Η σημαντική θέση της αρχαίας Κορίνθου
κατοικήθηκε από τα νεολιθικά χρόνια (5000-3000 π.Χ.). Η μεγάλη όμως ακμή της
αρχίζει από τον 8ο π.Χ. αιώνα και συνεχίζεται μέχρι την καταστροφή της από τον
Ρωμαίο στρατηγό Μόμμιο το 146 π.Χ. Δείγμα της αποτελεί
ο δωρικός ναός
του Απόλλωνα που κατασκευάσθηκε το 550 π.Χ.
Η πόλη επανοικίζεται το 44 π.Χ., αναπτύσσεται και πάλι και το 51-52 μ.Χ. δέχεται
την επίσκεψη του Απόστολου Παύλου. Το κέντρο της οργανώνεται νότια του ναού του
Απόλλωνα και περιλαμβάνει καταστήματα, μικρούς ναούς,
κρήνες, λουτρό
και άλλα δημόσια κτήρια.
Το 267 μ.Χ., με την εισβολή των Ερούλων, αρχίζει η παρακμή της πόλης, η οποία
ωστόσο επιζεί, παρά τις επανειλημμένες καταστροφές και εισβολές, μέχρι την
απελευθέρωσή της από τους Τούρκους το 1822.
Περιορισμένη σε έκταση και αποτελέσματα
έρευνα έγινε κατά τα έτη 1892 και 1906 από τον Α. Σκιά με δαπάνες της
Αρχαιολογικής Εταιρείας.Συστηματικές ανασκαφές στην περιοχή που συνεχίζονται έως
σήμερα, άρχισαν το 1896 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, που έφεραν
στο φως την αγορά, ναούς, κρήνες, καταστήματα, στοές, λουτρά. Επίσης,
ερευνήθηκαν ο
Ακροκόρινθος, προϊστορικοί οικισμοί, το Θέατρο, το Ωδείο, το Ασκληπιείο,
νεκροταφεία, η συνοικία των κεραμέων και άλλα κτήρια.
Τα ευρήματα των εκτίθενται στο
Αρχαιολογικό
Μουσείο Αρχαίας Κορίνθου.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ
ΚΟΡΙΝΘΟ
Η Κόρινθος, πόλη δωρική, βρισκόταν πάνω στο κομβικό σημείο που η υπόλοιπη
Ελλάδα ενωνόταν με την Πελοπόννησο, ενώ διατηρούσε λιμάνι τόσο στο Σαρωνικό όσο
και στον Κορινθιακό κόλπο. Η θέση της αυτή προκαθόρισε σε μεγάλο βαθμό και την
ιστορία της. Αποτινάσσοντας νωρίς τις δωρικές τους καταβολές, οι κορίνθιοι
έκαναν την πόλη τους γρήγορα κέντρο εμπορίου και κεραμικής βιομηχανίας, ενώ
δραστηριοποιήθηκαν και στη δημιουργία αποικιών στην Κέρκυρα και τις Συρακούσες.
Ήδη από τον 7ο αιώνα π.Χ. η πόλη κυριαρχούσε στις θάλασσες και τις αγορές.
Πλούτος και δόξα συνέρευσαν στην πόλη, που κατά τους επόμενους αιώνες ήταν το
συνώνυμο της πολυτέλειας και της χλιδής.
Η ιστορία της διακόπτεται απότομα το 146 π.Χ., όταν από ατυχείς πολιτικούς
χειρισμούς, θα προκαλέσει την υπερδύναμη της εποχής, κραταιά Ρώμη. Οι Ρωμαίοι
υπήρξαν ανελέητοι. Ο στρατηγός τους Μόμμιος κατέστρεψε εκ βάθρων την πόλη,
λεηλάτησε τους θησαυρούς της και εξανδραπόδησε όλο τον πληθυσμό της. Για τα
επόμενα 100 χρόνια η Κόρινθος έχει σβήσει από το χάρτη. Ο Ιούλιος Καίσαρας και
στη συνέχεια ο Αύγουστος, αποφασίζουν τον επανοικισμό και την ανοικοδόμηση της
πόλης. Είναι εντυπωσιακό το πόσο γρήγορα επανέκτησε τον παλαιό της πλούτο και τη
φήμη.
