ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΑΠΟ ΤΟ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΟ ΧΘΕΣ

ΣΚΗΝΗ Α

Η σκηνή διαδραματίζεται στην Ελληνική ύπαιθρο και παρουσιάζει τρία παιδιά ηλικίας 10 – 12 ετών φορτωμένα με τις σάκες τους να έχουν φύγει από το σχολείο μη μπορώντας άλλο τα γράμματα και μην κατανοώντας την χρησιμότητά τους και με ένα ραδιόφωνο στο χέρι να χορεύουν και να χαίρονται την προσωρινή τους ελευθερία.

 

(Ακούγεται μουσική από κάποιο σύγχρονο τραγούδι και τα παιδιά μπαίνουν στην σκηνή).

ΚΩΣΤΑΣ:     Περπατήστε λίγο γρηγορότερα αν δε θέλετε να μας δει κανένα κακό μάτι και το σφυρίξει στους γονείς μας.

ΠΕΤΡΟΣ:     Ωχ μανούλα μου! Αν το μάθει ο πατέρας μου θα με κρεμάσει ανάποδα.

ΜΑΡΙΑ:       Πάντα φοβητσιάρης ήσουν και δειλός. (Γυρίζοντας προς τα άλλα παιδιά) Πέρσι μια μέρα ο δάσκαλος φτερνίστηκε δυνατά κι αυτός εδώ από το φόβο του, πήδηξε έξω από το παράθυρο για να κρυφτεί.

ΠΕΤΡΟΣ:    Ναι, αλλά …

ΜΑΡΙΑ:       Τι ναι αλλά βρε, αφού είσαι φοβητσιάρης και το βάζεις στα ποδιά πάντα. Γιατί κρύβεσαι;

ΜΑΙΡΗ:       Σταματήστε. Εμείς φύγαμε από το σχολείο για να διασκεδάσουμε και να περάσουμε καλά και όχι για να μαλώνουμε και να τσακωνόμαστε.

ΚΩΣΤΑΣ:    Δίκαιο έχει η Μαίρη. Αν ήταν ν’ ακούω τη φωνή σας, καθόμουν και στην τάξη. Οι φωνές της δασκάλας είναι τουλάχιστον πιο μελωδικές από τις αγριοφωνάρες σας.

ΜΑΙΡΗ:      Μαρία δεν έχει δίκαιο σε αυτά που λες για τον Πέτρο.

ΜΑΡΙΑ:      Τι! Εννοείς ότι λέω ψέματα;

ΜΑΙΡΗ:      Όχι, αλλά θα ήθελα να θυμηθείς ότι πέρσι στις μεγάλες πλημμύρες που βρήκαν το χωριό μας, ενώ όλοι τρέχαμε σαν τα ποντίκια να σωθούμε όταν έσπασε το φράγμα, ο Πέτρος έσωσε τη γιαγιά του Νίκου χωρίς να υπολογίσει τον κίνδυνο.

ΠΕΤΡΟΣ:    Ε σιγά δεν έκανα και τίποτε.

ΜΑΡΙΑ:       Έκανες πως δεν έκανες. Τι θέλεις όλο να σε παινεύουμε;

ΠΕΤΡΟΣ:    Μα δεν είπα τίποτε.

ΜΑΡΙΑ:       Είπες και πολλά μάλιστα και αν συνεχίσεις θ’ ακούσεις και χειρότερα. (Γυρίζοντας προς τα άλλα παιδιά). Κανείς από σας δεν μπορεί να μου πάρει τους τίτλους της γκρινιάρας και της κουτσομπόλας που επάξια κατέχω. Καταλάβατε;

ΚΩΣΤΑΣ:    Εντάξει ηρέμησε κανένας δεν τους θέλει.

ΠΕΤΡΟΣ:    Δεν πάμε πίσω από την πηγή να κάτσουμε γιατί κουράστηκα:

ΜΑΡΙΑ:       Τώρα μάλλον πρέπει να συμφωνήσω μαζί σου γιατί τα πόδια μου δε με κρατούν άλλο από την τρεχάλα που βάλαμε. Πάμε.

(Τα παιδιά κάθονται κάτω)

ΚΩΣΤΑΣ:     Τι μάθημα λέτε να κάνουν τώρα στην τάξη μας;

ΜΑΙΡΗ:       Πρέπει να κάνουν Γεωγραφία.

