ , μα δε μοιάζει όμως τα
μοσχερά κρασιά της Θράκης»
και τελείωσε λέγοντας και πάλι την ίδια ευχή. «Καλή πατρίδα, παιδιά
μ’, και στο σπίτ’ μας και στην αυλή τη σπιτιού μας».
Σηκώθηκα, την ευχαρίστησα και την φίλησα λέγοντας της γιατί όχι
γιαγιά Ελέγκω. Άντε και Καλό Πάσχα. Νάσαι καλά παιδί μ’.
Σέρρες 26.03.04
1) Η γιαγιά
Ελέγκω σήμερα 94 χρονών ζει στη Θεσσαλονίκη
2) Βιβλιογραφία
Αλησμόνητες Πατρίδες – Πολύδωρας Παπαχριστοδούλου
Απρίλιος 2003
Επιμέλεια διασκευή
Ελευθέριος Θ. Χατζόπουλος
Πρόεδρος ΘΡΑΚΙΚΗΣ
ΕΣΤΙΑΣ Ν.
ΣΕΡΡΩΝ |