ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η ΚΙΒΩΤΟΣ ΤΗΣ
ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Είπε ο
Χριστός πως
πρέπει να
πηγαίνουμε
στην
Εκκλησία;
«
Όπου εισί δύο ή
τρεις
συνηγμένοι
εις το εμόν
όνομα, εκεί
ειμί εν μέσω
αυτών » ( όπου
μαζευτούν
δύο ή τρεις
στο όνομά μου,
εκεί είμαι
και εγώ
ανάμεσά τους
»
« Τούτο
ποιείτε εις
την εμήν
ανάμνησιν » ( να
επιτελείτε
το μυστήριο
της Θείας
Ευχαριστίας
για να με
θυμάστε )
«
Εάν μη φάγητε
την σάρκα του
υιού του
ανθρώπου και
πίητε αυτού το
αίμα, ουκ
έχετε ζωήν εν
εαυτοίς » (
Εάν δεν φάτε από
την σάρκα μου
και δεν
πιείτε από το
αίμα μου ( Θεία
Κοινωνία ) δεν
έχετε ζωή μέσα
σας ».
Κάποιος
πλούσιος
συνάντησε έναν
φτωχό στον
δρόμο του. Ο
φτωχός ζήτησε
ελεημοσύνη
και ο
πλούσιος
του έδωσε
τις έξη από τις
επτά λίρες
που είχε. Ο
φτωχός, όμως,
δεν
ικανοποιήθηκε
αλλά άρπαξε
και την έβδομη
λίρα για τον
εαυτό του.
Πώς θα
χαρακτηρίζατε
αυτόν τον φτωχό;
Αχάριστο,
άπληστο,
παλιάνθρωπο.
Κι όμως....
Οι επτά λίρες
είναι οι επτά
ημέρες της
εβδομάδας. Ο
Θεός μας
έδωσε τις έξη για να
ασχολούμαστε
με ότι
θέλουμε
εμείς και
ζήτησε να του
αφιερώσουμε
την έβδομη.
Αλλά εμείς
ούτε αυτήν
δεν την
αφιερώνουμε
στον Αγαθό Δωρεοδότη.
Και όχι
ολόκληρη την
ημέρα, αλλά
ούτε καν μιά ώρα
που διαρκεί η
Θεία Λειτουργία
την Κυριακή
το πρωί. Μια από
τις 168 ώρες της
εβδομάδας.
Δεν είναι αυτό αχαριστία;
Κάθε
Κυριακή η
καμπάνα σε
προσκαλεί
στην
Εκκλησία. Μην
αγνοήσεις
την ωραία αυτή
πρόσκληση.
Όταν πηγαίνεις
στην
Εκκλησία
βάζεις τον
Θεό στο σπίτι
και στην ζωή
σου. Η
ευλογία
του Θεού σε
συνοδεύει
καθ' όλη την
διάρκεια της
εβδομάδας. Ο
Θεός σε
προστατεύει.
Η Ρηνούλα κι ο Πετρής
Η
Ρηνούλα κι ο
Πετρής, δυό
χαρούμενα
αδελφάκια,
Κυριακή πρωί
κοιμούνται
στα λευκά
τους
κρεβατάκια,
Κάνει κρύο.
Κι είναι τόση
στο κρεβάτι
ζεστασιά,
που
ξεχάσανε κι
οι δυό τους,
πως θα παν
στην
Εκκλησιά.
Η μανούλα
τους φωνάζει:
« Ε! παιδιά,
εμπρός ξυπνάτε!
Ώρα είναι για να πάτε...»
Μα η Ρηνούλα
το κεφάλι
χώνει μες στο
μαξιλάρι
κι ο Πετρής
γυρίζει απ' τ'
άλλο το
πλευρό για να
τον πάρει.
Κι η μητέρα
τους
θυμώνει για
καλά: « Παιδιά
ντροπή!
Δεν ακούτε
την καμπάνα
που χτυπάει
από νωρίς; »
« Το
ξεχάσαμε,
μανούλα... » η
Ρηνιώ αρχινά να
πει.
« Το
ξεχάσαμε πως
είναι Κυριακή
» λέει κι ο
Πετρής.
« Το
ξεχάσατε! Αν,
όμως, ο Θεός
ξεχνούσε τώρα
να μας
στείλει τη
βροχούλα για
τα δένδρα και
τα στάχυα,
και τον
ήλιο Του στη
γη μας, με τα
πολλά τα δώρα,
θάταν έρημος
η πλάση, όλο
αγκάθια κι
όλο βράχια.
Κι αν ακόμα
λησμονούσε
να μας
στείλει,
καμιά μέρα,
τον ολόδροσό Του αγέρα,
τα
λουλούδια
και τ' αηδόνια και τ' αρνάκια τα μικρά
θάταν όλα πια νεκρά!
Μα ο καλός
Θεός, παιδιά
μου, δεν ξεχνά
τα πλάσματά
Του,
και μας
τρέφει και
μας ντύνει με
τα μύρια θαύματά
Του.
