ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

 

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΚΑΙ ΕΠΙΚΑΙΡΑ …

ΣΚΗΝΗ Α΄

(Η σκηνή διαδραματίζεται στο γραφείο του Δ/ντή ενός μεγάλου τηλεοπτικού σταθμού της Αθήνας, του «ΦΕΥΓΑ», όπου ο δ/ντής του καναλιού προσπαθεί να ανεβάσει την θεαματικότητα όλων των εκπομπών του καναλιού ενεργοποιώντας όλους τους δημοσιογράφους, ακόμη και τους αργόσχολους, «τρίζοντάς τους τα δόντια»).

Δ/ΝΤΗΣ: (Μπαίνοντας στη σκηνή και πηγαίνοντας προς το γραφείο του δείχνει αγχωμένος, προβληματισμένος και φωνάζει)

                         Ιουλία, Ιουλία. Μπα, μέχρι και η γραμματέας μου την έχει κοπανήσει! Πώς να πάει μπροστά το κανάλι; (Κάθεται στο γραφείο του). Ας δούμε τι γράφουν οι στατιστικές με τις τηλεθεάσεις σήμερα! (Διαβάζει προσεχτικά και το ύφος του αγριεύει).Το ‘ξερα, το ‘ξερα. Εγώ φταίω …εγώ φταίω. Τους εμπιστεύτηκα και αυτοί το μόνο που κατάφεραν είναι να σβήσουν το κανάλι μου από τους πίνακες με τα πιο δημοφιλή κανάλια της χώρας. Καταστράφηκα. Αλλά κάπως πρέπει να αντιδράσω. Πρέπει να βρω εγώ ένα πρωτότυπο θέμα και να τους πω τώρα που θα έρθουν ν’   ασχοληθούν μ’ αυτό. Αλλά τι; (Κόβει βόλτες πάνω κάτω και ξαφνικά χτυπά το τηλέφωνο).Ναι… Σοβαρά … Τι μου λέτε; Κατάλαβα. Θα στείλω δύο δημοσιογράφους για να καταγράψουν αυτό το σπάνιο φαινόμενο. Ευχαριστώ πολύ.

(Κλείνοντας το τηλέφωνο εμφανίζονται στη σκηνή οι δύο «τεμπέληδες» δημοσιογράφοι).

Δ/ΝΤΗΣ:            (Ειρωνικά) Καλώς τα καμάρια μου, καλώς τους συνεργάτες μου.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Α΄:  Καλημέρα, κύριε Διευθυντή.

Δ/ΝΤΗΣ:            Πού την είδες την καλημέρα, μου λες;

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Μου φαίνεστε κάπως εκνευρισμένος. Ηρεμήστε.

Δ/ΝΤΗΣ:            Ηρεμήστε λέει, ηρεμήστε. Πώς να ηρεμήσω;

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Α΄:  Γιατί, κύριε διευθυντή, τι πάθατε;

Δ/ΝΤΗΣ:          Δεν ξέρεις τι έπαθα, ε; (Δείχνοντας τα στατιστικά από το γραφείο του). Πατώσαμε, αποτύχαμε. Βγήκαμε από τις λίστες των πιο δημοφιλών καναλιών και όλα αυτά εξαιτίας της ανικανότητάς σας και της βλακείας μου να σας εμπιστευτώ.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Ατυχίες, κύριε διευθυντή, ατυχίες. Πάντα μας προλάβαινε κάποιος άλλος. Εμείς δεν φταίμε.

Δ/ΝΤΗΣ:          Τι μου λέτε τώρα; Το θέμα με τους παπάδες δεν το μάθαμε πρώτοι και μας πρόλαβε ο Γαρυφαλλόπουλος; Ή το άλλο με τους συνταξιούχους που μας το πήρε μέσα από τα χέρια μας ο Εισαγγελάτος!

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Α΄:  Ατυχίες, είπαμε ατυχίες!

Δ/ΝΤΗΣ:           Το άλλο πάλι με τους αγρότες, που το έκανε σημαία η Χαχαρέα; Τι έχουν όλοι αυτοί παραπάνω από σας και κάνουν επιτυχίες, μου λέτε;

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:   Δώστε μας άλλη μια ευκαιρία, σας παρακαλούμε!