Οι επτά όρθιοι μονολιθικοί κίονες με ένα μέρος του επιστυλίου ενός δωρικού
ναού, ήταν για αιώνες τα μόνα ορατά λείψανα της αρχαίας Κορίνθου. Οι ανασκαφές
άρχισαν στην πόλη το 1896, από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή και
συνεχίζονται ακατάπαυστα μέχρι σήμερα. Έχει αποκαλυφθεί ένα σημαντικό τμήμα της
αρχαίας πόλης, με επίκεντρο την αγορά και το θρησκευτικό κέντρο.
Για τις σχετικά ισχνές ιστορικές αναφορές που σώθηκαν για την τοπογραφία της
αρχαίας Κορίνθου, μας αποζημιώνει για μία ακόμα φορά η περιγραφή του Παυσανία. Ο
αρχαίος περιηγητής επισκέφτηκε την Κόρινθο τον 2ο αιώνα μ.Χ. και μας δίνει μία
πλήρη περιγραφή του κέντρου της πόλης. Φυσικά αυτό που μας περιγράφει είναι η
νεότερη πόλη, η επανοικισμένη ρωμαϊκή colonia.
O αρχαϊκός ναός του Απόλλωνα αποτελεί ακόμα και σήμερα το ορόσημο του
αρχαιολογικού χώρου. Χρονολογείται κάπου στο 540 π.Χ. και είναι από τα λίγα
δημόσια κτίσματα που ανοικοδομήθηκαν μετά την καταστροφή της πόλης, από το ίδιο
παλαιό τους υλικό. Φαίνεται ότι η ανοικοδόμηση αυτή ακολούθησε το ίδιο αρχαϊκό
σχέδιο, χωρίς σημαντικές τροποποιήσεις.
Νότια του ναού και σε χαμηλότερο επίπεδο απλωνόταν η αρχαία αγορά της Κορίνθου.
Οι ανασκαφές αποκάλυψαν και τη μία από τις δύο κύριες οδούς πρόσβασης, έναν ευρύ
πλακοστρωμένο δρόμο, πλαισιωμένο από στοές που συμβατικά έχει ονομαστεί «οδός
Λεχαίου», καθώς ερχόταν από το λιμάνι. Ο δρόμος αυτός οδηγούσε κατευθείαν στο
κέντρο της πόλης, όπου περνώντας ένα μνημειακό πρόπυλο, ο επισκέπτης βρισκόταν
στην αγορά. Όπως σε κάθε αρχαία ελληνική πόλη, η αγορά ήταν ένας χώρος ανοικτός,
αφιερωμένος στη δημόσια και εμπορική ζωή της πόλης. Στο κέντρο ακριβώς της
αγοράς δέσποζε ένας μνημειακός βωμός και δίπλα του το «βήμα», από όπου ο ρωμαίος
ανθύπατος απευθυνόταν στους πολίτες που συγκεντρώνονταν στην αγορά. Το 52 μ.Χ.
από τη θέση αυτή ο ανθύπατος Γαλλίων απασχολήθηκε με τον παρόντα στην αγορά,
απόστολο Παύλο (Πράξεις 18, 12-17). Στα Μεσαιωνικά χρόνια στη θέση του βήματος
είχε κτιστεί μικρή εκκλησία, της οποίας τα θεμέλια διατηρήθηκαν.
Η αγορά πλαισιωνόταν από σειρές καταστημάτων και από στοές. Στον δυτικό τομέα
υπήρχαν τα μικρότερα ιερά της πόλης. Η τοποθέτηση αυτή επιλέχτηκε καθώς οι
ναΐσκοι με τα λατρευτικά αγάλματα, έπρεπε υποχρεωτικά να βλέπουν προς την
ανατολή. Σώζονται θεμέλια έξι συνολικά ναΐσκων που μας είναι γνωστοί από τους
ανασκαφείς με λατινικά γράμματα (D,F,G,H,J,K), καθώς οι ταυτίσεις τους δεν είναι
ασφαλείς. Ο ένας από αυτούς (F) πιθανολογείται ότι ήταν αφιερωμένος στη λατρεία
της θεάς Τύχης, ο ναός G πιθανότατα σε όλους τους θεούς και ο ναός D στη λατρεία
του Ερμή.
