ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΟΦΩΤΟΥ
ΣΚΗΝΗ Α (Η σκηνή παριστάνει το εσωτερικό μιας μικρής ερημικής εκκλησίας, όπου καταφθάνουν τρεις νεαρές κοπέλες με τη μητέρα τους για ν’ ανάψουν ένα κερί….).
ΚΟΡΗ 1: Ουφ! Κουραστήκαμε, μάνα, για ν’ ανέβουμε. Μάλλον η ιδέα σου να μας κουβαλήσεις ως εδώ πάνω δεν ήταν και πολύ καλή. ΚΟΡΗ 2: Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί το έχτισαν αυτό το ξωκλήσι εδώ πάνω, στην πιο απόμερη και απότομη πλευρά του βουνού και μάλιστα προς το νότο, που δε φαίνεται από τα σπίτια μας. ΜΑΝΑ: Μη βλαστημάς! Το εκκλησάκι αυτό δε χτίστηκε εκεί που μας βόλευε εμάς αλλά εκεί που έπρεπε. ΚΟΡΗ 3: (Γυρισμένη στις αδερφές της) Σταματήστε να γκρινιάζετε και να παραπονιέστε κι ελάτε να προσευχηθούμε στη χάρη της Παναγιάς που είναι αφιερωμένο το ξωκλήσι και να την παρακαλέσουμε να βοηθήσει το γένος μας να λυτρωθεί γρήγορα από τα δεσμά των Τούρκων. ΚΟΡΗ 1: Τετρακόσια χρόνια τώρα όλο το έθνος μας στις προσευχές του αυτό παρακαλάει, αλλά τίποτε δεν άλλαξε. Οι Τούρκοι πάντα έχουν το πάνω χέρι και μας κακομεταχειρίζονται χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν για τα αίσχη που κάνουν σε βάρος μας. ΜΑΝΑ: Για μαζευτείτε και προσέχετε τα λόγια σας γιατί η γλώσσα σας μάκρυνε πολύ και το στόμα σας βγάζει βλαστήμιες αντί να προσεύχεται στη χάρη Της. (Κάνουν το σταυρό τους). Εδώ, πριν από πολλά χρόνια όταν άλλοι εχθροί απειλούσαν τα μέρη μας, κάποιος χωριανός μας βρήκε στο μέρος τούτο, στη ρίζα ενός θάμνου, την εικόνα της Παναγίας και την πήρε στο σπίτι του. Αυτή η εικόνα είναι θαυματουργή κι έσωσε το χωριό μας πολλές φορές στα χρόνια που πέρασαν. Οι πρόγονοί μας, για να ευχαριστήσουν την Παναγία, έχτισαν τούτο ‘δω το ξωκλήσι στο μέρος που βρέθηκε η θαυματουργή εικόνα. ΚΟΡΗ 2: Για πες μας, μάνα, υπάρχει κανένας παπάς που λειτουργεί σε τούτο το ξωκλήσι ή μόνο του ξημεροβραδιάζεται περιμένοντας ν’ ανάψει κανένα κερί κάποιος περαστικός από τούτη την κακοτράχαλη γη; ΜΑΝΑ: Υπάρχει ένας καλόγερος, άγιος άνθρωπος, αλλά λίγο απόμακρος, που ζει απομονωμένος σε τούτη την ερημιά σαν τ’ αγρίμι και φροντίζει αυτό το ορεινό στολίδι της πίστης μας. ΚΟΡΗ 3: Είναι αλήθεια, μάνα, ότι αυτός ο καλόγερος μαζεύει τα βράδια τα Ελληνόπουλα κρυφά και τους μαθαίνει γράμματα; ΜΑΝΑ: Αλήθεια είναι, κόρη μου, κι επειδή τ’ αγόρια σ’ αυτόν τον τόπο είναι λιγοστά από τότε που τ’ αρπάζουν οι Τούρκοι από την αγκαλιά των μανάδων τους για να τα κάνουν γενίτσαρους, αυτός ο καλόγερος μαζεύει κρυφά και τα κορίτσια του χωριού όχι μόνο για να τα μάθει τη γλώσσα μας, αλλά πιο πολύ να τα προετοιμάσει για την ώρα του μεγάλου ξεσηκωμού που πλησιάζει, όπως λέει. Γι’ αυτό κι εγώ σας έφερα ως εδώ για να τον γνωρίσετε. ΚΟΡΗ 1: Δεν είμαστε με τα καλά μας, μάνα. Πώς εμείς οι λίγοι Έλληνες να ξεσηκωθούμε εναντίων των πολλών Τούρκων; Γίνονται αυτά τα πράγματα; ΚΟΡΗ 3: Και τι θα επιθυμούσες, εσύ έξυπνη, να ζούμε για πάντα κάτω από την τυραννία των αγάδων; ΚΟΡΗ 2: Ησυχάστε, αδερφές μου, γιατί από εκείνη τη μικρή πόρτα ακούστηκε θόρυβος. Ο καλόγερος πρέπει να μας άκουσε.