ΜΑΡΙΑ:       Ύστερα μου λέτε να μην γκρινιάζω. Πώς να υποφέρουν τ’ αφτιά μου μ’ αυτά που ακούω;

ΜΑΙΡΗ:       (Γεμάτη αγανάκτηση) Τι είπα πάλι;

ΜΑΡΙΑ:        Άκου!  «Τι είπα λέει». Καλά το ‘χετε χαμένο; Ιστορία έχουμε τώρα, καταλάβατε; I - Σ T O - Ρ I – A!

ΚΩΣΤΑΣ:     Καλά μη φωνάζεις. Φωνάζει η δασκάλα για να μάθουμε για τους ήρωες και τις μάχες, μη φωνάζεις κι εσύ.

ΠΕΤΡΟΣ:    Ποιες μάχες; Είδε ποτέ την ΠΑΟΚΑΡΑ να παίζει;

ΜΑΙΡΗ:       Είδε ποτέ τους ΟΝΕ σε συναυλία;

ΜΑΡΙΑ:       Αυτά έπρεπε να μας μαθαίνουν και όχι τις χαζομάρες που ακούμε. Τι μας νοιάζουν εμάς οι αρχαίοι και οι παλιοί; Αυτοί ήταν κάποτε και τώρα έχουν λιώσει και τα κοκαλάκια τους. Μετά από ότι λέει και ο πατέρας μου: «Οι ζωντανοί με τους ζωντανούς και οι πεθαμένοι με τους πεθαμένους». Και στο κάτω – κάτω Μαζωνάκης και πάσης Ελλάδας

ΜΑΙΡΗ:       Σιγά τη φωνή. Μόνο οι ΟΝΕ υπάρχουν και κανείς άλλος.

ΚΩΣΤΑΣ:    Σταματήστε να μαλώνετε γιατί κάτι ακούγεται από το μονοπάτι του δάσους.

ΜΑΡΙΑ:      (Σηκώνεται όρθια και προσπαθεί να δει). Αμάν! Την βάψαμε. Έρχεται η κυρα – Ασημίνα, η χειρότερη κουτσομπόλα του χωριού και σίγουρα θα το μάθει όλο το χωριό ότι την κοπανήσαμε σήμερα από το σχολείο.

ΠΕΤΡΟΣ:    Να κρυφτούμε γρήγορα.

ΜΑΡΙΑ:       Δεν προλαβαίνουμε. Αφήστε να την αναλάβω εγώ και μη μιλήσει κανείς. Έγινε;

ΚΩΣΤΑΣ:    Πάντα στα στοιχεία σου. Κουτσομπολιό και ψέμα.

ΜΑΡΙΑ:       Πάψε εσύ και θα δεις.

(Στη σκηνή μπαίνει η κυρα – Ασημίνα και η κυρα - Κατερίνα)

ΑΣΗΜΙΝΑ:   Ουφ! Κοψομεσιάστηκα και πέθανα από τη δίψα μέχρι να φτάσω ως εδώ. Ας πιω λίγο νεράκι από την ιστορική πηγή του χωριού μας.

(Πηγαίνει προς την πηγή και τότε προσέχει τα τέσσερα παιδιά)

ΑΣΗΜΙΝΑ:   Για ελάτε προς τα εδώ που χωθήκατε μέσα στα χόρτα.

ΜΑΡΙΑ:       Γεια σου θεια.

ΑΣΗΜΙΝΑ:   Θειάφι στα μάτια σου. Τι γυρεύεται τέτοια ώρα εδώ; Δεν έπρεπε να ήσαστε στο σχολείο;

ΜΑΡΙΑ:       Ξέρεις θεια η δασκάλα μας έστειλε για να μαζέψουμε χόρτα για το μάθημα.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Χόρτα για το μάθημα ή για την κατσαρόλα της;

ΑΣΗΜΙΝΑ:  Και για ποιο λόγο κουβαλάτε και τις σάκες σας;

ΚΩΣΤΑΣ:    Για να τα βάλουμε μέσα.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Και δε σας έδωσε η ευλογημένη καμία σακούλα.

ΑΣΗΜΙΝΑ:   Τι μάθημα είχατε;

ΠΕΤΡΟΣ:     Ιστορία.

ΜΑΡΙΑ:       Ε! είσαι πολύ κουτός.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Γιατί το μαλώνεις το παιδί εσύ τσαούσα;

ΑΣΗΜΙΝΑ:   Δεν ντρέπεστε να  μου λέτε ψέματα; Εσείς φύγατε από το μάθημα χωρίς να το ξέρει κανείς. Δεν έχετε το μυαλό στο κεφάλι σας φαίνεται.