Πίσω από τους ναΐσκους αυτούς υπήρχαν οι περίβολοι δύο μεγαλύτερων ναών, του
ναού C, που ίσως ταυτίζεται με το ιερό και το ναό της Ήρας Ακραίας και του
μνημειώδους ναού Ε, του δεύτερου σε μέγεθος μετά το ναό του Απόλλωνα, που τον
καιρό του Παυσανία ήταν αφιερωμένος στην Οκταβία, την αδελφή του Αυγούστου. Δεν
θα πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση το ότι θνητοί λατρεύονται σε γειτονικά τεμένη
με τους αθανάτους. Η ιδέα της πολιτικής θεοποίησης τον καιρό του Αυγούστου, ήταν
ήδη μία ευρύτατα εφηρμοσμένη τακτική: πόλεις και κράτη μπορούσαν να
χρησιμοποιήσουν το όχημα της δημόσιας λατρείας, για να αναγνωρίσουν την απτή
πραγματικότητα της πολιτικής δύναμης. Είναι αμφίβολο ωστόσο αν κανείς κορίνθιος
αντιμετώπισε ποτέ την Οκταβία ως θεά με μία προσωπική, πνευματική έννοια, αν
προσευχήθηκε ποτέ σ’ αυτήν αναζητώντας πνευματική παρηγοριά. Για την εκπλήρωση
αυτής της ανάγκης υπήρχε ο αρχαϊκός ναός του Απόλλωνα.
Η ανατολική πτέρυγα της αγοράς καταλαμβανόταν από εξίσου εντυπωσιακά
οικοδομήματα. Το χώρο αμέσως δεξιά των προπυλαίων της «οδού Λεχαίου»,
κατελάμβανε ένα επιβλητικό οικοδόμημα, του οποίου η διώροφη πρόσοψη ήταν
στολισμένη με κορινθιακούς κίονες, ενώ στο δεύτερο όροφο, το θριγκό υποβάσταζαν
τέσσερις κολοσσικοί ανδριάντες βαρβάρων, ως «άτλαντες». Στην αριστερή πλευρά των
προπυλαίων βρισκόταν η κρήνη Πειρήνη. Η φυσική αυτή πηγή, ίσως αποτελούσε και το
λόγο για τον οποίο οι Κορίνθιοι επέλεξαν τον τόπο αυτό για να χωροθετήσουν την
αγορά τους. Μία πρώτη αρχιτεκτονική διευθέτηση του χώρου χρονολογείται ήδη από
τον 7ο αιώνα π.Χ., τα εντυπωσιακά ωστόσο λείψανα που βλέπουμε σήμερα, οφείλονται
στις δωρεές του Ηρώδη του Αττικού, που τον 2ο αιώνα μ.Χ. χρηματοδότησε την
αρχιτεκτονική διαμόρφωση που βλέπουμε σήμερα. Το νερό το αντλούσαν από δεξαμενές
στο βάθος των έξι καμαροσκέπαστων θυρών. Ας σημειωθεί ότι η Πειρήνη δεν ήταν η
μοναδική κρήνη της αγοράς. Μία δεύτερη κρήνη η «Γλαύκη», με παρόμοια διαμόρφωση,
υπήρχε λίγο έξω από τη δυτική πτέρυγα της αγοράς, πίσω από το ναό της Ήρας (C).
Η ανατολική πτέρυγα της Αγοράς έκλεινε με την «Ιουλία Βασιλική», ένα ορθογώνιο
οικοδόμημα, όπου ήταν στημένες γλυπτικές εικόνες της Ιουλίας οικογένειας
(Ιουλίου Καίσαρος και Αυγούστου). Κάτω από την κτιστή σκάλα της εισόδου σώζεται
λίθινη αφετηρία για αγωνίσματα δρόμου από ένα στάδιο που κατελάμβανε τον
κεντρικό χώρο της αγοράς, πριν από τα ρωμαϊκά χρόνια και καταστράφηκε το 146
π.Χ. Μία ακριβώς όμοια βασιλική σε κάτοψη και διαστάσεις, βρίσκεται πίσω από τη
νότια στοά της αγοράς.