Δ/ΝΤΗΣ:            Αυτό θα κάνω, αλλά θα είναι και η τελευταία σας. Πριν λίγο, από έμπιστο άνθρωπο, έμαθα ότι υπάρχει ένα μικρό ορεινό χωριό που οι λίγοι κάτοικοί του είναι όλοι απόγονοι ηρώων του ’21. Θα ήθελα να πάτε εκεί και να κάνετε ένα θέμα γύρω από αυτούς και τους προγόνους τους, αφού σε λίγες μέρες είναι και η ιστορική επέτειος.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Α΄:  Πέστε μας μόνο το όνομα του χωριού και μείνετε ήσυχος.

Δ/ΝΤΗΣ:            Το όνομα του χωριού είναι Λάβαρα.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Α! Εγώ δεν πάω εκεί. Πρώτον φοβάμαι τις πλημμύρες και δεύτερον με πειράζει η υγρασία.

Δ/ΝΤΗΣ:           Μετά μου λέτε να μείνω ήσυχος. (Αγριεμένος και ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του). Δεν σας είπα τα Λάβαρα του Έβρου αλλά τα Λάβαρα της Τρίπολης.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Α΄:  Ε, καλά πώς κάνετε έτσι, νομός ο ένας, νομός κι ο άλλος.

Δ/ΝΤΗΣ:           Προσέξτε. Είναι η τελευταία σας ευκαιρία. Δε θέλω να μπλέξετε στο ρεπορτάζ σας εκκλησιαστικά, αγροτικά, συνταξιοδοτικά και ό,τι άλλη σούπα κυκλοφορεί στις μέρες μας. Πηγαίνετε τώρα και σας περιμένω πίσω γρήγορα.

(Κλείνει η σκηνή)

ΣΚΗΝΗ Β΄

(Το σκηνικό προβάλλει τοπίο υπαίθρου)

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Α΄:  Πού μας έστειλε ο παλαβός για ρεπορτάζ;

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Να ζητήσουμε οδοιπορικά, εκτός έδρας και ανθυγιεινά.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Α΄:  Τελικά, κατάλαβες τι θα κάνουμε εδώ στα κατσάβραχα;

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Άστο πάνω μου. Εσύ τράβα με τη μηχανή και το όλο θέμα θα το χειριστώ εγώ;

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Α΄:  Και ο Θεός βοηθός. Αλλά κάποιος έρχεται προς το μέρος μας. Ετοιμάσου.

(Μια κυρία με ένα κοριτσάκι μπαίνουν στη σκηνή. Είναι η Παπαδιά με την κόρη της).

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Καλημέρα, κυρία μου. Θα μπορούσαμε  να σας ρωτήσουμε κάτι;

ΠΑΠΑΔΙΑ:         Φύγετε απ’ το δρόμο μου, τρισκατάρατοι.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Α΄:  Γιατί μας βρίζετε;

ΠΑΠΑΔΙΑ:         Και λίγα σας λέω. Εξαιτίας σας κοντεύει ο άντρας μου να μαραζώσει, κι εσείς μου λέτε να μη σας βρίζω;

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Δεν σας καταλαβαίνω.

ΠΑΠΑΔΙΑ:         Ο άντρας μου είναι ο παπάς του χωριού και από τότε που πιάσατε στο στόμα σας το θέμα με τους παπάδες ντρέπεται να βγει στο χωριό.

ΑΝΝΟΥΛΑ:        Άσε με, μανούλα, να της βγάλω τα μαλλιά. (Ορμώντας επιθετικά προς τη δημοσιογράφο).

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Μα, σας παρακαλώ.

ΠΑΠΑΔΙΑ:        Τα βλέπεις, μέχρι και τα παιδιά είναι εναντίον σας. Φρόνιμα, Αννούλα. Η καημένη, είχε ποίημα για τη γιορτή του σχολείου και εξαιτίας σας δε θέλει να πάει να το πει.

ΑΝΝΟΥΛΑ:        Να το πω στην κάμερα, μανούλα;

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Πέσ’ το κορίτσι μου, τι να κάνουμε;

ΑΝΝΟΥΛΑ:        Ελλάδα είσαι στα μάτια μας

                         των άξιων η Μητέρα.

                         Παιάνες πέρα ως πέρα 

                         και δάφνης θεία κλαδιά.

                         Το Εικοσιένα! Εικόνισμα,

                         που θ΄ ακουμπούν τα χείλη.

