ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

ΑΦΗΓΗΤΗΣ:       Ήθελα να σας συστηθώ, να σας καλωσορίσω

                           και  στη γιορτή μας που ’ρθατε να σας ευχαριστήσω.

                           Ο Γιάννης Γιόλης είμαι εγώ, ο μαθητής της Έκτης,

                           και, όπως όλοι ξέρουνε, του ποδοσφαίρου παίχτης.

 

                           Σήμερα που γιορτάζουμε χαρούμενη είν’ η μέρα,

                           ηρωικό ξεσηκωμό Ελλήνων πέρα ως πέρα,

                           τη σκλαβωμένη χώρα μας για τέσσερις αιώνες

                           τα βάσανα την έπνιξαν και έκανε αγώνες.

 

                           Και όσοι ενομίσατε πως σκετς δε θα σας πούμε

                           και πως με ποιηματάκι απλό θα σας ξεφορτωθούμε,

                           δυστυχώς ξεγελαστήκατε και σας παρουσιάζω

                           της Έκτης το θεατρικό που τόσο το θαυμάζω.

 

                           Περίεργος ίσως φαίνεται ο ρόλος μου λιγάκι

                           φέτος όμως το ξέκοψα, δεν είμαι δασκαλάκι.

                           Το ξέκοψα ορθά κοφτά  του δάσκαλου εφέτος

                           το δάσκαλο δεν παριστώ για άλλο ένα έτος.

 

                           Μα, Γιάννη, είναι πρόβλημα, τι ρόλους να σας γράψω;

                           Επτά κορίτσια κι εσέ, πώς να τα συνταιριάξω;

                           Ο δάσκαλος μου έλεγε και προβληματιζόταν

                           για την υπόθεση του σκέτς, πώς θα εξελισσόταν.

 

                           Μα τελικά αφηγητής εδέχτηκα να γίνω

                           τις απορίες σας ευθύς αμέσως να τις λύνω.

                           Το έργο μας εξιστορεί το σήμερα λιγάκι,

                           δεμένο με το παρελθόν και το πικρό φαρμάκι.

 

                           Η Ελλάδα μας είναι γνωστό από την ιστορία,

                           αγώνες μύριους έκανε για την ελευθερία,

                           έμαθε ν’ αγωνίζεται στο πέρασμα των χρόνων

                           στο τέλος να μεγαλουργεί στο διάβα των αιώνων.

                           Η ιστορία μας ευθύς αρχίζει στο Λουτράκι

                           όπου γυναίκες του χωριού συνομιλούν λιγάκι,

                           για την επικαιρότητα μιλούν που λένε οι ειδήσεις

                           συγχρόνως όμως και ακούν ιστορικές τις ρήσεις.

 

ΕΛΕΝΗ:      Ωραίος καιρός, φιλενάδα.

ΦΙΛΙΤΣΑ:      Πραγματικά, μοιάζει για καλοκαίρι!

ΕΛΕΝΗ:      Τη θαύμασα την κόρη σου, ντυμένη στα γαλανόλευκα, το πρωί στην Εκκλησία.

ΦΙΛΙΤΣΑ:      Και η δική σου είναι μια κούκλα, την είδα στην παρέλαση.

ΕΛΕΝΗ:      Πού χάθηκαν αυτές μετά την παρέλαση;

ΦΙΛΙΤΣΑ:      Δε θυμάσαι τίποτε πια, φιλενάδα;

ΕΛΕΝΗ:      Δηλαδή, εσύ ξέρεις;

ΦΙΛΙΤΣΑ:      Φυσικά και ξέρω. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα δεν πηγαίνουν στο σπίτι της παλιάς τους συμμαθήτριας για να την πάρουν για βόλτα στην πλατεία;

ΕΛΕΝΗ:      Ναι, βρε φιλενάδα, το ξέχασα. Τι πρόβλημα κι αυτό το κορίτσι; Αγαπούσε πολύ τα μαθήματα και διάβαζε πολύ, μα περισσότερο αγαπούσε τη σύγχρονη ελληνική ιστορία που μιλούσε για τον προπάππο της, τον Εμμανουήλ Παπά.