Φαίνεται ότι κατά την ίδρυση της δεύτερης πόλης από τους Ρωμαίους, υπήρξε
πρόνοια για αποσυμφόρηση της αγοράς και μεταφορά των εμπορικών δραστηριοτήτων σε
άλλο παρακείμενο χώρο, ώστε η αρχαία παραδοσιακή αγορά να αποδοθεί αποκλειστικά
σε πολιτική και θρησκευτική χρήση. Η δεύτερη αυτή αγορά βρέθηκε από τους
ανασκαφείς βόρεια του ναού του Απόλλωνα και αποτελεί, όπως και η αντίστοιχη
ρωμαϊκή αγορά των Αθηνών, ένα τυποποιημένο δημιούργημα. Είναι ένας τετράπλευρος
ανοικτός χώρος που πλαισιώνεται από στοές και σειρές όμοιων καταστημάτων.
Πιθανόν να στέγαζε την αγορά νωπών τροφίμων.
Κάθε πόλη της αρχαίας Ελλάδας, που ήθελε άξια να φέρει το όνομά της, διέθετε και
το δικό της θέατρο. Η Κόρινθος φυσικά δεν αποτελούσε εξαίρεση και κατά το
πρότυπο των Αθηνών, διέθετε θέατρο και ωδείο στην ίδια περιοχή, 150 μ δυτικά του
ναού του Απόλλωνα, σε μικρή δηλαδή απόσταση από την αγορά.
Το θέατρο της Κορίνθου είχε μακραίωνη ιστορία και υπήρξε τόπος διεξαγωγής
ιδιαίτερα δραματικών γεγονότων. Το πρώτο θέατρο της Κορίνθου του οποίου σώζονται
ίχνη, κτίστηκε στο σημείο αυτό στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. και θα πρέπει να
είναι αυτό που αναφέρεται από τον Ξενοφώντα κατά τις σφαγές των φιλολακώνων
κορινθίων το 393 π.Χ. από τους Αθηναίους, Αργείους και Βοιωτούς, που ήθελαν να
κρατήσουν την Κόρινθο μακριά από την επιρροή της Σπάρτης. Υπάρχουν επίσης
λείψανα ενός άλλου θεάτρου με κτιστή σκηνή του 3ου αιώνα π.Χ., του οποίου οι
κερκίδες υπολογίζεται πως μπορούσαν να περιλάβουν 18 χιλιάδες θεατές. Σ’ αυτό το
θέατρο είχε εμφανιστεί ενώπιον των Κορινθίων ο Άρατος μετά την επιτυχή επίθεσή
του κατά της μακεδονικής φρουράς της Ακροκορίνθου, απελευθερώνοντας την Κόρινθο
και δεχόμενος την προσχώρησή της στην Αχαϊκή Συμπολιτεία. Το θέατρο αυτό
ανακατασκευάστηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ. και απέκτησε επιβλητική σκηνή. Στην αρχή του
3ου αιώνα μ.Χ. η ορχήστρα του θεάτρου, που είχε φιλοξενήσει τις τραγωδίες του
Σοφοκλή και του Ευριπίδη, μετατράπηκε σε ρωμαϊκή αρένα για θηριομαχίες. Τότε τα
χαμηλότερα καθίσματα αφαιρέθηκαν και το ύψος των πρώτων εδωλίων έγινε
μεγαλύτερο, για την ασφάλεια των θεατών. Τέλος, ειδικά συστήματα υδροδότησης,
μπορούσαν να γεμίζουν την αρένα με νερό, για τη διενέργεια πλασματικών ναυμαχιών
μεταξύ των μονομάχων.