ΜΑΡΙΑ:       Ωχ! Άρχισε το κήρυγμα.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Εσύ να μη μιλάς όταν μιλούν οι μεγάλοι.

ΑΣΗΜΙΝΑ:  Δεν είναι κήρυγμα. Όταν ήμουν κι εγώ μικρή παρακαλούσα να πάω στο σχολείο αλλά τότε η μάνα μου δε με έστελνε γιατί όπως έλεγε έπρεπε να μάθω τις δουλειές του σπιτιού για να μη μου έβρισκε ο άντρας που θα έπαιρνα, κουσούρια αφού η προίκα που μου είχε η μάνα μου ήταν λίγη. Αργότερα κατάλαβα παιδιά ότι τα παρακάλια μου δεν ήταν χωρίς λόγο. Έμεινα αγράμματη και στη ζωή μου κατάλαβα πολλές φορές αυτό που λέει ο λαός μας «Άνθρωπος αγράμματος ξύλο απελέκητο». Αναγκάστηκα να μάθω να διαβάζω και να γράφω μαζί με τα παιδιά μου σε μεγάλη ηλικία αλλά πάλι δόξα το Θεό μπορώ και διαβάζω τα γράμματα που μου στέλνουν τα παιδιά μου.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Μια ίδια ιστορία είμαστε όλες οι γυναίκες της ηλικίας μας, φιλενάδα. Όμως εσείς γιατί δεν είστε στο σχολείο;

ΜΑΡΙΑ:       Ξέρεις θεια …

ΑΣΗΜΙΝΑ:   Άσε τα ψέματα. Αφού δεν γίνεται να επιστρέψετε γρήγορα στο μάθημά σας θα σας το κάνω εγώ μιας και άκουσα πως είχατε Ιστορία.

ΚΩΣΤΑΣ:     Αισθητική Αγωγή είχαμε!

ΜΑΙΡΗ:       Μάλλον δε θυμάσαι καλά, Γυμναστική είχαμε.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Καλέ φιλενάδα είσαι και δασκάλα και δεν το ήξερα;

ΑΣΗΜΙΝΑ:   Πολύ θα το ‘θελα να γίνω δασκάλα αλλά ανάθεμα τη μοίρα που άλλους τους ανεβάζει και άλλους τους κατεβάζει στα τάρταρα.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Τι θα τους πεις για την Ιστορία; Ξέρεις;

ΜΑΡΙΑ:       (Ειρωνικά) Ιστορία αυτή άλλο τίποτε. Είναι το στοιχείο της.

ΑΣΗΜΙΝΑ:  Τη βλέπετε εκείνη την πηγή στο βάθος;

ΠΑΙΔΙΑ:      Ναι!

ΑΣΗΜΙΝΑ:  Η πηγή λοιπόν αυτή είναι ιστορική για το χωριό μας. Εδώ πριν από 200 περίπου χρόνια, όταν το τόπο τούτο τον όριζαν οι Τούρκοι, μια μάνα με τις δυο κόρες της έφευγε από το χωριό κυνηγημένη για να πάρει τα βουνά και να γίνει καπετάνισσα.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Είχαν  και τα βουνά καράβια και καπετάνισσες;

ΑΣΗΜΙΝΑ:  Καπετάνισσα στους κλέφτες που πολεμούσαν τους Τούρκους κατακτητές. Ήταν πολύ γενναία και αποφασισμένη αφού οι Τούρκοι της πήραν τους δυο της γιους για Γενίτσαρους και αφού σκότωσαν τον άντρα της ήθελαν να πάρουν και τις κόρες της στα χαρέμια των πασάδων της Ανατολής.

ΜΑΡΙΑ:       Για λέγε θεια φοβερή ιστορία.

ΚΩΣΤΑΣ:    Τύφλα να έχει του Φώσκολου.

ΑΣΗΜΙΝΑ:  Μην κοροϊδεύετε είναι μια ιστορία που την άκουσα πολλές φορές από τη γιαγιά μου που της την είχε πει η γιαγιά της και κάθε φορά που βρίσκομαι σ’ αυτό το μέρος είναι σαν να τη ζω από κοντά.

