ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

 

ΣΤΟ ΠΑΡΑ ΠΕΝΤΕ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ

Η ιστορία μας είναι σύγχρονη και διαδραματίζεται στο μονοθέσιο σχολείο ενός μικρού χωριού, στο οποίο ο δάσκαλος κάλεσε τις μητέρες των μικρών μαθητών, προκειμένου να συζητήσουν για τις στολές των παιδιών για την σχολική γιορτή της 25ης  Μαρτίου.

ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ: (Μπαίνοντας βιαστικά στη σκηνή). Μέρα που βρήκε κι αυτός ο δάσκαλος να καλέσει τις μητέρες των παιδιών στο σχολείο! Και πόσο πονηρά με ανάγκασε να έρθω για να καθαρίσω και σήμερα! Κυρία Ελένη, μου είπε, το απόγευμα έχω καλέσει τις μητέρες των παιδιών για να συζητήσουμε για τις προετοιμασίες που πρέπει να γίνουν για τη σχολική γιορτή. Αφού λοιπόν θα έρθεις κι εσύ για το Δεσποινάκι, ρίξε και κανένα σφουγγαρισματάκι πιο πριν. (Απευθυνόμενη στο κοινό) Πάντως , εδώ που τα λέμε μεταξύ μας,  ωραίο αυτό που μου είπε, είχε και ομοιοκαταληξία!

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Κυρα - Ελένη, Κυρα - Ελένη!

ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ: (Απευθυνόμενη στο κοινό). Τι έπαθε τούτη και σκούζει έτσι; Φωτιά πήραμε; (Γυρίζοντας προς το παράθυρο). Έλα, Βαγγελίτσα, μέσα είμαι.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Κυρα - Ελένη συνέβη κάτι τραγικό και δεν ξέρω πώς να στο πω για να μη σου ΄ρθει κόλπος!

ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ: Λέγε, καλέ, κι εγώ είμαι γερό σκαρί, αντέχω! Πήρα από τον παππού μου, τον Μπότσαρη, που δε φοβήθηκε τους Τούρκους. Λέγε!

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Έφαγα το μισό χωριό να σε ψάχνω και στο τέλος θυμήθηκα την επιθυμία του δασκάλου κι έτρεξα γρήγορα εδώ.

ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ: Έφαγες το μισό χωριό; Και πώς δεν παχαίνεις, κυρά μου, που είσαι αδυνατούλα; Έχεις καλό μεταβολισμό;

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Άσε τα κιλά μου και άκουσέ με ψύχραιμα. Χάθηκε η πεθερά σου. Ο άντρας σου και τα παιδιά σου ψάχνουν να την βρουν.

ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ: Και πώς κάνεις έτσι, φιλενάδα; Αυτή έχει αλτσα..., αλτσχα ..., δε θυμάμαι πώς το ’πε ο γιατρός στον άντρα μου κι έρχονται στιγμές που δε θυμάται ούτε πώς την λένε. Εδώ όλο το χωριό με ακούει που φωνάζω: «Θεοπούλα σε λένε, μάνα, Θεοπούλα». Έλα, κάτσε, ηρέμησε και πες μου: Είναι σίγουρο; Γιατί πολλές φορές χάθηκε αλλά δυστυχώς βρέθηκε. Αν όμως είναι αλήθεια θα σου δώσω τα συχαρίκια μετά, γιατί δε βαστώ τίποτε πάνω μου τώρα. Άντε πήγαινε και μην ανησυχείς. Αν τύχει όμως να την συναντήσεις στο δρόμο, στείλ’ την προς τη λίμνη μήπως και την συμπαθήσουν τα ψάρια γιατί εγώ δεν μπορώ.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Τι είναι αυτά που λες, κυρα – Ελένη; Κρίμα είναι η καημένη. Όσο για το άλλο που μου λες να φύγω, πού να πάω; Εγώ δεν έχω τη Δέσποινα κόρη μου, που είναι και πρώτη μαθήτρια; Ξέχασες ή κόλλησες την αρρώστια της Θεοπούλας;

ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ: Με τις κουβέντες και τις παλαβομάρες σου η ώρα πέρασε και δε σφουγγάρισα. Σε λίγο θα ’ρθει ο δάσκαλος και θα μου πει ….