|
Τα πρώτα σημάδια οίκησης κατά την προϊστορική εποχή από Πελασγούς, σύμφωνα με τις παραδόσεις τα βρίσκουμε στις περιοχές του Φενεού, της Στυμφαλίας, της Νεμέας, της λίμνης Βουλιαγμένης του Λουτρακίου, αλλά κυρίως στον οικισμό του Κοράκου, στην δυτική έξοδο της σημερινής πόλης της Κορίνθου. Οι ανασκαφές απέδειξαν ότι κατοικείτο ήδη από την 5η π.Χ. χιλιετία και γνώρισε μεγάλη άνθιση μέχρι τις αρχές της 2ης π.Χ. χιλιετίας, όταν διαπιστώνεται καταστροφή του. Το 1900 π.Χ. η παραλιακή Κορινθία εποικίζεται από Ίωνες, ενώ η νότια (Φενεός, Στύμφηλος) από Αρκάδες. Το 1500 π.Χ. εμφανίζονται, σε όλη την Κορινθία, Αχαιοί και δημιουργούνται μυκηναϊκά κέντρα, τα οποία μνημονεύονται στον Κατάλογο των Νηών της Ιλιάδας: Κόρινθος, Κλεωναί, Σικυών, Γονόεσσα (σημ. Πύργος;) Πελλήνη, Φενεός και Στύμφηλος. Το 1200 π.Χ. οι Δωριείς ή Ηρακλειδείς όπως είναι γνωστοί στην αρχαιότητα, εισέβαλλαν στην Πελοπόννησο. Ένα από τα τέσσερα τμήματα στα οποία χωρίστηκαν κατέλαβε το Σολύγειο λόφο κι εν συνεχεία κυρίευσε όλη την Κορινθία πλην των Αρκαδικών πόλεων, Φενεού και Στύμφηλου. Από τα μέσα του Θ' π.Χ. αιώνα οι Κορίνθιοι αρχίζουν τις εξαγωγές αγγείων στην Δυτική Ελλάδα κι εν συνεχεία ιδρύουν αποικίες στην Ιθάκη και την Κέρκυρα, ενώ το 734 π.Χ. Τενεάτες με αρχηγό τον Αρχία ιδρύουν την πόλη των Συρακουσών στη Σικελία. Το 704 π.Χ. ο Αμεινοκλής, κατά διαταγή των Κορινθίων, κατασκευάζει τις πρώτες τριήρεις, ανοίγοντας νέους δρόμους στην ναυπηγική ιστορία του τόπου μας. Την ίδια εποχή, τα κορινθιακά κεραμικά εργαστήρια παρουσιάζουν μεγάλη άνθιση και υιοθετούν μια νέα τεχνική διακόσμησης των αγγείων, που ονομάζεται μελανόμορφη και φέρνει επανάσταση στην ελληνική τέχνη. Το 660 π.Χ. η Κόρινθος εμπλέκεται με τους Κερκυραίους, στην αρχαιότερη παλαίτατη σύμφωνα με το Θουκυδίδη ναυμαχία μεταξύ ελληνικών πόλεων και λίγα χρόνια αργότερα, τύραννος της πόλης αναλαμβάνει ο Περίανδρος, ο οποίος χαρακτηρίστηκε ως ένας από τους επτά σοφούς της Αρχαίας Ελλάδας. Ο διάσημος αυτός άντρας συνέλαβε κι επιχείρησε μεγάλα τεχνικά έργα, όπως τη διάνοιξη του Ισθμού, την κατασκευή του διόλκου, ενώ ακολουθώντας την πολιτική του πατέρα του Κύψελου ο οποίος είχε ιδρύσει αποικίες στην Λευκάδα, το Ανακτόριο και την Αμβρακία έκτισε την Απολλωνία στην Ιλλυρία και την Ποτίδαια στην Χαλκιδική. Την ίδια εποχή, τόσο στην Κόρινθο όσο και στη Σικυώνα συναντούμε τα πρώτα σπέρματα του θεάτρου και της τραγωδίας. Έτσι, στην αυλή του Περίανδρου ο Λέσβιος Αρίων εξελίσσει τον διθύραμβο σε αυτόνομο ποιητικόμουσικό είδος, μεταμφιέζοντας παράλληλα τους χορευτές του κι αυτό κάνει το Σόλωνα να χαρακτηρίσει αυτές τις συνθέσεις ως "δράμα τραγωδίας". Το 481 π.