ΣΚΗΝΗ Β (Μπαίνει στη σκηνή αργά και ατάραχος ο καλόγερος) ΟΛΕΣ: Την ευλογία σου, γέροντα! ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Ευλογημένες να είστε, μα ευλογία πραγματική να ζητήσετε από την Παναγιά που αιώνες τώρα μεσολαβεί για χάρη των ανθρώπων στο Θεό και όχι από μένα που τις αμαρτίες μου τις κουβαλώ υπομονετικά στην καμπούρα μου. Αλλά ας τ’ αφήσουμε τούτα και πείτε μου ποια ανάγκη σας οδήγησε, τέσσερις γυναίκες, εδώ ψηλά που μόνο οι αετοί χτίζουν τις φωλιές τους; ΜΑΝΑ: Άγιε, δε με γνώρισες; ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Για να σε δω καλύτερα από πιο κοντά γιατί τα χρόνια πέρασαν και τα μάτια μου δε με βοηθάνε και πολύ. ΜΑΝΑ: Εγώ είμαι, γέροντα, η Δέσπω, η άτυχη μάνα του Γιάννου. (Συντετριμμένη κάθεται) ΚΟΡΗ 2: Γνωρίζεις, γέροντα, τη μάνα μας; Ήξερες τον αδερφό μας; ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Τη μάνα σας την θαύμασα πριν από χρόνια, όταν μια χειμωνιάτικη βραδιά ήρθε ως εδώ πάνω η άμοιρη χήρα και με παρακάλεσε να δεχτώ το μικρό τότε αδερφό σας κοντά μου και να τον κρύψω από τους Τούρκους. Από τότε που έχασε από τα βόλια των Τούρκων τον πατέρα σας, αρσενικός δεν είχε μείνει άλλος στη φαμελιά σας εκτός απ’ αυτόν. ΚΟΡΗ 3: Δηλαδή θες να μας πεις, γέροντα, πως όσο εμείς νομίζαμε, απ’ τις κουβέντες της μάνας μας, ότι ο αδερφός μας ήταν κοντά στο θείο μας τον Τάσο και τον βοηθούσε στα πρόβατα, εκείνος ήταν εδώ κοντά σου; ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Ναι, κόρη μου. ΚΟΡΗ 2: Γιατί να πει σε μας ένα τέτοιο ψέμα η ίδια μας η μάνα και να μαθαίνουμε την αλήθεια ύστερα απ’ το χαμό του; ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Φοβόταν, κόρη μου, μη σας ξέφευγε τίποτε και έφτανε στα αυτιά του πασά που είναι ο φόβος όλων των μανάδων που γεννούν αρσενικά. ΚΟΡΗ 2: Πες μας, γέροντα, γιατί τον σκότωσαν τον αδερφό μας οι Τούρκοι; ΚΟΡΗ 3: Φώτισε τα ερωτηματικά μας γιατί από τότε που τον έφεραν στο σπίτι μας νεκρό, η μάνα μας όταν την ρωτάμε γι’ αυτόν κλαίει και αποφεύγει πάντα να μας δώσει εξηγήσεις. ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Ο Γιάννος όσο ήταν κοντά μου μάθαινε τη γλώσσα μας, τη θρησκεία μας και να μη ξεχνάει ποτέ ότι ήταν Έλληνας περήφανος, λεβέντης και προπαντός «ελεύθερο πνεύμα» που κύριός του είναι μόνο ο Θεός και όχι ο σουλτάνος. ΚΟΡΗ 2: Πότε έφυγε από κοντά σου, γέροντα; ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Έφυγε από κοντά μου όταν έφτασαν τα μαντάτα, για το πού κρύβεται, στα αυτιά του Αγά. ΚΟΡΗ 2: Πού πήγε μετά και πώς το βόλι