ΦΙΛΙΤΣΑ:      Θυμάσαι το σοκ που πέρασε όταν  είδε ότι τα καινούρια βιβλία της Ιστορίας  δεν ανέφεραν τίποτε για τον πρόγονό της; Τσαλακώθηκε η υπερηφάνεια της και κλονίστηκε η εμπιστοσύνη της στο σχολείο και τα γράμματα.

ΕΛΕΝΗ:      Ιστορικοί να σου πετύχουν! Έγραψαν ό,τι ήθελαν και το τρέλαναν το κοριτσάκι. Όλοι πιστεύαμε ότι, όταν ο Υπουργός πήρε την απόφαση να επαναφέρει  τα παλιά βιβλία, η μικρή Σοφία θα γινόταν καλά. Από τότε γυρνά με το βιβλίο της Ιστορίας στο χέρι και διαβάζει αποσπάσματα που, αν τα προσέξεις, δεν είναι άσχετα με τις κουβέντες που ακούει.

ΦΙΛΙΤΣΑ:      Θα νόμιζε κανείς ότι με τον τρόπο της συμμετέχει στη συζήτηση μέσα από τα λόγια των ιστορικών προσώπων.

ΕΛΕΝΗ:      Συμμαζέψου γρήγορα, φιλενάδα, γιατί βλέπω πως έρχονται προς τα εδώ εκείνες οι κουτσομπόλες του χωριού, η Βαγγελιώ και η Δέσποινα. Ο Θεός να σε φιλάει από το στόμα τους.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ:Καλημέρα. Χρόνια πολλά! Τι κάνετε;

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Συγχαρητήρια για τα παιδιά σας. Τα πήγαν μια χαρά στην παρέλαση, αν και μερικές φορές έχαναν το βήμα. Αλλά δεν πειράζει κανείς δεν μπορεί να είναι τέλειος.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Παρέλαση σωστή μόνο ο Πετράκης μου έκανε όταν πήγαινε στο σχολείο!

ΦΙΛΙΤΣΑ:      Ναι, αλλά μόνο την παρέλαση αγαπούσε και όχι τα γράμματα. Μέχρι να πάρει το απολυτήριο από το Δημοτικό έβγαλε μουστάκια και ήρθε ο καιρός να πάει φαντάρος!

ΔΕΣΠΟΙΝΑ:Τα παραλές, καλή μου. Απλώς κάθισε λίγο περισσότερο για να τα μάθει καλύτερα και να κάνει περισσότερες επαναλήψεις. Κι από την άλλη, τι έχασε; Εργολάβος έγινε με τα σπίτια του και με τις αμαξάρες του. Αλίμονο στη μεγάλη την κόρη σου που τέλειωσε αριστούχος και δουλεύει ύστερα από τόσα χρόνια ωρομίσθια για 300 ευρώ το μήνα. 

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Σταματήστε πια. Κάθε φορά που συναντιέστε η αγάπη και τα καλά τα λόγια ξεχειλίζουν από τα μπατζάκια σας. Φαρμάκι στάζουν οι κουβέντες σας.

ΦΙΛΙΤΣΑ:      Μα δεν την ακούς τι λέει;

ΕΛΕΝΗ:      Σωπάστε πια! Έρχονται τα παιδιά και φέρνουν μαζί τους τη Σοφία.

(Τα παιδιά μπαίνουν στη σκηνή με βήμα παρέλασης και ανάμεσά τους έχουν τη Σοφία που κρατά στο χέρι της το βιβλίο της Ιστορίας).

ΝΙΚΟΛΕΤΑ: Ένα, δύο, εν, δυο … . Μανούλα ήρθαμε και φέραμε μαζί μας και τη Σοφία. Στην αρχή έκανε τη δύσκολη αλλά μόλις είδε και την Ντίνα, τότε δέχτηκε αμέσως.