Πώς, λοιπόν,
εσείς
ξεχνάτε το
μεγάλο μας
Πατέρα,
Κυριακή, μια τέτοια μέρα; »
Πάντα, κάθε
Κυριακή με
χαρά και
βιαστικά,
η Ρηνούλα μ'
άσπρο φιόγκο
κι ο Πετρής με
ναυτικά,
- μα δεν είναι ν' απορείς -
δες τους
πάν στην
Εκκλησιά
κι απ' τους
ψάλτες πιο
νωρίς!
Κυριακή
Ημέρα του Κυρίου!
Προσέλθετε πιστοί.
Πατρός επουρανίου
ημέρα σεβαστή.
Ακούσατε! σημαίνει
ο κώδων του ναού
μας κράζει μας προσμένει
ο οίκος του Θεού.
Εκκλησιασμός
Μόλις
έλαμπαν τα
κάλλη της
αυγής τερπνά,
τα παιδάκια
η μητέρα τρέχει
και ξυπνά
« Αι παιδιά,
καιρός,
ξυπνάτε, κι
είναι Κυριακή
η καμπάνα μας
φωνάζει, την
ακούτ' εκεί; »
« Τωρ'
αμέσως,
μητερίτσα »
λέγουν κι εν
ταυτώ
πώς
ευρέθησαν
στο πόδι όλα
στο λεπτό!
Η μητέρα με
δροσάτο
τάπλυνε νερό,
τα μαλλάκια
τους με χτένι
χώρισ' αργυρό,
τ' άλλαξε
σιδερωμένα
ρούχα
γιορτερά
κι έλαμπαν
σαν
αγγελούδια,
κι ήσαν μια χαρά.
Τώρα νά στο
πεζοδρόμι τα
παιδιά, κι αυτή
το μικρό της
απ' το χέρι
τρυφερά
κρατεί.
Φρόνιμα στην
Εκκλησία
στέκουν τα
παιδιά
και τη
λειτουργία
ακούουν με
καλή καρδιά,
φως και μέσα
και απ' έξω. Πάλι
νά! μαζί
εις το
σπίτι η
συνοδεία
έρχεται πεζή.
Σ' όλη χύθηκε
τη στράτα
μόσχος
θαυμαστός
και
αόρατος μαζί
των έρχετ' ο
Χριστός!
Πάσχα θὰ κάμω πάλι σήμερα,
γιατὶ θὰ κοινωνήσω πάλι!
Πάσχα θὰ κάμω πάλι σήμερα,
κι εἶν᾿ ἡ λαχτάρα
μου μεγάλη!
Ὁ
λειτουργός
προβαίνει
ἐπίσημα
τ᾿ Ἅγια κρατώντας ὑψωμένα,
μὰ Ἐσὺ μᾶς
κράζεις μὲ τὰ
χείλη του·
πιστοί μου ἐλᾶτε πρὸς ἐμένα.
Σεμνὰ
κι ἀθόρυβα
προσέρχονται·
θερμὸς στὰ
μάτια ὁ πόθος
λάμπει·
κι ἀνοίγουν οἱ
καρδιές
ἐφτάδιπλες,
ὁ Βασιληᾶς τῶν ὅλων νἄμπη.
. . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . .
Ἰδού βαδίζω... . Γήινο τίποτα
δὲν ἔχει τώρα ὁ
λογισμός
μου,
γιατὶ μὲ
κάλεσε
συντράπεζο
ὁ Βασιληᾶς
ὅλου τοῦ
κόσμου.
. . . . . . . . . . . . . . . . .
. . . . . . . . . .
Ἰδού Στὸ βῆμα τῶν πατέρων μου
ρυθμίζω τὸ δικό μου βῆμα,
κι Ἐσύ μὲ
δέχεσαι ὡς
τοὺς
δέχτηκες,
θύτης Ἐσὺ μαζί καὶ θῦμα!
Στὴν
ὀμορφιά μας τὴν
πρωτόπλαστη
μᾶς ξαναφέρν᾿ ἡ δύναμή σου.
Στὴν ὀμορφιά μας
τὴν πρωτόπλαστη
καὶ στὶς χαρές
τοῦ
παραδείσου.
Ἀγγέλων
λύρες
ἁρμονίζονται
καὶ χαρουβείμ
δοξολογοῦνε,
κι
ἀρχάγγελοι
ἔσκυψαν,
θαυμάζοντας,
τὴ μυστικὴ ἕνωση νὰ δοῦνε...
Σ᾿
εὐχαριστῶ ποὺ
καταδέχτηκες
στὴ φάτνη τούτη νὰ ξανάρθης.
Ὦ, μεῖνε χρόνια,
χρόνια
ἀτέλειωτα
μέσα μου,
ἀφέντης καὶ
μονάρχης.
ΜΑΜΑ,
Γιατί εμένα
δεν με
πηγαίνεις την Κυριακή
στην
Εκκλησία να
κοινωνήσω;;;!!!