                         Κι εμπρός του ένα καντήλι

                         θα καίει λαμπρό, η καρδιά.

ΠΑΠΑΔΙΑ:         Ακούσατε τι περήφανα που το είπε;

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Μπράβο! Μπράβο!

ΠΑΠΑΔΙΑ:         Όλοι στην οικογένειά μας είμαστε περήφανοι. Ο άντρας μου είναι απόγονος του Καραϊσκάκη. Αυτού που όταν εμφανιζόταν δεν έτρεμαν μόνο οι Τούρκοι αλλά έτρεμε και η γη που πατούσαν.

ΑΝΝΟΥΛΑ:       Τον ξέρετε τον προπάππο του πατέρα μου; Αυτός πολέμησε για να μπορούμε να ζούμε εμείς ελεύθερα και είμαι πολύ περήφανη και γι’ αυτόν και για τον πατέρα μου.

ΠΑΠΑΔΙΑ:        Αυτά που σας λέμε να τα δείξετε για να μάθει ο κόσμος πως ο παπάς μας και περήφανη καταγωγή έχει αλλά και μέχρι τώρα αυτός είναι που βοηθά και στηρίζει όλο το χωριό, όπως μπορεί.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Ευχαριστώ για όσα μας είπατε και να είστε σίγουρες ότι θα τα δείξουμε όλα.

ΑΝΝΟΥΛΑ:        Μάνα, να ξαναπώ το ποίημα μου;

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Α΄:   Ευχαρίστως, αλλά μου τέλειωσε η μπαταρία από την κάμερα.

ΠΑΠΑΔΙΑ:          Πάμε, παιδί μου, να φύγουμε. Αρκετά χάσαμε το χρόνο μας. (Φεύγουν).

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Φτηνά τη γλιτώσαμε. Αλλά πάλι νομίζω ότι την πατήσαμε γιατί η παπαδιά και η κόρη της περισσότερα μας είπαν για τα εκκλησιαστικά παρά για τον Καραϊσκάκη  και θα γίνει έξαλλος ο διευθυντής μας.

(Μπαίνουν στη σκηνή τρεις γυναίκες και κοιτούν περίεργα προς την κάμερα).

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Α΄:  Τι είστε εσείς και πώς από τα Λάβαρα;

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Α΄:  Δημοσιογράφοι είμαστε.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Πάψε εσύ. Εγώ μιλάω. Καλημέρα, κυρίες μου, είμαστε από την τηλεόραση. Θα μπορούσαμε να σας ρωτήσουμε κάποια πράγματα;

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Β΄:  Εμένα να ρωτήσετε για τις ελιές, που στην αρχή δε μας τις έπαιρναν και μετά μας τις πήραν τζάμπα.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Ξέρετε, εμείς θα θέλαμε …

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Γ΄:  Όχι, εμένα θα ρωτήσετε για να σας πω για το γάλα, που ιδρώνουμε για να το αρμέξουμε από τις αγελάδες μας και το εργοστάσιο της «ΜΑΓΕ» μας το παίρνει για ένα κομμάτι ψωμί.

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Α΄: Πάψτε καλέ, θα μιλήσω εγώ που είμαι και η μεγαλύτερη. Ακούστε με λοιπόν … (Προς τον οπερατέρ) Βγαίνω καλά; (Μετά από το συγκαταβατικό νεύμα του οπερατέρ). Ωραία! Εγώ που λέτε, όταν ήμουν κοπέλα, ήμουν λίγο άτυχη γιατί η μάνα μας με προξένεψε με έναν πολύ μεγαλύτερό μου. Η ατυχία μου νόμιζα ότι σταμάτησε όταν ο άντρας μου, αφού ήταν γέρος, πέθανε και μας άφησε ήσυχους! (Κάνοντας το σταυρό της). Ο Θεός  ν’ αναπαύσει την ψυχή του. Όμως η ατυχία συνεχίζεται μέχρι σήμερα, γιατί η σύνταξη που μου άφησε έχει να αυξηθεί πολύ καιρό και από την άλλη τόσα χρόνια μας κρατούσε το κράτος τη «ΡΑΦΚΑ», έτσι νομίζω ότι την είπανε, κι έτσι δεν περισσεύουν χρήματα για να διασκεδάσω κι εγώ σαν ελεύθερη γυναίκα που είμαι.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄: Συγγνώμη, αλλά για άλλο πράγμα ήρθαμε στο χωριό σας. Και θα σας παρακαλούσα να απαντήσετε στις ερωτήσεις μου. Πώς λέγεστε;

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Α΄: Πετρούλα.

