Όλη τη μέρα την περνούσαμε με τη Μοίρα και τη Δάφνη στη γαλάζια θάλασσα. Μαζεύαμε κοχύλια και μεγάλα άσπρα βότσαλα, που τα ζωγραφίζαμε με νερομπογιές, βάφοντας μαζί και τις πλάκες της αυλής, και η μόνη μας στεναχώρια ήταν μην καούν οι ώμοι μας απ’ τον ήλιο ή μη μας τσιμπήσει καμιά μέλισσα. Οι μέρες έφευγαν σαν το νερό, όλες βουτηγμένες στο δυνατό ήλιο και στην αλμυρή γεύση της θάλασσας.