ΦΙΛΙΤΣΑ:      Την Ντίνα μου όλοι την αγαπούν και τη θαυμάζουν. Είναι ένα τέλειο παιδί.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ: Κοίταξε να την καταντήσεις σαν τη μεγάλη σου.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Θα σταματήσετε μέρα που ’ναι; Του Ευαγγελισμού σήμερα, γιορτάζει η Χριστιανοσύνη. Γιορτάζει ο κόσμος όλος για το χαρμόσυνο νέο που ’φερε ο άγγελος στην Παναγιά και της είπε ότι θα φέρει σ’ αυτό τον κόσμο το Χριστό, το γιο του Θεού, για να σώσει τους ανθρώπους από τις αμαρτίες.

ΕΛΕΝΗ:      Καλά κάνατε, κόρη μου, και φέρατε και τη Σοφία, να ξεσκάσει κι αυτό το κακόμοιρο.

ΝΤΙΝΑ:         Εμείς τώρα θα πάμε εδώ πιο πέρα, θ’ ακούσουμε μουσική και θα παίξουμε. Πάμε Σοφία.

ΦΙΛΙΤΣΑ:      Να πάτε, κόρη μου, και φρόνιμα.

ΕΛΕΝΗ:      Εδώ που τα λέμε κορίτσια και για να πούμε κάτι ενδιαφέρον ακούσατε τι έλεγαν τα δελτία ειδήσεων για τον καινούριο τρόπο που θα παντρεύονται τα ζευγάρια;

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Το άκουσα και μου έκανε εντύπωση. Άκου λέει, αντί να πάνε στον παπά, θα πηγαίνουν στο συμβολαιογράφο. Είναι πράγματα αυτά; Και τα κουφέτα μωρέ που θα τα μοιράζουν;

ΦΙΛΙΤΣΑ:      Τι να σας πω; Η Ντίνα μου από κείνη τη μέρα είναι πολύ στενοχωρημένη.

ΝΤΙΝΑ:         Εγώ στο γάμο μου θέλω να φορέσω το πιο όμορφο νυφικό με τη μεγαλύτερη ουρά, που θα την κρατούν είκοσι παρανυφάκια. Το γραφείο της Συμβολαιογράφου στην Αριδαία, που πήγαμε προχθές με τον πατέρα μου για να πουλήσει ένα χωράφι, είναι σαν τρύπα. Με το ζόρι χωρούσαμε πέντε άνθρωποι, κι εκείνοι σαν κι εμένα, λεπτοί. (Εμπιστευτικά).Αν πάνε κάποιοι σαν το δάσκαλο μου δεν πιστεύω να χωρούν πάνω από τρεις. (Απευθυνόμενη προς το δάσκαλο).  Δεν πιστεύω ν΄ ακούσατε τίποτε, κύριε;

ΕΛΕΝΗ:      Τίποτε, πάει τέλείωσε. Ο γάμος είναι ευλογία. Εγώ τα παιδιά μου θα τα παντρέψω στην εκκλησία με παπά και με κουμπάρο.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Κι εγώ το ίδιο θα κάνω. Έτσι παντρεύτηκα εγώ, έτσι παντρεύτηκαν η μάνα μου και η γιαγιά μου, έτσι και οι προγιαγιάδες μου και σε συνθήκες δύσκολες, κάτω από το μάτι του Τούρκου κατακτητή.

ΝΙΚΟΛΕΤΑ:   Σήκω, Σοφία, να διαβάσεις δυνατά αυτό που πριν μου έδειξες.

ΣΟΦΙΑ:        «Οι γάμοι, οι γεννήσεις και οι βαπτίσεις με τις ετοιμασίες και τις ευχές χάριζαν ωραίες στιγμές στους συγγενείς και φίλους. Πάντα όμως βάραινε η σκιά του κατακτητή. Λένε πως όταν γεννήθηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο παππούς του είπε: Ακόμα ένας δούλος». Ιστορία ΣΤ΄ Δημοτικού σελ. 47

ΕΛΕΝΗ:      Δίκαιο έχει το παιδί. Κάτι τέτοιες στιγμές μαζεύετε όλο το σόι και βλέπεις συγγενείς που είχες να τους δεις για χρόνια.