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Πάλι, κυρα – Ελένη, έπιασες το κουτσομπολιό κι άφησες τη δουλειά;

ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ: Ωχ! Ήρθε. Γρήγορα τη σφουγγαρίστρα.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Άφησε τώρα τις ταραχές και τις βιασύνες και δεν προλαβαίνεις τίποτε την τελευταία στιγμή. Όσες παρατηρήσεις και αν σου κάνω εσύ με τίποτε δε διορθώνεσαι. Μάλλον του χρόνου θα πρέπει να ψάξω γι’ άλλη καθαρίστρια.

ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ: Γιατί τα λες αυτά, δάσκαλε; Άνθρωπος είμαι και μάλιστα γυναίκα. Ξέρεις καμιά από μας να μην της αρέσει το κουτσομπολιό; Αλλά βέβαια, πού να ξέρεις εσύ τις γυναίκες αφού είσαι ανύπαντρος; (Γυρνώντας προς το κοινό). Γρουσούζης και ανάποδος. Ο Θεός να σε φυλάει. Δώδεκα προξενιά του έκαμα αλλά αυτός τίποτε. Η μία του βρομούσε και η άλλη του ξίνιζε. 

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Έλα, λες πολλά και η γλώσσα σου έχει μακρύνει. Καθίστε κάτω να περιμένουμε και τις υπόλοιπες. Φώναξα και τρεις μαθήτριες για να σας παρουσιάσουν ένα μικρό δείγμα από την παράσταση.

( Μπαίνει η Θεοπούλα κοιτάζοντας απορριμμένα και συνοδευόμενη από την κυρα - Σοφία.). 

ΘΕΟΠΟΥΛΑ: Α, εδώ είσαι του λόγου σου και ο άντρας σου έφαγε τον κόσμο να σε βρει;

ΣΟΦΙΑ: Κάτσε κάτω και ηρέμησε. Θα πάω να σου φέρω λίγο νερό να πιεις.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Τι συνέβη; Πού τη βρήκες; Γιατί είναι αναστατωμένη;

ΣΟΦΙΑ: Τη βρήκα προς το δάσος. Είχα πάει να μαζέψω ξύλα για το καζάνι όταν ξαφνικά άρχισε να με πετροβολάει. Φώναζε δυνατά: «Μακριά, στα όρη, στα βουνά, άγριο ξωτικό» και δώσ’ του να μου ρίχνει πέτρες. Είδα κι έπαθα να την πείσω ότι είμαι η Σοφία και δεν είμαι ξωτικό. Αφού και στο δρόμο που ερχόμαστε μου ’ριξε μερικές πετριές ακόμη αλλά μετά συνήλθε.

ΘΕΟΠΟΥΛΑ: Το κεφάλι έπρεπε να σου το ανοίξω στα δυο, άτιμο ξωτικό, αλλά έχε χάρη που είναι Κυριακή και προσεύχομαι.

ΣΟΦΙΑ: Κάτσε καλά, κυρα – Θεοπούλα, και μετά θα πάμε να σου δώσω να δοκιμάσεις απ’ την τυρόπιτα που έφτιαξα.

ΘΕΟΠΟΥΛΑ: Μην προσπαθείς να με δωροδοκήσεις, κακό πλάσμα.

ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ:  Φρόνιμα, μάνα, ησύχασε.  Αυτή είναι η γειτόνισσά μας, η κυρα - Σοφία και δεν είναι ξωτικό, εντάξει;

ΘΕΟΠΟΥΛΑ: Απορώ, ποιος πιστεύει σε ξωτικά και αηδίες που μου λες; Αυτή φυσικά και είναι η γειτόνισσά μας, η Σοφία, που μ’ έχει καλέσει για τυρόπιτα.

(Μιλώντας προς τη Σοφία)  Δικό σου είναι το φύλλο ή έτοιμο;

ΣΟΦΙΑ: Δικό μου, κυρα - Θεοπούλα, δικό μου.

 ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Κυρίες μου, σας παρακαλώ, ο λόγος που σας κάλεσα δεν είναι για να ανταλλάξετε συνταγές μαγειρικής αλλά θα ήθελα να συζητήσουμε για τη βοήθεια που μπορείτε να προσφέρετε στην μεθαυριανή θεατρική παράσταση που θα δώσουν τα παιδιά σας στα πλαίσια της εθνικής μας γιορτής.

ΘΕΟΠΟΥΛΑ: Θέατρο! Γιούπι! Θα παίξω κι εγώ. Πάντα έψαχνα αυτή τη μοναδική ευκαιρία για να δείξω το ταλέντο μου και τώρα δε το χάνω με τίποτε.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Είναι θέατρο για παιδιά, κυρα – Θεοπούλα, και όχι για μεγάλους.

ΘΕΟΠΟΥΛΑ: Κι εγώ παιδούλα είμαι κι η μάνα μου ακόμη την προίκα μου δεν την άρχισε.

ΣΟΦΙΑ: Τι λες, κυρα - Θεοπούλα; Τι παιδούλα μας λες, αφού έχεις γιο και αυτή εδώ είναι η νύφη σου και σε λίγο θα έρθει και η εγγονή σου.

ΘΕΟΠΟΥΛΑ: Εγώ φταίω που δε σου έσπασα το κεφάλι, άτιμο ξωτικό, και τολμάς τώρα να μου βγάλεις και γλώσσα. Ότι αυτή εδώ είναι η νύφη μου το ξέρω αλλά προσπαθώ να το ξεχάσω. Πόσα φαρμάκια θα ποτίσεις ακόμη, γιε μου, τη μάνα σου;

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: (Μιλώντας προς την καθαρίστρια) Βλέπω η πεθερά σου, σου έχει αδυναμία όπως εγώ!

ΘΕΟΠΟΥΛΑ: Τι είπε τούτος; Μήπως θα έπρεπε να αρχίσω να τον βλέπω σαν ξωτικό;

ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ: Ήσυχα, μάνα.

(Μπαίνουν τα παιδιά μέσα στην αίθουσα)

ΚΩΝ/ΝΑ: Καλησπέρα σας. Καλησπέρα, κύριε.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Καλησπέρα, παιδιά.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Αργήσαμε, κύριε, γιατί κάναμε πρόβες στο σπίτι μου.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Μπράβο, παιδιά μου!

ΝΙΚΟΛΕΤΑ: Μάθαμε τα λόγια μας σαν το νερό που τρέχει.

ΚΩΝ/ΝΑ: Στην αρχή μας φάνηκε λίγο δύσκολο αλλά μετά το συνηθίσαμε και μας φάνηκε σαν ένα ευχάριστο παιχνίδι.

ΘΕΟΠΟΥΛΑ: Ηθοποιός σημαίνει φως. Να ζει κανείς ή να μη ζει; Ιδού η απορία!

ΣΟΦΙΑ: Σταμάτα, κυρα - Θεοπούλα να δούμε τα κορίτσια μας να παίζουν. Πρώτη φορά θα παίξουν στο σχολείο θέατρο κι έχουμε όλοι μας μια αγωνία!

ΘΕΟΠΟΥΛΑ: Εσύ να μη μιλάς. Τα ξωτικά δεν έχουν φωνή, κατάλαβες;

ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ: Ηρέμησε, μάνα, να δούμε την εγγονή σου να παίζει.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Δάσκαλε, μπορούν τα κορίτσια μας να μας δείξουν κάτι από το έργο που ετοιμάζετε;

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Πολύ ευχαρίστως. Εμπρός, κορίτσια. Παίξτε τη σκηνή που συναντιέστε στο πηγάδι.

(Τα κορίτσια παίρνουν θέση και το απόσπασμα ξεκινά)

ΚΩΝ/ΝΑ: Τα μάθατε τα νέα, αδερφές μου;

ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Για λέγε, μήπως και δεν τ’ ακούσαμε.

ΚΩΝ/ΝΑ: Ξεκίνησε ο Δράμαλης μ’ εντολή του Σουλτάνου να πνίξει στο αίμα την επανάστασή μας. Έρχεται με στρατό μεγάλο, πεζούς και καβαλαραίους, για να κάψει το Μοριά και να μας κυλήσει στο αίμα.

