ΓΡΑΦΕΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΑΜΟΥΡΗ.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ - ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ

   

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΜΕΓΑΡΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


"ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΟΣ "

To 657 π. Χ ο Βύζας ως επικεφαλής μιας αποικιακής επιχείρησης που είχε οργανώσει η πόλη των Μεγάρων, οδήγησε τους Μεγαρείς αποίκους στην περιοχή του Βοσπόρου. Εκεί οι Μεγαρείς ίδρυσαν μια νέα πόλη, στην οποία έδωσαν το όνομα του ιδρυτή της, το Βυζάντιο. Σύμφωνα με τον Στράβωνα [64Π.Χ.-23 μ.Χ.] οι Μεγαρείς έφτασαν εκεί υπακούοντας σ' ένα χρησμό, που είχαν λάβει από το μαντείο των Δελφών. Ο χρησμός αυτός αποκαλούσε "τυφλούς" τους συμπολίτες τους, που λίγα χρόνια πριν, το 685π.Χ., είχαν ιδρύσει στη ασιατική ακτή του Βοσπόρου την Χαλκηδόνα.

Πράγματι, κατά μιαν έννοια ήταν "τυφλοί", καθώς δεν είχαν αντιληφθεί ότι η περιοχή, που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το σημείο, που οι ίδιοι είχαν αποικήσει ήταν ιδανικότερη για τη διεξαγωγή του εμπορίου και την αλιεία . Σε αυτή την περιοχή , η οποία συγχρόνως διακρινόταν για τη στρατηγική της θέση, ο Βύζας θεμελίωσε μια από τις πιο σημαντικές πόλεις στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ωστόσο , τόσο το ταξίδι με σκοπό τον αποικισμό όσο και η άφιξη κι η οργάνωση μιας νέας αποικίας χαρακτηρίζονταν από πλήθος αντιξοοτήτων. Όπως μας πληροφορεί η Α.Ραμού-Χαψιάδη [1982], η εγκατάσταση των αποίκων γινόταν είτε σε ακατοίκητη περιοχή , οπότε οι ελλείψεις ήταν πολλές είτε σε κατοικημένη περιοχή, οπότε συχνά οι άποικοι έρχονταν σε ένοπλη σύγκρουση με τους αυτόχθονες.

 

Νόμισμα με τη μορφή του Βύζαντα

Ανάλογες συγκρούσεις παρατηρήθηκαν και στην περίπτωση του Βυζαντίου, όπου οι Σκύθες και οι Θράκες επιτέθηκαν κατά των Μεγάρων. Μάλιστα, ο Στράβων αναφέρεται σε μια επιδρομή των Σκυθών, κατά τη διάρκεια της οποίας ο Βύζας και οι υπόλοιποι άνδρες του Βυζαντίου απουσίαζαν από την πόλη. Τότε η Φιδάλεια, η σύζυγος του Βύζαντος, αντιμετώπισε με ευφυΐα και γενναιότητα τους πολιορκητές. Λέγεται ότι η ίδια μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά μάζεψαν τα φίδια της περιοχής και τα έριξαν κρυφά τη νύχτα μέσα στο στρατόπεδο των εχθρών. Έντρομοι από το γεγονός αυτό, οι Σκύθες αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Οι Μεγαρείς άποικοι για να τιμήσουν την Φιδάλεια έστησαν το άγαλμά της δίπλα σ' αυτό του συζύγου της στην αγορά της πόλης.

Το ταξίδι του Βύζαντος και η ίδρυση του Βυζαντίου εντάσσονται σε μια γενικότερη κίνηση των παράκτιων ελληνικών πόλεων. Η κίνηση αυτή, γνωστή ως δεύτερος ελληνικός αποικισμός εκδηλώθηκε από τον 8ο έως τον 6ο αιώνα π. Χ (ο πρώτος ελληνικός αποικισμός είχε ήδη πραγματοποιηθεί από τον 11ο έως τον 9ο π. Χ . αιώνα). Ο J.Boαrdman (1964)αναφέρει ότι η ανάπτυξη της κοινωνίας των πόλεων - κρατών μέχρι τότε είχε επιφέρει προβλήματα πολιτικής , κοινωνικής και οικονομικής φύσεως. Ο αριθμός των ακτημόνων πολιτών και των μικροκαλλιεργητών, που υπέφεραν από ένδεια αυξανόταν και συγχρόνως οι διαμάχες στους πολιτικούς κύκλους των πόλεων - κρατών ήταν συχνές. Έτσι, στις αποικίες στέλνονταν συνήθως πολίτες με χαμηλό εισόδημα αλλά και όσοι κρίνονταν επικίνδυνοι για την ισορροπία της πολιτικής ζωής της πόλης τους.

Ένας επιπλέον ρόλος των αποικιών είναι ότι αποτελούσαν εμπορικούς σταθμούς, νέες αγορές, όπου διακινούνταν τα προϊόντα της μητρόπολης, δηλαδή, της πόλης που ίδρυε την αποικία. Επικεφαλής των επίδοξων αποίκων μιας πόλης ήταν ο οικιστής, ο οποίος προερχόταν από τον κύκλο των ευγενών. Όπως μας πληροφορεί ο J.Berard (1960) ανάμεσα στις υποχρεώσεις του οικιστή ήταν να επιλέγει τον τόπο εγκατάστασης, να τειχίζει την πόλη, να διανέμει την καλλιεργήσιμη γη σε κλήρους, να ορίζει που πρέπει να κτιστούν τα σπίτια και να αναγείρει ναούς προς τιμή των Θεών. Ακριβώς αυτή την ιδιότητα κατείχε ο Βύζας.

Σύγχρονο άγαλμα του Βύζαντα

Είναι πράγματι γεγονός ότι η επιλογή της περιοχής κι η ίδρυση του Βυζαντίου από τον Βύζαντα αποτέλεσαν ορόσημο για την παγκόσμια ιστορία. Το όνομα του Μεγαρέα οικιστή συνδέθηκε με την αίγλη, τον πολιτισμό και τη δόξα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, η οποία υπήρξε μια από τις πιο ισχυρές αυτοκρατορίες, που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Το έμβλημα του Βυζαντίου αντικατοπτρίζει μέχρι τις μέρες μας την ελληνική ιδεολογία κι η συνεισφορά σ' αυτό του Βύζαντος και γενικότερα των Μεγαρέων υπήρξε μεγάλη.