ΝΙΚΟΛΕΤΑ:   Μάνα, στο γάμο μου να καλέσουμε και το θείο Νικόλα από τη Γερμανία γιατί, πέρσι που ήρθε, μου έφερε πολλές κούκλες και σοκολάτες.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ:   Να σου φέρει κούκλες για δώρο για να παίζετε με τον άντρα σου μιας κι εκείνος δε θα ’χει περισσότερο μυαλό από σένα, και σοκολάτες για να μην πεινάσετε αφού η ακαμάτρα η μάνα σου μόνο κουτσομπολιό και σουλάτσα είναι πού να βρει χρόνο για να σου μάθει να μαγειρεύεις;

ΕΛΕΝΗ:      Για μένα τα λες αυτά, κυρα - Δέσποινα;

ΦΙΛΙΤΣΑ:      Για στάσου, καλή μου. Δεν ξέρω τι συναλλαγές έχεις με το δάσκαλο που ’γραψε το θεατρικό αλλά νομίζω ότι αν σ’ αφήσω να ξαναμιλήσεις, θα τελειώσει το θεατρικό και εμείς δε θα προλάβουμε να πούμε κουβέντα. Άσε θα σε υπερασπιστώ εγώ αφού όλοι ξέρετε την αδυναμία που της έχω. (Δείχνει τη Δέσποινα).

ΝΤΙΝΑ:         Εγώ θα τα πω που θέλω να γίνω και δικηγόρος. Εγώ που είμαι η καλύτερη μαθήτρια του σχολείου. Δεν μπορείτε, κυρία μου, να προσβάλλετε μ’ αυτόν τον τρόπο τη φιλενάδα της μητέρας μου. Είναι άδικο αυτό που κάνετε.

ΝΙΚΟΛΕΤΑ:   (Προς το κοινό) Εγώ πάλι δεν κατάλαβα γιατί φωνάζουν και γιατί μαλώνουν αλλά μου αρέσει η φασαρία και ο σαματάς. Πλάκα δεν έχει;

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Δεν είναι σωστό να μαλώνουμε σήμερα του Ευαγγελισμού. Η διχόνοια δε φέρνει καλά αποτελέσματα.

ΣΟΦΙΑ:        Απόσπασμα από το λόγο του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα. Σελ.121

                     «Τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας πήγε στον πόλεμο, ο αδερφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του ζύμωνε , το παιδί εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα και αν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, θα ελευθερώναμε και τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία και ίσως φτάναμε και ως την Κωνσταντινούπολη. Αλλά δυστυχώς ήρθε η διχόνοια και εχάθη η πρώτη προθυμία και η ομόνοια».

ΝΙΚΟΛΕΤΑ:   Κι ο κύριος συνεχώς μας λέει ότι με τη συνεργασία και την ομόνοια οι άνθρωποι μπορούν να καταφέρουν τα πάντα, αρκεί να το πιστεύουν ότι θα τα καταφέρουν, και όταν πετυχαίνουν το στόχο τους όλοι τους θαυμάζουν και τους επαινούν.

ΣΟΦΙΑ:        Απόσπασμα από το λόγο του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα. Σελ.101

                     «Ο κόσμος μάς έλεγε τρελούς. Εμείς αν δεν ήμαστε τρελοί δεν κάναμε την Επανάσταση, γιατί έπρεπε να σκεφτούμε πρώτα για τα πολεμοφόδια. Το ιππικό μας, το πυροβολικό και τις πυριταποθήκες μας, να λογαριάσουμε γενικά τη δύναμή μας και να τη συγκρίνουμε με τη δύναμη των Τούρκων. Τίποτε όμως δε λογαριάσαμε. Τώρα που νικήσαμε όλοι μας επαινούν και μας μακαρίζουν. Αν δεν τα καταφέρναμε θα τρώγαμε κατάρες και αναθέματα».