ΝΙΚΟΛΕΤΑ: Μη σκιάζεστε. Ο Ιησούς Χριστός, δε θα μας αφήσει αβοήθητους.

ΚΩΝ/ΝΑ: Το μίσος του εχθρού είναι μεγάλο.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Το θάρρος των Ελλήνων είναι μεγαλύτερο. Πολεμάμε για το δίκιο και τη λευτεριά μας.

ΝΙΚΟΛΕΤΑ: Ο Θεός είναι μαζί μας. Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλόγησε την επανάσταση και άναψε την πρώτη φλόγα της πάνω στο μοναστήρι της Αγίας Λαύρας.

ΚΩΝ/ΝΑ: Αδερφές μου, χτες άκουσα πως ο Γέρος του Μοριά, ο Κολοκοτρώνης, προσπαθεί να ξεγελάσει τη στρατιά του Δράμαλη και να την οδηγήσει στα στενά Δερβενάκια.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Αν γίνει κάτι τέτοιο, μας συμφέρει;

ΚΩΝ/ΝΑ: Φυσικά και μας συμφέρει, αφού από τα αρχαία χρόνια οι Έλληνες προτιμούν να πολεμούν σε στενά μέρη επειδή είναι πολύ λιγότεροι από τους εχθρούς και νικούν πάντα χάρη στην επιλογή τους αυτή.

ΝΙΚΟΛΕΤΑ: Για θυμηθείτε το Λεωνίδα στις Θερμοπύλες.

ΘΕΟΠΟΥΛΑ: Τι λέτε καλέ; Τι δουλειά έχει ο ανιψιός μου ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες; Από την Καλαμάτα είναι το παιδί και μάλιστα σπουδάζει υδραυλικός.

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Πείτε της να σταματήσει.

ΚΩΝ/ΝΑ: Ας πάμε, αδερφές μου να προσευχηθούμε για το καλό του Μοριά, για το καλό του Κολοκοτρώνη και για το καλό όλων των Ελλήνων.

(Τα κορίτσια υποκλίνονται και όλοι χειροκροτούν).

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Μπράβο! Πολύ ωραία! Καταπληκτικά!

ΘΕΟΠΟΥΛΑ: Να σε ρωτήσω κάτι, δάσκαλε; Αν έβλεπες εμένα με το τόσο μεγάλο ταλέντο να παίζω, πόσα μπράβο θα έλεγες;

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Ας τη μαζέψει κάποιος επιτέλους!

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Εύκολο το ’χεις, δάσκαλε;

ΣΟΦΙΑ: Πες μας, δάσκαλε, τι χρειάζεται να ετοιμάσουμε άλλο εκτός από τις στολές των παιδιών;

ΔΑΣΚΑΛΟΣ: Θα χρειαστούν και κάποια αντικείμενα από το σπίτι σας για να στηθεί το σκηνικό.

ΣΟΦΙΑ: Ό,τι θέλεις δάσκαλε να στο στείλουμε, φτάνει να μείνεις ευχαριστημένος από μας και τα παιδιά μας.

 ΚΑΘΑΡΙΣΤΡΙΑ: Η ώρα πέρασε και νύχτωσε. Οι άντρες μας θα γύρισαν από τον καφενέ και θα μας ψάχνουν. Καλύτερα να φύγουμε τώρα κι εγώ θα ξανάρθω αύριο το πρωί για να καθαρίσω την αίθουσα.

ΘΕΟΠΟΥΛΑ: Βέβαια, δεν κοιτάς να καθαρίσεις το σπίτι σου, μόνο πηγαίνεις και καθαρίζεις τα ξένα. (Γυρίζοντας προς το δάσκαλο). Δάσκαλε, αυτά τα μικρά μήπως είναι ξωτικά;

ΝΙΚΟΛΕΤΑ: Τρέξτε γρήγορα πριν προλάβει και μας ανοίξει τα κεφάλια.

(Τα παιδιά τρέχουν και ακολουθούν οι μητέρες με τελευταία τη Θεοπούλα.

Η σκηνή κλείνει και ακολουθεί υπόκλιση).

 

ΤΕΛΟΣ

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