 (Η Αυλαία κλείνει για λίγο και όταν ανοίγει το σκηνικό είναι το ίδιο αλλά η σκηνή άδεια. Σε λίγο μπαίνουν στη σκηνή η Καπετάνισσα Δήμητρα με τις κόρες της Πασχαλιώ και Χριστινιώ ακολουθούμενες από ένα πρωτοπαλίκαρο των κλεφτών το Στάθη).

ΣΤΑΘΗΣ:     Από ‘δω κυρά να κόψουμε δρόμο και να μη μας πάρουν είδηση οι άπιστοι εχθροί μας.

ΔΗΜΗΤΡΑ:  Ξέρεις σε ποια μιλάς παλικάρι μου;

ΠΑΣΧΑΛΙΩ: Ησύχασε μάνα και μην παίρνεις τα λόγια του για προσταγές. Μόνο να μας βοηθήσει θέλει.

ΧΡΙΣΤΙΝΙΩ:  Μην παρεξηγείς τη μάνα μας παλικάρι μου γιατί τα μάτια της έχουν στερέψει από κλάματα και η καρδιά της έγινε από τα βάσανα σκληρή σαν πέτρα.

ΣΤΑΘΗΣ:    Μήπως όλοι μας δεν ταλαιπωρούμαστε εδώ και τετρακόσια χρόνια από τους Τούρκους;

ΠΑΣΧΑΛΙΩ: Η μάνα μας κάτι παραπάνω. Η μοίρα ήταν άδικη μαζί της.

ΣΤΑΘΗΣ:    Να σταματήσουμε εδώ στη βρύση για να πιούμε λίγο νερό και να μου πείτε για να καταλάβω κι εγώ, γιατί εμένα με στείλανε οι σύντροφοί μου από το βουνό για να πω στην μάνα σας αν θέλει να γίνει καπετάνισσα στην ομάδα μας.

ΔΗΜΗΤΡΑ: Άλλο δρόμο δεν έχω  παλικάρι μου παρά να πάρω τα βουνά και τα λαγκάδια και όπου συναντώ Τούρκους να τους μακελεύω. Ο πόνος μου αλλά και το μίσος μου είναι μεγάλο. Μου πήραν τους δυο μου γιους που τώρα θα ‘ταν σαν κι εσένα και τους έκαναν άπιστους Γενίτσαρους.

ΧΡΙΣΤΙΝΙΩ:  Σώπασε μάνα και που ξέρεις ο Θεός είναι μεγάλος. Μια μέρα μπορεί να τα βρούμε τ’ αδέρφια μου.

ΔΗΜΗΤΡΑ: Πέρασαν είκοσι χρόνια από τότε και τίποτε. Ούτε ένα μαντάτο δεν άκουσε η ψυχή μου και έτσι πέτρωσε και σκλήρυνε. Το μόνο που ζητά είναι η εκδίκηση.

ΠΑΣΧΑΛΙΩ: Τα λόγια που λες είναι πολύ σκληρά και δεν ξέρω αν ταιριάζουν στην ψυχή μιας μάνας.

ΔΗΜΗΤΡΑ: Εσύ το λες κόρη μου; Μαζί δεν ήμαστε τότε που πιάσανε τον πατέρα σου και τον έσφαξαν μπροστά στα μάτια μας;

ΧΡΙΣΤΙΝΙΩ:  Έχει δίκαιο η μάνα Πασχαλιώ. Το κακό που έπαθε η φαμίλια μας άλλη δεν το ‘χει πάθει.

ΠΑΣΧΑΛΙΩ: Έτσι το λέω για την ημερέψω γιατί κάθε φορά που τα θυμάται γίνεται θεριό ανήμερο.

ΣΤΑΘΗΣ:    Τώρα καταλαβαίνω γιατί μόλις οι Τούρκοι σκότωσαν τον καπετάνιο μας οι άλλοι που ‘ναι κει πάνω φαγώθηκαν να με στείλουν για να την φωνάξω.

ΔΗΜΗΤΡΑ: Είναι και κάτι άλλο που δεν ξέρεις ακόμη παλικάρι μου. Πάει λίγος καιρός που λύσσαξε ο αγάς μ’ αυτές τις δυο. Τις είδε, για κακή μας τύχη σε τούτη εδώ τη βρύση που τις είχα στείλει να πάρουν νερό για το σπίτι. Του γέμισαν το μάτι και βάλθηκε να τις πάρει και να τις στείλει πεσκέσι σ΄ ένα φίλο του πασά που είναι μακριά από ‘δω. Γι’ αυτό καλύτερα να φύγουμε όλες και να έρθουμε κοντά σας παρά να χάσω άλλα δυο παιδιά για του Τούρκου το θέλημα.