ΝΙΚΟΛΕΤΑ: Ντίνα, για να ηρεμήσουμε λίγο δε βάζεις να ακούσουν και οι κυρίες το Ελληνικό τραγούδι που θα πάει στη Γιουροβίζιον.

ΔΕΣΠΟΙΝΑ:   Ναι, βρε κορίτσια, να το ακούσω κι εγώ γιατί μέχρι σήμερα δεν το άκουσα και λένε ότι είναι φοβερό.

ΝΤΙΝΑ:         Πολύ ευχαρίστως! Έχω μαζί μου το CD με την ελληνική συμμετοχή. (Ακούγεται το τραγούδι και πριν τελειώσει….)

ΔΕΣΠΟΙΝΑ:   Γιατί μας κοροϊδεύεις, κορίτσι μου; Ελληνικό τραγούδι είναι αυτό; Δεν κατάλαβα ούτε μια λέξη.

ΦΙΛΙΤΣΑ:      Δεν μπορώ να διαφωνήσω μαζί σου, φιλενάδα. Δεν καταλαβαίνω ποιοι τα ψηφίζουν αυτά τα τραγούδια;

ΝΤΙΝΑ:         (Εμπιστευτικά) Αν ήξερε ότι έστειλα 50 SMS, θα με σκότωνε.

ΕΛΕΝΗ:      Η αλήθεια είναι ότι χωρίς Ελληνικά δε διαφημίζεται η Ελλάδα.

ΒΑΓΓΕΛΙΩ: Περίεργο, η Σοφία δεν είπε τίποτε γι’ αυτό.

ΝΤΙΝΑ:         Είναι πολύ καλή, δε μαλώνουμε ποτέ, και μας αγαπάει πολύ. Αυτόν τον καιρό είναι  αρκετά ταραγμένη γιατί ακούει στην τηλεόραση ότι οι βόρειοι γείτονές μας  θέλουν να λέγονται Μακεδόνες και αυτό το πράγμα λόγω της καταγωγής της την εξοργίζει.

 

ΣΟΦΙΑ:        Ανήθικη και άδικη, βλαστήμια των αιώνων

                     είναι η εμμονή αυτή των βόρειων γειτόνων.

                     Τ΄ όνομα καπηλεύονται  της γης των Μακεδόνων,

                     του Φίλιππου, τ’ Αλέξανδρου και όλων των προγόνων.

 

                     Ελληνικό το όνομα στον κόσμο ξακουσμένο

                     φόβος και τρόμος των εχθρών είναι το τιμημένο.

                     Γειτόνοι απ’ τη ζήλια τους το θέλουν για δικό τους

                     μαζί με τον Αλέξανδρο για μέγα στρατηγό τους.

 

                     Ο Αριστοτέλης δίδαξε στο βασιλιά το μέγα,

                     των Μακεδόνων καύχημα και της Ελλάδας θρέμμα,

                     στους τόπους που θα κατακτεί στη μακρινή Ασία

                     ελληνικό πολιτισμό να σπέρνει με μανία.

 

                     Τρίζουν τα κόκαλα βαριά του βασιλιά της Πέλλας

                     με όσα λένε παλαβοί στα όρια της τρέλας

                     Η ιστορία δεν μπορεί να γράφεται τυχαία

                     χωρίς στοιχεία και πηγές που είναι αναγκαία.

 

                     Οι Μακεδονομάχοι μας το αίμα τους εδώσαν

                     και τη Μακεδονία μας απ’ τη σκλαβιά εσώσαν,

                     πολέμησαν ηρωικά για να ενώσουν πάλι

                     τη γη των πατεράδων μας σ’ ελληνική αγκάλη.

 

                     Για όλα αυτά τ’ ανήκουστα σε λίγο θα σας πούμε

                     ύμνο για την Μακεδονία μας χωρίς να φοβηθούμε.

                     Για την ελληνικότητα προγόνων και δικιά μας

                     θα τραγουδήσουμε ευθύς με όλη την καρδιά μας.

 

(Τραγουδούν όλοι το τραγούδι Μακεδονία)

 

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