Χ., στο ιερό του Ποσειδώνα στην Ισθμία, οι Έλληνες για πρώτη φορά μετά τα Τρωϊκά ενώνονται, για να αντιμετωπίσουν τον περσικό κίνδυνο. Από τότε το Ιερό του Ποσειδώνα απετέλεσε το κέντρο του ενωμένου ελληνισμού, όπου συγκαλούνταν κατ' εξοχήν τα Πανελλήνια Συνέδρια. Κορίνθιοι, Φλιάσιοι και Σικυώνιοι συμμετείχαν τόσο στη μάχη των Θερμοπυλών όσο και στων Πλαταιών. Το 460 π.Χ., με αφορμή προσχώρηση των Μεγαρέων στην Αθήνα, αναπτύσσεται σφοδρό μίσος μεταξύ Κορινθίων και Αθηναίων, που οδηγεί στον πρώτο Πελοποννησιακό πόλεμο, στον οποίο κανείς δεν βρέθηκε νικητής, όταν έληξε μετά την επέμβαση των Σπαρτιατών. Το 433 π.Χ., όμως, το υποβόσκον μίσος μεταξύ των δύο ελληνικών πόλεων και μια σειρά συγκρούσεων και αντεκδικήσεων μεταξύ των αποικιών τους, οδήγησε στον Β΄ Πελοποννησιακό Πόλεμο, ο οποίος εξάντλησε οικονομικά τις ελληνικές πόλεις. Έτσι το 429 π.Χ. ο κορινθιακός στόλος απέτυχε να νικήσει τον αθηναϊκό σε ναυμαχία ΒΔ της Πάτρας, ενώ το 425 π.Χ. μεγάλη απόβαση του αθηναϊκού στρατού στην περιοχή της Σολυγείας οδήγησε σε ήττα των Κορινθίων, οι οποίοι όμως το επόμενο έτος κατάφεραν να αποσπάσουν τα Μέγαρα από τους Αθηναίους. Το 421 π.Χ. οι Κορίνθιοι εναντιούμενοι στην "Ειρήνη του Νικία" που συνετάγη μεταξύ Αθηναίων και Σπαρτιατών, προχώρησαν σε αντισπαρτιατική συμμαχία με το Άργος, η οποία σύντομα διαλύθηκε, αφού κατάφεραν να πείσουν τελικώς τους Σπαρτιάτες να αναμειχθούν και πάλι στον πόλεμο. Έτσι, το 414 π.Χ. οι Αθηναίοι ξεκινούν μεγάλη εκστρατεία στην κορινθιακή αποικία των Συρακουσών, η οποία έμελε να λήξει με παταγώδη και τραγική ήττα των Αθηνών. Εν συνεχεία, ο πόλεμος μεταφέρθηκε στην ανατολική όχθη του Αιγαίου, όπου ο κορινθιακός στόλος ακολούθησε τους Σπαρτιάτες, καταφέρνοντας, τελικά, μεγάλη νίκη εναντίον των Αθηναίων το 404 π.Χ., στη μάχη στους Αιγός ποταμούς, μάχη η οποία σήμανε και το τέλος του πολέμου. Μερικά χρόνια αργότερα, η κουρασμένη κι εξαντλημένη Κόρινθος αντιστάθηκε στην Σπαρτιατική ηγεμονία, συμμάχησε με τους Αθηναίους, αλλά, τελικώς, σε μάχη στο Νέμεο ποταμό (σημ. Ζαπάντης) υπέστη συντριπτική ήττα από τους Λακεδαιμονίους. Το 370 π.Χ. ιδρύθηκε το Αρκαδικό Κοινό, το οποίο περιελάμβανε τις πόλεις Φενεό και Στύμφηλο, ενώ ένα χρόνο αργότερα οι Βοιωτοί που στο μεταξύ είχαν ιδρύσει το Βοιωτικό Κοινό εξεστράτευσαν εναντίον της Κορινθίας αλλά και όλης της Πελοποννήσου. Σε δεινή θέση περιήλθαν η Κόρινθος, η Σικυώνα, αλλά και ο Φλειούντας. Το 366 π.Χ. οι Κορίνθιοι και οι Φλειάσιοι συνήψαν ειρήνη με τους Θηβαίους κι εγκατέλειψαν την πολεμική προσπάθεια. Εν τω μέσω οξύτατων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, αποτόκων του πολέμου, το 345 π.