Η ονομασία Βεδουίνος, που προέρχεται από την αραβική λέξη badawī (αραβικά: بدوي ), που σημαίνει γενικά αυτόν που βαδίζει στην έρημο, αποτελεί έναν όρο που αποδίδεται κυρίως σε νομαδικές αραβικές φυλές βοσκών, οι οποίες εντοπίζονται σε όλο το μήκος των εκτάσεων που καλύπτει η έρημος, από τις ακτές της Σαχάρα στον Ατλαντικό μέχρι τη Χερσόνησο του Σινά και ανατολικά την Αραβική έρημο.
Με αφετηρία τις δεκαετίας του '50 και του '60, πολλοί Βεδουίνοι εγκατέλειψαν την παραδοσιακή νομαδική ζωή κι αποφάσισαν να ζήσουν και να εργαστούν στις πόλεις της Μέσης Ανατολής. Για παράδειγμα, στη Συρία ο παραδοσιακός τρόπος ζωής των Βεδουίνων σχεδόν έληξε με μια μεγάλη περίοδο ξηρασίας από το 1958 έως το 1961, που ανάγκασε πολλούς Βεδουίνους να παρατήσουν τα κοπάδια τους και να αναζητήσουν κανονικές δουλειές. Παρομοίως, η κυβερνητική πολιτική της Αιγύπτου, η παραγωγή πετρελαίου στη Λιβύη και στον Κόλπο κι η έντονη επιθυμία για καλύτερες συνθήκες ζωής ώθησαν τους περισσότερους Βεδουίνους εκτός της νομαδικής ζωής κι έτσι αποτελούν κανονικούς πολίτες διαφόρων χωρών.