Ομώνυμα λέγονται οι
λέξεις που ακούγονται ίδιες, αλλά διαφέρουν στην ορθογραφία και στη
σημασία π.χ. σύκο-σήκω.
Παρώνυμα
λέγονται οι λέξεις ακούγονται περίπου ίδιες (όχι ολόιδιες όπως τα
ομώνυμα) και έχουν διαφορετική σημασία π.χ. αμυγδαλιές-αμυγδαλές.
Τελικές λέγονται
οι προτάσεις που δείχνουν τον σκοπό, τον λόγο δηλαδή για τον οποίο
γίνεται κάτι. Παίρνουν το όνομά τους από την αρχαία λέξη τέλος =
σκοπός. Είναι δευτερεύουσες ή εξαρτημένες και ξεκινούν με τους
συνδέσμους "για να" ή "να", π.χ. Τρέχω, για να προλάβω
το μάθημα.
Συνήθως οι τελικές που
εισάγονται με το για να, χωρίζονται με κόμμα από την κύρια ενώ οι
τελικές που εισάγονται με το να, δε χωρίζονται με κόμμα από την
κύρια.
Οι δευτερεύουσες που αρχίζουν
με το να, αλλά δεν είναι τελικές, δεν δείχνουν δηλαδή τον
σκοπό για τον οποίο γίνεται κάτι, λέγονται βουλητικές.
Αν στη θέση του να βάλω το για να, θα καταλάβω αμέσως
ότι δεν είναι τελικές, δε δείχνουν δηλαδή τον σκοπό. Οι βουλητικές
συχνά είναι αντικείμενα ρημάτων όπως: θέλω, μπορώ, εύχομαι,
αναγκάζομαι, σκοπεύω κ.ά.
Συχνά όταν γράφουμε,
χρησιμοποιούμε κι άλλες δευτερεύουσες προτάσεις που αρχίζουν με το
ώστε ή το που και δηλώνουν το αποτέλεσμα μιας πράξης.
Αυτές οι προτάσεις ονομάζονται αποτελεσματικές ή
συμπερασματικές, π.χ. Ήταν τόσο σκοτεινά, ώστε δεν έβλεπα
τίποτα.
ΘΥΜΑΜΑΙ: Χωρίζω
με κόμμα τις εξαρτημένες προτάσεις που δεν έχουν στενή σχέση με την
κύρια πρόταση και μπορούμε να τις παραλείψουμε. Π.χ. Αφού φάει το
πρωινό του, ο Ορέστης φεύγει για το σχολείο. Αντίθετα, δεν μπορώ να
χωρίσω με κόμμα εξαρτημένες προτάσεις που συμπληρώνουν το νόημα της
κύριας πρότασης και, επομένως, είναι στενά συνδεδεμένες με αυτή.
Π.χ. Ο Βρασίδας είπε ότι θα πάει διακοπές.