Χ. η Κόρινθος ενεπλάκη σε νέα πολεμική επιχείρηση, στη Σικελία αυτή τη φορά, βοηθώντας τις Συρακούσες να αντιμετωπίσουν τον καρχηδονιακό κίνδυνο. Στη διάρκεια αυτής της εκστρατείας αναδείχθηκε ως άνδρας εξαίρετου ήθους και υψηλού φρονήματος, ο Τιμολέων, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος. Κατάφερε να ελευθερώσει όλες τις πόλεις της Σικελίας και να εγκαθιδρύσει δημοκρατικά πολιτεύματα, έγινε έτσι ιδιαίτερα αγαπητός στο λαό και τάφηκε με μεγάλες τιμές στην γη των Συρακουσών. Το 337 π.Χ. μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, στο ιερό του Ποσειδώνα στην Ισθμία, συνεκλήθη υπό το Φίλιππο τον Β΄, το δεύτερο Πανελλήνιο Συνέδριο, όπου συστάθηκε το "Κοινό των Ελλήνων" και αποφασίστηκε η εκστρατεία στην Περσία. Ένα, μόλις, χρόνο αργότερα και μετά τη δολοφονία του Φιλίππου και την ανακήρυξη του Αλεξάνδρου, ως βασιλιά της Μακεδονίας, το συνέδριο επαναλήφθηκε πλην Λακεδαιμονίων κι ο νεαρός βασιλιάς αναγορεύτηκε "στρατηγός αυτοκράτωρ". Μετά το θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Κόρινθος και η Σικυώνα περιήλθαν στην κατοχή του Αλεξάνδρου γιου του Πολυπέρχοντος, ενώ η Στύμφηλος και οι Κεχρεές βρέθηκαν υπό τον Κάσσανδρο, με τον οποίο, όμως, συμμάχησε ο Αλέξανδρος, στη συνέχεια. Ωστόσο, η γυναίκα του Αλεξάνδρου, η οποία τον διαδέχτηκε μετά τη δολοφονία του, παρέδωσε το 308 π.Χ. τις δύο πόλεις στον Πτολεμαίο, ο οποίος δεν κατάφερε να τις διατηρήσει, αφού δύο χρόνια αργότερα η Κόρινθος πέρασε στην κυριαρχία του Κασσάνδρου και η Σικυώνα τρία χρόνια αργότερα "ελευθερώθηκε" από τον Δημήτριο τον Πολιορκητή, τον οποίο δέχτηκαν στη συνέχεια και οι Κορίνθιοι, ως ελευθερωτή. Το 302 π.Χ. ο Δημήτριος συνεκάλεσε στην Κόρινθο συνέδριο και επανίδρυσε τη "Συμμαχία της Κορίνθου". Το 251 π.Χ. κι ενώ η Σικυώνα έχει περάσει στα χέρια διαφόρων τυράννων, κάνει την εμφάνισή του στην πολιτική και στρατιωτική σκηνή της εποχής ένας νέος άντρας, ο Άρατος, ο οποίος καταφέρνει να εκδιώξει τον τύραννο Νικοκλή, να εγκαθιδρύσει δημοκρατία και να εντάξει την πόλη στην Αχαϊκή Συμπολιτεία, όπου εκλέγεται στρατηγός λίγο αργότερα. Το 243 π.Χ. κυριεύει για λογαριασμό της Συμπολιτείας την Κόρινθο και το Λέχαιο, όμως το 225 π.Χ. αναγκάζεται, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον σπαρτιατικό κίνδυνο, να συμμαχήσει με τους Μακεδόνες και να παραδώσει σ' αυτούς την Κόρινθο, καταστέλλοντας ταυτόχρονα εξέγερση στη Σικυώνα. Ο λαμπρός Σικυώνιος στρατηγός πέθανε το χειμώνα του 214/3 π.Χ., σε ηλικία 57 χρονών. Την άνοιξη του 196 π.Χ., οι Ρωμαίοι, που βρίσκονται σε πόλεμο με τους Μακεδόνες, συγκαλούν στην Κόρινθο συνέδριο για την τύχη των ελληνικών πόλεων, όπου αποφασίζουν, αφ' ενός μεν την εγκαθίδρυση ρωμαϊκής φρουράς στον Ακροκόρινθο, αφ' ετέρου δε το αφρούρητο και αφορολόγητο των ελληνικών πόλεων, ενώ δύο χρόνια αργότερα αποχωρεί και η φρουρά από την ακρόπολη της Κορίνθου και η πόλη γίνεται έδρα της Αχαϊκής Συμπολιτείας, γεγονός που πλήρωσε πολύ ακριβά 50 χρόνια αργότερα. Το Μάιο του 146 π.