των άπιστων τον βρήκε κατάστηθα; ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Πήγε και βρήκε τον καπετάν Θοδωρή κι έγινε το πρωτοπαλίκαρό του. Κατέβαινε πολλές φορές στο χωριό μα δε σας πλησίαζε για να μην τον δουν οι Τούρκοι και κάνουν και σε σας κακό. ΚΟΡΗ 3: Δηλαδή ο αδερφός μας ήταν ένας ήρωας; ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Ακριβώς, ένας ήρωας που έπεσε ηρωικά πάνω σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους. Όμως ας τ’ αφήσουμε αυτά και πες μου, κυρα Δέσποινα, τι σας έφερε ως εδώ; ΜΑΝΑ: Γέροντα, από τότε που χάθηκε ο γιος μου, ο Αγάς έβαλε σκοπό να πάρει τα κορίτσια μου στο χαρέμι του για να με τιμωρήσει. Τις έφερα, λοιπόν, για να σε παρακαλέσουμε όλες μαζί να μας λυπηθείς και να τις κρύψεις, όπως έκανες και με το Γιάννο. ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Δύσκολο πράγμα μου ζητάς, κυρά μου, αλλά δεν μπορώ να σου αρνηθώ. ΚΟΡΗ 1: (Ξαφνιασμένη) Σσσ…!! Κάποιες σκιές έρχονται προς τα ‘δω! (Μετά από λίγο) Μα, αυτά είναι τα παιδιά του χωριού. Τι θέλουν τέτοια ώρα σε τούτη την ερημιά; ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Μην τρομάζετε! Μερικοί χωριανοί στέλνουν τα παιδιά τους για να τους μάθω λίγα γράμματα με το φως του φεγγαριού και κρυφά από τους Τούρκους, για να μη ξεχαστούν η γλώσσα και η πίστη μας.
ΣΚΗΝΗ Γ (Μπαίνουν στη σκηνή τέσσερα παιδιά κάνοντας το σταυρό τους.) ΠΑΙΔΙ Α: Την ευλογία σου, παππούλη. (Σκύβουν ένα – ένα και του φιλούν το χέρι). ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Καλώς τα! Καλώς τα! ΚΟΡΗ 2: (Πειρακτικά) Το ξέρουν οι μανάδες σας ότι έρχεστε εδώ τέτοια ώρα; ΠΑΙΔΙ Β: (Διστακτικά) Ξέρετε, εμάς μας έστειλαν για να ψάξουμε την κατσίκα της γιαγιάς του Γιωργή που το έσκασε από το κοπάδι και χάθηκε. ΠΑΙΔΙ Γ: Ναι, ναι! Εμείς ψάχναμε για την κατσίκα, αλλά μαζεύαμε και χόρτα για τα σπίτια μας. ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Βλέπω ότι στα ψέματα είστε πρώτοι! ΠΑΙΔΙ Δ: Μα, παππούλη, δε λέμε ψέματα. Κι εσύ κυρά, μην ομολογήσεις στις μανάδες μας ότι μας είδες εδώ γιατί τότε δε μας σώνει ούτε τ’ ασκέρι του πασά. Μαύρους θα μας κάνουν απ’ το ξύλο! ΚΟΡΗ 3: Γιατί, καλέ, δεν είστε Χριστιανοί εσείς; Δεν μπορείτε ν’ ανάψετε ένα κερί σ’ ένα ξωκλήσι; ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Ας σταματήσουν τα πειράγματα γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι. Η κυρα Δέσποινα και οι θυγατέρες της ξέρουν το λόγο που σας φέρνει εδώ και από σήμερα θα μοιράζεστε τα λίγα βιβλία που έχουμε μ΄ αυτές. ΚΟΡΗ 2: Όπως καταλάβατε από σήμερα το σχολειό σας μεγαλώνει. ΠΑΙΔΙ Α: (Χαμογελώντας) Κανονικά έπρεπε να ρωτηθούμε αν θα θέλαμε να σας δεχτούμε γιατί εμείς είμαστε προχωρημένοι ενώ εσείς τώρα αρχίζετε. ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Μήπως σας είδε κάποιος τώρα που ερχόσαστε; ΠΑΙΔΙ Β: Όχι, παππούλη, είμαστε πολύ προσεκτικοί και αν τύχει κάποιος να μας δει εμείς δεν ερχόμαστε καθόλου εκείνη τη μέρα. ΠΑΙΔΙ Γ: Ναι, όπως έγινε προχθές που μας είδε εκείνος ο σπιούνος, ο Μαθιός. ΠΑΙΔΙ Δ: Μη νοιάζεσαι, γέροντα, κι ερχόμαστε με κάθε προφύλαξη κι ο καθένας μόνος του γιατί τον τελευταίο καιρό έχουν λυσσάξει τ’ άπιστα σκυλιά. ΚΟΡΗ 1: Μπράβο θάρρος και γενναιότητα τα μικρά! Τρέμετε Τουρκαλάδες! Ούτε ψύλλος στον κόρφο σας! ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: (Απευθυνόμενος προς τους μικρούς). Προσέξτε καλά, παιδιά μου! Δε θα πρέπει να πείτε σε κανέναν ότι εδώ βρίσκονται οι κόρες της κυρα Δέσποινας γιατί κινδυνεύουν απ’ τους Τούρκους. ΚΟΡΗ 2: Μπορούμε να σας εμπιστευτούμε; ΠΑΙΔΙ Α: Και να μας γδάρουν, δεν πρόκειται να μαρτυρήσουμε το μυστικό σας. ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Αρκετή ώρα χάσαμε με τα πειράγματα και τους όρκους. Καιρός να διαβάσουμε ένας – ένας τι γράφει ο Ρήγας στο Θούριο. (Διαβάζει ένας και οι υπόλοιποι επαναλαμβάνουν). ΠΑΙΔΙ Β: Ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά – μονάχοι σα λιοντάρια στις ράχες στα βουνά; ΠΑΙΔΙ Γ: Σπηλιές να κατοικούμε να κόβουμε κλαδιά – να φεύγουμε απ’ τον κόσμο για την πικρή σκλαβιά; ΠΑΙΔΙ Δ: Να χάνουμε αδέρφια, πατρίδα και γονείς – τους φίλους τα παιδιά μας κι όλους τους συγγενείς; ΠΑΙΔΙ Α: Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή – παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή. ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Μπράβο σας, παιδιά μου! Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι γιατί φτάνει η ώρα του γενικού ξεσηκωμού. Δεν αντέχει άλλο το γένος μας τη σκλαβιά. Χρειάζεται να έχουμε όλοι μας πίστη στο Θεό και αγάπη στην πατρίδα και να κάνουμε όλοι το χρέος μας όταν φτάσει εκείνη η ευλογημένη ώρα. Αρκετά όμως για σήμερα. Σιγά σιγά και προσεκτικά να φύγετε για τα σπίτια σας παίρνοντας και την κυρα Δέσπω μαζί σας. ΠΑΙΔΙΑ: Καληνύχτα, παππούλη! ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ: Καληνύχτα, παιδιά μου. Να θυμάστε να κρατάτε καλά το μυστικό μας κι αύριο πάλι εδώ, στο κρυφό σχολειό μας, για να συνεχίσουμε. (Ο καλόγερος με τις κοπέλες αποχωρούν, ενώ η κυρα Δέσποινα με τα παιδιά φεύγουν για το χωριό).
ΤΕΛΟΣ
|