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Β΄: Πετρούλα.

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Γ΄:  Πετρούλα και είμαστε αδερφές.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Καλό κι αυτό! Πώς είναι το επίθετό σας;

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Α΄: Παπαδημητρίου.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  (Μονολογώντας) Τζίφος η υπόθεση.

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Β΄:  Μα τι ψάχνεις κυρα – δημοσιογραφίνα μου;

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄: Έμαθα ότι όλοι στο χωριό σας είστε απόγονοι ηρώων της επανάστασης του ‘21 και ήρθαμε να μάθουμε περισσότερα για τους προγόνους σας. Δυστυχώς όμως δεν είστε όλοι απόγονοι ενδόξων.

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Γ΄: Μωρ’ τι μας λες; Βέβαια είμαστε απόγονοι μεγάλων ηρώων και μάλιστα εμείς είμαστε απόγονοι του μεγαλύτερου ήρωα της εποχής  εκείνης. Δεν το κατάλαβες από το όνομά μας;

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Δεν ξέρω κανένα ήρωα με το όνομα Παπαδημητρίου.

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Α΄:  Το όνομα είπαμε, κυρά μου. Το όνομα.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Δεν καταλαβαίνω.

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Β:  Το όνομά μας είναι Πετρούλα και βγαίνει από την κοτρόνα. Μας βάφτισαν έτσι επειδή γεννηθήκαμε μικρούλες σαν πετρούλες και όχι μεγάλες σαν κοτρόνες. Προπάππος της μάνας μας ήταν ο Κολοκοτρώνης. Ο γέρος του Μοριά αν έχεις ακουστά.

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Γ΄: Είμαστε όλες περήφανες για τον πρόγονό μας. Λένε ότι όταν κάποτε εκείνα τα χρόνια πέρασε από τούτο το μέρος, το θαύμασε και ζηλεύοντας την ομορφιά του είπε στα παλικάρια του: «Να ορέ, ένας τόπος για να μείνουν οι ήρωες και τα παιδιά τους». Έτσι μετά το  θάνατό του τα παιδιά του μαζί με άλλους απογόνους ηρώων έχτισαν το χωριό μας.

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Α΄:  Όμως περισσότερες πληροφορίες για τα ιστορικά του τόπου μας μόνο η κυρα δασκάλα, που έρχεται και είναι πιο μορφωμένη από μας, θα μπορέσει να σου πει. Εγώ όμως θα σου πω ότι καλά είναι τα ιστορικά αλλά μην ξεχάσετε να πείτε και για τις συντάξεις…

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Β:   …και για τις ελιές.

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Γ΄:  … και για το γάλα.

( Μπαίνει στη σκηνή η δασκάλα).

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Β:  Καλώς την κυρα – δασκάλα. Την επιστήμονα του χωριού μας.

ΔΑΣΚΑΛΑ:        Καλημέρα σε όλους!

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Γ΄:  Εδώ οι ξένοι είναι δημοσιογράφοι και μαζεύουν πληροφορίες για τους προγόνους μας.

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Α΄: Αυτός εκεί μας τράβηξε ταινία και είπε ότι θα μας δείξει η τηλεόραση. Φυσικά εγώ πρόλαβα και τους είπα και για τη σύνταξη του μακαρίτη. Ο Θεός να τον συγχωρέσει.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄:  Καλημέρα, κυρία μου. Πώς λέγεστε;

ΔΑΣΚΑΛΑ:       Ονομάζομαι Ελένη Μπουμπουλίνα. Είμαι η δασκάλα του χωριού και κατάγομαι από αυτό τον ηρωικό τόπο. Τι θα θέλατε όμως να μάθετε;

Δ/ΓΡΑΦΟΣ A΄:  Επιτέλους, βρέθηκε και κάποιος για να συνεννοηθούμε.

