Το
1859 ο Γουσταύος Κλάους, αντιπρόσωπος της εταιρείας
Φελς και Σια, προβαίνει στην αγορά μια έκτασης
60 στρεμμάτων στα 500 μέτρα υψόμετρο, στην περιοχή
του Ριγανόκαμπου από τον κτηματία Γεώργιο Κωστάκη.
Εκεί έχτισε την θερινή κατοικία του, στην οποία
φρόντισε να φυτέψει αμπέλια.
Το 1861 ιδρύει την οινοποιητική εταιρεία Αχάϊα Κλάους. Στην αρχή διαχειριζόταν το κτήμα του με την εταιρεία "Γιάκομπ Κλίπφελ". Τα πρώτα χρόνια της Αχάϊα Κλάους ήταν πραγματικά δύσκολα αφου επιθέσεις των συμμοριών της περιοχής ήταν καθημερινό φαινόμενο. Παρόλα αυτά κατάφερε να επιβιώσει και να εδραιωθεί στην περιοχή χάρη στους δεσμούς του με την κεντρική εξουσία.
Το 1872 οι ιδιοκτήτες της Φελς και Σια, ο Θεόδωρος Χάρμπουργκερ και ο Γουσταύος Κλάους αποφάσισαν να ιδρύσουν την εταιρεία "Αχάϊα Ανώνυμη Εταιρεία Οινοποιΐας". Από το 1873 έως το 1881 την διεύθυνση της εταιρείας ανέλαβε ο Αιμίλιος Βερλ. Από το 1883, οπότε και ανέλαβε την διεύθυνση της εταιρείας ο Γουσταύος Κλάους, έως το 1908 η εταιρεία επικεντρώθηκε στην παραγωγή ευγενών κρασιών όπως η "Μαυροδάφνη" καθώς και σε μικρότερο βαθμό, στην παραγωγή "Δεμέστιχας".
Μετά τον θάνατο του Κλάους η εταιρεία πέρασε στα χέρια του Γκούντερντ αλλά με το ξέσπασμα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου αναγκάστηκε να πουλήσει την εταιρεία και να καταφύγει στο εξωτερικό. Μέχρι το 1920, οπότε και η εταιρεία πέρασε στα χέρια του Βλάσση Αντωνόπουλου, η Αχάϊα Κλάους είχε μειώσει αισθητά την παραγωγή της. Από το 1920, με ένα μικρό διάλειμμα την περίοδο της Κατοχής, η εταιρεία αναπτύχθηκε ραγδαία. Το αποκορύφωμα έφτασε το 1955 όταν την επιχείρηση ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, ο οποίος εφοδίασε με νέα μηχανήματα το εργοστάσιο, ενώ φρόντισε και για την πρόσληψη ειδικών επιστημόνων. Το 1983 η εταιρεία έθεσε σε λειτουργία το νέο εμφιαλωτήριο. Το 1997 την θέση του προέδρου και του διευθύνοντα συμβούλου ανέλαβε ο Νίκος Καραπάνος.
Η Αχάϊα Κλάους με το πέρασμα των χρόνων έχει τιμηθεί με 15 μεγάλα βραβεία, 51 χρυσά μετάλλια, 38 αργυρά και 32 διπλώματα.