Χ. η τακτική συνέλευση της Αχαϊκής συμπολιτείας στην Κόρινθο αποφασίζει την κήρυξη του πολέμου τυπικά εναντίον των Σπαρτιατών, ουσιαστικά, όμως, εναντίον των Ρωμαίων. Ο ύπατος Λεύκιος Μόμμιος αποστέλλεται από τη Σύγκλητο να αντιμετωπίσει την κατάσταση με σαφείς οδηγίες: Η τιμωρία των Αχαιών να είναι παραδειγματική, ώστε να καταπτοηθούν όλοι οι Έλληνες. Μετά από μία σειρά λάθος χειρισμούς, από πλευράς των στρατηγών της Αχαϊκής Συμπολιτείας, οι Ρωμαίοι κυρίευσαν την πόλη της Κορίνθου και επιδόθηκαν στην υλοποίηση της απόφασης της Συγκλήτου, με υπερβολικό ζήλο. Έτσι, έσφαξαν όλους τους άνδρες, πούλησαν ως δούλους τις γυναίκες, τα παιδιά και τους απελεύθερους δούλους, λεηλάτησαν την πόλη και τέλος την πυρπόλησαν. Η Κόρινθος ερημώθηκε κυριολεκτικά. Ένα τμήμα της χώρας δημεύτηκε από τη Ρώμη ως δημόσια γη, ενώ το υπόλοιπο υπήχθη στη Σικυώνα, η οποία ανέλαβε και την οργάνωση των Ισθμίων. Το 44 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρ επαναποίκισε την Κόρινθο με απελεύθερους και βετεράνους Ρωμαίους, που εξελληνίστηκαν πολύ γρήγορα και την ονόμασε Laus Iulia Corinthus. Η νέα Κόρινθος παρουσίασε πολύ μεγάλη άνθιση, έτσι που σύντομα έγινε η πλουσιότερη και σημαντικότερη πόλη της Πελοποννήσου, επισκιάζοντας ακόμη και την Αθήνα. Η οικονομική της ευημερία διήρκεσε σε όλη την πρώιμη αυτοκρατορική περίοδο. Έτσι, κατά τη δεύτερη περιοδεία του ο Απόστολος Παύλος βρίσκει στην Κόρινθο μια ανθηρή οικονομικά κοινωνία και παραμένει ενάμισι χρόνο στην πόλη κοντά στους Ακύλα και Πρίσκιλλα, οι οποίοι ίδρυσαν την πρώτη χριστιανική κοινότητα στην περιοχή. Ο Παύλος διατήρησε θερμές σχέσεις με την Εκκλησία της Κορίνθου, μάλιστα επισκέφτηκε άλλες δύο φορές την πόλη. Κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα, η οικονομική και εμπορική ευημερία της Κορίνθου κλονίστηκε βαθύτατα από την επιδρομή των Ερούλων, την πρώτη μεγάλη γοτθική επιδρομή. Είναι γνωστό ότι μετά το 267 μ.Χ. ορδές Ερούλων κατέλαβαν και κατέστρεψαν τόσο την Κόρινθο όσο και τη Σικυώνα, αλλά και όλες τις πόλεις της Πελοποννήσου. Τέλος, το 346 μ.Χ. κατά την επιδρομή του Βησιγότθου Αλάριχου και των ορδών του, η Κόρινθος, όπως και όλες οι αρχαίες πόλεις της σημερινής Κορινθίας, εγκαταλελλειμένες από το νεοσύστατο ανατολικό ρωμαϊκό κράτος, υπέστησαν τις σοβαρότερες καταστροφές, λεηλατήθηκαν οικτρά, ενώ πολλοί κάτοικοί τους εξανδραποδίστηκαν. Μετά την επιδρομή αυτή σβήνει η αίγλη των αρχαίων χρόνων και αρχίζει οριστικά η βυζαντινή περίοδος. |