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Γ΄:  Τι λέει τούτος;

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄: Πάψε σου λέω και μυρίζομαι λαβράκι. (Απευθυνόμενη προς τη δασκάλα). Για πέστε μας, είστε συγγενείς με τη μεγάλη ηρωίδα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα;

ΔΑΣΚΑΛΑ:        Είμαι απόγονός της και είμαι περήφανη γι’ αυτό. Όμως θλίβομαι όταν τη σκέφτομαι. Όλα τα νιάτα της τα αφιέρωσε στο μεγάλο αγώνα και ενώ το κορμί της γλιστρούσε σα χέλι ανάμεσα στα βόλια των εχθρών και πάντα γλίτωνε με λίγες γρατσουνιές από τις μάχες, δεν  μπόρεσε ν΄ αποφύγει το ελληνικό βόλι του μίσους που τη σκότωσε, όταν η Ελλάδα μας ήταν πια ελεύθερη.

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Α΄:  Κάτι τέτοια κουλτουριάρικα μας λέει η κυρα – δασκάλα και όλο μας μπερδεύει. Αλλά δεν πειράζει. Τα παιδιά του χωριού την αγαπούν και την καταλαβαίνουν.

ΔΑΣΚΑΛΑ:       Δεν λέω τίποτε μπερδεμένο και δύσκολο, καλή μου Πετρούλα. Η ιστορία μας όμως μας λέει ότι το γένος μας πολεμά συνέχεια με εχθρούς που έρχονται ο ένας μετά τον άλλο για να το κατακτήσουν. Όταν πάλι δεν κινδυνεύουμε από ξένους εισβολείς, πέφτει η φαγωμάρα και τρωγόμαστε μεταξύ μας. Άλλοτε για τις εικόνες, άλλοτε για την εξουσία, άλλοτε για μικροπράγματα και αστεία «ιδανικά», καταναλώνουμε την εξυπνάδα μας και τις δυνάμεις μας όχι για έργο δημιουργικό, αλλά για χαζές αντιπαλότητες.

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Β΄:  Είδατε που σας το ‘πα; Αυτή είναι επιστήμονας και τα λέει ωραία.

ΠΕΤΡΟΥΛΑ Γ΄:  Πάψε, καλέ, ν’ ακούσουμε μήπως και μάθουμε τώρα που μεγαλώσαμε κάτι, γιατί όταν  ήμαστε μικρές αντί να πηγαίνουμε στο σχολείο φυλούσαμε αγελάδες και μαζεύαμε ελιές και είδαμε τα χαΐρια μας.

ΔΑΣΚΑΛΑ:       Ο Έλληνας από την αρχαιότητα θέλει να δημιουργεί. Να κάνει πολιτισμό αξεπέραστο και μεγαλειώδη. Να καταφέρνει τα ακατόρθωτα όταν είναι μονιασμένος με τον Έλληνα αδερφό του. Αυτά τα μηνύματα πρέπει να περνάτε από την τηλεόραση και όχι τις αθλιότητες που προβάλλετε. Έχω πολλά στοιχεία για τους αγωνιστές του καιρού εκείνου που οι περισσότεροι είναι πρόγονοι των κατοίκων αυτού του μικρού και ήσυχου χωριού. Αυτά τα πράγματα όμως δε λέγονται στη μέση του δρόμου. Καλύτερα να πάμε στο σχολείο, να καλέσουμε και τους υπόλοιπους κατοίκους των Λαβάρων και να πάρετε όσες πληροφορίες θέλετε.

Δ/ΓΡΑΦΟΣ Β΄: Θα χαιρόμασταν πολύ αν συνέβαινε κάτι τέτοιο και θα σας είμαστε υπόχρεοι.

ΔΑΣΚΑΛΑ:        Η υποχρέωση είναι δική μας γιατί οι πρόγονοί μας εκτός από την κληρονομιά του πολιτισμού και της Ελευθερίας  που μας άφησαν μας έμαθαν και κάτι πολύ σπουδαίο. Τη «ΦΙΛΟΞΕΝΙΑ». Και σαν πρώτο δείγμα της σας καλούμε να χορέψετε ένα χορό για να γιορτάσουμε τον ερχομό σας στα μέρη μας.

(Μπαίνουν στη σκηνή και τα υπόλοιπα παιδιά που συμμετείχαν στο έργο και όλα μαζί χορεύουν ένα δημοτικό χορό. Μετά το τέλος του χορού η σκηνή κλείνει και όταν μετά από λίγο ανοίγει τα παιδιά υποκλίνονται και αποχωρούν από τη σκηνή).

 

ΤΕΛΟΣ

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