ΠΑΣΧΑΛΙΩ: Τι τα λες τώρα όλα αυτά μανά στο παλικάρι και το ζαλίζεις;

ΧΡΙΣΤΙΝΙΩ:  Δεν του φτάνουν οι έννοιες της μάχης και θέλει κι άλλες;

ΣΤΑΘΗΣ:    Για μια στιγμή κοπέλες μου και πάει να μου σαλέψει. Τη μάνα σας τη λένε Δήμητρα κι εσένα τη μικρή Χριστίνα. Τη μεγάλη σου αδερφή Πασχαλίνα και τον πατέρα σας Κωσταντή.

ΠΑΣΧΑΛΙΩ: Μάνα τι λέει τούτος μήπως είναι σπιούνος των Τούρκων και μας ξεγέλασε;

ΣΤΑΘΗΣ:    Μάνα αν μετά τόσα χρόνια δεν με γνώρισες μήπως θυμάσαι τούτο;

(Βγάζει ένα φυλαχτό και το δείχνει).

ΧΡΙΣΤΙΝΙΩ:  Αυτό είναι το φυλαχτό που έχουμε πάνω μας όλη η οικογένεια και γράφει τα ονόματά μας.

(Αγκαλιάζονται)

ΔΗΜΗΤΡΑ: Γιε μου σε βρίσκω σε μια δύσκολη στιγμή μετά από 20 χρόνια και μου φαίνεται ότι είναι σαν να σε γεννάω για δεύτερη φορά.

(Κλείνει η αυλαία και όταν ξανανοίγει στη σκηνή βρίσκονται οι ήρωες της πρώτης σκηνής)

ΚΩΣΤΑΣ:    Και τι έγινε μετά με την κυρα - Δήμητρα;

ΑΣΗΜΙΝΑ: Πήγε στο βουνό και έγινε καπετάνισσα. Μετά από λίγα χρόνια το 1821 η Ελλάδα μας απελευθερώθηκε και οι κόρες της καλοπαντρεύτηκαν. Η κυρα – Δήμητρα έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της μαζί με το γιο της και τη νύφη της, ψάχνοντας με αγωνία να βρει τον άλλο της γιο.

ΜΑΙΡΗ:       Και τον βρήκε;

ΑΣΗΜΙΝΑ:  Δε θα σας το πω σήμερα αλλά θα το φυλάξω για να σας το πω στην τάξη, αν με καλέσετε, για ν΄ ακούσουν και τα υπόλοιπα παιδιά του σχολείου.

ΜΑΡΙΑ:       Αυτό είναι άδικο. Γιατί θα πρέπει να μας φάει η αγωνία μέχρι τότε;

ΚΑΤΕΡΙΝΑ: Να ρωτήσεις τότε τη δασκάλα σου άμα βιάζεσαι.

ΜΑΡΙΑ:      Κουνηθείτε, φύγαμε! Γρήγορα δρόμο για το σχολείο και μη διανοηθεί κανείς σας να ξαναπεί για «κοπάνα» γιατί πρώτον είδατε τι χάνουμε από τη δασκάλα μας και δεύτερον : Θα μας φάει η περιέργεια. Τρέξτε.

(Τα παιδιά και η κυρά Κατερίνα φεύγουν από τη σκηνή ενώ η κυρα Ασημίνα έρχεται μπροστά και απευθύνεται στο κοινό).

 

Τέλος, κλείνει η σκηνή τα φώτα χαμηλώνουν

μα στις καρδιές σας σίγουρα ρωτήματα τρυπώνουν.

Μην είναι τάχα αληθινή τούτη η ιστορία,

ή μήπως όλα αυτά είναι μια φαντασία

 

Την αλήθεια να σας πει κανένας δεν τολμάει.

εκτός από εμένα έστω κι αν μουρμουράει.

Του δάσκαλού μας το μυαλό σε αυτό το θεατράκι 

Γέννησε τούτο δω το μικρό αλλά ζεστό εργάκι.

 

Χρόνια πολλά σε όλους σας την Άγια τούτη μέρα

Και η Ολυμπιάδα μας να λάμψει στον αιθέρα.

Πάντα της δόξας τη χαρά της λευτεριάς το πάθος

Ας τα κρατούμε φυλαχτά χωρίς κανένα λάθος

ΤΕΛΟΣ

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